Από τα τέλη του 11ου αιώνα π.Χ. αρχίζει μια περίοδος εσωτερικών ανακατατάξεων μεταξύ των φοινικικών πόλεων με την μετατόπιση της ισορροπίας των δυνάμεων προς την πλευρά της Τύρου, ένα γεγονός με σημαντικές επιπτώσεις στην Ιστορία της Φοινίκης. Πρέπει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι δύο από τις πέντε κύριες φοινικικές πόλεις, η Τύρος και η Άραδος βρίσκονταν σε νησάκια και έτσι όσο διατηρούσαν τον έλεγχο στην θάλασσα, αποτελούσαν απόρθητα φρούρια.
Οι υπόλοιπες τρεις, Σιδών, Βηρυτός και Βύβλος, βρίσκονταν στην παραλιακή λωρίδα της Φοινίκης και επομένως ήσαν ευπρόσβλητες από κάθε χερσαία επίθεση. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι στους ενδιάμεσους αιώνες (μεταξύ 1000-700 π.Χ. περίπου) της Εποχής του Σιδήρου, καμία από αυτές δεν είχε την σπουδαιότητα και την πολιτική σημασία που είχαν η Τύρος και η Άραδος.
Η ανακάλυψη πρώϊμης ελληνικής Πρωτογεωμετρικής κεραμικής στην Αμαθούντα της Κύπρου και στην Τύρο, καθώς και ο εντοπισμός πρώϊμων εισαγωγών φοινικικών προϊόντων στο Λευκαντί της Εύβοιας, υποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Εύβοιας και Φοινίκης δια μέσου της Κύπρου στην διάρκεια του 10ου αιώνα π.Χ. Ανάλογα ευρήματα των μέσων του 10ου αιώνα π.Χ. φοινικικής κεραμικής σε άφθονες ποσότητες επισημάνθηκαν στις νότιες ακτές της Κρήτης, η οποία διεδραμάτιζε σπουδαίο ρόλο στο εμπόριο της Φοινίκης με το Αιγαίο. Ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν σήμερα μεταξύ των ερευνητών ότι οι πρωτοβουλίες για τις πρώϊμες εμπορικές διεισδύσεις στην Μεσόγειο είχαν αναληφθεί από την Τύρο, την αφετηρία σχεδόν όλων των μετέπειτα φοινικικών αποικιακών εξορμήσεων.
Η ανάδειξη της Τύρου στην διάρκεια του 10ου αιώνα π.Χ. κατά την βασιλεία του Χιράμ Ι (971-939 π.Χ.) και των διαδόχων του, αλλά και η έκλειψη της γειτονικής Σιδώνος θα μπορούσε να αποδοθεί σε μεγάλο μέρος σ’ αυτήν την θαλάσσια εμπορική δραστηριότητα στην Μεσόγειο. Μεταξύ των σπουδαίων εμπορικών δραστηριοτήτων αυτού του σημαντικού ηγεμόνα της Τύρου πρέπει να μνημονευθεί και μια σειρά από θαλάσσιες αποστολές που αναλήφθηκαν σε συνεργασία με τον περίφημο βασιλέα των Ισραηλιτών Σολομώντα (961-931/930 π.Χ.-Για τις πιθανές χρονολογίες θανάτου του Σολομώντα βλ. C.A.H. Vol. IΙΙ part 1, σελ. 451 υποσημ. 64) προς την θρυλική χώρα του Οφείρ, η οποία τοποθετείται από τους νεώτερους ερευνητές στις ΒΑ ακτές της Αφρικής και ειδικότερα κατά μήκος των ακτών των σημερινών κρατών της Ερυθραίας και Σομαλίας (βλ. Phoenicians ό.π. σελ. 33).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ήττα των Φιλισταίων (βλ. σχετικό λήμμα στο "Λεξικό των Λαών του αρχαίου κόσμου") από τον βασιλέα των Ισραηλιτών Δαβίδ (998-961 π.Χ.) αναβάθμισε στον υπέρτατο βαθμό τις φοινικικές πόλεις, με ανυπολόγιστες θετικές εμπορικές και γενικότερα οικονομικές επιπτώσεις. Οι Φιλισταίοι στην διάρκεια του 11ου αιώνα π.Χ. διατηρούσαν όχι μόνον τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της ξηράς, που κατέληγαν στην Χαναάν, αλλά είχαν επιπλέον και τον έλεγχο του εμπορίου με την Αίγυπτο, όπως και την κυριαρχία των θαλάσσιων επικοινωνιών της περιοχής. Η υποταγή των Φιλισταίων ξεκαθάρισε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο που περιόριζε τις εμπορικές δραστηριότητες των Φοινίκων και τους επέτρεψε να μονοπωλήσουν το εμπόριο με τους Ισραηλίτες και την ακμάζουσα πρωτεύουσά τους, την Ιερουσαλήμ, που αναδείχθηκε σε μια ιδιαίτερα προσοδοφόρα αγορά για το φοινικικό εμπόριο και βιοτεχνία.
Ο 10ος αιώνας π.Χ. όμως χαρακτηρίζεται στην ευρύτερη περιοχή από την κυριαρχία των Αραμαίων, ενός μείγματος δυτικοσημιτικών ποιμενικών φύλων, στην Συρία και στην κεντρική Μεσοποταμία. Η Ασσυρία και η Βαβυλωνία θα υποστούν άμεσα τις επιπτώσεις από τις διεισδύσεις και εγκαταστάσεις των Αραμαίων στις περιοχές τους με σημαντικότερη συνέπεια την αποκοπή των παραδοσιακών εμπορικών αρτηριών, οι οποίες οδηγούσαν από τον μέσο Ευφράτη στην Μεσόγειο. Οι βορειοφοινικικές πόλεις της Βύβλου και της Άραδου ήσαν οι πρώτες που οι οικονομίες τους δέχτηκαν σημαντικά πλήγματα από αυτήν την διακοπή των εμπορικών επαφών, μια και λειτουργούσαν παραδοσιακά ως πύλες εξόδου προς την Μεσόγειο του υπερ-Ευφράτιου εμπορίου. Εικάζεται ότι παρόμοια διακοπή των εμπορικών συναλλαγών σημειώθηκε τόσο με τις περιοχές της ΒΔ Συρίας, όσο και με την νότια Μ. Ασία, λόγω της αυξανόμενης παρουσίας των Αραμαίων στην πεδιάδα Αμούκ (Amuq plain) του μέσου Ορόντη και στις κοιλάδες της οροσειράς του Αμανού, που χρησίμευαν ως διάδρομοι προς την Κιλικία και τις άλλες γειτονικές περιοχές της Μ. Ασίας. Τέλος, σοβαρό πλήγμα για την οικονομία της Βύβλου υπήρξε και η απώλεια σημαντικών πόρων από το συνεχώς μειούμενο εμπόριο με τον παραδοσιακό της εταίρο, την Αίγυπτο, η οποία υπέφερε από εσωτερικές αναστατώσεις στην διάρκεια των ασήμαντων Φαραώ της 21ης Δυναστείας.
Σχετικά πρόσφατα, αρχαιολόγοι και ιστορικοί προσκομίζουν όλο και περισσότερα στοιχεία, που αποδεικνύουν ότι οι Αραμαίοι των παραλιακών περιοχών της Β. Συρίας είχαν αρχίσει να αποκτούν εμπειρίες από το θαλάσσιο εμπόριο, μια δραστηριότητα που παλαιότερα αποδιδόταν γενικά στους «Φοίνικες», όπως ήδη έχουμε περιγράψει παραπάνω και η οποία θα αποκορυφωθεί στην διάρκεια του 9ου και 8ου αιώνα π.Χ. Όπως επισημαίνει ο Ιταλός καθηγητής Giovanni Garbini σε σχετικό άρθρο του (The Phoenicians in the Western Mediterranean, σελ. 121-132), που περιλαμβάνεται στο εξαιρετικό συλλογικό έργο “Giovanni Pugliese Carratelli (ed.): The Western Greeks, London 1996”, επιγραφικές ανακαλύψεις της τελευταίας δεκαετίας έφεραν στο φως τις (κάπως αναπάντεχες για τους ερευνητές αυτής της περιόδου) σημαντικές δραστηριότητες Αραμαίων εμπόρων στο Αιγαίο, αλλά και την δυτική Μεσόγειο. Όπως αποκαλύφθηκε αυτοί οι Αραμαίοι έμποροι σχετίζονταν με το ισχυρό αραμαϊκό βασίλειο της Δαμασκού (ό.π. σελ. 124).
Τις τελευταίες πάντως δεκαετίες του 10ου αιώνα π.Χ. μια νέα αλλαγή του σκηνικού θα συμβεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής λόγω της οικονομικής και στρατιωτικής ανάκαμψης της Αιγύπτου και της Ασσυρίας, των δύο υπερδυνάμεων εκείνης της εποχής. Έτσι οι μεν Ασσύριοι θα αναδιοργανωθούν κάτω από την ηγεσία του Ασσούρ-νταν ΙΙ (Ashur-dan, 934-912 π.Χ.), ο οποίος θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας νέας περιόδου ακμής και δόξας για την Ασσυρία, που είναι γνωστή ως περίοδος της Νεο-Ασσυριακής αυτοκρατορίας. Τα ασσυριακά στρατεύματα ανασυγκροτήθηκαν και συστηματοποιήθηκε η χρήση των πολεμικών αρμάτων. Οι Αραμαίοι αυτήν την περίοδο έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα στην Μεσοποταμία, αλλά είναι κατακερματισμένοι σε μικρές πόλεις-κράτη, γεγονός που διευκόλυνε τους Ασσυρίους βαθμιαία να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των επιθετικών κινήσεων και να τους υποτάξουν. Στην διάρκεια πάντως της βασιλείας του Ασσούρ-ντάν ΙΙ, η προσοχή των Ασσυρίων είναι στραμμένη στον Βορρά και προς την κατεύθυνση αυτήν θα πραγματοποιηθούν μια σειρά από εκστρατείες με θετικά αποτελέσματα, εναντίον των Νέο-Χιττιτικών κρατιδίων της περιοχής (βλ. Καταγ. Αρ. τομ. Α΄ τεύχος 2 σελ. 39 Κεφ. 5 ια΄ Τα Νεοχιττιτικά Κράτη). Στην διάρκεια της βασιλείας των επομένων αυτοκρατόρων, Αντάντ-νιραρί ΙΙ (Adad-nirari, 911-891 π.Χ.) και Τουκούλτι-Νινούρτα ΙΙ (Tukulti-Ninurta, 890-884 π.Χ.), οι εκστρατείες θα επαναληφθούν σε μεγαλύτερη ακτίνα και θα περιλάβουν κατακτήσεις σε περιοχές όχι μόνον του Βορρά, αλλά και στα ανατολικά, καθώς και στον μέσο Ευφράτη, ιδίως από τον πρώτο, ενώ ο δεύτερος, στα λίγα χρόνια της βασιλείας του, θα πραγματοποιήσει εκστρατείες για την συλλογή φόρων και την διατήρηση των κατακτηθέντων εδαφών.
Στην Αίγυπτο τώρα, ο «Μέγας Αρχηγός» των Μεσσβέςς (Meshwesh, που ταυτίζονται από πολλούς με τους Μάξυες της αρχαιοελληνικής παράδοσης), ο Σωσέγκ ή Σεσώγκ, ο Σέσωγχις κατά Μανέθωνα, με την στρατιωτική υποστήριξη όλων των Λιβυκών φύλων θα καταλάβει την εξουσία και θα ανακηρυχθεί Φαραώ ως Σωσέγκ Ι (Shoshenk ή Sheshonq, 945-924 π.Χ.), ιδρύοντας έτσι την 22η Δυναστεία (Λιβυκή, 945-712 π.Χ.) της Αιγύπτου. Η πρωτεύουσα πιθανώς μεταφέρθηκε στην πόλη του ανατολικού Δέλτα Βούβαστι (σημερινή Τελλ-Μπάστα), σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Μανέθωνα, αλλά τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι η Τάνις εξακολουθούσε να είναι η έδρα των Φαραώ (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Αιγύπτιοι).
Οι φοινικικές πόλεις μπροστά στην αυξανόμενη απειλή της Ασσυρίας θα ταχθούν στο πλευρό της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύουν μια σειρά από προτομές των Λίβυων Φαραώ με αιγυπτιακές επιγραφές, που είχαν αποσταλεί ως δώρα και ανακαλύφθηκαν στην Βύβλο, πάνω από τις οποίες χαράχθηκαν αφιερώσεις στα φοινικικά από τους ηγεμόνες της στην προστάτιδα της πόλης Μπαλαάτ Γκουμπάλ (Balaat Gubal = Η Κυρία της Βύβλου).
Στα παλαιστινιακά εδάφη αυτήν την εποχή, μετά τον θάνατο του Σολομώντα το άλλοτε ενιαίο Βασίλειο των Εβραίων θα διασπασθεί σε δύο τμήματα: Το νότιο θα αποτελέσει το Βασίλειο του Ιούδα, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ και ηγεμόνα έναν από τους γιους του Σολομώντα, τον Ροβοάμ (Rehoboam), ενώ το βόρειο τμήμα θα αποτελέσει το Βασίλειο του Ισραήλ με ηγεμόνα τον Ιεροβοάμ Ι (Jeroboam) και πρωτεύουσα αρχικώς την Συχέμ (Sechem), στην συνέχεια την Τιρτζά (Tirzah, Θερσά κατά την Βίβλο) και τέλος την Σαμάρεια, την οποία ίδρυσε αργότερα ο βασιλεύς του Ισραήλ Αμρί (Amri). Τον 5ο χρόνο της βασιλείας του Ροβοάμ (925 π.Χ. περίπου) ο Φαραώ Σωσέγκ Ι (Σισάκ, κατά την Βίβλο) θα εισβάλει στην Παλαιστίνη και θα στραφεί αρχικώς εναντίον του Βασιλείου του Ιούδα, του οποίου θα καταλάβει όλες τις οχυρωμένες πόλεις. Η πρωτεύουσα Ιερουσαλήμ θα αλωθεί και οι αιγυπτιακές δυνάμεις θα αποχωρήσουν συναποκομίζοντας όλους τους θησαυρούς του Ναού και των βασιλικών ανακτόρων: «…Και εν τω πέμπτω έτει της βασιλείας του Ροβοάμ, ανέβη Σισάκ ο βασιλεύς της Αιγύπτου εναντίον της Ιερουσαλήμ. Και έλαβε τους θησαυρούς του οίκου του Κυρίου και τους θησαυρούς του οίκου του βασιλέως, τα πάντα έλαβεν. Έλαβεν έτι και τας χρυσάς ασπίδας τας οποίας έκαμεν ο Σολομών…» (Βασιλειών Γ΄ ιδ΄ 25-26. Βλ. και Χρονικών Β΄ ιβ΄ 1-9 όπου αναφέρονται περισσότερες λεπτομέρειες). Στην συνέχεια ο Σωσέγκ Ι θα προελάσει και στο Βασίλειο του Ισραήλ, το οποίο επίσης θα καταστήσει φόρου υποτελές, όπως φαίνεται από τον κατάλογο των κατακτημένων πόλεων στον μεγάλο Ναό του Άμμωνα στο Καρνάκ. Αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν την ύπαρξη στρώματος καταστροφών, που χρονολογούνται σε εκείνη την περίοδο, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι οι καταγραφές του Φαραώ δεν αποτελούσαν απλές καυχησιολογίες, όπως είχε υποστηριχθεί παλαιότερα (βλ. C.A.H. Vol. IΙΙ part 1, σελ. 457). Όπως συμπεραίνεται από την εξέλιξη των γεγονότων, ο Σωσέγκ Ι δεν στόχευε σε μόνιμη κατοχή της Παλαιστίνης και τα κίνητρα αυτής της εκστρατείας του εξακολουθούν να παραμένουν αδιευκρίνιστα. Έτσι, τόσο ο Ιεροβοάμ, όσο και ο Ροβοάμ εξακολούθησαν να κυβερνούν τα Βασίλειά τους για μερικά ακόμα χρόνια μετά την αιγυπτιακή εισβολή. Η περιοχή των Φιλισταίων θα περιέλθει κάτω από άμεση αιγυπτιακή κυριαρχία, ενώ η παραλιακή ζώνη βορείως της Άκρας (Ακκώ) παραχωρήθηκε στην Τύρο (βλ. C.A.H. Vol. IΙΙ part 1, σελ. 451).
Με την έναρξη του 9ου αιώνα π.Χ. η εμπορική «αυτοκρατορία» της Τύρου θα γνωρίσει περίοδο περαιτέρω επέκτασης κάτω από τον ικανότατο ηγεμόνα της Ιττομπάαλ / Ιθοβάαλ Ι (Ittobaal / Ithobaal, 887-856 π.X. φοινικ. ’etba‘al, ο Ειθώβαλος κατά τον ιστορικό του 3ου / 2ου αιώνα π.Χ. Μένανδρο τον Εφέσιο) και τους διαδόχους του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κόρη του Ιθοβάαλ Ι, η περίφημη Ιεζάβελ (Jezabel) θα γίνει σύζυγος του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ / Άχαμπ (Ahab) και θα τον πείσει να οικοδομήσει στην πρωτεύουσα Σαμάρεια έναν λαμπρό ναό και έναν βωμό προς τιμήν όχι της Αστάρτης, όπως λανθασμένα αναφέρεται συνήθως, αλλά προς τιμήν του υπέρτατου θεού της Τύρου, πιθανότατα του Μελκάρτ (βλ. C.A.H. Vol. IΙΙ part 1, σελ. 470). Εικάζεται ότι την περίοδο της βασιλείας του Ιθοβάαλ Ι ήταν που η Σιδών περιελήφθη στην σφαίρα της πολιτικής επιρροής της Τύρου, αν ερμηνεύσουμε έτσι το γεγονός ότι υπήρξε ο πρώτος ηγεμών της Τύρου που αποκαλούσε τον εαυτό του «βασιλιά των Σιδωνίων», έναν τίτλο που διατηρήθηκε και από τους διαδόχους του μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.
Το φοινικικό εμπορικό δίκτυο αυτήν την εποχή φαίνεται ότι είχε επεκταθεί σε σημείο ώστε να περιλάβει τα Νεο-Χιττιτικά κρατίδια της ΝΑ Μικράς Ασίας και ιδίως το σπουδαίο χουρριτο-λουβικό (βλ. λήμματα Λούβιοι, Χουρρίτες) κρατίδιο του Καρχεμίς (Carchemish) στον Ευφράτη και το αραμαϊκό κρατίδιο του Σαμάλ (Sam’al, σημερινό Ζιντζιρλί-Zincirli) δυτικότερα. Αρχαιολογικές ενδείξεις υποδεικνύουν φοινικική παρουσία στις περιοχές γύρω από τον σημερινό κόλπο της Αλεξανδρέττας και τις ακτές της Κιλικίας, στις περιοχές γύρω από την οροσειρά του Ταύρου και στο εσωτερικό της βόρειας Συρίας. Η οικονομική ισχύς της Τύρου και οι εμπορικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν επί Ιθοβάαλ Ι αντικατοπτρίζονται στο γεγονός ότι τότε σημειώθηκαν οι πρώτες προσπάθειες ίδρυσης αποικιών. Σύμφωνα με τον προαναφερθέντα ιστορικό Μένανδρο τον Εφέσιο (αποσπάσματα από το χαμένο ιστορικό του έργο υπάρχουν στα κείμενα του εκρωμαϊσμένου Ιουδαίου ιστορικού Φλάβιου Ιώσηπου), ο ηγεμών της Τύρου ίδρυσε δύο αποικίες, μία στην Λιβύη και μία στο βόρειο τμήμα των φοινικικών ακτών, μεταξύ Βύβλου και Τρίπολης. Η σκοπιμότητα ίδρυσης αυτών των αποικιών ήταν προφανής: Η αποικία στην Λιβύη (η ακριβής της τοποθεσία παραμένει ακόμη άγνωστη) εξυπηρετούσε το εμπόριο των μεγάλων αποστάσεων με τα ταξίδια στην δυτική Μεσόγειο, ενώ η άλλη εξυπηρετούσε το ιδιαίτερα προσοδοφόρο εμπόριο με τις περιοχές πέραν του Ευφράτη και στο οποίο η Τύρος επεδίωκε να έχει καλύτερες προσβάσεις. Μερικές δεκαετίες αργότερα, σύμφωνα με την παράδοση (που όμως έχει διαψευσθεί από τις αρχαιολογικές έρευνες, βλ. λήμμα Καρχηδόνιοι) θα ιδρυθούν οι σπουδαίες φοινικικές αποικίες της Ιτύκης (Utica) και της Καρχηδόνος. Στην γειτονική Κύπρο οι Τύριοι, πιθανότατα με πρωτοβουλία του ίδιου του Ιθοβάαλ Ι, θα ιδρύσουν αποικία στο Κίτιον ώστε να επωφεληθούν άμεσα από τα σημαντικά και κερδοφόρα αποθέματα χαλκού του νησιού, ο οποίος εξακολουθούσε να έχει μεγάλη ζήτηση.
Γύρω στο 870 π.Χ. ο Ασσύριος αυτοκράτορας Ασσουρνασιρπάλ ΙΙ (Ashurnasirpal, Ashur-nasir-apli 883-859 π.Χ.), θα επισκεφθεί τις περιοχές της Μεσογείου, ο πρώτος Ασσύριος μονάρχης στα τελευταία 200 χρόνια που έφθασε και πάλι στις μεσογειακές ακτές. Οι φοινικικές πόλεις θα του προσφέρουν πλούσια δώρα, τα οποία στις ασσυριακές πηγές αναφέρονταν επισήμως ως φόρος υποτελείας, ενώ στην πραγματικότητα ήσαν δώρα που προσφέρθηκαν εθελοντικά για την εξασφάλιση εμπορικών πλεονεκτημάτων. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε (βλ. και λήμμα Ασσύριοι) ότι ο Ασσουρνασιρπάλ ΙΙ στηριγμένος και στην προεργασία των τριών προκατόχων του, αποτελεί τον πρώτο από μια σειρά μεγάλων αυτοκρατόρων, που θα ισχυροποιήσουν και θα καθιερώσουν την απέραντη και πανίσχυρη Νεο-Ασσυριακή αυτοκρατορία των επομένων αιώνων. Από την νέα πρωτεύουσά του, την Καλχού (Kalkhu), την Καλάχ της Βίβλου (Calah, σημερ. Νιμρούντ - Nimrud), που ανέδειξε από μια ασήμαντη πολίχνη σε μια από τις λαμπρότερες πόλεις του αρχαίου κόσμου, θα εξαπολύσει μια σειρά εκστρατειών, οι οποίες θα του αποφέρουν σημαντικότατα εδαφικά κέρδη, αλλά και τεράστια πλούτη από τους φόρους υποτελείας που επέβαλε στους γειτονικούς του ηγεμόνες.
Ο διάδοχός του, Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ (Shalmaneser, 859/858-824 π.Χ.), θα συνεχίσει το έργο του πατέρα του επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστες ικανότητες, με αποτέλεσμα να σημειωθεί στην διάρκεια της βασιλείας του το απόγειο της πρώϊμης περιόδου της Νεο-Ασσυριακής αυτοκρατορίας. Οι εκστρατείες του θα έχουν στόχο δυο ζωτικές περιοχές για την Ασσυρία: Τον Βορρά, όπου το Βασίλειο της Ουραρτού (βλ. λήμμα Ουράρτιοι) είχε πλέον αρχίσει να προβάλει ως ένας επίφοβος αντίπαλος και την Δύση, όπου τα Νέο – Χιττιτικά κρατίδια της περιοχής είχαν οργανώσει έναν αξιόλογο συνασπισμό δυνάμεων, με επικεφαλής το βασίλειο της Δαμασκού. Η πρώτη από τις εκστρατείες του Σσαλμανεσέρ ΙΙΙ, το 858 π.Χ., θα κατευθυνθεί προς την Δύση. Τα ασσυριακά στρατεύματα, αφού διασχίσουν τον Ευφράτη, θα εισβάλουν στο βόρειο τμήμα της Συρίας, θα περάσουν τον ποταμό Ορόντη και θα φθάσουν στις ακτές της Μεσογείου, καταπνίγοντας εύκολα δύο προσπάθειες αντίστασης από τις δυνάμεις των λουβικών, αραμαϊκών και χουρριτικών κρατιδίων της περιοχής, που δεν κατάφεραν να ανακόψουν την προέλαση των Ασσυρίων (βλ. Καταγ. Αρ. - τομ. Α΄ τεύχος 2, σελ. 39 Κεφ. 5 ια΄ Τα Νεοχιττιτικά Κράτη).
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish