Ἀτιντᾶνες: Οι αρχαίοι κάτοικοι της Ατιντανίας, μιας περιοχής στην βορειοδυτική Ήπειρο (βλ. Χάρτη Ηπείρου), οι οποίοι αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη (Β΄ 80) ως σύμμαχοι των Μολοσσών το 429 π.Χ. στην εκστρατεία τους εναντίον των Ακαρνάνων. Σύμφωνα με την παράδοση που μνημονεύει ο Στέφανος Βυζάντιος, οι Ατιντάνες ή Ατιντάνιοι, όπως τους αναφέρει, ήσαν απόγονοι «…Ἀτιντᾶνος, υἱοῦ Μακεδόνος…».
Αναφορά στους Ατιντάνες γίνεται και στον «Περίπλου», ένα έργο που δημιουργήθηκε στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. ως συμπίλημα έργων παλαιοτέρων συγγραφέων και συνήθως αποδίδεται (λανθασμένα) στον περίφημο γεωγράφο και θαλασσοπόρο του 6ου αιώνα π.Χ. Σκύλακα, από τα Καρύανδα της Καρίας ή σε έναν άλλο ομώνυμό του Σκύλακα Καρυανδέα των τελών του 5ου αιώνα π.Χ. και είναι γνωστό σήμερα ως «Ψευδο-Σκύλαξ». Στον Ψευδο-Σκύλακα οι Ατιντάνες αναφέρονται ως λαός του εσωτερικού της χώρας (=μεσογειακός) και τοποθετούνται στα ανατολικά των κατοίκων του Ωρικού και της Αμαντίας και βόρειοανατολικά των Χαόνων, μέχρι την Δωδώνη. Στην ίδια περιοχή τοποθετούνται και από τους νεώτερους ερευνητές (βλ. Δ. Ευαγγελίδη: Αρχαίοι Κατοικοι Ηπείρου, σελ. 24), εντοπιζόμενοι στην σημερινή περιοχή του Αργυροκάστρου μέχρι το Τεπελένι, νοτίως του άνω ρου του ποταμού Αώου, ο οποίος τους χώριζε από τους γείτονές τους στα βορειοανατολικά, Παραυαίους.
Εκτός όμως από τους Ατιντάνες της Ηπείρου, υπήρχε και ένα άλλο φύλο με την ίδια ονομασία που εντοπίζεται να κατέχει τις βόρειες και ΒΑ περιοχές της λίμνης Λυχνίτιδος (σημερ. Αχρίς), στην Άνω Μακεδονία, που συχνά αναφέρονται και ως Ατιντανοί. Ο Στράβων (Ζ΄ VII. 8), τους αναφέρει μαζί με άλλα Ηπειρωτικά φύλα, αλλά δυστυχώς δεν προσδιορίζει την περιοχή εγκατάστασής τους.
Μέχρι σήμερα υπάρχει μεγάλη διχογνωμία μεταξύ των ερευνητών εάν πρόκειται για τον ίδιο λαό ή διαφορετικούς. Εικάζεται ότι τμήμα του αρχικού φύλου των Ατιντάνων, επεκτάθηκε από την Ήπειρο μέχρι την περιοχή των λιμνών της Μακεδονίας και στην συνέχεια αποκόπηκε και αναμείχθηκε με Ιλλυρικά φύλα που ήσαν εγκατεστημένα γύρω από την Λυχνίτιδα λίμνη, χάνοντας την γνησιότητά του.
Ο Ν. Χάμμοντ (N. G. L. Hammond), αναφέρεται κυρίως στους Αντιντάνες / Ατιντάνες/Ατιντανούς της Άνω Μακεδονίας και μάλιστα υποστηρίζει (Ιστορία της Μακεδονίας, τομ. B΄ σελ. 89) ότι ταυτίζονται με το φύλο των Τυντηνών, για το οποίο το μόνο που γνωρίζουμε είναι τα ωραιότατα βαριά ασημένια νομίσματά του, που χρονολογούνται γύρω στο 500 π.Χ. με την επιγραφή ΤΥΝΤΕΝΟΝ. Ο ίδιος (τομ. Α΄ σελ. 97), ταυτίζει τους Ατιντανούς και με ένα άλλο φύλο, τους Αντανούς, η κύρια πόλη των οποίων, η Αντανία (Antania), τοποθετείται βορείως της Μεγάλης Πρέσπας (αρχ. Βρυγηίς) και δυτικά της σημαντικότατης αρχαίας πόλης της περιοχής, της Ηράκλειας Λυγκηστών, κοντά στο σημερινό Μοναστήρι (Βιτώλια-Bitola). Όπως αναφέρει: «…οι Αντανοί ήταν ένα φύλο από την ομάδα των φυλών που καλούνται Ατιντανοί και πως άλλοι από αυτούς ζούσαν στην Ιλλυρίδα και άλλοι στην Μακεδονία, προς βορράν της Λυχνιδού και της Ηρακλείας…».
Σύμφωνα με τον J. Wilkes (The Illyrians 1996, σελ. 97), η πλέον συμβατή λύση στο ζήτημα αυτό είναι η αποδοχή της ύπαρξης δύο διαφορετικών φύλων, των Ατιντάνων της Ηπείρου και των Ιλλυριών Ατιντανών στα βόρεια του Ελμπασάν και της Λυχνίτιδος λίμνης, μια άποψη που δεν δέχονται άλλοι ερευνητές (όπως η ελληνικής καταγωγής καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου Φαν. Παπάζογλου, που υποστηρίζει την ταύτιση των δύο φύλων).
Με το ζήτημα των Αντιντάνων ασχολήθηκε και ο Ιστορικός και καθηγητής του Α.Π.Θ. Κων/τίνος Π. Χρήστου, ο οποίος υποστήριξε μια εξαιρετικά ελκυστική άποψη για το θέμα. Σύμφωνα με αυτήν, οι Ατιντάνες υπήρξαν ένας ορεσίβιος ποιμενικός λαός, ο οποίος ουδέποτε εξελίχθηκε σε ένα συγκροτημένο φύλο με μόνιμη εγκατάσταση και αυτόνομη πολιτειακή οργάνωση. Αντίθετα παρέμειναν σε ένα πατριαρχικό, νομαδικό στάδιο κοινωνικής εξέλιξης, μετακινούμενοι κατά περιστάσεις από περιοχή σε περιοχή. Πιθανολογείται λοιπόν ότι οι Ατιντάνες των βορειότερων περιοχών ήσαν οι πρώτοι που ήλθαν σε επαφή με τους Ρωμαίους και εκλατινίστηκαν γλωσσικά, με αποτέλεσμα να αποτελέσουν ένα προδρομικό φύλο των σημερινών Βλάχων (βλ. Κ. Χρήστου: Αρωμούνοι, Θεσσαλονίκη 1996).
Βυλλίονες: Αρχαίο φύλο της Ηπείρου, εντοπιζόμενο στα βόρεια του κάτω ρου του ποταμού Αώου (βλ. Χάρτη Ηπείρου). Οι Βυλλίονες θεωρούνται άλλοτε ως Ιλλυριοί και άλλοτε ως ελληνικό Ηπειρωτικό φύλο. Έτσι, παλαιότερα υποστηριζόταν η άποψη ότι το νοτιότερα εγκατεστημένο φύλο των Ιλλυριών ήσαν οι Βυλλίονες (Bylliones), στην ενδοχώρα της ελληνικής αποικίας της Απολλωνίας, στην κοιλάδα του ποταμού Αώου, που γειτόνευε στα νότια του με το ελληνικό Ηπειρωτικό φύλο των Χαόνων. Σήμερα πάντως, από την σύγχρονη έρευνα υποστηρίζεται ότι οι Βυλλίονες ήσαν ελληνικό και όχι ιλλυρικό φύλο (C.A.H. Vol. III part 3 p. 268). Στην περιοχή τους αναφέρεται μια καθαρά ελληνική πόλις, η Βύλλις ή Βυλλίς με ευρήματα επιγραφών σε δωρική διάλεκτο (βλ. Αρχ. Κατ. Ηπ. σελ. 33). Ο Στέφανος Βυζάντιος την μνημονεύει ως πόλη παραθαλάσσια την οποία ίδρυσαν οι Μυρμιδόνες του Νεοπτολέμου.
Γενικά, δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες από τις αρχαίες πηγές. Ο Στράβων π.χ. αναφέρει (Ζ΄ V. 8) αόριστα την «Βυλλιακή χώρα» μετά την Απολλωνία, μνεία που σήμερα αμφισβητείται και έχει διορθωθεί Βαλλιακή και ορθότερα Βαλαιακή (βλ. ΗΠΕΙΡΟΣ σελ. 143). Παρακάτω όμως (Ζ΄ VII. 8), μνημονεύει τους Βυλλίονες και τους τοποθετεί στα Ιλλυρικά γένη. Όπως έχει εύστοχα παρατηρηθεί (ΗΠΕΙΡΟΣ σελ. 144), η Βυλλίς και η γειτονική της Νίκαια, «…θέτουν δυσεπίλυτα προβλήματα…», όχι μόνον ως προς την θέση τους, αφού οι ανασκαφές τις εντόπισαν 25 χλμ. από την θάλασσα, παρά την περιγραφή τους από τον Στέφανο Βυζάντιο ως πόλεων παραθαλασσίων, αλλά και ως πολλά ακόμη αντιφατικά ευρήματα.
Ο Ν. Χάμμοντ επιχειρεί να τα ξεπεράσει εν μέρει, υποστηρίζοντας ότι η Βυλλίς ήταν ελληνική αποικία, που ιδρύθηκε στην χώρα των Ιλλυριών Βυλλιόνων, αρχικά παραλιακή, που αργότερα μεταφέρθηκε στο εσωτερικό. Από τις δύο σειρές νομισμάτων που βρέθηκαν, εκείνη με την επιγραφή «Βυλλίς» ανήκε κατά την άποψή του στην ελληνική πόλη, ενώ η άλλη με την επιγραφή «Βυλλιόνων» στο ομώνυμο ιλλυρικό φύλο (Hammond, Epirus 471-472).
Μετά το 232 π.Χ. και την κατάργηση της Βασιλείας στην Ήπειρο, εμφανίζεται το «Κοινόν των Βυλλιόνων», για το οποίο υποστηρίχθηκε (βλ. Wilkes, 1996 σελ. 97) ότι ανήκε στους Ιλλυριούς Ατιντανούς (βλ. Ατιντάνες), αλλά η θεωρία αυτή περί «μεγάλης Ατιντανίας», που προβλήθηκε κυρίως από Αλβανούς ιστορικούς, έχει από καιρό αντικρουσθεί (ΗΠΕΙΡΟΣ, σελ. 144) και απορριφθεί.
Γραικοί ἤ Γράϊκες: Κατά τον Αριστοτέλη (Μετεωρολ. Α, 352α), Γραικοί ονομάζονταν οι Έλληνες πριν από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, ο οποίος συνέβη «…περί την Ελλάδα την αρχαίαν. Αύτη δ’ εστίν η περί την Δωδώνην και τον Αχελώον… Ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νυν δ’ Έλληνες…». Οι αρχαίοι θεωρούσαν γενικά το όνομα Γραικός αρχαιότερο από το όνομα Έλλην (Απολλοδ. 1, 7, 7) και το εντόπιζαν στην Θεσσαλία ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή, θεωρούσαν τον Γραικό υιό του Θεσσαλού (Πάριο χρονικό, αλλά και Στεφ. Βυζ. στην λέξη Γραικός). Η νεώτερη έρευνα όμως, ξεκινώντας από τις παρατηρήσεις του Αριστοτέλους που προαναφέραμε αλλά και νεώτερα επιστημονικά στοιχεία, τείνει να επιβεβαιώσει την άποψη ότι κοινή κοιτίδα των δύο ονομάτων (Γραικός-Έλλην) ήταν η περιοχή γύρω από την Δωδώνη και την πεδινή περιοχή των σημερινών Ιωαννίνων.
Η εγκυρότερη (κατά την άποψή μας, αλλά και κατά το Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα) εργασία στο θέμα αυτό, έγινε από τον αείμνηστο καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου όπου εξετάζεται η διαχρονική πορεία του εθνικού ονόματος Γραικός (βλ. Π. Χρήστου: Οι Περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, 1960). Υποστηρίζεται και στην εργασία αυτήν η Ηπειρωτική κοιτίδα αυτού του φύλου, το οποίο αργότερα μετακινήθηκε στην περιοχή της Θεσσαλίας που ήταν γνωστή ως Αχαΐα Φθιῶτις εξ οὗ και η σύγχυση ως προς την θεσσαλική καταγωγή των Γραικών.
Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από το παραπάνω έργο:«...επρόκειτο για ένα φύλο διφυές, που απετέλεσε μια ενότητα με δύο κατά περιστάσεις ονόματα (Γραικοί και Έλληνες). Ένα μέρος του επέρασε από την Δωδώνη προς τον Αχελώο και τη Θεσσαλία κι’ έγινε ένδοξο στη Φθία υπό τον ηγεμόνα του Αχιλλέα και με το όνομα Έλληνες. Μερικές ομάδες που έφυγαν προς τα νοτιώτερα ίδρυσαν την πόλι Γραῖα της Βοιωτίας, την Γραῖα της Ευβοίας και το Πάριον. Ίσως μια ομάδα τους απετέλεσε τον πυρήνα του αττικού δήμου Γραῆς της Πανδιονίδος φυλής. Άλλο μέρος παρέμεινε στην Ήπειρο, όπου συγχωνεύθηκε με άλλα ισχυρά ελληνικά φύλα που μετακινήθηκαν στον χώρο του αργότερα, αλλά δεν έχασε τελείως το όνομά του. Κι’ από αυτό το τμήμα μετακινήθηκαν ομάδες δυτικά, στην Ιταλία, μαζί με περαστικούς λατινόφωνους, αλλά πριν από τους Νοτιοέλληνες αποίκους. Οι Λατίνοι που εγνώρισαν τους ελληνόφωνους στα πρόσωπα αυτών των ομάδων, είτε στην ίδια την Ιταλία είτε στην Ήπειρο, ωνόμασαν από τότε όλους τους Έλληνες Graeci και το όνομα τούτο μετέδωσαν σε όλους τους ευρωπαϊκούς και τους άλλους λαούς…».
http://infognomonpolitics.blogspot.com/2010/02/blog-post_5658.html
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, έχω υπ' όψη μου το θέμα πριν από την δημοσίευση στο in.gr απ' όπου αναδημοσιεύθηκε στο Ινφογνώμων. Απλώς τώρα ανακοινώθηκε επισήμως. Πιστεύω ότι τώρα έχουμε την ολοκληρωμένη εικόνα. Ο Μαρινάτος δυστυχώς είχε αρχίσει να ξεφεύγει προς τις "μη-συμβατικές" θεωρίες προς το τέλος, με θεωρίες περί Ατλαντίδας κλπ
ΑπάντησηΔιαγραφή