Προελληνικοί λαοί του μεσογειακού υποστρώματος
Τα παρακάτω λήμματα περιέχονται στο «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων» – ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ (β΄ έκδοση συμπληρωμένη) Θεσσαλονίκη 2004, του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη [Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ Ερμού 61 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ]
Ἒκτηνες ἤ Ἐκτῆνες ἤ Ἑκτῆνες: Προελληνικό φύλο του λεγομένου «Μεσογειακού» υποστρώματος (βλ. ανάρτηση ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΕΣ) που εντοπίζεται στην Βοιωτία. Κατά το Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας του Αλεξ. Ραγκαβή, οι Ἑκτῆνες ήσαν «...επί Ωγύγου κάτοικοι και αυτοί της παρά τον Ασωπόν Βοιωτίας, καταστραφέντες υπό λοιμού (Παυσ. Θ΄ 5,1)...». Σύμφωνα με διασωθέντα αποσπάσματα του Λέσβιου ιστορικού του 5ου π.Χ. αιώνα Ελλάνικου, οι Έκτηνες θεωρούνται ως οι πρώτοι κάτοικοι της Βοιωτίας, ιδρυτές των Θηβών επί του βασιλέως αυτών Ωγύγου. Θα τους διαδεχθούν Άονες και Ύαντες.
Ἐτεόκρητες: Προελληνικό φύλο της Κρήτης, αναφερόμενο στον Όμηρο (Οδύσ. Τ 176) ως «…Ετεόκρητες μεγαλήτορες…» δηλ. Ετεόκρητες γενναιόκαρδοι. Το επίθετο ετεός σημαίνει γνήσιος, άρα Ετεόκρητες = γνήσιοι Κρητικοί, δηλαδή αυτόχθονες. Από αυτήν την ονομασία τους, συμπεραίνεται ότι οι Ετεόκρητες, όπως και οι Κύδωνες, ήσαν απόγονοι των Μινωϊτών, δηλαδή των πανάρχαιων κατοίκων της Κρήτης, οι οποίοι ανήκαν στο λεγόμενο «Μεσογειακό» προελληνικό υπόστρωμα, αναμεμιγμένοι με αχαϊκά στοιχεία μετά την κατάκτηση της νήσου (περίπου 1450 π.Χ.) από τους Αχαιούς (Μυκηναίους).
Μετά την εισβολή και κατάληψη της Κρήτης από τους Δωριείς (γύρω στο 1100 π.Χ.), οι Ετεόκρητες θα εγκαταλείψουν την κεντρική περιοχή της μεγαλονήσου και θα καταφύγουν στο ανατολικό τμήμα (σημερινή επαρχία Σητείας) με κέντρο τους την Πραισό. Η Πραισός θα διατηρήσει την ανεξαρτησία της μέχρι το 140 π.Χ. οπότε και θα καταστραφεί από την συμμαχία των γειτονικών πόλεων Ιεράπυτνας και Ιτάνου.
Πιθανολογείται ότι Ετεόκρητες είχαν παραμείνει και στις άλλες περιοχές της Κρήτης, αλλά αφομοιώθηκαν από τα ελληνικά φύλα. Στην περιοχή της Σητείας η κρητομυκηναϊκή παράδοση φαίνεται ότι διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους (βλ. R.W.Hutchinson: Prehistoric Crete “Pelican” 1962).
Οι Ετεόκρητες θα συνεχίσουν να μιλούν την γλώσσα τους και να διατηρούν την ταυτότητά τους έως τα ύστερα κλασσικά χρόνια, όπως φανερώνουν τα επιγραφικά στοιχεία που γνωρίζουμε και τα οποία ανήκουν στον 6ο, 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. Περίφημες είναι οι επιγραφές της Πραισού και της Δρήρου, γραμμένες στο ελληνικό αλφάβητο, αλλά στην «ετεοκρητική» - προφανώς μινωϊκή – γλώσσα, η οποία δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ακόμη.
Οι περισσότεροι ερευνητές δέχονται ότι η "ετεοκρητική" δεν ανήκει στην ομάδα των αριοευρωπαϊκών (ινδοευρωπαϊκών) γλωσσών. Σύμφωνα πάντως με τις απόψεις του μεγάλου Γερμανού γλωσσολόγου Π. Κρέτσμερ (Paul Kretschmer 1866-1956), η γλώσσα των Ετεοκρητών ήταν μια μεικτή γλώσσα με πολλά πρώϊμα Μικρασιατικά στοιχεία, συγγενική με τις γλώσσες των προ-αριοευρωπαϊκών λαών της Μ. Ασίας και ιδιαίτερα της περιοχής της Λυδίας, αλλά και με την γλώσσα των Τυρρηνών. Η θεωρία αυτή έχει αμφισβητηθεί από πολλούς ερευνητές.
Υπενθυμίζουμε, ότι στην περιοχή της Λυδίας αναφέρονται στην Ιλιάδα (Β 864-866), οι Μαίονες ως σύμμαχοι των Τρώων, οι οποίοι θεωρούνται Αριοευρωπαϊκό μικρασιατικό φύλο που αναμίχθηκε σε μεγάλο βαθμό με τους αυτόχθονες κατοίκους (βλ. Δημ. Ε. Ευαγγελίδη: Καταγ. Αριοευρ. τόμ. Β΄ - Κεφ. 6 τμ. ε΄ Οι λαοί της Μ. Ασίας).
Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι στην γειτονική νήσο Κάρπαθο μνημονεύεται η ύπαρξη των Ετεοκαρπαθίων, οι οποίοι άφησαν επίσης επιγραφικά κατάλοιπα. Είναι άγνωστο εάν ο λαός αυτός ταυτιζόταν με τους Ετεόκρητες, ήταν συγγενικός ή άσχετος φυλετικά και γλωσσικά.
Κύδωνες: Πανάρχαιο κρητικό φύλο αυτοχθόνων, το οποίο μνημονεύεται στον Όμηρο (Οδύσσεια, Γ 292 και Τ 176). Ο Στράβων (Ι΄ ΙV. 6) αναφέρει ότι κατοικούσαν στο δυτικό μέρος της Κρήτης, ενώ οι Ετεόκρητες στο νότιο τμήμα της μεγαλονήσου.
Οι Κύδωνες είχαν ως κυριότερο κέντρο τους την πόλη Κυδωνία (σημερινά Χανιά) και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ανήκαν στο προελληνικό «Μεσογειακό υπόστρωμα». Η γλώσσα τους δεν ήταν ελληνική, όπως και του γειτονικού τους λαού της Πολυρρηνίας, στα νότια της Κυδωνίας.
Εξ άλλου, σύμφωνα με την παράδοση, ο μυθικός ιδρυτής της Κυδωνίας ήταν ο Κύδας, γιος του Ερμή και της κόρης του Μίνωα, Ακακαλλίδος (βλ. Hutchinson: Prehistoric Crete, σελ. 58), αλλά σύμφωνα με άλλη εκδοχή (Διόδωρος 5, 78, 2), ιδρυτής ήταν ο ίδιος ο Μίνως.
Η Κυδωνία είχε κατοικηθεί από την Μεσομινωϊκή Εποχή (17ος αιώνας π.Χ.) και θεωρείται η τρίτη σε μέγεθος και σπουδαιότητα πόλη της αρχαίας Κρήτης.
Αργυρός στατήρ Κυδωνίας
(τέλη 4ου αιώνα π.Χ.)
Αρκετούς αιώνες αργότερα, γύρω στο 520 π.Χ. Σάμιοι φυγάδες θα εκδιώξουν τους Ζακύνθιους Δωριείς από την περιοχή και θα εγκατασταθούν εκεί, αλλά τον έκτο χρόνο οι Αιγινήτες συμμάχησαν με τους Κρήτες, νίκησαν τους Σάμιους τους οποίους υποδούλωσαν και κατέλαβαν την πόλη (Ηρόδοτος, Γ΄ 59).
Κυλικρᾶνες: Προελληνικό φύλο του λεγομένου «Μεσογειακού» υποστρώματος, που κατοικούσε στην Τραχίνα της Φθιώτιδος, στον μυχό του Μαλιακού κόλπου (στις νότιες ακτές του) και είχε επιζήσει μέχρι τους Μυκηναϊκούς χρόνους. Μνημονεύονταν από τους αρχαίους συγγραφείς ως εχθροί του Ηρακλέους. Η ονομασία τους, σύμφωνα με μια μαρτυρία, προέρχεται από την βαρβαρική συνήθεια των Κυλικράνων να στίζουν στο επάνω μέρος του βραχίονά τους σχηματίζοντας μια κύλικα (Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα).
Ως πρωτεύουσα τους αναφερόταν η πόλη Οιχαλία στην Τραχίνα, η οποία συγχέεται συχνά στους μύθους με άλλες ομώνυμες πόλεις που υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, κυρίως με την Οιχαλία της Μεσσηνίας.
Σύμφωνα με την παράδοση (Απολλοδ. Β΄ VΙΙ. 7), ο Ηρακλής και οι σύμμαχοί του, Επικνημίδιοι Λοκροί, Μηλιείς (Μαλιείς) από την Τραχίνα και Αρκάδες (στην πραγματικότητα Αζάνες), εισέβαλαν στην περιοχή της Τραχίνος και αφού ο Ηρακλής σκότωσε τον βασιλιά των Κυλικράνων Εύρυτο, κατέλαβαν την Οιχαλία την οποία κατέστρεψαν και στην θέση της ίδρυσαν την Ηράκλεια. Οι Κυλικράνες έγιναν φόρου υποτελείς, δούλοι και καλλιεργητές των αγρών των Ηρακλεωτών. Οι Ηρακλεώτες δεν τους παραχώρησαν ποτέ πολιτικά δικαιώματα και πάντοτε τους θεωρούσαν αλλόφυλους (Πολέμων παρ’ Αθην. 11, 462α).
Ο Στράβων αναφέρει (Θ΄ IV. 13) ότι η Ηράκλεια απέχει από την αρχαία Τραχίνα 6 στάδια (περίπου 1 χιλιόμετρο).
Αργότερα, με την ανάμειξη μύθων της Τραχίνας για τον Ηρακλή και την Ομφάλη με διάφορες λυδικές παραδόσεις, επικράτησε η άποψη ότι οι Κυλικράνες ήλθαν από την Τραχίνα της Λυδίας (Πολέμων παρ’ Αθην. 11, 462α και Νίκανδρος παρ’ Αθην. 461).
Λέλεγες: Αρχαιότατος προελληνικός λαός, του λεγομένου «Μεσογειακού υποστρώματος», της ίδιας καταγωγής ή στενά συγγενής με τους Μινωΐτες της Κρήτης. Στις παραδόσεις αναφέρονται ως φιλοπόλεμοι νομάδες, συχνά πειρατές, διεσπαρμένοι στην δυτική και νότια Μικρά Ασία, στην νησιωτική Ελλάδα και στις παραλιακές περιοχές της. Συγχέονται με τους Κάρες και τους Πελασγούς (κυρίως με τους πρώτους), θεωρούμενοι συχνά από τους αρχαίους συγγραφείς (Εκαταίος, Ηρόδοτος, Στράβων, Θουκυδίδης, Παυσανίας κ.λ.π.) ως ένα ενιαίο έθνος που κατοικούσε στον ελλαδικό χώρο πριν από τους Έλληνες.
Η ύπαρξή τους είναι γνωστή στα ομηρικά έπη και στην Ιλιάδα αναφέρονται ως σύμμαχοι των Τρώων, με βασιλιά τους τον Άλτη (Κ 429, Φ 86). Ο Όμηρος πάντως τους διακρίνει σαφώς από τους Κάρες.
Αντίθετα ο Ηρόδοτος (Α΄ 171) αποτελεί την βασική πηγή σύγχυσης μεταξύ των δύο αυτών λαών, αναφέροντας Κρητικές παραδόσεις σύμφωνα με τις οποίες οι Κάρες παλαιότερα ονομάζονταν Λέλεγες.
Ο Στράβων μνημονεύει (Ζ΄ VII. 1) την ύπαρξή τους στον ελλαδικό χώρο ανάμεσα σε άλλους λαούς (Δρύοπες, Καύκωνες, Πελασγούς) που κατοικούσαν την χώρα πριν από τους Έλληνες, κυρίως όμως ως κατοίκους της δυτικής Μικράς Ασίας. Αναφέρει μάλιστα και λεπτομέρειες (Ζ΄ VII. 2):
«…Στην περιοχή της Μιλήτου μερικοί οικισμοί λέγονται των Λελέγων, ενώ σε πολλά μέρη της Καρίας υπάρχουν τάφοι Λελέγων και έρημα χωριά που λέγονται Λελέγεια. Η χώρα που λέγεται σήμερα Ιωνία την κατοικούσαν Κάρες και Λέλεγες. Τους έδιωξαν οι Ίωνες και κατέλαβαν την χώρα. Ακόμα παλαιότερα, οι πορθητές της Τροίας (σ.σ. εννοεί τους Αχαιούς-Μυκηναίους κατακτητές της Τροίας, στον Τρωϊκό πόλεμο ) έδιωξαν τους Λέλεγες από τους τόπους τους κοντά στην Ίδη, στην Πήδασο και τον ποταμό Σατνιόεντα…». Επιχειρεί στην συνέχεια και ερμηνεία του ονόματός τους, που το ετυμολογεί από την ρίζα λεγ- που σημαίνει και «συγκεντρώνω» (π.χ. συλ-λέγ-ω): «…η ετυμολογία του ονόματος εμένα μου φαίνεται ότι φανερώνει ανθρώπους που ήταν μαζώματα από πολλούς λαούς…». Δυστυχώς και ο Στράβων, παρασυρόμενος προφανώς από τον Ηρόδοτο, συντηρεί την σύγχυση μεταξύ Καρών και Λελέγων (Ζ΄ VII. 2 και ΙΔ΄ ΙΙ. 27), αναφέροντας π.χ. ότι: «…τους Λέλεγες μερικοί τους θεωρούν Κάρες, άλλοι μόνον γείτονες και πολεμικούς συμμάχους…».
Συγκεντρώσεις Λελέγων εντοπίζονται, εκτός από τα νησιά του Αιγαίου (Χίος, Σάμος, Κυκλάδες), στις Εχινάδες νήσους μεταξύ Λευκάδας και ακτών της Ακαρνανίας (όπου ζούσαν στην αρχαιότητα οι διαβόητοι πειρατές Τάφιοι και Τηλεβόες, αναγνωρισμένοι απόγονοι Λελέγων), στην Ακαρνανία, στην Αιτωλία, στα Μέγαρα, στην Βοιωτία και στην Λοκρίδα και κυρίως στην Λακωνία η οποία ονομαζόταν παλιά Λελεγηΐς. Σύμφωνα με την παράδοση, γενάρχης των Λελέγων ήταν ο Λέλεξ, βασιλεύς των Μεγάρων, υιός του θεού Ποσειδώνος και της Λιβύης. Αναφέρεται όμως και άλλος Λέλεξ «…αυτόχθων, βασιλεύς της Λακεδαίμονος, πατήρ του Ευρώτα…» (βλ. Λεξ. Κυρίων Ονομ.).
Υπήρχαν τέλος παραδόσεις (Αριστοτέλης, Πολιτεία Αιτωλών) σύμφωνα με τις οποίες οι Λοκροί, ήσαν απόγονοι Λελέγων ή κυβέρνησαν Λέλεγες (Ησίοδος, Απόσπ.234).
Συγκεντρώνοντας όλο αυτό το υλικό και σε συνδυασμό με νεώτερα γλωσσολογικά και αρχαιολογικά στοιχεία, οι ερευνητές κατέληξαν σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
«…Το εθνικό όνομα Λέλεγες έχει ενικό αριθμό χωρίς λε- : Λέξ. Το λε- που μπαίνει στον πληθυντικό δεν είναι παρά το πρόθημα που διαφοροποιεί αυτόν τον αριθμό από τον ενικό στη γλώσσα των Χάττι, λαού που κατοίκησε στη Μ. Ασία πριν από τους Ινδοευρωπαίους (=Αριοευρωπαίους. Εννοούνται οι περίφημοι Χετταίοι ή Χιττίτες που κατέκτησαν γύρω στο 1800 π.Χ. το μεγαλύτερο τμήμα της Μικράς Ασίας και υπέταξαν τους ιθαγενείς Χάττι, από τους οποίους όμως πήραν το όνομα, σ.σ.). Άρα οι Λέλεγες μιλούσαν την ίδια γλώσσα με τους Χάττι. Τα ονόματα των Τυρρηνών, των Εκτήνων και των Κυλικράνων, μπορούν να αποδοθούν στο μεσογειακό υπόστρωμα γιατί δεν προσφέρονται σε ινδοευρωπαϊκή (=αριοευρωπαϊκή, σ.σ.) ετυμολογία και γιατί το επίθημα –αν– που περιέχουν δεν είναι ινδοευρωπαϊκό, αλλά μεσογειακό, γεγονός που δεν εμπόδισε βέβαια να χρησιμοποιηθεί αργότερα στον σχηματισμό ονομάτων ινδοευρωπαϊκών φύλων, μεταξύ άλλων και ελληνικών. Από το ίδιο υπόστρωμα έχουν διασωθή τοπωνύμια διαδεδομένα στην Ιβηρική χερσόνησο, στη Ν. Γαλλία, στην Ιταλία, στη Βαλκανική μαζί με την Ελλάδα, στη Μ. Ασία, στον Καύκασο. Όλα έχουν μονοσύλλαβες ρίζες με ένα φωνήεν που αποδίδεται άλλοτε με α και άλλοτε με ε, π.χ. Καρ- / Κερ-, Καλ- / Κελ-, Γαρ- / Γερ-, Σαλ- / Σελ-, Ταβ- / Τεβ- : φαίνεται ότι οι Ινδοευρωπαίοι που διετήρησαν αυτά τα τοπωνύμια δυσκολεύθηκαν να προφέρουν με ακρίβεια ένα ξένο φωνήεν που ήταν ανάμεσα σε α και ε. Κάθε μια από αυτές τις ρίζες περιέχεται κατά κανόνα σε ονόματα τόπων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Από αυτή τη παρατήρηση εξάγεται το συμπέρασμα ότι κάθε τέτοια ρίζα ήταν το όνομα του αντιστοίχου πράγματος στην πανάρχαιη αυτή γλώσσα…
…Η άφιξη των πρώτων Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, χρονολογείται στην αρχή της Χαλκοκρατίας (= Εποχή του Ορειχάλκου σ.σ.). Άρα οι λαοί που μιλούσαν αυτή τη γλώσσα θα επεκράτησαν στην Ελλάδα ενωρίτερα, έως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, σε μερικά μέρη και έως την αρχή της Χαλκοκρατίας. Πότε ήλθαν; Προς το παρόν δεν μπορεί να δοθή απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄, σελ. 356-357).
Μινωΐτες: Συμβατική ονομασία των κατοίκων της Κρήτης, των δημιουργών του εκπληκτικού Μινωϊκού Πολιτισμού (2800-1450 π.Χ.). Ανήκαν στο προελληνικό «Μεσογειακό» υπόστρωμα και ήσαν συγγενείς με τους Λέλεγες. Μετά την κατάκτηση της Κνωσσού και τμήματος της Κρήτης από τους Αχαιούς (Μυκηναίους), γύρω στο 1450 π.Χ., θα αφομοιωθούν βαθμιαία και θα συγχωνευθούν μαζί τους καθώς και με τους Δωριείς που αργότερα (γύρω στο 1100 π.Χ.) θα εισβάλουν και θα εγκατασταθούν επίσης στην μεγαλόνησο, κατακτώντας το μεγαλύτερο τμήμα της.
Οι απόγονοι των Μινωϊτών, θα καταφύγουν στο ανατολικό τμήμα της Κρήτης και θα γίνουν γνωστοί ως Ετεόκρητες. Ένα άλλο φύλο Μινωϊτών, οι Κύδωνες, κατοικούσαν στην δυτική Κρήτη.
Εικάζεται ότι οι Μνώες, που ανήκαν στην τάξη των δούλων στην Κρήτη και μνημονεύει μεταξύ άλλων και ο Στράβων (ΙΒ΄ ΙΙΙ. 4), ήσαν οι υποδουλωμένοι στους Δωριείς απόγονοι των Μινωϊτών, οι οποίοι μάλιστα είχαν διατηρήσει και το δικαίωμα να συνέρχονται σε σύνοδο (βλ. λήμμα Μνωΐται στο Λεξ. Ελλην. Αρχαιολ.).
Μινωΐτες ήσαν ασφαλώς και οι Τερμίλες, όπως, σύμφωνα με την παράδοση (Ηρόδοτος, Α΄ 173 – Παυσανίας, Α΄ 19), ονομάζονταν οι οπαδοί του Σαρπηδόνα, που εκδιώχθηκαν από την Κρήτη και κατέφυγαν στην περιοχή της Λυκίας. Για λεπτομέρειες βλ. στο λήμμα Λύκιοι, του παρόντος Λεξικού. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο όρος δημιουργήθηκε από τον Σερ Άρθουρ Έβανς τον φημισμένο ανασκαφέα (από τα τέλη του 19ου αιώνα) της Κνωσσού, για να περιγράψει τους προελληνικούς πληθυσμούς της Κρήτης, πριν από την Μυκηναϊκή κατάκτηση της νήσου γύρω στο 1450 π.Χ.
Τυρρηνοί ἤ Τυρσηνοί: Πανάρχαιο προελληνικό φύλο, εντοπιζόμενο σε διάφορες περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ιδιαίτερα στην Λήμνο. Κατά το Λεξικόν της Ελλ. Αρχαιολ. «…εκ του συνδυασμού δε των εγχωρίων μετά των Τυρσηνών παρήχθη ο λαός των Τυρρηνών ή Τόσκων, ους συνήθως οι Ρωμαίοι εκάλουν Ετρούσκους…». Ο Ηρόδοτος τους αναφέρει (Α΄ 94) ως κατοίκους της Λυδίας, οι οποίοι λόγω λιμού αναγκάσθηκαν να μεταναστεύσουν από την Μ. Ασία στην Ιταλία με επικεφαλής τους τον Τυρσηνό, τον γιο του βασιλιά των Λυδών Άτυ, από τον οποίο ονομάσθηκε η νέα χώρα Τυρσηνία.
Αντίθετα, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς (Α΄ 28, 30), όχι ιδιαίτερα αξιόπιστος ιστορικός, τους θεωρεί αυτόχθονες της Ιταλικής χερσονήσου (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ετρούσκοι). Αρκετοί από τους νεώτερους ερευνητές πάντως, επιμένουν για την σχέση των Ετρούσκων της Ιταλίας με την Μ. Ασία με αξιόλογα επιχειρήματα (βλ. άρθρο του Giovanni Pugliese Carratelli στο ογκώδες συλλογικό έργο: The Western Greeks, 1996 σελ. 145).
Υπάρχει τέλος και η περίφημη επιγραφή της Λήμνου (γνωστή από το 1885), του 6ου αιώνα π.Χ. (βλ. Εικόνα ), στην οποία χρησιμοποιήθηκε ένα είδος γραφής στενά συγγενικής με την ετρουσκική γραφή, η οποία προήλθε ως γνωστόν από ένα δυτικό ελληνικό (Ευβοϊκό) αλφάβητο. Εικάζεται ότι η γλώσσα των πανάρχαιων κατοίκων της Λήμνου (Τυρρηνών, κατά την παράδοση) ήταν συγγενική με την γλώσσα των Ετρούσκων.
Συγχαρητήρια για το ιστολόγιο σου , πολύ ενημερωτική αυτή η ανάρτηση .
ΑπάντησηΔιαγραφήΕτεόκρητες λέγονται και απλά οι απόγονοι των Κουρητών , γενικά πάντως με ενοχλεί η λέξη προελληνικό που αναφέρετε συνέχεια στο κείμενο , πάντως ήταν ένας λαός στην περιοχή μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα , άρα είναι απόγονοι του και μέρος της Ελληνικής μυθολογίας ( κωδικοποιημένη ιστορία) αν και πριν το κατακλυσμό να ήταν δεν αλλάζει τίποτα σε αυτό που θέλω να πω , άρα Έλληνες , γιατί όπως λέμε {πας μη Έλλην βάρβαρος } φυσικά αυτή η φράση κάνει πολιτισμικό διαχωρισμό και όχι φυλής και αίματος , άρα πολιτισμικά αφού είναι μέσα στην σφαίρα της ελληνικής μυθολογίας και οι ετεόκρητες είναι Έλληνες .
ολα τα blogs που ασχολούνται με τα πατρώα εθνικά θέματα και μόνο.
http://ethnika-patroa.blogspot.gr/