Η εργασία μου για το τοπικό ιδίωμα της ΚΔ Μακεδονίας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν σε σχέση με το γλωσσικό ιδίωμα των γηγενών της Μακεδονίας:
1. Ποια είναι η εθνική συνείδηση, άρα και η εθνοτική ταξινόμηση των ομιλητών αυτού του ιδιώματος;
2. Τι ακριβώς είναι αυτό το ιδίωμα από γλωσσολογική σκοπιά;
Το πρώτο ερώτημα έχει απαντηθεί ήδη από καιρό, τόσο επιστημονικώς, όσο και από την ίδια την στάση της συντριπτικής πλειονότητας των γηγενών Μακεδόνων: Αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους από αιώνες.
Πριν απαντήσω στο δεύτερο ερώτημα θα χρειασθεί πρώτα μια σύντομη γλωσσολογική ενημέρωση/ανάλυση.
Σε παλαιότερες εποχές το «όμαιμον, ομόγλωσσον και ομότροπον» του Ηροδότου προσδιόριζε εθνοπολιτισμικά τους διαφόρους λαούς, μέχρι τους νεώτερους χρόνους.
Σήμερα είναι πλέον αποδεκτό επιστημονικά ότι η ομιλουμένη γλώσσα δεν είναι ασφαλές κριτήριο για τον εθνολογικό προσδιορισμό ενός πληθυσμού:
Κλασσικά παραδείγματα αποτελούν οι Αλσατοί (γερμανόφωνοι με γαλλική συνείδηση), Σέρβοι και Κροάτες (ίδια γλώσσα - διαφορετική θρησκεία και εθνική συνείδηση), Σέρβοι και Μαυροβούνιοι (ίδια γλώσσα και θρησκεία - διαφορετική εθνική συνείδηση).
Δυσκολία διάκρισης μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου.
Μαξ Βάϊνράϊχ «Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό».
Η σύγχρονη Γλωσσολογία επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα με την υιοθέτηση της έννοιας του «γλωσσικού συνεχούς» (language continuum), αλλά και με την χρήση νέων όρων, γλωσσοπολιτικά ουδέτερων, όπως οι όροι Ausbausprache - Abstandsprache – Dachsprache.
Βοηθητικές γλώσσες (auxiliary languages). Η πλέον γνωστή περίπτωση χρήσης μιας βοηθητικής «φυσικής» γλώσσας (σε αντιδιαστολή με διάφορες τεχνητές, όπως η Εσπεράντο, η Volapük κ.λπ.) για λόγους επικοινωνίας διαφορετικών πληθυσμών είναι η λεγόμενη Λίγκουα Φράγκα (Lingua Franca), κατά λέξη «Φράγκικη γλώσσα».
Μια άλλη μορφή βοηθητικής γλώσσας ή γλώσσας επαφής (contact language) είναι και τα λεγόμενα Pidgin English ή απλώς Pidgin, «σπαστά Αγγλικά» θα τα αποκαλούσαμε. Δημιουργήθηκε στην Κίνα για την ανάγκη επικοινωνίας μεταξύ Άγγλων και Κινέζων εμπορευομένων. (pidgin=παραφθορά της λέξης business)
Σήμερα ως pidgin ορίζεται γενικώς ένα γλωσσικό ιδίωμα, μείγμα δύο ή περισσοτέρων γλωσσών με εξαιρετικά απλοποιημένη γραμματική και λεξιλόγιο, που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών, οι οποίοι έχουν τις δικές τους γλώσσες ως μητρικές.
Στην περίπτωση που ένα τέτοιο ιδίωμα καταλήξει να γίνει η κύρια γλώσσα ενός πληθυσμού, τότε αναφερόμαστε σε Κρεολή γλώσσα (Creole language).
Το τοπικό ιδίωμα προέκυψε με παρόμοια διαδικασία στον χώρο της Κεντρικο-Δυτικής Μακεδονίας και των γύρω περιοχών ως γλώσσα πίτζιν που κατέληξε σε πολλές περιπτώσεις σε Κρεολή.
Σήμερα δεν υπάρχουν πρακτικά αμιγείς σλαβόφωνοι, αλλά δίγλωσσοι (ελληνικά-σλαβικά) και ελάχιστοι από τους νεώτερους μπορούν να μιλήσουν με ευχέρεια αυτό το ιδίωμα, η εξέλιξη του οποίου σταμάτησε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Οι δίγλωσσοι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, κυρίως στην Κ.Δ. Μακεδονία, είναι απόγονοι χριστιανικών πληθυσμών, που επί Τουρκοκρατίας ζούσαν στον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης «Ιστορικής Μακεδονίας». Έχουν ελληνική κατά βάση καταγωγή, αλλά πιθανότατα έχουν αφομοιώσει και σλαβικά στοιχεία που είχαν εγκατασταθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους στην περιοχή, τα οποία στην συνέχεια εκχριστιανίσθηκαν (θρησκευτικά) και εξελληνίσθηκαν (γλωσσικά και πολιτισμικά).
Η σλαβική γλώσσα άρχισε να διαδίδεται επί Βυζαντίου στην βόρεια Μακεδονία (θέσεις του αείμνηστου γλωσσολόγου Ν. Ανδριώτη στον συλλογικό τόμο «Η γλώσσα της Μακεδονίας» – Αθήνα 1992, σελ. 211).
Η εμφάνιση αυτού του ιδιώματος (που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή) ανιχνεύεται στα τέλη περίπου του 18ου αιώνα (οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξή του χρονολογούνται γύρω στο 1790 – βλ. J.P. Mallory–D.Q. Adams: The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World – Oxford 2006, σελ. 26) και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς λόγους.
Τα χρόνια εκείνα η Μακεδονία ήταν ένα πολύχρωμο φυλετικό, γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό. Έπρεπε να υπάρξει ένας τρόπος συνεννόησης μεταξύ τους για τις ανάγκες της καθημερινής συμβίωσης, ένα είδος Λίγκουα Φράγκα. Βαθμιαία λοιπόν εμφανίσθηκε αυτό το ιδίωμα, μια γλώσσα πίτζιν, που φαίνεται ότι εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ή σωστότερα, προέκυψε.
Είχε ως βάση μια δυτική βουλγαρική διάλεκτο, όπως αποδείχθηκε από τις γλωσσολογικές έρευνες (βλ. Ι. Θ. Λαμψίδη: Γραμματική της Βουλγαρικής γλώσσας Ι.Μ.Χ.Α. – Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 15-16) και στον κορμό αυτόν προστέθηκαν ένα πλήθος από ελληνικές, τούρκικες, βλάχικες και αλβανικές λέξεις. Γενικώς, η πλειοψηφία των γλωσσολόγων συµφωνεί ότι παρουσιάζει περισσότερες, µορφολογικές κυρίως, οµοιότητες µε την βουλγαρική και λιγότερες, φωνολογικές κυρίως, µε την σερβική.
Είναι διαπιστωμένη η ευκολία υιοθέτησής του από αλλόγλωσσους και η μετατροπή του στο κύριο και συχνά στο αποκλειστικό γλωσσικό όργανο επικοινωνίας.
Υποστηρίζουμε ότι αυτό το ιδίωμα προέκυψε, αρχικά στην μακεδονική ύπαιθρο, ως pidgin ή σπασμένα βουλγαρικά, για να το πούμε διαφορετικά και κατέληξε τελικώς σε Κρεολή γλώσσα, ανομοιογενών πληθυσμών, όπως προανέφερα, οι οποίοι το αναβάθμισαν για διαφόρους λόγους σε μητρική γλώσσα, σε κύριο γλωσσικό όργανο. Αυτό το ιδίωμα, επαναλαμβάνω και τονίζω γιατί έχει μεγάλη σημασία, δεν απέκτησε ποτέ γραφή.
Κλείνοντας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι το ιδίωμα των Ελλήνων γηγενών της Μακεδονίας έχει ελάχιστη σχέση με την επίσημη, δήθεν «μακεδονική» γλώσσα (που κατασκευάστηκε το 1945 με βάση την διάλεκτο της περιοχής Μοναστηρίου–Βελεσών) του Σκοπιανού κράτους και η οποία εκσερβίστηκε συστηματικά, ώστε να αλλοιωθούν τα βουλγαρικά χαρακτηριστικά της. Το πρώτο υπήρξε μια βοηθητική γλώσσα που ξεκίνησε ως πίτζιν και εξελίχθηκε σε Κρεολή, ενώ η δεύτερη είναι «μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», όπως προαναφέραμε, και η οποία εξελίσσεται σε μια πλήρη γλώσσα με την στήριξη όλων των μηχανισμών του κράτους των Σκοπίων.
Το γλωσσικό ιδίωμα (και όχι γλώσσα) που ομιλείται σε ελάχιστες πλέον περιοχές της Μακεδονίας, αποτελεί για μας τους γηγενείς μια πολιτισμική κληρονομιά και για κάποιους άλλους Έλληνες ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο.
Δυστυχώς, από την στιγμή που το ιδίωμα αυτό ξεπεράστηκε ιστορικά και έχασε την χρησιμότητά του, θα ακολουθήσει την τύχη όλων των αντίστοιχων βοηθητικών γλωσσών. Σε κάποια απομονωμένα χωριά ίσως εξακολουθήσει να μιλιέται για μια ή και δυο γενιές ακόμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη.
Η απαίτηση από δήθεν «εθνικά μακεδόνες» να ανοίξουν σχολεία για να διδάσκεται η γλώσσα (αίτημα προς την Gay Mc Dougal, εμπειρογνώμονα του ΟΗΕ - Σεπτέμβριος 2008), αλλά χωρίς να διευκρινίζεται ΠΟΙΑ ΓΛΩΣΣΑ θεωρείται ύποπτη για πολλούς λόγους και ως εκ τούτου απορριπτέα.
Δ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish