1. ΛΕΞΙΠΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΕΞΙΛΑΓΝΙΑ Ένα φαινόμενο προς συζήτηση
Σε μια πρόσφατη εκδήλωση διάβασα, σε ένα κείμενο εισήγησης, την λέξη «απεύθυνση». Υπέθεσα ότι ήταν κάποιο ορθογραφικό λάθος και δεν έδωσα σημασία. Με αρκετή έκπληξη όμως άκουσα στην συνέχεια από ομιλητές να χρησιμοποιούν και να επαναλαμβάνουν αυτήν την άγνωστη λέξη. Επιχείρησα να καταλάβω από τα συμφραζόμενα περί τίνος πρόκειται, αλλά δεν κατάφερα να την ερμηνεύσω, μια και η μόνη συγγενική λέξη που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν η λέξη «απευθυσμένο», ένας ιατρικός όρος, που για όσους έχουν κάποιες γνώσεις ανατομίας του ανθρώπου, γνωρίζουν ότι αναφέρεται στο τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου, πριν από τον πρωκτό. Σκαλίζοντας λίγο την μνήμη μου θυμήθηκα και την αρχαΐζουσα λέξη «απευθής», που σημαίνει αυτόν που δεν ακούσθηκε, αλλά και τον απληροφόρητο. Ούτε αυτή η ερμηνεία με βοήθησε, αφού οι ομιλητές κάτι άλλο εννοούσαν, όπως αντιλήφθηκα. Προσπάθησα τελικά να ετυμολογήσω την λέξη και τότε συνειδητοποίησα ότι η άγνωστη και περίεργη λέξη συνδεόταν με το ρήμα απευθύνομαι και ήταν προϊόν δημιουργίας κάποιου επίδοξου γλωσσοπλάστη.
Ομολογώ ότι με προβλημάτισε το όλο θέμα, αλλά δίστασα να διακόψω τους ομιλητές και να τους ρωτήσω γιατί χρησιμοποιούν μια ανύπαρκτη λέξη, καθώς και την σκοπιμότητα αυτής της χρήσης. Εξ άλλου, πιστεύω και υποστηρίζω την θέση ότι κάθε μέλος μιας γλωσσικής κοινότητας, της ελληνικής εν προκειμένω, έχει ίσα δικαιώματα με κάθε άλλον, όχι μόνον να έχει τις δικές του απόψεις και τοποθετήσεις στα γλωσσικά θέματα, αλλά να παίρνει και πρωτοβουλίες στον γραπτό και στον προφορικό λόγο πέρα από τα καθιερωμένα. Έτσι, εδώ και χρόνια χρησιμοποιώ στον γραπτό μου λόγο την αιτιατική του αρσενικού και θηλυκού άρθρου πάντοτε με το τελικό –ν, η απάλειψη του οποίου για διαφόρους «δήθεν» λόγους δεν με πείθει, διότι συσκοτίζεται το νόημα της πρότασης, ειδικότερα μεταξύ αρσενικού και ουδέτερου ουσιαστικού. Όσο για τα περί «ευφωνίας» τα ακούω «βερεσέ» και ας μου φέρουν εκατό φιλολόγους και γλωσσολόγους να υποστηρίξουν το αντίθετο για να με πείσουν, μια και δεν τους θεωρώ πιο «ειδικούς» από εμένα στο θέμα της μητρικής μου γλώσσας, αλλά και από οποιονδήποτε άλλον ομιλητή και χρήστη της ελληνικής. Για ποιον λόγο π.χ. πρέπει να γράφω «τη θάλασσα» και όχι «την θάλασσα», αφού το σύμπλεγμα «νθ» υπάρχει στην γλώσσα μας, αρχαία (μανθάνω) και νέα (ανθίζω).
Επανέρχομαι στο ζήτημα με την γενική παρατήρηση ότι όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν σε τελική ανάλυση έναν και μοναδικό κριτή που δεν είναι άλλος από τον κάθε χρήστη της γλώσσας και τελικώς από την συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα, η οποία θα αφομοιώσει ή θα απορρίψει στην πορεία του χρόνου τον κάθε νεολογισμό οποιουδήποτε λεξιπλάστη.
Έρχομαι τώρα στο ουσιαστικό μέρος της συζήτησής μας, στο ζήτημα της σκοπιμότητας που είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας νέων λέξεων και όρων. Η δημιουργία αυτή εξυπηρετεί δύο ανάγκες:
α. Την ανάγκη να ονομάσουμε κάτι καινούριο, ένα φαινόμενο, μια κατάσταση, ένα νέο τεχνικό επίτευγμα ή εργαλείο (π.χ. κουρελούργημα, εθνομηδενισμός, διαδίκτυο κ.λπ.), αλλά και την ανάγκη να υπάρξει ένα άλλο σημαίνον για έναν διαφορετικό φιλοσοφικό, τεχνικό, επιστημονικό κ.λπ. όρο. Σημειώνω ότι και στις παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι πάντοτε αναγκαία η δημιουργία νέων λέξεων και συχνά νοηματοδοτούμε μια υπάρχουσα λέξη με άλλο περιεχόμενο π.χ. κινητό – εννοείται τηλέφωνο.
β. Την ανάγκη ενός λογοτέχνη, διανοητή, καλλιτέχνη κ.λπ. να πρωτοτυπήσει ή να εντυπωσιάσει με την χρήση νέων λέξεων.
Βεβαίως δεν παραγνωρίζω και το φαινόμενο της δημιουργίας ιδιολέκτων (ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων) προς χρήση μεταξύ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (π.χ. μελών μιας αίρεσης, ενός κόμματος κ.λπ.), συχνά (όχι πάντα) περιθωριακών (άστεγοι, μηχανόβιοι, νεανικές συμμορίες κ.ά.), ώστε να αναγνωρίζονται μεταξύ τους.
Αναλογίζομαι λοιπόν ποιο άραγε να ήταν το κίνητρο πίσω από την δημιουργία και χρήση αυτής της περίεργης λέξης «απεύθυνση».
Υπήρξε κάποια πραγματική και ουσιαστική ανάγκη, προέκυψε τυχαία και άρεσε, προσπάθεια δημιουργίας ιδιολέκτων ή απλή λεξιλαγνία;
Θα μπορούσα να προτείνω μια σειρά ανάλογων λέξεων/ιδιόλεκτων όπως π.χ. χαμομηλώνω = χρησιμοποιώ χαμομήλι, νυχτοκεφαλιάζω = έχω σκοτοδίνη, θαλασσίζω = κολυμπώ στην θάλασσα, λιμνίζω = κολυμπώ σε λίμνη, μπουρδολέγω = λέγω μπούρδες και μύρια άλλα όσα.
Πιστεύω πάντως ότι το θέμα παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον και ιδιαίτερα για κάποιους (όπως εγώ), που έχουν πάθος με τα γλωσσικά (μερικοί θα το έλεγαν ψώνιο, αλλά δεν με πειράζει), οπότε ευελπιστώ να έχω και μια άλλη άποψη, τουλάχιστον από τον εμπνευστή της νέας λέξης.
2. ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΑ…
Έχω την εντύπωση ότι πολλοί από τους κάθε επιπέδου και κατηγορίας εκφωνητές των ραδιοτηλεοπτικών μέσων της χώρας μας είναι τακτικοί αναγνώστες αυτών των σημειωμάτων της «Ρήξης» και προσπαθούν σκόπιμα να μας εκνευρίσουν με το όσα εκστομίζουν εναντίον των δύστυχων ακροατών τους! Αυτή η εντύπωση μετατρέπεται σε βεβαιότητα ακούγοντας αυτά που λέγονται, με τέτοια συχνότητα, που αναγκαστικά καταλήγεις στο παραπάνω συμπέρασμα. Τα «ανεξαρτήτου ηλικίας», τα «έχω την αίσθηση», τα «κόστη», τα «19 Μάη» και ένα πλήθος ακόμα από απαίσια ελληνικά μας ταλαιπωρούν τόσο συστηματικά, σε σημείο που αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι αγράμματοι ξυλοσχίστες να συγκεντρώθηκαν στα Μ.Μ.Ε. που διαμορφώνουν καταλυτικά, λόγω καθημερινής επανάληψης, το γλωσσικό αισθητήριο των ακροατών.
Δυστυχώς αυτή η κατάσταση θα συνεχίσει να μας ταλαιπωρεί για πολλά χρόνια ακόμα και η δημοτικοφανής καθαρεύουσα θα θριαμβεύει για όσο διάστημα το πανάθλιο εκπαιδευτικό μας σύστημα θα εξακολουθεί να παράγει διαρκώς και περισσότερες φουρνιές αγραμμάτων.
Ένα σημείο όπου μπορεί εύκολα κάποιος να εντοπίσει την ζημιά που έχει γίνει με όλους αυτούς τους γλωσσοπολιτικούς φανατισμούς των τελευταίων δεκαετιών είναι και τα επιρρήματα, όπου πάρα πολλοί νομίζουν ότι ισοπεδώνοντάς τα όλα με την αλλαγή της κατάληξης –ως σε –α, μιλούν πια «πλέρια δημοτικιά». Η γλώσσα όμως δεν είναι δυνατόν να προσαρμοσθεί έτσι εύκολα σε τέτοιου είδους προκρούστειες λογικές και εκδικείται με την γελοιοποίηση εκείνων που την βασανίζουν! Έχω προσέξει ότι κάποιοι αποφεύγουν να χρησιμοποιούν ορισμένα επιρρήματα, όπως π.χ. τα ασφαλώς, συνεχώς κ.λπ. (μια και είναι αδύνατον να μεταλλαχθούν σε «ασφαλά», «συνεχά») μήπως κινδυνεύσουν να κατηγορηθούν ως «καθαρευουσιάνοι». Αυτή όμως η αυτολογοκρισία είναι ό,τι χειρότερο για την εκφραστική δυνατότητα οποιουδήποτε χειριστή της γλώσσας μας.
Όπως έχει γράψει πριν από 20 χρόνια σε ένα άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Γιάννης Καλιόρης, αναφερόμενος στο βιβλίο της σχολικής γραμματικής:
«…Η εν λόγω γραμματική είναι απαράδεκτα ελλειμματική και συρρικνωτική, διεπόμενη από πνεύμα δογματισμού, γλωσσικής ορθοδοξίας και μονολιθικότητος - είναι γραμματική μόνο της δημοτικής και ελάχιστα της σύνολης νεοελληνικής που έχει μεν για βάση της τη δημοτική αλλά δεν είναι ισοπλατής προς αυτήν: η νεοελληνική είναι οργανικά λογιόμεικτη, αποτελούμενη από κοιτάσματα λόγια και δημοτικά, και καμμιά από τις δύο της συνιστώσες δεν μπορεί να διεκδικήσει αυτοδύναμα το σύνολο της γλωσσικής εκφράσεως και ανάγκης. Η δε πολυτυπία που απορρέει παρέχει μεγάλες εκφραστικές (σημασιολογικές και αισθητικές) δυνατότητες (που εντελώς δειγματοληπτικά έχουμε εκθέσει αλλού: "Ιριδισμοί της νεοελληνικής. Παρεμβάσεις ΙΙ - Γλωσσικά", σελ. 347-387, Εξάντας 1986), ενώ η μονοκαλλιέργεια μιας και μόνο συνιστώσας αποδυναμώνει τη γλώσσα και τη φτωχαίνει, περιορίζοντας ολέθρια τις δυνατότητες επιλογής και αποχρώσεων…».
Όσο για εκείνους που θα σπεύσουν να επικαλεστούν τα γνωστά ανόητα επιχειρήματα περί «μητρικής γλώσσας» και «γλώσσας του λαού», τους προκαλώ να μου απαντήσουν με ποιον τρόπο θα φωνάξει η κυρά-Μαρία από το παράθυρο του σπιτιού τον γιόκα της, που απασχολημένος με το παιχνίδι, καθυστερεί να έρθει για φαγητό: «Γιωργάκηηη, τσακίσου και έλα αμέσως» ή «άμεσα»;
Προφανώς ορισμένοι είναι αδύνατον να αντιληφθούν την διαφορά μεταξύ του επιρρήματος «αμέσως» και του επιθέτου «άμεσος», «άμεσο» πληθ. «άμεσα», αλλά και την λεπτή απόχρωση μεταξύ του «αμέσως = την ίδια στιγμή» και του δημοτικοφανούς επιρρήματος «άμεσα = σε σύντομο χρονικό διάστημα». Το ίδιο συμβαίνει και με το επίρρημα «πιθανώς», με το οποίο δεν ξεμπερδεύουμε έτσι εύκολα όταν το αλλοιώνουμε σε «πιθανά»!
Ελπίζω να μη παρεξηγηθώ μετά από όσα ανέφερα παραπάνω και νομίσουν κάποιοι ότι υποστηρίζω την χρήση των επιρρημάτων μόνον με την κατάληξη –ως.
Αντιγράφω και πάλι Καλιόρη (οι επισημάνσεις δικές μου):
«…Η εναλλαγή των καταλήξεων –ως και -α των επιρρημάτων, όπου είναι δυνατή, πέραν των σημασιολογικών αποχρώσεων που ήδη εξετέθησαν, προσφέρει και δυνατότητες αισθητικές:
1. Αποτρέπει χασμωδία: Η «τεχνικώς αδύνατη λύση» είναι προτιμότερη από την «τεχνικά αδύνατη», όπως και η «τεχνικά σωστή» είναι προτιμότερη από την «τεχνικώς σωστή».
2. Διαφοροποιεί δυό συνεχόμενα επιρρήματα, παράγοντας ευφωνία, ρυθμό και ακαριαία νοηματική σηματοδότηση: (…) «αντέδρασες ευλόγως βίαια» και όχι «εύλογα βίαια», «ενήργησε αντιστρόφως ανάλογα» (…).
3. Διαφοροποιεί το επίρρημα από το προσδιοριζόμενο ομοιοκατάληκτο επίθετο (πληθυντικό ουδετέρου) και τη μετοχή (ενικό θηλυκού), κ’ εκτός από την αποφυγή ενδεχομένης ασαφείας (ιδιαίτερα μετά την κατάργηση του πολυτονικού), εξασφαλίζει απρόσκοπτη ροή στην ανάγνωση, ακριβώς γιατί σηματοδοτεί ακαριαία και χωρίς δισταγμό: «τα ιδιαιτέρως άσχημα προϊόντα» (και όχι «τα ιδιαίτερα άσχημα»), «τα εξαιρετικώς εύστοχα μέτρα» (…), «με βιβλία παιδαγωγικώς καταλληλότερα» όπου το «παιδαγωγικά» θα δημιουργούσε μέχρι τέλους αμφιβολία εάν πρόκειται για επίρρημα ή επίθετο (…).
("Ιριδισμοί της νεοελληνικής. Παρεμβάσεις ΙΙ - Γλωσσικά", σελ. 379-380, Εξάντας 1986).
Έχω την εντύπωση ότι πολλοί από τους κάθε επιπέδου και κατηγορίας εκφωνητές των ραδιοτηλεοπτικών μέσων της χώρας μας είναι τακτικοί αναγνώστες αυτών των σημειωμάτων της «Ρήξης» και προσπαθούν σκόπιμα να μας εκνευρίσουν με το όσα εκστομίζουν εναντίον των δύστυχων ακροατών τους! Αυτή η εντύπωση μετατρέπεται σε βεβαιότητα ακούγοντας αυτά που λέγονται, με τέτοια συχνότητα, που αναγκαστικά καταλήγεις στο παραπάνω συμπέρασμα. Τα «ανεξαρτήτου ηλικίας», τα «έχω την αίσθηση», τα «κόστη», τα «19 Μάη» και ένα πλήθος ακόμα από απαίσια ελληνικά μας ταλαιπωρούν τόσο συστηματικά, σε σημείο που αναρωτιέσαι πως είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι αγράμματοι ξυλοσχίστες να συγκεντρώθηκαν στα Μ.Μ.Ε. που διαμορφώνουν καταλυτικά, λόγω καθημερινής επανάληψης, το γλωσσικό αισθητήριο των ακροατών.
Δυστυχώς αυτή η κατάσταση θα συνεχίσει να μας ταλαιπωρεί για πολλά χρόνια ακόμα και η δημοτικοφανής καθαρεύουσα θα θριαμβεύει για όσο διάστημα το πανάθλιο εκπαιδευτικό μας σύστημα θα εξακολουθεί να παράγει διαρκώς και περισσότερες φουρνιές αγραμμάτων.
Ένα σημείο όπου μπορεί εύκολα κάποιος να εντοπίσει την ζημιά που έχει γίνει με όλους αυτούς τους γλωσσοπολιτικούς φανατισμούς των τελευταίων δεκαετιών είναι και τα επιρρήματα, όπου πάρα πολλοί νομίζουν ότι ισοπεδώνοντάς τα όλα με την αλλαγή της κατάληξης –ως σε –α, μιλούν πια «πλέρια δημοτικιά». Η γλώσσα όμως δεν είναι δυνατόν να προσαρμοσθεί έτσι εύκολα σε τέτοιου είδους προκρούστειες λογικές και εκδικείται με την γελοιοποίηση εκείνων που την βασανίζουν! Έχω προσέξει ότι κάποιοι αποφεύγουν να χρησιμοποιούν ορισμένα επιρρήματα, όπως π.χ. τα ασφαλώς, συνεχώς κ.λπ. (μια και είναι αδύνατον να μεταλλαχθούν σε «ασφαλά», «συνεχά») μήπως κινδυνεύσουν να κατηγορηθούν ως «καθαρευουσιάνοι». Αυτή όμως η αυτολογοκρισία είναι ό,τι χειρότερο για την εκφραστική δυνατότητα οποιουδήποτε χειριστή της γλώσσας μας.
Όπως έχει γράψει πριν από 20 χρόνια σε ένα άρθρο του στην «Καθημερινή» ο Γιάννης Καλιόρης, αναφερόμενος στο βιβλίο της σχολικής γραμματικής:
«…Η εν λόγω γραμματική είναι απαράδεκτα ελλειμματική και συρρικνωτική, διεπόμενη από πνεύμα δογματισμού, γλωσσικής ορθοδοξίας και μονολιθικότητος - είναι γραμματική μόνο της δημοτικής και ελάχιστα της σύνολης νεοελληνικής που έχει μεν για βάση της τη δημοτική αλλά δεν είναι ισοπλατής προς αυτήν: η νεοελληνική είναι οργανικά λογιόμεικτη, αποτελούμενη από κοιτάσματα λόγια και δημοτικά, και καμμιά από τις δύο της συνιστώσες δεν μπορεί να διεκδικήσει αυτοδύναμα το σύνολο της γλωσσικής εκφράσεως και ανάγκης. Η δε πολυτυπία που απορρέει παρέχει μεγάλες εκφραστικές (σημασιολογικές και αισθητικές) δυνατότητες (που εντελώς δειγματοληπτικά έχουμε εκθέσει αλλού: "Ιριδισμοί της νεοελληνικής. Παρεμβάσεις ΙΙ - Γλωσσικά", σελ. 347-387, Εξάντας 1986), ενώ η μονοκαλλιέργεια μιας και μόνο συνιστώσας αποδυναμώνει τη γλώσσα και τη φτωχαίνει, περιορίζοντας ολέθρια τις δυνατότητες επιλογής και αποχρώσεων…».
Όσο για εκείνους που θα σπεύσουν να επικαλεστούν τα γνωστά ανόητα επιχειρήματα περί «μητρικής γλώσσας» και «γλώσσας του λαού», τους προκαλώ να μου απαντήσουν με ποιον τρόπο θα φωνάξει η κυρά-Μαρία από το παράθυρο του σπιτιού τον γιόκα της, που απασχολημένος με το παιχνίδι, καθυστερεί να έρθει για φαγητό: «Γιωργάκηηη, τσακίσου και έλα αμέσως» ή «άμεσα»;
Προφανώς ορισμένοι είναι αδύνατον να αντιληφθούν την διαφορά μεταξύ του επιρρήματος «αμέσως» και του επιθέτου «άμεσος», «άμεσο» πληθ. «άμεσα», αλλά και την λεπτή απόχρωση μεταξύ του «αμέσως = την ίδια στιγμή» και του δημοτικοφανούς επιρρήματος «άμεσα = σε σύντομο χρονικό διάστημα». Το ίδιο συμβαίνει και με το επίρρημα «πιθανώς», με το οποίο δεν ξεμπερδεύουμε έτσι εύκολα όταν το αλλοιώνουμε σε «πιθανά»!
Ελπίζω να μη παρεξηγηθώ μετά από όσα ανέφερα παραπάνω και νομίσουν κάποιοι ότι υποστηρίζω την χρήση των επιρρημάτων μόνον με την κατάληξη –ως.
Αντιγράφω και πάλι Καλιόρη (οι επισημάνσεις δικές μου):
«…Η εναλλαγή των καταλήξεων –ως και -α των επιρρημάτων, όπου είναι δυνατή, πέραν των σημασιολογικών αποχρώσεων που ήδη εξετέθησαν, προσφέρει και δυνατότητες αισθητικές:
1. Αποτρέπει χασμωδία: Η «τεχνικώς αδύνατη λύση» είναι προτιμότερη από την «τεχνικά αδύνατη», όπως και η «τεχνικά σωστή» είναι προτιμότερη από την «τεχνικώς σωστή».
2. Διαφοροποιεί δυό συνεχόμενα επιρρήματα, παράγοντας ευφωνία, ρυθμό και ακαριαία νοηματική σηματοδότηση: (…) «αντέδρασες ευλόγως βίαια» και όχι «εύλογα βίαια», «ενήργησε αντιστρόφως ανάλογα» (…).
3. Διαφοροποιεί το επίρρημα από το προσδιοριζόμενο ομοιοκατάληκτο επίθετο (πληθυντικό ουδετέρου) και τη μετοχή (ενικό θηλυκού), κ’ εκτός από την αποφυγή ενδεχομένης ασαφείας (ιδιαίτερα μετά την κατάργηση του πολυτονικού), εξασφαλίζει απρόσκοπτη ροή στην ανάγνωση, ακριβώς γιατί σηματοδοτεί ακαριαία και χωρίς δισταγμό: «τα ιδιαιτέρως άσχημα προϊόντα» (και όχι «τα ιδιαίτερα άσχημα»), «τα εξαιρετικώς εύστοχα μέτρα» (…), «με βιβλία παιδαγωγικώς καταλληλότερα» όπου το «παιδαγωγικά» θα δημιουργούσε μέχρι τέλους αμφιβολία εάν πρόκειται για επίρρημα ή επίθετο (…).
("Ιριδισμοί της νεοελληνικής. Παρεμβάσεις ΙΙ - Γλωσσικά", σελ. 379-380, Εξάντας 1986).
Δ.Ε.Ε.
Αμφιβάλω εάν υπάρχουν και πολλά άτομα που να καταλαβαίνουν και τις λέξεις λεξιπλασία και λεξιλαγνία......
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο μάλλον αυτό με τις διαφορές των επιρρημάτων και επιθέτων.!!!!
Αγαπητέ Ακρίτα,
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύστοχος όπως πάντα! Είναι πικρές αυτές οι διαπιστώσεις και δυστυχώς δεν βλέπω φως στον ορίζοντα. Έχουμε καταδικαστεί από τις επιλογές μας. Μια χώρα σε παρακμή που βουλιάζει συνεχώς και βαθύτερα. Παρ' όλα αυτά εμείς επιμένουμε και παλεύουμε. Ίσως κάποτε δικαιωθούμε...
Αγαπητέ μου,
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβασα με σεβασμό τις επιφυλάξεις σας σχετικά με τη λ. απεύθυνση, που φαίνεται ότι σας απασχόλησε. Η γλωσσική ευαισθησία σας είναι αξιέπαινη.
Η ανάγκη για νέες λέξεις είναι πάντοτε ακριβώς μπροστά μας. Ο ευκολότερος τρόπος στην Ελληνική είναι να χρησιμοποιήσουμε ήδη υπαρκτό υλικό με τον όρο ότι η νέα λέξη συμμορφώνεται με τους μορφολογικούς κανόνες τής γλώσσας. Θα σας ενδιαφέρει να μάθετε ότι ο όρος ἀπεύθυνσις, αν και δεν είναι κοινός στη Νέα Ελληνική, συναντάται ήδη στα ελληνιστικά κείμενα με τη σημασία «ίσιωμα, διόρθωση, επανόρθωση». Φυσικά, η σύγχρονη σημασία οφείλεται σε επίδραση ξένων όρων, αλλά η λέξη ικανοποιεί το μορφολογικό σχήμα: απευθύνω > απεύθυνση, όπως και διευθύνω > διεύθυνση, κατευθύνω > κατεύθυνση.
Οι νεολογισμοί χρειάζονται ειδικές συνθήκες για να διαδοθούν και τίποτε δεν εγγυάται ότι αυτό θα συμβεί με τον όρο που σχολιάσατε. Εντούτοις, ο σχηματισμός του είναι σωστός και καλύπτει σημασιολογικό κενό.
Ευχαριστώ.
Αγαπητέ Dr Moshe,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτα-πρώτα θέλω να σας ευχαριστήσω που διαθέσατε τον χρόνο σας για να στείλετε τις πραγματικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σας. Για την "απεύθυνση" τώρα. Ομολογώ ότι αναζήτησα την λέξη σε όσα λεξικά διαθέτω, μεταξύ αυτών του Μπαμπιν. και το εξαιρετικό, κατά την άποψή μου "Νέον Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης" του Δημητράκου, Αθήνα 1955και δεν βρήκα τίποτα. Αν θέλετε κάντε τον κόπο να μου υποδείξετε κάποιο λεξικό ώστε να την τεκμηριώσω. Πέρα από αυτό όμως νομίζετε ότι προσθέτει κάτι η ανάσυρσή της από τα γλωσσικά "αζήτητα"; Υποθέτω ότι για να περιπέσει σε αχρησία κάποιος λόγος θα υπήρχε. Θα ήθελα την άποψή σας.