Γλώσσα και Γραφή
Μαρία Καραλή (2007)(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
3. Τυπολογία συστημάτων γραφής
Η γραφή είναι επίκτητη μορφή τεχνολογίας των ομιλητών μιας γλώσσας. Κάθε οπτικό σύμβολο όμως που επιδιώκει να μεταφέρει ένα μήνυμα, είτε στην αρχαιότητα είτε στη σημερινή εποχή δεν μπορεί να θεωρηθεί γραφή. Το ινδιάνικο πετρόγλυφο από το Νέο Μεξικό εκφράζει το νόημα πως το μονοπάτι είναι στενό για ένα άλογο και ότι ο αναβάτης θα ανατραπεί εάν επιχειρήσει τη διέλευση, είναι όμως αρκετό για μια κατσίκα. Για την απόδοσή του δεν υπάρχει υποχρεωτική, συγκεκριμένη γλωσσική έκφραση που πρέπει να χρησιμοποιηθεί, μπορεί να παραφραστεί με ό,τι ισοδύναμο. Γραφή υφίσταται μόνο όταν υπάρχει σταθερή, υποχρεωτική και συγκεκριμένη αντιστοιχία μεταξύ οπτικού συμβόλου και κάποιας γλωσσικής μονάδας. Σύστημα γραφής είναι ένα σύνολο οπτικών ή απτών, μόνιμων και συμβατικών σημείων που αναπαριστούν μονάδες της γλώσσας με συστηματικό τρόπο. Η συμβατική φύση και η προσυμφωνημένη αξία του γραφικού σημείου επιτρέπει την επαναλαμβανόμενη καταγραφή της γλωσσικής μονάδας και την κατ' επανάληψη ανάγνωση του γραφικού σημείου, την αποκωδικοποίηση δηλαδή της γλωσσικής του αξίας.
Η τυπολογική εξέταση των φαινομενικά απίστευτα διαφορετικών και πολλών συστημάτων γραφής αποκαλύπτει πως υπάρχει ένας περιορισμένος αριθμός αρχών με βάση τις οποίες καταγράφονται οι γλώσσες του κόσμου και πως όλα τα συστήματα γραφής στηρίζονται σε κάποια εξελιγμένη μορφή γλωσσικής ανάλυσης. Aφού θεωρούμε ότι η γραφή παραπέμπει εξ ορισμού σε γλωσσικές μονάδες, θεωρητικά μπορούμε να σκεφτούμε ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως μονάδες καταγραφής και ανάγνωσης κείμενα και προτάσεις. O αριθμός όμως αυτών των στοιχείων είναι απεριόριστος και το είδος των κειμένων και των προτάσεων απεριόριστο. Kαταστρατηγείται επομένως η έννοια της συμβατικής ανάγνωσης και γραφής. H επιλέξιμη μονάδα πρέπει να έχει προβλεφτεί, να είναι γνωστή και αναγνωρίσιμη εκ των προτέρων. H μεγαλύτερη γλωσσική μονάδα που παριστά ένα σύστημα γραφής είναι η λέξη. Aνάλογα με τη γλωσσική μονάδα που παριστούν, τα συστήματα γραφής υπάγονται σε γενικές κατηγορίες, σε γενικούς τύπους. O γενικός τύπος επιλέγει τη γλωσσική μονάδα που θα αναπαραστήσει, δείχνει την αντιστοιχία γραφήματος και γλωσσικής μονάδας: λέξη/μόρφημα, συλλαβή, φώνημα. Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι η σχέση γλώσσας και συστήματος γραφής, αν υπάρχουν δηλαδή συγκεκριμένοι τύποι συστημάτων γραφής που συνδέονται με συγκεκριμένους τύπους γλωσσών και, επομένως, αν κάποια συστήματα είναι καταλληλότερα για κάποιες γλώσσες. Η ιδέα πάντως της επινόησης ενός παγκόσμιου συστήματος γραφής που δεν θα περιορίζεται από διαφορές μεταξύ γλωσσών έχει απασχολήσει ορισμένους φιλοσόφους.
Η τυπολογική εξέταση των συστημάτων αγνοεί το εξωτερικό σχήμα των γραφημάτων. Η αιγυπτιακή ιερογλυφική και το ελληνικό αλφάβητο δεν είναι διαφορετικά συστήματα γραφής εξαιτίας της έντονης διαφοράς στο σχήμα των συμβόλων, αλλά επειδή επιλέγουν να αναπαραστήσουν τη γλώσσα με διαφορετικό τρόπο, τα γραφήματά τους δηλαδή αντιστοιχούν σε διαφορετικές γλωσσικές μονάδες. Αρχικά το σχήμα των γραφημάτων των πρώτων συστημάτων είχε ρεαλιστικό, εικονικό περιεχόμενο που αντιστοιχούσε στην έννοια που απέδιδε. Αργότερα τα γραφήματα έχασαν την εικονικότητά τους και συρρικνώθηκαν σε γραμμικά σχήματα.
Ιστορικά τα πρώτα συστήματα είναι τα λογοσυλλαβικά (η σουμεριακή σφηνοειδής που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για την ακκαδική και τη χετιττική). Τα πρώτα, και λίγα, γραφήματα αυτών των συστημάτων, τα λογογράμματα, καταγράφουν μια λέξη μέσω της σημασίας της. Περισσότερες έννοιες εκφράζονται όχι με χρήση νέων γραφημάτων αλλά με παραλλαγή και συνδυασμό υπαρχόντων, και αυτό αναδεικνύει ότι η καταγραφή στηριζόταν στον σημασιολογικό συσχετισμό εννοιών. Σε μεταγενέστερες φάσεις οι λέξεις καταγράφονταν με τον συνδυασμό ενός γραφήματος που αποτελούσε τη σημασιακή βάση και ενός άλλου που απέδιδε τον ήχο της τελευταίας συλλαβής της λέξης (εξού και ο όρος λογοσυλλαβικά). Το σχήμα είναι μια σύγχρονη ιμπρεσσιονιστική διαφήμιση, ουσιαστικά γελοιογραφία. Στην πρώτη σειρά ο ήλιος θα ήταν ένα σουμεριακό λογόγραμμα που αποδίδει έννοια, ενώ η καταγραφή της λέξης καβούρι στην 3η σειρά θα ήταν μια λογοσυλλαβική απόδοση που αποδίδει σημασία και ήχο. Αυτή η γελοιογραφία αποτελεί ακριβώς τον τρόπο καταγραφής ενός λογοσυλλαβικού συστήματος και η αντίθεση, βέβαια, αναδεικνύει τη διαφορετική λειτουργία των συστημάτων σε διαφορετικές εποχές και κοινωνίες.
Συλλαβάρια είναι τα συστήματα οι μονάδες των οποίων αντιστοιχούν σε συλλαβές (για την ελληνική η γραμμική Β και το κυπριακό συλλαβάριο).
Στα συμφωνικά συστήματα (abjad) καταγράφονται μόνο σύμφωνα, όχι φωνήεντα, παρά μόνο ευκαιριακά. Τα συμφωνικά αυτά συστήματα είναι πρόσφορα για γλώσσες που ο βασικός πυρήνας της λεξιλογικής ρίζας είναι τα σύμφωνα, ενώ τα φωνήεντα είναι προβλέψιμα από τη γραμματική κατηγορία της λέξης. Η φοινικική, αραβική, εβραϊκή, αραμαϊκή είναι γλώσσες που έχουν καταγραφεί με abjad.
Αλφαβητικά είναι τα συστήματα που καταγράφουν τα φωνήματα μιας γλώσσας και στην ιδανική περίπτωση υπάρχει μονοσήμαντη αντιστοιχία μεταξύ φωνημάτων και γραφημάτων. Αυτή συχνά διαταράσσεται από τη συντηρητικότητα των συστημάτων γραφής. Η φωνητική αξία των φωνημάτων μεταβάλλεται, αλλά τα αλφάβητα παραμένουν στην αρχική αντιστοιχία γραφήματος/φωνήματος. Το ελληνικό αλφάβητο προέρχεται από το φοινικικό συμφωνικό σύστημα. Η απόδοση των φωνηέντων στο ελληνικό σύστημα δεν έγινε με προσθήκη χαρακτήρων, σύμφωνα με τον σχολικό μύθο, αλλά με επαναπροσδιορισμό της αξίας συμβόλων της φοινικικής. Φοινικικά γραφήματα δηλαδή που κατέγραφαν ανύπαρκτα για την ελληνική σύμφωνα χρησιμοποιήθηκαν με φωνηεντική αξία. Στην αρχαία Ελλάδα κάθε περιοχή, εκτός από τη διάλεκτό της, είχε και την αλφαβητική της ποικιλία. Η παραλλαγή της Ευβοίας αποτέλεσε τη βάση του λατινικού αλφαβήτου, και αυτό με τη σειρά του των δυτικών ευρωπαϊκών.
Στα abugida, αιθιοπική λέξη για το αλφάβητο, κάθε χαρακτήρας συμβολίζει ένα σύμφωνο συν ένα συγκεκριμένο φωνήεν, ενώ τα υπόλοιπα φωνήεντα δηλώνονται με συστηματική μετατροπή των συμφωνικών συμβόλων.
Στα featural τα εξωτερικά σχήματα των χαρακτήρων συνδέονται με διακριτικά χαρακτηριστικά των τεμαχίων της γλώσσας, π.χ. το κορεατικό, το φωνοτυπικό σύστημα στενογραφίας.
Κάθε σύστημα γραφής εκμεταλλεύεται με διαφορετικό τρόπο τις δυνατότητες που του παρέχει ο γενικός του τύπος. Το λατινικό αλφάβητο δεν διαθέτει ιδιαίτερα γραφήματα για τα μακρά φωνήεντα, ενώ θεωρητικά θα μπορούσε το ελληνικό, από κάποια εποχή τουλάχιστον και μετά, να δηλώνει με ξεχωριστά σύμβολα μακρά και βραχέα. Η γραμμική Β δεν δηλώνει την ηχηρότητα των συμφώνων, τα ληκτικά σύμφωνα, τα ετεροσυλλαβικά συμπλέγματα. Έτσι το άργυρος θα καταγραφεί a-ku-ro. Το κυπριακό συλλαβάριο αντίθετα δηλώνει όλα τα συμφωνικά συμπλέγματα και τα ληκτικά σύμφωνα. Εδώ η ίδια λέξη θα αποδοθεί a-ku-ro-se. Υπό αυτή την έννοια, ορθογραφία μιας γλώσσας είναι η επιλογή που κάνει το σύστημα γραφής από τις δυνατότητες του γενικού τύπου.
Στο ερώτημα αν κάποια συστήματα είναι προσφορότερα για την απόδοση συγκεκριμένων γλωσσών εξαιτίας της δομής τους, η απάντηση δε μπορεί να είναι απόλυτα καταφατική ή αρνητική. Είναι αλήθεια πως ένα συλλαβάριο είναι καλό για την ιαπωνική που έχει απλή συλλαβική δομή, όχι επαρκές όμως για την ελληνική που έχει μεγαλύτερη ποικιλία συλλαβικών δομών. Ακόμη, μια γλώσσα μπορεί να καταγραφεί με περισσότερα από ένα συστήματα, και ένα σύστημα να χρησιμοποιηθεί για περισσότερες από μία γλώσσες. Άλλωστε, η επιλογή ενός συστήματος γραφής μπορεί να οφείλεται σε πολιτική σκοπιμότητα.
4. Αποκρυπτογράφηση
Η αποκρυπτογράφηση ενός άγνωστου συστήματος γραφής είναι από τις γοητευτικές πλευρές του θέματος. Ο όρος σημαίνει ότι είναι δυνατή η σύνδεση του συστήματος με κάποια γλώσσα. Τα μη αναγνωσμένα συστήματα εμπίπτουν σε τρεις τύπους:
α. η γλώσσα είναι γνωστή αλλά όχι το σύστημα (το αλφάβητο του B. Shaw για την αγγλική)
β. το σύστημα γραφής είναι γνωστό αλλά όχι η γλώσσα (το ετρουσκικό αλφάβητο μοιάζει με το πρώιμο ελληνικό, κάποιες φωνητικές αξίες είναι γνωστές, αλλά όχι η δομή της γλώσσας)
γ. και το σύστημα και η γλώσσα είναι άγνωστα (ο δίσκος της Φαιστού). Η αποκρυπτογράφηση στηρίζεται στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού κειμένων, στην παρατήρηση κανονικοτήτων, επαναλήψεων, στον αριθμό των συμβόλων, στη στατιστική κατανομή τους και στην ύπαρξη δίγλωσσων επιγραφών. Ως τώρα οι αποκρυπτογραφήσεις στηρίχτηκαν στην ύπαρξη μεταγραφών ή δίγλωσσων επιγραφών. Ο M. Ventris αποκρυπτογράφησε τη γραμμική Β χωρίς τη βοήθεια άλλων κειμένων, γι' αυτό και το επίτευγμά του πρέπει να αποδοθεί όχι μόνο στη συστηματικότητά του και την επιμονή του, αλλά και σε μοναδική έμπνευση.
Βιβλιογραφία
1. Βarton, D. 1994. Literacy: An Introduction to the Ecology of Written Language. Οξφόρδη: Blackwell.
2. Baynham, M. 2000. Πρακτικές γραμματισμού. Μτφρ. Μ. Αραποπούλου. Αθήνα: Μεταίχμιο. Τίτλος πρωτοτύπου Literary Practices: Investigating Literacy in Social Contexts (Λονδίνο: Longman, 1995).
3. Coulmas, F. 1989. The Writing Systems of the World. Οξφόρδη: Blackwell.
4. Coulmas, F. & K. Ehlich, επιμ. 1983. Writingin Focus: Trends in Linguistics. Studies and Monographs 24. Βερολίνο, Νέα Υόρκη & Amsterdam: Mouton Publishers.
5. Coulmas, F. [1996] 1999. The Blackwell Encyclopedia of Writing Systems. Οξφόρδη: Blackwell.
6. Daniels, P. T. & W. Bright, επιμ. 1996. The World's Writing Systems. Οξφόρδη: Oxford University Press.
7. Downing, P., S. D. Lima & Μ. Noonan, επιμ. 1992. The Linguistics of Literacy. Amsterdam,Philadelphia: John Benjamins.
8. Egan-Robertson, A. & D. Bloome, επιμ. 2001. Γλώσσα και Πολιτισμός. Οι μαθητές/-τριες ως ερευνητές/-τριες. Μτφρ. Μ. Καραλη. Αθήνα: Μεταίχμιο. Τίτλος πρωτοτύπου Students as Researchers of Culture and Language in Their Own Communities (Cresskill, NJ: Hampton Press, Inc, 1998).
9. Rieben, L. & C. A. Perfetti, επιμ. 1991. Learning to Read: Basic Research and its Implications, Hillsdale, New Jersey, Hove & Λονδίνο: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers.
10. Scholes, R. J., επιμ. 1993. Literacyand Language Analysis. Hillsdale, New Jersey, Hove & Λονδίνο: Lawrence Erlbaum Associates, Publishers.
11. Pope, M. 1975. TheStory of Decipherment. Λονδίνο: Thames & Hudson.
12. Scribner, S. & M. Cole. 1981. The Psychology of Literacy. Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
13. Tannen, D., επιμ. 1982. Spoken and Written Language: Exploring Orality and Literacy. Norwood, New Jersey: ABLEX Publishing Corporation.
14. Thomas, R. 1989. Oral Tradition and Written Record in Classical Athens, Cambridge: Cambridge University Press.
15. Thomas, R. 1992. Literacy and Orality in Ancient Greece. Cambridge, Cambridge University Press.
16. Watt, W. C., επιμ. 1994. Writing Systems and Cognition: Perspectives from Psychology, Physiology, Linguistics and Semiotics. Dordrecht, Βοστόνη, Λονδίνο: Kluwer Academic Publishers.
17. Χριστίδης, Α.-Φ., επιμ. 2001. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας: Από τις αρχές έως την ύστερη αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish