Συνεχίζοντας με το θέμα του Ιστορικού Αναθεωρητισμού, μιας ιδιαίτερα αμφιλεγόμενης και ασαφούς εννοίας, όπως θα δούμε, παρουσιάζουμε σήμερα ένα σημαντικό άρθρο του Ιστορικού Φαίδωνος Μαλιγκούδη (*), το οποίο περιέχει μια εξαιρετική ανάλυση του όρου. Το άρθρο αναρτήθηκε τον Μάϊο του 2007 στην προσωπική ιστοσελίδα του: http://malingoudis.blogspot.com/2007/05/blog-post_05.html. Θα ακολουθήσουν ορισμένα χαρακτηριστικά κείμενα ακόμα και στο τέλος θα παρουσιάσουμε την δικιά μας άποψη και θέση στο φαινόμενο αυτό.
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
Ο αναθεωρητισμός της Ιστορίας: Δυο παραδείγματα
“Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία…” - Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ου αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη “ρεβιζιονισμός”, που καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το, ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο “αναθεωρητισμός”) στις αρχές του αιώνα. Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus (re- =“ανά-“+ “videre”= “επισκοπώ, θεωρώ”) μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα. Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον “κλασικό” ρεβιζιονισμό (που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από τις αρχές του αιώνα, από τους “ορθόδοξους” μαρξιστές για να στιγματίσουν όσους θεωρούν ως αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνω σε μια, σχετικά πρόσφατη, παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για τον “ακαδημαϊκό” αναθεωρητισμό της Ιστορίας.
“Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία…” - Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ου αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη “ρεβιζιονισμός”, που καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το, ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο “αναθεωρητισμός”) στις αρχές του αιώνα. Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus (re- =“ανά-“+ “videre”= “επισκοπώ, θεωρώ”) μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα. Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον “κλασικό” ρεβιζιονισμό (που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από τις αρχές του αιώνα, από τους “ορθόδοξους” μαρξιστές για να στιγματίσουν όσους θεωρούν ως αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνω σε μια, σχετικά πρόσφατη, παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για τον “ακαδημαϊκό” αναθεωρητισμό της Ιστορίας.
Ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπος της “ακαδημαϊκής” παραλλαγής του ρεβιζιονισμού είναι ασφαλώς ο Βρετανός ιστορικός David Irving, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή τον περασμένο Δεκέμβριο από τις φυλακές της Αυστρίας, όπου είχε καταδικασθεί σε επταετή εγκλεισμό, επειδή στα βιβλία του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τόσο το ΄Αουσβιτς, όσο και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα δεν είχαν υπάρξει ποτέ. Μια άλλη παραλλαγή του “ακαδημαϊκού” ρεβιζιονισμού, που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το δικό μας ιστορικό παρελθόν, θεραπεύεται ιδιαίτερα στην Υπερατλαντική κοσμοκράτειρα. Εκεί, στα πλαίσια του “πολυπολιτισμικού” μοντέλου, που έχουν ήδη επιβάλλει από το 1967 με θεσμικά νομοθετήματα στην εκπαίδευση τα μέχρι τότε λιγότερα ευνοημένα εθνο-κοινωνικά στρώματα, δηλαδή Μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, Εβραίοι (Bilingual Education Act, to 1967 και National Ethnic Heritage Studies, το 1974), υπάρχουν ήδη πολυάριθμα Α.Ε.Ι. που θεραπέυουν τις “εθνοφυλετικές Σπουδές” (Ethnic Studies). Μια σύλληψη, που έχει πλέον καθιερώσει και θεσμικά τον ιστορικό ρεβιζιονισμό στις Η.Π.Α., αφού είναι εκ προοιμίου αντίθετη προς κάθε τι που θυμίζει τον ευρωκεντρικό “πολιτιστικό ιμπεριαλισμό” και τις αρχαιοελληνικές ρίζες του.
Σε αυτό ακριβώς το πνευματικό κλίμα, το οποίο μηχανικά μεταφέρει τον πολυφυλετιισμό που χαρακτηρίζει τη σημερινή αμερικανική κοινωνία στο ιστορικό παρελθόν, αναπτύχθηκε και η “σχολή” εκείνη του ρεβιζιονισμού που ¨ανακάλυψε” τις αφρο-ασιατικές ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με τη “Μαύρη Αθηνά” ως εμβληματική μορφή της. (Σημ. ΔΕΕ βλ. σχετική ανάρτησή μας Η «Μαύρη Αθηνά» και οι «αφροκεντριστές»).
Αν, όμως, η “Μαύρη Αθηνά” αποτελεί σήμερα το μακρινό απόηχο ενός “ακαδημαϊκού” συρμού του ρεβιζιονισμού που έχει πια κοπάσει, δεν συμβαίνει το ίδιο και με μια νέα παραλλαγή του, η οποία έχει καταστήσει ήδη αισθητή την παρουσία της και εντός των τειχών. Πρόκειται για την repetita lectio, την εκ νέου ανάγνωση, των ιστορικών πηγών που αναφέρονται στην ιστορία των Βαλκανίων και στην οποία μας παροτρύνει το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη (CDRSE). Πρόκειται για μια Μη-Κυβερνητική Οργάνωση (που αντλεί, ωστόσο τους πόρους της τόσο από το Υπουργ. Εξωτερικών της Αμερικής, όσο, κυρίως, από τον Οργανισμό των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη), πρόεδρος της οποίας είναι ένα υψηλό στέλεχος του Στεϊτ Ντιπαρτμεντ, ο βοηθός-υφυπουργός εξωτερικών, πρέσβης Ρίτσαρντ Σίφερ και γενικός γραμματέας- εισηγητής για το πρόγραμμα της Ιστορίας ο Κώστας Καρράς, γόνος οικογένειας εφοπλιστών από το Λονδίνο. (Σημ. ΔΕΕ Έχει αποδειχθεί πλέον η χρηματοδότησή του και από τον γνωστό υπέρμαχο των Σκοπίων Τζώρτζ Σόρος). ΄Εναν “αφοπλισμό της Ιστορίας” προτείνει το Κέντρο αυτό με τα τέσσερα βιβλία-εργασίας για την Ιστορία των Βαλκανίων που έχει ήδη εκδώσει, προωθώντας ένα (νεο-)ρεβιζιονιστικό μοντέλο μιας “συναινετικής” θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος των βαλκανικών λαών. Ένα σχεδόν ειδυλλιακό ιστορικό παρελθόν, στο οποίο ο Οθωμανός δυνάστης εμφανίζεται ως ο νόμιμος κάτοχος της κεντρικής εξουσίας σε ολόκληρο το χώρο των Βαλκανίων. Αφήνοντας εδώ κατά μέρος το ερώτημα για το ποιόν άραγε ευνοεί η “συναινετική" αυτή θεώρηση της Ιστορίας θα επισημάνω ότι η δραστηριότητα του Κέντρου και, κυρίως, οι συστάσεις του για τον τρόπο θεώρησης του ιστορικού μας παρελθόντος έχουν ήδη καταστήσει και θεσμικά αισθητή την παρουσία τους στο σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας για την Στ΄ Δημοτικού, που επιβλήθηκε ως διδακτικό με την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την ανοχή του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας. Συνένοχοι και αδαείς, οι Μοιραίοι που “βλάπτουν εξ ίσου την Αποικίαν”.
Το δεύτερο παράδειγμα αναθεωρητισμού της Ιστορίας αφορά στη δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη γειτονική μας Βουλγαρία. Εκεί, στις 22.11.1919, παραμονές της υπογραφής της συνθήκης των Σεβρών (Αύγουστος 1920), με την οποία ενσωματώθηκε οριστικά με τη συναίνεση των Συμμάχων η Δυτική Θράκη στην Ελλάδα, απευθυνόταν ο Βούλγαρος πρωθυπουργός A. Σταμπολίνσκυ (1920-23) με μια προσωπική του επιστολή προς τον E. Βενιζέλο, ζητώντας την ευνοϊκή μεταχείριση της ηττημένης χώρας του "...Επειδή είναι προφανές ότι, αν με τη συνθήκη, την οποία θα υπογράψει η Βουλγαρία της αφαιρεθούν εδαφικές κτήσεις στη Θράκη, τότε το βουλγαρικό έθνος όχι μόνο θα υποστεί άλλη μια διαίρεση, αλλά και θα του στερηθεί η διέξοδος στο Aγαίο. Είναι εξάλλου ξεκάθαρο ότι μια τέτοια διέξοδος αντιπροσωπεύει για τη Βουλγαρία μια πολιτική και γεωγραφική αλλά και οικονομική ανάγκη". Στη μακροσκελή απάντησή του (στις 22.11.1919) ξεκαθάριζε ο μεγάλος Κρητικός: " Mου είναι, δυστυχώς, αδύνατο να συμμερισθώ τις απόψεις σας και να παραιτηθώ από την προσάρτηση της Δυτ. Θράκης προς όφελος της Βουλγαρίας". H παρασπονδία της, που είχε προκαλέσει το B΄ Βαλκανικό πόλεμο, η κατάληψη ελληνικών εδαφών στην Aνατ. Μακεδονία, αλλά και οι διωγμοί που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός της Δυτ. Θράκης, την οποία κατείχε η Βουλγαρία από το 1913, είχαν καταστήσει το κράτος του Σταμπολίνσκυ (ενός πολιτικού που, για τραγική ειρωνεία, είχε αντιταχθεί σθεναρά στην πολιτική των προκατόχων του) αφερέγγυο. "Τη Βουλγαρία τη χαρακτηρίζει μια ιδιαίτερη ψυχολογία, παρόμοια με εκείνην της Πρωσίας, που την οδηγεί στην πεποίθηση ότι όπου υπάρχει βουλγαρική μειονότητα, αξίζει εκείνη περισσότερο από τη γηγενή πλειονότητα". H απόφανση αυτή του Βενιζέλου στην ίδια επιστολή του, περιγράφει με θαυμαστή περιεκτικότητα τη στάση αναθεωρητισμού που χαρακτηρίζει διαχρονικά- από την εποχή του οράματος της Μεγάλης Βουλγαρίας με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) μέχρι σχεδόν τις μέρες μας- τη στάση της χώρας αυτής στην Κεντρική Βαλκανική απέναντι στους γείτονές της: στη Ρουμάνια είναι η Δοβρουτσά, στη Σερβία η B. Μακεδονία και στην Ελλάδα η Μακεδονία και η Δυτ. Θράκη τα "ιστορικά" εδάφη εκείνα που οι διεθνείς συνθήκες τα κράτησαν "αλύτρωτα", αποκομμένα από τον εθνικό, τον βουλγαρικό, τους κορμό...
O αναθεωρητισμός, η άρνηση της Βουλγαρίας να συμβιβασθεί με το εδαφικό καθεστώς που καθιερώθηκε από τις διεθνείς συνθήκες, έχει όμως εκτός από τη διεθνή πολιτική του διάσταση, και την "ακαδημαϊκή" του έκφανση. Όπως στην περίπτωση της Μακεδονίας- που αρχίζουν, ταυτόχρονα με την αφύπνιση των πολιτικών βλέψεων, να διαμορφώνονται και οι επιστημονικοφανείς θεωρίες που θέλουν τη Μακεδονία, με τη μητρόπολή της Θεσσαλονίκη, ως λίκνο του βουλγαρικού έθνους- έτσι και για τη Θράκη το κρατικό δόγμα θα είναι εκείνο που θα ενθαρρύνει την έρευνα να αναζητήσει την επιβεβαίωση του βουλγαρικού αναθεωρητισμού με "ιστορικά" επιχειρήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τη δολοφονία του Σταμπολίνσκυ (τον Αύγουστο του 1923), του πολιτικού που πίστεψε με ειλικρίνεια στη βαλκανική προσέγγιση, από τους εξτρεμιστές των "μακεδονικών" οργανώσεων, ιδρύεται στη Σόφια το "Μακεδονικό Ινστιτούτο" (ένα ψευδο-ακαδημαϊκό ίδρυμα που υπηρετεί με τα δημοσιεύματά του το επίσημο κρατικό δόγμα), αλλά και εμφανίζονται τα πρώτα συγγράμματα που έχουν ως αντικείμενο την Ιστορία και τον Πολιτισμό των αρχαίων θρακικών φύλων. H "Θρακολογία" θα καθιερωθεί όμως, ως ιδιαίτερο ακαδημαϊκό αντικείμενο, μετά τη "σοσιαλιστική επανάσταση" της 9ης Σεπτεμβρίου του 1944 και την αλλαγή του καθεστώτος στη γειτονική μας χώρα. Στην υπηρεσία του κρατικού δόγματος του αναθεωρητισμού, που παραμένει αναλλοίωτο, θα πασχίσουν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Θρακολογίας της Ακαδημίας Επιστημών με ένα πλήθος από δημοσιεύματα, τη διοργάνωση συνεδρίων και επιστημονικών συμποσίων σε όλη τη διάρκεια της "σοσιαλιστικής" περιόδου να καθιερώσουν και διεθνώς το, σταλινικής εμπνεύσεως, ψευδο-διαλεκτικό ιστορικό σχήμα ότι το βουλγαρικό έθνος αποτελεί τη σύνθεση, το αμάλγαμα των αρχαίων θρακικών φύλων με τα νοτιοσλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη και τη Mοισία κατά τον 6ο μ.X. αιώνα... H Ιστορία ως θεραπαινίδα της Εξουσίας - φαινόμενο που, ας το ελπίσουμε, ανήκει κι' αυτό πια στο παρελθόν, μετά τις αλλαγές που διαδραματίσθηκαν κατά την τελευταία δεκαετία στη γειτονική μας χώρα...
Σχόλιο του ιδίου σε ερώτημα αναγνώστη:
Από ένα πρόσφατο ταξίδι μου στη γειτονική μας χώρα είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, από τις αντιδράσεις του ακροατηρίου σε μια διάλεξή μου ότι και στη Βουλγαρία ισχύει ο κανόνας ότι οι νεότερες γενιές έχουν τη δική τους θέαση για το ιστορικό παρελθόν, λιγότερο επιβαρυμένη από στερεότυπα και στείρο εθνοκεντρισμό. Κατά τα λοιπά, στη Βουλγαρία ισχύει ακόμα το "επίσημο" εθνικό δόγμα, ότι δηλ. το ιστορικό λίκνο του βουλγαρικού έθνους είναι εδάφη που παραμένουν "αλύτρωτα": η Δοβρουτσά στο Βορρά στο Δέλτα του Δούναβη (σημ. Ρουμανία), το μεγαλύτερο μέρος (αν όχι ολόκληρη) η σημ. FYROM, αλλά και η ελληνική Μακεδονία και η Δυτ. Θράκη...
(Σημ. Δ.Ε.Ε. Οι υπογραμμίσεις σε ορισμένα σημεία του κειμένου που θεωρώ ότι πρέπει να προσεχθούν είναι δικές μου)
_____________________________________
(*) Ο Φαίδων Μαλιγκούδης σπούδασε Σλαβική Φιλολογία και Ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης στα Πανεπιστήμια της Φραγκφούρτης και του Μύνστερ (Münster) . Είναι υφηγητής της Σλαβολογίας του Πανεπιστημίου της Γοττίγγης (Göttingen). Από το 1990 διδάσκει ως καθηγητής το μάθημα της Ιστορίας και Πολιτισμού των Σλαβικών λαών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Κύριο αντικείμενο της ερευνητικής του προσπάθειας είναι οι σχέσεις του μεσαιωνικού και νεότερου ελληνισμού με τον σλαβικό κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish