Οι εκστρατείες του Ασσύριου αυτοκράτορα θα επαναληφθούν και τα επόμενα χρόνια, μέχρι την πλήρη υποταγή των ισχυρότερων κρατιδίων της περιοχής και κυρίως του σπουδαιότερου αραμαϊκού Βασιλείου στον Ευφράτη, του Μπιτ-Αντινί (Bit-Adini). Η πρωτεύουσά του, το Τιλ - Μπαρσίμπ (Til-Barsib, σημερ. Τελλ-Αχμάρ, Tell-Ahmar), περίπου 15 χλμ. νοτιότερα από την αρχαιότατη και περίφημη πόλη του Καρχεμίς (Carchemish), θα πολιορκηθεί, θα αλωθεί και θα λεηλατηθεί για παραδειγματισμό. Η περιοχή θα αποτελέσει ασσυριακή επαρχία με κέντρο το Τιλ – Μπαρσίμπ, σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο και λιμάνι στον ποταμό Ευφράτη, το οποίο θα μετονομασθεί σε Καρ - Σσαλμανεσέρ (Kar-Shalmaneser = Λιμάνι του Σσαλμανεσάρ).
Η πρόθεση όμως του Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ να διεισδύσει και στην ΝΑ Μικρά Ασία, θα ανασταλεί προσωρινά μετά την μεγάλη μάχη του Καρκάρ (Qarqar/Harhar), μια τοποθεσία στον ποταμό Ορόντη, το 853 π.Χ., όπου θα αντιμετωπίσει τις συνασπισμένες δυνάμεις μιας μεγάλης συμμαχίας υπό τον ηγεμόνα της Δαμασκού, στην οποία συμμετείχαν δυνάμεις της Αιγύπτου, της ισχυρής φοινικικής πόλης της Αράδου, ο βασιλιάς του Ισραήλ Άχαμπ (Ahab) και ένας Άραβας ηγεμόνας.
Παρά τους κομπασμούς του Ασσύριου αυτοκράτορα για περιφανή νίκη (όπως καταγράφηκαν σε έναν μονόλιθο, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη), φαίνεται ότι οι ασσυριακές δυνάμεις ηττήθηκαν ή τουλάχιστον αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν, αφού τα επόμενα χρόνια, οι Ασσύριοι θα αναγκασθούν να δώσουν μια σειρά από μάχες εναντίον του «συνασπισμού της Δαμασκού». Η στρατιωτική ισχύς όμως της Ασσυρίας θα αποδειχθεί τελικώς ανυπέρβλητη και μέχρι το 840 π.Χ. περίπου, θα έχουν υποταχθεί το Βασίλειο της Δαμασκού (η ίδια η Δαμασκός δεν θα καταληφθεί, παρά την συστηματική πολιορκία της) και η νότια Συρία, οι οποίες θα προσαρτηθούν στην ασσυριακή επικράτεια, ενώ το Βασίλειο του Ισραήλ και οι πλούσιες φοινικικές πόλεις των παραλίων της Μεσογείου, Τύρος, Σιδών και Βύβλος (που απέφυγαν να συμμετάσχουν στον «συνασπισμό της Δαμασκού» φοβούμενες ότι θα απωλέσουν τα εμπορικά τους προνόμια), θα γίνουν απλώς φόρου υποτελείς στην Ασσυρία.
Η Ασσυρία μετά τον θάνατο του Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ θα εισέλθει σε μια περίοδο εσωτερικών αναστατώσεων και σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ισχυροποίηση του Βασίλειου της Ουραρτού στα βόρεια σύνορά της θα υποχρεωθεί να στρέψει τα ενδιαφέροντά της και τις προτεραιότητές της σε εντελώς άλλη κατεύθυνση από τις Συρο-Παλαιστινιακές περιοχές. Έτσι, στα τέλη του 9ου και στην διάρκεια του πρώτου μισού του 8ου αιώνα π.Χ. οι φοινικικές πόλεις θα απολαύσουν μια περίοδο πλήρους σχεδόν πολιτικής ανεξαρτησίας.
Αυτή η ευνοϊκή κατάσταση για την Φοινίκη ενισχύθηκε και από τις εσωτερικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στην απέραντη χώρα του Νείλου: Μετά από έναν περίπου αιώνα ειρήνης, η Αίγυπτος θα εισέλθει σε μια ταραγμένη περίοδο συγκρούσεων και γοργής παρακμής, από την εποχή της βασιλείας του Φαραώ Τακελώτ ΙΙ (860-835 π.Χ.) της Λιβυκής (22ης Δυναστείας), που κυβερνούσε τότε την χώρα. Η κατάσταση θα χειροτερεύσει επί της βασιλείας του Σωσέγκ ΙΙΙ (835-783 π.Χ.), ο οποίος σφετερίσθηκε τον θρόνο από τον αδελφό του Οσορχών, Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα και η χώρα θα διασπασθεί. Ένας αντίπαλος του Σωσέγκ ΙΙΙ, ο Πετουβάτης ή Πετουβάστις κατά Μανέθωνα, θα ανακηρυχθεί Φαραώ το 828 π.Χ. (Pedubaste I, 828-803 π.Χ.) και θα αναγνωρισθεί στις Θήβες, στην Τάνιδα και σε άλλες περιοχές της χώρας, θεωρούμενος ως ιδρυτής της 23ης Δυναστείας (828-712 π.Χ.), που θα συνυπάρχει με την προηγούμενη, με ενιαία καταμέτρηση των Φαραώ. Η έδρα των Φαραώ αυτής της Δυναστείας θα γίνει η Λεοντόπολις (σημ. Τελλ ελ-Μουκντάμ, Tell el-Muqdam), περίπου 15 χλμ. βορειοδυτικά από την Βούβαστι. Αυτό το πολιτικό κενό στην Μέση Ανατολή θα εκμεταλλευθεί στο έπακρον το ήδη ισχυρό Βασίλειο της Δαμασκού (Aram), κάτω από την ηγεσία του βασιλέα της Χαζαέλ (Hazael).
Αυτή η ευνοϊκή κατάσταση για την Φοινίκη ενισχύθηκε και από τις εσωτερικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στην απέραντη χώρα του Νείλου: Μετά από έναν περίπου αιώνα ειρήνης, η Αίγυπτος θα εισέλθει σε μια ταραγμένη περίοδο συγκρούσεων και γοργής παρακμής, από την εποχή της βασιλείας του Φαραώ Τακελώτ ΙΙ (860-835 π.Χ.) της Λιβυκής (22ης Δυναστείας), που κυβερνούσε τότε την χώρα. Η κατάσταση θα χειροτερεύσει επί της βασιλείας του Σωσέγκ ΙΙΙ (835-783 π.Χ.), ο οποίος σφετερίσθηκε τον θρόνο από τον αδελφό του Οσορχών, Μέγα Αρχιερέα του Άμμωνα και η χώρα θα διασπασθεί. Ένας αντίπαλος του Σωσέγκ ΙΙΙ, ο Πετουβάτης ή Πετουβάστις κατά Μανέθωνα, θα ανακηρυχθεί Φαραώ το 828 π.Χ. (Pedubaste I, 828-803 π.Χ.) και θα αναγνωρισθεί στις Θήβες, στην Τάνιδα και σε άλλες περιοχές της χώρας, θεωρούμενος ως ιδρυτής της 23ης Δυναστείας (828-712 π.Χ.), που θα συνυπάρχει με την προηγούμενη, με ενιαία καταμέτρηση των Φαραώ. Η έδρα των Φαραώ αυτής της Δυναστείας θα γίνει η Λεοντόπολις (σημ. Τελλ ελ-Μουκντάμ, Tell el-Muqdam), περίπου 15 χλμ. βορειοδυτικά από την Βούβαστι. Αυτό το πολιτικό κενό στην Μέση Ανατολή θα εκμεταλλευθεί στο έπακρον το ήδη ισχυρό Βασίλειο της Δαμασκού (Aram), κάτω από την ηγεσία του βασιλέα της Χαζαέλ (Hazael).
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία οι Φοίνικες είχαν σφυρηλατήσει αυτήν την περίοδο ισχυρότατους εμπορικούς δεσμούς με το Βασίλειο της Δαμασκού, το οποίο εξουσιάζοντας τις περιοχές πέρα από τον ποταμό Ιορδάνη (η επικράτεια του σημερινού κράτους της Ιορδανίας), είχε υπό τον έλεγχό του την βασική οδική αρτηρία που χρησιμοποιούσαν τα καραβάνια για το επικερδές εμπόριο αρωμάτων με την νότια Αραβία. Σε μια αναλαμπή όμως προσωρινής ανάκαμψης η εξασθενημένη Ασσυρία, στην διάρκεια της βασιλείας του Αντάντ-νιραρί ΙΙΙ (Adad-nirari, 810-783 π.Χ.), θα πραγματοποιήσει μια οργανωμένη εκστρατεία στην Δύση, όπου θα συντρίψει τις στρατιωτικές δυνάμεις της Δαμασκού.
Οι επιτυχίες των ασσυριακών στρατευμάτων στην Δύση φαίνεται ότι ήσαν από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Αντάντ-νιραρί ΙΙΙ, αν λάβουμε υπ’ όψιν και το γεγονός ότι τότε πολιορκήθηκε και καταλήφθηκε η Δαμασκός, κάτι που δεν είχε καταφέρει ούτε ο πανίσχυρος Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ.
Η Δαμασκός θα γίνει φόρου υποτελής στην Ασσυρία, όπως και οι φοινικικές πόλεις της Τύρου και της Σιδώνος, καθώς και ο ηγεμόνας του Βασιλείου του Ισραήλ, ο Ιωάς (Joash). Από την κατάσταση αυτήν επωφελήθηκε τα επόμενα χρόνια το Βασίλειο του Ισραήλ, το οποίο κάτω από την ηγεσία του ικανού ηγεμόνα του, Ιεροβοάμ ΙΙ (782-753 π.Χ.), γιου και διαδόχου του προαναφερθέντος Ιωάς, θα ανέλθει στο ανώτατο σημείο εδαφικής του επέκτασης, ανακτώντας ένα μέρος των κτήσεών του πέρα από τον Ιορδάνη, που είχαν καταληφθεί από τους Αραμαίους της Δαμασκού.
Φαίνεται ότι οι Φοίνικες έμποροι και τεχνίτες, ανεξάρτητα από τις παραπάνω εξελίξεις, ήσαν ιδιαίτερα δραστήριοι αυτήν την εποχή τόσο στο Βασίλειο της Δαμασκού, όσο και στο Βασίλειο του Ισραήλ. Εκείνο όμως που πρέπει να τονισθεί είναι το γεγονός ότι από αυτήν ακριβώς την περίοδο προέρχονται και οι πρωϊμότερες αρχαιολογικές αποδείξεις του φοινικικού αποικισμού στην Δύση (Βόρειος Αφρική, Σαρδηνία, Ιβηρική χερσόνησος).
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη της Καρχηδόνος (Qart-hadasht = «Νέα πόλη» στην φοινικική γλώσσα, Cartago/Carthago στην Λατινική) ιδρύθηκε το 814/813 π.Χ. από Φοίνικες αποίκους της Τύρου (Φοινικ. Sor), σε μια παραθαλάσσια περιοχή της σημερινής Τυνησίας, στην θέση όπου αργότερα θα οικοδομηθεί η σύγχρονη πρωτεύουσα αυτής της χώρας, η Τύνιδα. Η νεώτερη αρχαιολογική έρευνα όμως, καθώς και τα ευρήματα από τις εκτεταμένες ανασκαφές στην αρχαία πόλη, υποδεικνύουν μια χρονολογία μεταξύ 750-720 π.Χ. δεδομένου ότι τίποτε το αρχαιότερο από αυτήν την περίοδο δεν ανακαλύφθηκε μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα χρονικό κενό ενός περίπου αιώνα από την υποτιθέμενη χρονολογία ίδρυσης της Καρχηδόνος, σύμφωνα με την παράδοση (βλ. CAH Vol. ΙΙΙ part 2, σελ. 492-493).
Η περίοδος όμως της πολιτικής ανεξαρτησίας της Φοινίκης θα οδηγηθεί σύντομα σε ένα απότομο τέλος, λίγο μετά από την ανάρρηση στον θρόνο της Ασσυρίας του Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙΙ (Tiglath-pileser, 744-727 π.Χ.). Ο Ασσύριος αυτοκράτορας θα εγκαινιάσει μια εποχή έντονης επιθετικής και επεκτατικής πολιτικής, στην οποία θα πέσουν θύματα το ένα μετά το άλλο σχεδόν όλα τα Νεο-Χιττιτικά κρατίδια και οι πόλεις της Φοινίκης. Οι περισσότερες περιοχές θα προσαρτηθούν άμεσα στην ασσυριακή επικράτεια, όπως η ΒΔ Συρία γύρω στο 738 π.Χ. μετά από μια επιτυχημένη εκστρατεία και την κατάκτηση του Νεο-Χιττιτικού βασιλείου του Ουνκί (Unqi), που είχε τον έλεγχο της περιοχής. Τα υπόλοιπα κρατίδια θα γίνουν φόρου υποτελή.
Το 734 π.Χ. ο ηγεμόνας της Δαμασκού Ρεζίν (Rezin, ασσυρ. Rakhianu) φόρου υποτελής στην Ασσυρία, θα συμμαχήσει με τον ηγεμόνα του Ισραήλ Πεκά (Pekah, Φεκά κατά την Βίβλο) εναντίον του Άχαζ, ηγεμόνα του Βασιλείου του Ιούδα. Ο Άχαζ μετά την σφαγή του στρατού του (σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη – Χρονικών Β΄ κη΄ 6, ο Φεκά εθανάτωσε 120.000 άνδρες μέσα σε μια μέρα) θα εκλιπαρήσει τον Ασσύριο αυτοκράτορα να τον βοηθήσει. Ο Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙΙ δεν θα χάσει την ευκαιρία και θα ανταποκριθεί άμεσα εκστρατεύοντας στην περιοχή, όπου αρχικώς θα στραφεί εναντίον των Φιλισταίων, οι οποίοι επωφελούμενοι της αδυναμίας του Άχαζ είχαν αποσπάσει αρκετές πόλεις από το Βασίλειο του Ιούδα, όπως και οι Ιδουμαίοι, οι οποίοι επανέλαβαν τις επιδρομές τους (βλ. Χρονικών Β΄ κη΄ 16-17). Μετά την υποταγή των Φιλισταίων και αφού λάβει υπέρογκα ποσά από τον Άχαζ (ό.π. κη΄ 21), ο Ασσύριος αυτοκράτορας θα επιτεθεί στο Βασίλειο του Ισραήλ, εκθρονίζοντας και θανατώνοντας τον Πεκά, ενώ σημαντικές εκτάσεις του θα προσαρτηθούν στην ασσυριακή επικράτεια. Τέλος, την ίδια τύχη θα έχει και το Βασίλειο της Δαμασκού, όπου ο βασιλιάς Ρεζίν θα εκτελεσθεί και η επικράτειά του θα προσαρτηθεί στην Ασσυρία. Η ίδια η πόλη της Δαμασκού θα αποτελέσει μάλιστα και την έδρα της νέας ασσυριακής επαρχίας, που δημιουργήθηκε μετά από τα παραπάνω γεγονότα.
Οι Ασσύριοι θα εισβάλουν στην συνέχεια στις φοινικικές περιοχές, όπου η Άραδος θα κατακτηθεί, ενώ ο ηγεμόνας της Τύρου, Χιράμ ΙΙ, θα σπεύσει να δηλώσει υποταγή και να προσφέρει σημαντικό φόρο υποτελείας, εξασφαλίζοντας έτσι την εύνοια του Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙΙ, ο οποίος θα την μεταχειρισθεί ευνοϊκά, χωρίς να της αποσπάσει εδάφη. Η μεγαλοψυχία αυτή δεν οφειλόταν βεβαίως στην καλοσύνη του Ασσύριου μονάρχη, αλλά στην αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων που θα είχε η αυτοκρατορία από τις εμπορικές δραστηριότητες της πόλης. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τα κείμενα κάποιων ασσυριακών επιγραφών, η πόλη τέθηκε κάτω από την επίβλεψη ενός Ασσύριου κυβερνήτη, ο οποίος ήταν υπεύθυνος όχι μόνον για την εσωτερική ασφάλεια, αλλά και για την σωστή φορολόγηση του ιδιαίτερα προσοδοφόρου εμπορίου ξυλείας από το οποίο η Τύρος αποκόμιζε σημαντικές προσόδους. Είναι πάντως γεγονός ότι ο πλούτος της Τύρου μειώθηκε σημαντικά από το τεράστιο ποσό των 150 ταλάντων χρυσού που έπρεπε να πληρώνει ως φόρο υποτελείας ο διάδοχος του Χιράμ ΙΙ, ο Ματτάν ΙΙ, προς το τέλος της βασιλείας του Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙΙ.
Μετά τον θάνατο του Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙΙ στον θρόνο της Ασσυρίας θα ανέλθει ο γιος του, Σσαλμανεσέρ V (Shalmaneser, 726-722 π.X.), στην σύντομη διάρκεια της βασιλείας του οποίου, ο ηγεμόνας του Ισραήλ Ωσηέ (Hoshea) αρνήθηκε να πληρώσει τον φόρο υποτελείας με αποτέλεσμα οι Ασσύριοι να καταστρέψουν την πρωτεύουσα Σαμάρεια μετά από τριετή πολιορκία και το Βασίλειο του Ισραήλ να προσαρτηθεί στην ασσυριακή επικράτεια.
Ο νέος αυτοκράτορας Σαργών ΙΙ (Sargon, 721-705 π.Χ.), η άνοδος του οποίου στον θρόνο καλύπτεται από πυκνό πέπλο μυστηρίου (βλ. λήμμα Ασσύριοι), θα αποδειχθεί ισάξιος, αν όχι ανώτερος, των ενδοξότερων αυτοκρατόρων της Ασσυρίας, ένας ικανότατος στρατηλάτης και εξ ίσου φωτισμένος ηγέτης. Ο Σαργών ΙΙ θα αναγκασθεί να εκστρατεύσει στην Δύση έχοντας να αντιμετωπίσει μια γενικευμένη εξέγερση, όπου δημιουργήθηκε ένας αντι-ασσυριακός συνασπισμός με επικεφαλής τον ηγεμόνα του ισχυρού και πλούσιου Βασιλείου της Χαμάθ (Hamath, σημερ. Χαμά στον μέσο Ορόντη). Τα αντίπαλα στρατεύματα θα συναντηθούν το 720 π.Χ. και πάλι στo Καρκάρ (Qarqar), στην τοποθεσία όπου πριν από ένα αιώνα και περισσότερο (133 χρόνια), είχε πολεμήσει ο Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ με τα Συρο-χιττιτικά κρατίδια. Αυτήν την φορά όμως η μάχη δεν υπήρξε αμφίρροπη, αφού ο Σαργών ΙΙ θα συντρίψει τους αντιπάλους του και προελαύνοντας νοτιότερα, θα ανακαταλάβει την Γάζα και θα νικήσει στην μάχη της Ραφία (Raphia, περίπου 20 χλμ. νοτιότερα της Γάζας), στα σύνορα της Αιγύπτου, τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Λίβυου φύλαρχου από την πόλη της Σάϊδος, του Tεφναχτέ (Tefnakhte), ο Τέχνακτις του Πλουτάρχου (Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 8) ή Τέφναχθον του Διοδώρου Σικελιώτη (Α΄ 45), ο οποίος είχε ανακηρυχθεί Φαραώ το 724 π.Χ., θεωρούμενος ως ιδρυτής της 24ης Δυναστείας (724-712 π.Χ.). Τα επόμενα χρόνια, ο Σαργών ΙΙ θα αναγκασθεί να επανέλθει και πάλι στην Παλαιστίνη όπου σημειώθηκε μια εκτεταμένη εξέγερση που είχε υποκινηθεί από την Αίγυπτο. Επί κεφαλής της εξέγερσης και οργανωτής της αναφέρεται ο ηγεμόνας της Αζώτου (Ashdod), μιας από τις πόλεις των Φιλισταίων, που ονομαζόταν Ιαμανί (Iamani / Yamani) δηλ. Ίωνας! Στην εξέγερση πήραν μέρος επίσης και τα γειτονικά Βασίλεια του Ιούδα, των Εδωμιτών (Ιδουμαίων) και Μωαβιτών. Η εξέγερση θα συντριβεί, ο Ιαμανί θα καταφύγει στην Αίγυπτο και η ειρήνη θα επανέλθει στην περιοχή με την υποταγή των Φιλισταίων (712 π.Χ.).
Υπενθυμίζουμε ότι από το 770 π.Χ. η Αίγυπτος είχε εισέλθει στην δίνη σοβαρών εξελίξεων που σημειώθηκαν με την εισβολή και κατάληψη του νότιου τμήματος της χώρας από τους Κουσίτες (Σουδανούς), ο ηγεμόνας των οποίων Κάστα, έχοντας κατακτήσει την Νουβία, θα καταλάβει και τις Θήβες (κάτι που σήμερα αμφισβητείται), για να επιστρέψει αργότερα στην πρωτεύουσά του και πρωτεύουσα του Κουσιτικού Βασιλείου, την περίφημη Ναπάτα, στον 4ο καταρράκτη του Νείλου. Ο Κάστα (Kashta, 770-750 π.Χ.), θεωρείται ιδρυτής της 25ης Δυναστείας της Αιγύπτου (που συχνά, αλλά λανθασμένα, χαρακτηρίζεται ως Αιθιοπική, ενώ ο σωστός προσδιορισμός είναι Κουσιτική), της οποίας η επικράτεια περιοριζόταν αρχικά στην Νουβία και την περιοχή των Θηβών (770-712 π.Χ.). Μερικές δεκαετίες αργότερα ο νέος Φαραώ, ο Κουσίτης Σαμπάκα (Shabaka, 712-698 π.Χ.), που είχε ανακηρυχθεί Φαραώ ολόκληρης της Αιγύπτου, θα σπεύσει να παραδώσει τον Ιαμανί στον Σαργών ΙΙ στέλνοντάς ’τον μέχρι την Ασσυρία μαζί με πλούσια δώρα προς τον πανίσχυρο Ασσύριο αυτοκράτορα (βλ. για τα παραπάνω G. Roux: Ancient Iraq - 1992, σελ. 312).
Υπενθυμίζουμε ότι από το 770 π.Χ. η Αίγυπτος είχε εισέλθει στην δίνη σοβαρών εξελίξεων που σημειώθηκαν με την εισβολή και κατάληψη του νότιου τμήματος της χώρας από τους Κουσίτες (Σουδανούς), ο ηγεμόνας των οποίων Κάστα, έχοντας κατακτήσει την Νουβία, θα καταλάβει και τις Θήβες (κάτι που σήμερα αμφισβητείται), για να επιστρέψει αργότερα στην πρωτεύουσά του και πρωτεύουσα του Κουσιτικού Βασιλείου, την περίφημη Ναπάτα, στον 4ο καταρράκτη του Νείλου. Ο Κάστα (Kashta, 770-750 π.Χ.), θεωρείται ιδρυτής της 25ης Δυναστείας της Αιγύπτου (που συχνά, αλλά λανθασμένα, χαρακτηρίζεται ως Αιθιοπική, ενώ ο σωστός προσδιορισμός είναι Κουσιτική), της οποίας η επικράτεια περιοριζόταν αρχικά στην Νουβία και την περιοχή των Θηβών (770-712 π.Χ.). Μερικές δεκαετίες αργότερα ο νέος Φαραώ, ο Κουσίτης Σαμπάκα (Shabaka, 712-698 π.Χ.), που είχε ανακηρυχθεί Φαραώ ολόκληρης της Αιγύπτου, θα σπεύσει να παραδώσει τον Ιαμανί στον Σαργών ΙΙ στέλνοντάς ’τον μέχρι την Ασσυρία μαζί με πλούσια δώρα προς τον πανίσχυρο Ασσύριο αυτοκράτορα (βλ. για τα παραπάνω G. Roux: Ancient Iraq - 1992, σελ. 312).
Ο γιος και διάδοχος του Σαργών ΙΙ, ο Σενναχερίμπ [Sennacherib=Sin-akhkhe-eriba=Ο (θεός) Σιν αποζημίωσε (τον θάνατο) των αδελφών, 704-681 π.Χ.], υπήρξε άξιος συνεχιστής του έργου του πατέρα του και ιδιαίτερα πολεμοχαρής, όπως προκύπτει από τις πολυάριθμες εκστρατείες που πραγματοποίησε. Μεταξύ αυτών θα πρέπει να αναφερθούν οι νικηφόρες εκστρατείες του στην Παλαιστίνη (701-700 π.Χ.), όπου ο βασιλιάς του Ιούδα Εζεκίας συνωμοτούσε με τον Χαλδαίο διεκδικητή του θρόνου της Βαβυλωνίας Μεροντάχ-μπαλαντάν (βλ. σχετικές λεπτομέρειες στα λήμματα Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι) για την δημιουργία μιας αντι-ασσυριακής συμμαχίας και στην Φοινίκη, όπου ο ηγεμόνας της Τύρου Λουλί (Luli, Ελουλαίος) είχε αρνηθεί την συνέχιση της καταβολής του φόρου υποτελείας. Τα ασσυριακά στρατεύματα θα καταλάβουν την Σιδώνα όπου θα τοποθετήσουν έναν νέο φιλοασσύριο ηγεμόνα, στον οποίον μάλιστα θα παραχωρήσουν και όλες τις χερσαίες εκτάσεις που κατείχε η Τύρος στην απέναντί της παραλιακή ζώνη, χωρίς να ασχοληθούν με την ίδια την πόλη, που απομονωμένη στην νησίδα της δεν αποτελούσε πλέον κίνδυνο για τους Ασσυρίους. Από την πόλη της Ασκάλωνος (Ashkelon) των Φιλισταίων θα εκτοπίσουν στην Ασσυρία τους πρωτεργάτες της αντι-ασσυριακής συμμαχίας, ενώ από τις άλλες περιοχές που δεν προέβαλαν αντίσταση, όπως η χώρα των Αμμωνιτών, η Μωάβ, η Εδώμ (Ιδουμαία) και η Βύβλος, θα περιορισθούν να εισπράξουν τον φόρο υποτελείας. Η Ιουδαία θα κατακτηθεί και η πρωτεύουσά της Ιερουσαλήμ θα πολιορκηθεί. Τελικώς, ο Εζεκίας θα πείσει τον Σενναχερίμπ να λύσει την πολιορκία πληρώνοντας ένα τεράστιο ποσό και αφού συμφώνησε να γίνει φόρου υποτελής στην Ασσυρία.
Στα τέλη του 681 π.Χ. ο Σενναχερίμπ, ο μεγάλος στρατηλάτης και ένδοξος αυτοκράτορας, αλλά και αμείλικτος καταστροφεύς της Βαβυλώνος, θα βρει τον θάνατο σε ένα οικτρό τέλος. Θα δολοφονηθεί από τους δύο γιους του, μέσα σε έναν ναό της Νινευΐ, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish