Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Ηπειρωτικά (6)



Δασσαρήτες ή Δασσαρήτιοι: Αρχαίο φύλο, εντοπιζόμενο στην περιοχή ΝΑ της λίμνης Αχρίδος (αρχ. Λυχνίτις), η οποία έφερε την ονομασία Δασσαρήτις. Ο ιστορικός του 2ου αιώνα π.Χ. Πολύβιος, αναφέρει (Ε΄ 108) ως πόλεις αυτής της χώρας την Αντιπάτρεια (πιθανόν το σημερινό Μπεράτι), την Χρυσονδύωνα, την Γερτούντα ή Γερούντα και το Κρεώνιον.
Ο Στράβων, αναφέρει (Ζ΄ V. 7 και 12) απλώς τους Δασσαρήτιους, χωρίς όμως να δίνει περισσότερες λεπτομέρειες για την καταγωγή τους.
Ο Στέφανος Βυζάντιος μνημονεύει τις διάφορες ονομασίες τους: «…Δασσαρήται ή Δασσαρήτιοι ή Δασσαρηνοί…» και τους αναφέρει ως «έθνος Ιλλυρίας, Πολύβιος ογδόω». Η διατύπωση αυτή, παρ' όλον που αναφέρει "έθνος Ιλλυρίας" και όχι "έθνος Ιλλυριών", δημιούργησε σύγχυση με αποτέλεσμα παλαιότερα, να έχει υποστηριχθεί ότι οι Δασσαρήτες ήσαν Ιλλυρικό φύλο. Την σύγχυση ασφαλώς επέτειναν τα αναφερόμενα και σε άλλες αρχαίες πηγές περί της καταγωγής των Δασσαρητών. Έτσι, ο ιστορικός του 2ου μ.Χ. αιώνα Αππιανός ο Αλεξανδρεύς, περιέλαβε στο ιστορικό του έργο (Ρωμαϊκά), ένα βιβλίο για τους Ιλλυριούς και τους πολέμους των Ρωμαίων εναντίον τους, το οποίο περιέχει πληροφορίες για τα διάφορα ιλλυρικά φύλα. Εκεί παραδίδεται και μια γενεαλογία των λαών της εποχής εκείνης που ήσαν εγκατεστημένοι στην Ιλλυρία (ελάχιστα αξιόπιστη, αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι θεωρεί τους Περραιβούς ιλλυρικό φύλο!) και όπου αναφέρεται ότι η Δασσαρώ ήταν μία από τις κόρες του Ιλλυριού, γιου του Κύκλωπα Πολύφημου. Οι απόγονοι της, κατά τον Αππιανό, ονομάσθηκαν Δασσαρήτιοι (Dassaretii).
Η νεώτερη όμως έρευνα, απέδειξε ότι όχι μόνον δεν ήσαν Ιλλυριοί, αλλά ότι επρόκειτο για το ελληνικό (ηπειρωτικό) φύλο της ομάδας των Χαόνων, που αναφέρει ο Εκαταίος με την ονομασία Δέξαροι (βλ. John Wilkes: The Illyrians – “Blackwell” London, 1996, σελ. 98). Τέλος, σύμφωνα με τον γνωστό ιστορικό Ν. Χάμμοντ, η ονομασία Δέξαροι αποτελεί μια μορφή της ονομασίας Δασσαρήται, από τους οποίους ονομάσθηκε ολόκληρη η περιοχή ΝΑ της λίμνης Αχρίδος, γύρω από τον άνω ρου του Δεβόλη, παραπόταμου του Άψου (Σεμένη) και του άλλου μεγάλου παραποτάμου του, Βερατικού (Osum), δυτικά της περιοχής που καλύπτει ο σημερινός Νομός Φλωρίνης (βλ. C.A.H. Vol. III part 3 σελ. 265). Ο ίδιος ιστορικός σε ένα άλλο βιβλίο (βλ. Χάμμοντ: Ιστορία Μακεδονίας, τομ Α΄ σελ. 112) αναφέρει τα εξής: «Συμπεραίνω λοιπόν ότι οι Δασσαρήτιοι ήταν ένας ελληνόφωνος λαός προσκείμενος στην Ήπειρο, συγγενής π.χ. προς τους Λυγκηστές και τους Ορέστες και προς τις νοτιότερες φυλές των Χαόνων». Και παρακάτω (σελ. 117): «Οι Δασσαρήτιοι ήταν από καταγωγή Χάονες, μια ηπειρωτική ομάδα φύλων». Οι Δασσαρήτες έπαυσαν να υπάρχουν ως ξεχωριστό φύλο γύρω στον 3ο αιώνα μ.Χ.

Δέξαροι: Αρχαίο φύλο, εντοπιζόμενο στα δυτικά της λίμνης Αχρίδος (αρχ. Λυχνίτις), μεταξύ των παραποτάμων του Άψου (Σεμένη, Seman), του Δεβόλη (σημερ. Devoll) και του Βερατικού (σημερ. Osum). Ο περίφημος γεωγράφος του 6ου αιώνα π.Χ. Εκαταίος ο Μιλήσιος, σε ένα διασωθέν απόσπασμα (103), αναφέρει ότι οι Δέξαροι ήσαν «έθνος Χαόνων», που ζεί κάτω από το όρος Άμυρον (σημερ. Τόμοριτ της Βορείου Ηπείρου. Δεν πρέπει να συγχέεται με το όρος Τόμαρος, στα ΝΑ των Ιωαννίνων) και που γειτόνευαν με τους Εγχελείς, ένα ιλλυρικό ίσως φύλο εγκατεστημένο στα βόρεια της Λυχνίτιδος. Οι Δέξαροι, όπως απέδειξε η νεώτερη έρευνα, ταυτίζονται με τους Δασσαρήτες (βλ. για τα παραπάνω και C.A.H. Vol. III part 3 - σελ. 263, 265-266, 268).

Ἐγχελείς: Ένα απροσδιόριστης και αμφιλεγόμενης καταγωγής αρχαίο φύλο, εντοπιζόμενο (βλ. Illyrians σελ. 98 και N. Hammond: C.A.H. Vol. III part 3, σελ. 265) στην περιοχή της λίμνης Αχρίδος (αρχ. Λυχνίτις). Παλαιότερα, κατέτασσαν τους Εγχελείς στα ιλλυρικά φύλα, στα οποία τους συμπεριελάμβαναν ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς. Υπενθυμίζουμε, ότι η αρχαιότερη περιγραφή των ιλλυρικών φύλων, αναφέρεται στον Περίπλου, ο οποίος γράφτηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. και λανθασμένα αποδίδεται στον θαλασσοπόρο και γεωγράφο Σκύλακα τον Καρυανδέα (Ψευδο-Σκύλαξ). Στο έργο αυτό αναφέρεται (Περίπλους 17) ότι: «Ιλλυρίων έθνος εισίν οι Εγχελείς, εχόμενοι του Ριζούντος».
Σύμφωνα όμως με άλλες απόψεις, υποστηρίζεται αφ’ ενός μεν (βλ. ΗΠΕΙΡΟΣ, σελ. 145, όπου αναφέρεται σχετική επιχειρηματολογία της ιστορικού Nada Proeva, 1993) ότι οι Εγχελείς δεν ήσαν Ιλλυριοί, αλλά φρυγικό φύλο και αφ’ ετέρου ότι κατοικούσαν στην πραγματικότητα στην περιοχή της λίμνης της Σκόδρας (αρχ. Λαβαιάτις), στο βορειότερο σημείο της σημερινής Αλβανίας και όχι στην περιοχή βορείως της Αχρίδας (βλ. Illyrians σελ. 99). Η τελευταία άποψη ενισχύεται και από το γεγονός ότι και στον προαναφερθέντα Περίπλου, οι Εγχελείς τοποθετούνται βορείως των Ταυλαντίων, άρα στα νότια της λίμνης Σκόδρας.
Οι Εγχελείς μνημονεύονται τόσο από τον Ηρόδοτο (Ε΄ 61 και Θ΄ 43), όσο και από τον Στράβωνα (Ζ΄ VII. 8), ο οποίος τους αναφέρει ως «Εγχέλειους» και μάλιστα τονίζει ότι αποκαλούνται και «Σεσαρήθιοι», πληροφορία που μάλλον έχει παραλάβει από τον περίφημο γεωγράφο Εκαταίο (6ος αιώνας π.Χ.).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ηγεμόνες των Εγχελέων, θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους του μυθικού ήρωος Κάδμου (βλ. Καδμείοι) και της συζύγου του Αρμονίας (κόρης του Άρεως και της Αφροδίτης), οι οποίοι εγκατέλειψαν την Θήβα και εγκαταστάθηκε στην χώρα των Εγχελέων.
Κατά τις μυθολογικές παραδόσεις (Απολλόδωρος, Γ΄ V. 4 - Υγίνος, Μύθοι 184 και 240 – Απολλώνιος Ρόδιος Δ΄ 517), οι Εγχελείς υπέφεραν από τις επιθέσεις των Ιλλυριών και πήραν χρησμό να δεχτούν ως κυβερνήτες τον Κάδμο και την Αρμονία, αν επιθυμούν να νικήσουν. Εκείνοι υπάκουσαν και τους δέχτηκαν ως αρχηγούς. Η κόρη του Κάδμου, Αγαυή, η οποία μετά την δολοφονία του γιου της Πενθέα (που είχε διαδεχθεί τον Κάδμο στον θρόνο της Θήβας), είχε καταφύγει στην αυλή του βασιλιά των Ιλλυριών, του Λυκοθήρση, μόλις έμαθε ότι οι γονείς της ανέλαβαν την ηγεσία των Εγχελέων, δολοφονεί τον Λυκοθήρση (τον οποίο είχε πάρει σύζυγο) και προσφέρει το βασίλειο των Ιλλυριών στον Κάδμο. Έτσι, ο Κάδμος θα κυβερνήσει αυτές τις χώρες και θα αποκτήσει μάλιστα σε μεγάλη ηλικία έναν γιο, τον Ιλλυριό, ο οποίος θα τον διαδεχθεί.
Ο Κάδμος θεωρείται επίσης ο μυθικός οικιστής των αρχαίων πόλεων Βουθόης (σημερ. Budva, στο νότιο τμήμα του κόλπου του Καττάρου-Boka Kotorska, στο Μαυροβούνιο της Γιουγκοσλαβίας) και Λυχνιδού, κοντά στην σημερινή πόλη της Αχρίδας, στην ομώνυμη λίμνη.
Η νεώτερη έρευνα, δεν έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα, όπως ήδη τονίσαμε, όχι μόνον στο θέμα του ακριβούς εντοπισμού της χώρας των Εγχελέων, αλλά και στο θέμα των εθνο-γλωσσικών του σχέσεων και συγγενειών. Πιθανολογείται λοιπόν, ότι πρόκειται μάλλον για κάποιο Παλαιο-Βαλκανικό φύλο, εγκατεστημένο αρχικά στα βόρεια της πλούσιας σε αλιεύματα και κυρίως χέλια (με αυτά σχετίζεται ετυμολογικά και η ονομασία του φύλου), λίμνη της Αχρίδος, το οποίο βαθμιαία επεκτάθηκε κατά μήκος του ποταμού Δρίλωνος (σημερ. Drin), μέχρι την περιοχή της λίμνης Σκόδρας, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγχυση στις αρχαίες πηγές.
Ο Ν. Χάμμοντ έχει υποστηρίξει (βλ. C.A.H. Vol. III part 1, σελ. 629), ότι η εγκατάσταση των Εγχελέων στα βόρεια της Αχρίδος πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη του 11ου ή στις αρχές του 10ου αιώνα π.Χ. και ότι στους κλασσικούς και ελληνιστικούς χρόνους αποτελούσαν μάλλον ιστορική ανάμνηση.
Η παρουσία τους μαρτυρείται τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα, αν λάβουμε υπ’ όψιν ένα διασωθέν απόσπασμα του Εκαταίου, ο οποίος τους μνημονεύει ως γείτονες με τους Δέξαρους. Αυτήν μάλιστα την περίοδο είχαν θέσει υπό τον έλεγχό τους την ευρύτερη περιοχή των λιμνών της άνω Μακεδονίας (βλ. Χάμμοντ: Ιστορία Μακεδονίας τομ. Α΄, σελ. 114).
Οι μετέπειτα αναφορές τους από τον Ηρόδοτο, τον Στράβωνα, αλλά και τον Πολύβιο (Ε΄ 108), αναπαράγουν προφανώς τις πληροφορίες του Εκαταίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πολύβιος τους μνημονεύει (εξιστορώντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας στην περιοχή), με την ονομασία τους στην Δυτική ελληνική διάλεκτο που χρησιμοποιούσε, ως «Εγχελάνες». Δεν αποκλείεται λοιπόν, κάποιο υπόλειμμά τους να επιβίωσε μέχρι τον 2ο ή 1ο αιώνα π.Χ. Θα εξαφανισθούν οριστικά στην διάρκεια της ρωμαιοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish