Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

«Μακεδονία Ξακουστή»: Η ιστορία πίσω από το εμβατήριο


«Μακεδονία Ξακουστή»: Η ιστορία 
πίσω από το εμβατήριο
Ο ύμνος της Μακεδονίας στα χείλη των Ελλήνων
05.02.18

Το εμβατήριο «Μακεδονία Ξακουστή» τραγούδησαν όλοι όσοι βρέθηκαν στο χθεσινό συλλαλητήριο της Αθήνας. To Star μίλησε με ειδικούς λαογράφους για το πως γεννήθηκε αυτός ο ύμνος και βρίσκεται στα χείλη όλων.
Με μια φωνή το Σύνταγμα τραγουδά τον ύμνο της Μακεδονίας και η Αθήνα πάλλεται στο άκουσμά του.   Ακόμα κι εκείνοι που έρχονται με... πούλμαν στο κέντρο της πρωτεύουσας σιγο-τραγουδούν για την... «χώρα του Μ. Αλεξάνδρου».
Η αλλαγή της προεδρικής φρουράς πραγματοποιείται υπό τους ήχους του «Μακεδονία Ξακουστή» και ο κόσμος ξεσπά σε χειροκροτήματα.
Η ακριβής προέλευση του τραγουδιού που υπερήφανα τραγουδά όλη η Ελλάδα, δεν είναι γνωστή... Η ταυτότητα του δημιουργού του δεν φανερώθηκε ποτέ.
 «Μπορεί να θεωρηθεί και δημοτικό τραγούδι γιατί έμεινε στην παράδοση χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα για τον στιχουργό του. Χρονολογείται μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Ήταν νωπά τα γεγονότα,  εξ ου και το "έδιωξες τους Βούλγαρους". Βέβαια ο στίχος αυτός άλλαξε μέσα στα χρόνια, εξηγεί ο Δημήτριος Ευαγγελίδης, εθνολόγος.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο χορός του εμβατηρίου εντάχθηκε στον κατάλογο των ελληνικών εθνικών χορών κι έκτοτε άρχισε να διδάσκεται σε σχολεία όλης της Ελλάδας.
Στην κεντρο-δυτική Μακεδονία βασίζεται στα βήματα του "ράικο" (Ακούστε εδώ: http://www.dance-pandect.gr/pds_cosmos/pop/pop_lhmma_gr.php?oid=O-E6C66BC1&ActionP=Play&mode=Med&Obj=S&eid=E-6D447&aa=1), του πιο γνωστού χορού με προσθέσεις βημάτων, ενώ σε ανατολική Μακεδονία διαφορετική εκδοχή, όμοια με αυτήν που είχε πρωτο-αρχίσει να διδάσκεται.
Το εμβατήριο της Μακεδονίας έχει προκαλέσει ρίγη συγκίνησης πολλές φορές και στο παρελθόν.  Ήταν 28η Οκτωβρίου του 2011 όταν στην Θεσσαλονίκη απαγορεύτηκε η παρέλαση.
Προς έκπληξη όλων, όμως, οι Ευέλπιδες παρέλασαν... τραγουδώντας μάλιστα το «Μακεδονία Ξακουστή».
Ακόμα κι από... γκάιντα έχει ακουστεί η μελωδία του μακεδονικού ύμνου, όταν τον Μάρτιο του 2016 Άραβες Ορθόδοξοι πρόσκοποι παιάνιζαν το «Μακεδονία ξακουστή» παρελαύνοντας μπροστά από το άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου στη Θεσσαλονίκη.
Κρίμα που ο δημιουργός του χάθηκε άγνωστος χωρίς ποτέ να μάθει το πόσα πολλά σημαίνει ο ύμνος που έγραψε για τους Έλληνες απανταχού.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2019

Η Οθωμανική ισχύς τον Α΄ χρόνο της ελληνικής επανάστασης

«Πόλεμος της Τριπολιτζάς και των πέριξ αυτής χωρίων», 
πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου

Το μέγεθος και ο βαθμός 
κινητοποίησης της οθωμανικής 
ισχύος κατά το 1ο έτος 
της Ελληνικής επανάστασης

Του Χρόνη Βάρσου
Φιλολόγου-Ιστορικού Ερευνητή


Είναι ευρύτατα διαδεδομένη η εντύπωση, ότι ο οθωμανικός στρατός στα χρόνια της επανάστασης του 1821 ήταν ανεκπαίδευτος, απειροπόλεμος, με ανίκανη κατά το πλείστον ηγεσία, χωρίς στρατηγική και σχέδιο μάχης. Την άποψη αυτή συντηρεί έως σήμερα ο απίστευτος ηρωισμός των Ελλήνων επαναστατών, οι φωτεινές μορφές των μεγάλων ηγητόρων της παλιγγενεσίας και τα εντυπωσιακά πολεμικά τους κατορθώματά. Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να καταδείξει τη λανθασμένη αυτή αντίληψη, αναδεικνύοντας συνοπτικά το βαθμό κινητοποίησης της τουρκικής πολεμικής μηχανής και την υπερπροσπάθεια που κατεβλήθη κατά το 1ο έτος του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα.
Η ελληνική επανάσταση που ξέσπασε το 1821, για πολλούς σε λάθος χρόνο, υπό τη βαριά σκιά της υπερσυντηρητικής Ιεράς Συμμαχίας και η 9ετης τιτάνια σύγκρουση που ακολούθησε, πέραν των τεράστιων διπλωματικών συνεπειών και διεργασιών που επέφερε, συγκλονίζοντας την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και διαμορφώνοντας ένα κύμα φιλελληνισμού, συντάραξε συθέμελα την παρακμάζουσα αλλά πάντα ισχυρότατη οθωμανική αυτοκρατορία.
Οι Έλληνες κλήθηκαν να αναμετρηθούν στο πολεμικό πεδίο με μια υπερμεγέθη δύναμη για τα δεδομένα των ολιγάριθμων, απειροπόλεμων και ανεπαρκώς εξοπλισμένων επαναστατικών σωμάτων. Αν εξαιρέσει κανείς την ικανότατη στρατιωτική ηγεσία του αγώνα κατά το πρώτο έτος (Θ. Κολοκοτρώνης, Οδ. Ανδρούτσος, Μ. Μπότσαρης, Α. Μιαούλης), ένα πυρήνα εξαίρετων μαχητών όπως οι Σουλιώτες, οι Μανιάτες ή οι Σφακιανοί, το σύνολο των εμπειροπόλεμων κλεφταρματολών αλλά και όσων είχαν υπηρετήσει σε δυτικούς στρατούς στα Επτάνησα καθώς και τα πληρώματα του στόλου με τον υψηλό βαθμό ναυτοσύνης, η πλειοψηφία των αγωνιστών που ρίχτηκαν στη φωτιά της μάχης ήταν επί της ουσίας άπειρη, άοπλη και ανεκπαίδευτη.


Ο απαγχονισμός του Πατριάρχη 
Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε΄

Η οθωμανική αυτοκρατορία την περίοδο έκρηξης της επανάστασης βίωνε, ασφαλώς, πολλαπλά προβλήματα. Η αποστασία του ισχυρότατου Αλή πασά των Ιωαννίνων απαίτησε την εμπλοκή μεγάλων σουλτανικών δυνάμεων στο μέτωπο της Ηπείρου ήδη από τον Ιούλιο του 1820 (έως και τον Ιανουάριο του 1822), υπό την ηγεσία αρχικά του Ισμαήλ Πασόμπεη. Στις αρχές του 1821 εστάλη όμως στα Γιάννενα, προς αντικατάστασή του, ως αρχισερασκέρης, ο ικανότατος Μόρα Βαλεσή, Χουρσίτ Αχμέτ πασάς, που ασφαλώς η απουσία του από την Πελοπόννησο έπαιξε κρίσιμο ρόλο στις ελληνικές επιτυχίες των πρώτων μηνών. Παράλληλα, από το Φθινόπωρο του 1820, στα ανατολικά σύνορα με τη σιϊτική Περσία του Φαθ Αλή Σαχ, σημειώνονταν χαμηλής έντασης συγκρούσεις που εξελίχθηκαν σε ανοιχτή πολεμική σύρραξη μεταξύ των δύο χωρών μέχρι τον Ιούλιο του 1823, εξέλιξη που ασφαλώς ενέπλεξε ικανό αριθμό οθωμανικού στρατού. Επιπλέον στην περιοχή Παλαιστίνης-Συρίας-Λιβάνου οι τοπικοί πασάδες είχαν εμπλακεί σε πολεμικές έριδες μεταξύ τους για τον έλεγχο της παραλιακής ζώνης. Τέλος έντονος ήταν ο φόβος ξεσπάσματος ενός νέου ρωσσο-τουρκικού πολέμου, μετά τον Ιούλιο του 1821, λόγω της διακοπής των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών με την αποχώρηση του Ρώσου πρέσβη Στρόγανωφ από την Κωνσταντινούπολη, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την εκτέλεση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και τις ανεξέλεγκτες σφαγές των Ορθοδόξων χριστιανών υπηκόων. Ο φόβος ενός ρωσσο-τουρκικού πολέμου δεν επιβεβαιώθηκε παρά μόλις τον Απρίλιο του 1828 , αλλά καθώς ήταν πάντα ένα πιθανό σενάριο, δέσμευε πολύτιμες δυνάμεις στα σύνορα, ενώ το ενδεχόμενο ναυτικής επίθεσης από τη κατεύθυνση της Σεβαστούπολης, κρατούσε τον κύριο όγκο του σουλτανικού ναυτικού (ειδικά των 4 τεράστιων τρίκροτων των 118-130 πυροβόλων) στην Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο υπό τον καπουδάν πασά Ντελή Αβδουλάχ. Το σενάριο αυτό βέβαια απέτρεψε και τη μαζική σφαγή των υπόδουλων Ελλήνων της αυτοκρατορίας, όπως ήταν οι αρχικές σκέψεις, ως αντίδραση της Πύλης στην επανάσταση, σχέδιο που προωθούσε ο αρχιγραμματέας του Διβανίου (σουλτανική κυβέρνηση) Μεχμέτ Σαϊντ Χαλέντ εφέντης. Γι’ αυτό το λόγο παύθηκε και δολοφονήθηκε το Μάρτιο και ο ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης (Σεϊχ Ουλ Ισλάμ) Χατζή Χαλίλ εφέντη λόγω της μετριοπάθειάς και της άρνησής του να υπογράψει το σχετικό φετφά (διάταγμα).
Παρόλα ταύτα η αυτοκρατορία ήταν τεράστια σε μέγεθος, με ανεξάντλητους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Στο πλευρό της βρίσκονταν οι ημιανεξάρτητοι πασάδες της Τύνιδας, του Αλγερίου, της Τρίπολης αλλά και ο Μεχμέτ Αλής της Αιγύπτου, ιδίως από το 1824. Παράλληλα απολάμβανε και τη διπλωματική υποστήριξη των δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας και την αμέριστη βοήθεια της Αυστρίας και του Μέττερνιχ προσωπικά. Ειδικά η στάση των αγγλικών και αυστριακών πλοίων στο Αιγαίο και το Ιόνιο, ήταν σε σταθερή βάση, απροκάλυπτα φιλοτουρκική και προκλητικά επιθετική απέναντι στους Έλληνες. Με σωρεία εχθρικών ενεργειών όπως ποικίλες μορφές συστηματικής κατασκοπείας, ενίσχυση με εφόδια τουρκικών φρουρίων, έτοιμων να παραδοθούν στους Έλληνες και παραχώρηση των Ιονίων λιμανιών στον τουρκικό στόλο για ανεφοδιασμό και επισκευές, στέκονταν αλληλέγγυα στο σουλτάνο.


"Μάχη των Ελλήνων κατά των Τούρκων 
εις την γέφυραν της Αλαμάνας"
Π. Ζωγράφος – Ι. Μακρυγιάννης. (Γενάδειος Βιβλιοθήκη).

Αν εξαιρεθούν οι επιχειρήσεις στον Δούναβη και τη Μολδοβλαχία με στόχο την καταστολή του κινήματος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ουσιαστικά όλη η πολεμική κινητοποίηση του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ (1808-1839) για την αντιμετώπιση της επανάστασης κατά το 1821, εστιάστηκε στην ενίσχυση της Τρίπολης και στον απεγκλωβισμό της από την πολιορκητική λαβίδα του Θ. Κολοκοτρώνη, που την έσφιγγε ολοένα και περισσότερο. Συνολικά εντός του 1821, σχεδόν 200.000 τουρκικού στρατού κινητοποιήθηκαν συνολικά σε διάφορα μέτωπα (Ηγεμονίες, Μακεδονία, Ήπειρος, Θεσσαλία, Ρούμελη, Μοριάς, Κρήτη, νησιά, μικρασιατικά παράλια) για να καταστείλουν τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Στην προσπάθεια αυτή ο ρόλος του Χουρσίτ πασά, του πλέον ικανού στρατιωτικού που διέθετε η Πύλη στην αρχή του αγώνα, ήταν κομβικός, αλλά καθώς παρέμενε εγκλωβισμένος στο μέτωπο της Ηπείρου εναντίον του Αλή πασά και των Σουλιωτών «συμμάχων» του, οι πρωτοβουλίες που πήρε για την ενίσχυση της πολιορκούμενης Τρίπολης, αν και σωστές, απέτυχαν οικτρά.
Ο Σεπτέμβριος του 1821 χαρακτηρίστηκε από την οριστική καταστολή της επανάστασης στις Ηγεμονίες, τη στενή πλέον πολιορκία του Αλή πασά μέσα στο κάστρο των Ιωαννίνων και από την πτώση της Τριπολιτσάς. Η επιχειρησιακή αδυναμία του – κατά τα άλλα εντυπωσιακού σε μέγεθος και ισχύ – οθωμανικού ναυτικού (σε όλη τη διάρκεια του 1821 έγιναν μόλις 3 έξοδοι της σουλτανικής αρμάδας – ανεπιτυχείς σε γενικές γραμμές), τα στρατηγικά και τακτικά λάθη του, η διστακτικότητα του καπετάν μπέη, Καρά Αλή, να επιδιώξει μια αποφασιστική σύγκρουση, αλλά και η παράλληλη εξαιρετική δράση του ελληνικού (τρινήσιου) στόλου, έπαιξαν φυσικά τεράστιο ρόλο σ’ αυτήν την εξέλιξη. Η ήττα όμως και ο θάνατος του Αλή πασά τον Ιανουάριο του 1822, αποδέσμευσαν χιλιάδες στρατού και ως πρωταρχικός στόχος του σουλτάνου για τη συνέχεια τέθηκε η ανακατάληψή της Τρίπολης που λογικά θα σήμαινε και την απαρχή της ήττας των Ελλήνων.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία της αντικατάστασης δύο Μεγάλων βεζίρηδων, του Σαγίντ Αλή πασά που εξορίστηκε στην Καλλίπολη και του Μπεντερλί Αλή πασά που εκτελέστηκε από το σουλτάνο, μέσα σε μόλις 30 μέρες, μεταξύ Μαρτίου-Απριλίου, λόγω της αδυναμίας τους να καταστείλουν την επανάσταση. Συνολικά 9 Μεγάλοι βεζίρηδες άλλαξαν την περίοδο του αγώνα 1821-1829 (!), στοιχείο που δείχνει σαφέστατα το βαθμό του πανικού που είχε καταλάβει την Πύλη από την ελληνική επανάσταση και τις αρχικές της επιτυχίες.
Ο τεράστιος βαθμός στρατιωτικής κινητοποίησης της οθωμανικής δύναμης, όχι μόνο κατά το πρώτο έτος που αφορά το παρόν άρθρο, αλλά και σε όλη την επόμενη περίοδο 1822-1829 (ιδίως με τη συμμετοχή της ισχυρότατης Αιγύπτου το 1824-1828), μαρτυρά από μόνος του τη δυσκολία του επαναστατικού εγχειρήματος. 
Η χαώδης διαφοράς ισχύος μεταξύ των δυνάμεων που αναμετρήθηκαν στον ελλαδικό χώρο για 9 συναπτά έτη απαιτούσε από την πλευρά των Ελλήνων τεράστιο βαθμό μαχητικότητας, αποφασιστικότητας, ευφυΐας, αντοχής, ευρηματικότητας και ηρωισμού. 
Τα στοιχεία αυτά διέκριναν τους προγόνους μας σε εκείνη την τιτάνια σύγκρουση που ξεκινούσε και στην οποία τελικά ανταπεξήλθαν με απόλυτη επιτυχία, κατανικώντας υπερμεγέθεις στρατούς και στόλους, σε ένα εξαιρετικά δυσμενές πολιτικο-στρατιωτικό και διπλωματικό περιβάλλον, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην υπόθεση της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

** όλες οι ημερομηνίες που αναφέρονται αφορούν το παλιό ιουλιανό ημερολόγιο


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
(1) K. Αλεξανδρής, ΑI NAYTIKAI ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΕΡ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΑΓΩΝΟΣ 1821-1829, Αθήνα, 1930
(2) ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, Τόμος ΙΒ΄, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1979
(3) Απ. Βακαλόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, τόμοι Ε-Η, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1980-88
(4) Διον. Κόκκινος, Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1957
(5) Κων. Παπαρρηγόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, εκδόσεις Φάρος, Αθήνα, 1984
(6) Μ. Σίμψας, ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, τόμος Γ-Δ, εκδόσεις ΓΕΝ, Αθήνα, 1980
(7) Σπ. Τρικούπης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 1993

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

«Ο δωδεκάλογος του γύφτου»

Γεώργιος Ροϊλός (1867-1928), Οι ποιητές (1919)



Κωστή Παλαμά:
«Ο δωδεκάλογος του γύφτου»

Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ είναι ένα συνθετικό ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1907. Σ’ αυτό ο Γύφτος παρουσιάζεται ως σύμβολο της ελεύθερης, αδούλωτης ψυχής και της δημιουργικής δράσης που δε σταματάει πουθενά, δεν υποτάσσεται σε τίποτε, αλλά προχωρεί συνεχώς γκρεμίζοντας τα παλιά και τα σάπια και χτίζοντας τα καινούρια και τα γερά.
Ο Προφητικός είναι ο όγδοος από τους δώδεκα λόγους και ο πιο παλιός. Γράφτηκε το 1899, δηλαδή την επαύριο της εθνικής ταπείνωσης του '97 . Σ’ αυτόν ο ποιητής, βαθιά πληγωμένος, εκφράζει τη συνείδηση του έθνους του. Το σκηνικό τοποθετείται στο Βυζάντιο και τα γεγονότα μετατρέπονται σε προφητείες. Βλέπουμε στην Πόλη το βασιλιά να διασκεδάζει, να παίρνει μέρος σε αγώνες σαν άλλος Νέρωνας και να αποθεώνεται από τους κόλακες και τους αυλόδουλους. Ο Τούρκος πλησιάζει, αλλά όλοι μένουν αδιάφοροι, παραδομένοι στη διαφθορά. Κανένας δεν ακούει τη φωνή των ακριτών. Ο ποιητής-προφήτης τα βλέπει όλ’ αυτά, αγανακτεί και προλέγει το χαμό της πολιτείας. Ο πόνος του για τον ξεπεσμό και το κατάντημα που βλέπει, φτάνει ως τα όρια της απελπισίας και από κει αναδύεται ένα όραμα ελπίδας και αισιόδοξο μήνυμα εθνικής αναγέννησης.

Υπενθυμίζουμε ότι δύο καταστροφικά γεγονότα σημαδεύουν την Ελλάδα εκείνης της εποχής και διαμορφώνουν μια βαριά ατμόσφαιρα που επισκίαζε την καθημερινότητα και η οποία είχε άμεση επίδραση στον ψυχισμό, στα αισθήματα και ασφαλώς στην έμπνευση του ποιητή.
Τα γεγονότα αυτά ήσαν:
1.      Η πτώχευση του 1893. Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο τότε Πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει από το βήμα της βουλής ότι «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», κηρύσσοντας επίσημα το ελληνικό κράτος σε κατάσταση πτωχεύσεως, ως προς τις πληρωμές στο εξωτερικό. Η είδηση της πτωχεύσεως προκάλεσε την εξέγερση όλων των δανειστών: Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο ζητούσαν την κεφαλή του Τρικούπη και απαιτούσαν ομόφωνα την επιβολή διεθνούς ελέγχου πάνω στις εισπράξεις των προσόδων του δημοσίου. Το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε πια η Ελλάδα δεν ήταν τόσο το ποσό του χρέους, όσο ο διεθνής κλονισμός της ελληνικής αξιοπιστίας. Η διεθνής ανυποληψία της Ελλάδας δεν περιοριζόταν μόνο στους οικονομικούς κύκλους, αλλά επεκτεινόταν ταχύτατα και στο χώρο των πολιτικών συναλλαγών.
2.     Ο πόλεμος του 1897. Στις 27 και 28 Μαρτίου του 1897, 3.000 ενόπλων της Εθνικής Εταιρίας εισέβαλαν στην Οθωμανική επικράτεια σε 3 σώματα∙ στην αρχή είχαν επιτυχία και καταδίωξαν τις ασθενείς τουρκικές φρουρές. Δύο μέρες όμως αργότερα προσβλήθηκαν από τακτικό στρατό, διασκορπίσθηκαν και επέστρεψαν στο ελληνικό έδαφος. Η ενέργεια αυτή προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και χαρακτηρίστηκε ως ανειλικρινής πράξη, ενώ στην Τουρκία έδωσε την αναζητούμενη αφορμή πολέμου. Η κυβέρνηση βέβαια προσπάθησε να απεκδυθεί της ευθύνης εκείνης της ενέργειας, ήταν όμως πολύ αργά. Το απόγευμα της 5ης/17ης  Απριλίου η Πύλη ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη ότι είχε αποφασίσει τη διακοπή των ελληνοτουρκικών σχέσεων και την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων. Ο ελληνικός στρατός άσχημα οργανωμένος και εξοπλισμένος θα υποστεί αλλεπάλληλες ήττες θα χάσει εδάφη και θα οπισθοχωρήσει. Η υποχώρηση αυτή άφησε τους Οθωμανούς Τούρκους κύριους της θεσσαλικής πεδιάδας. Οι Τούρκοι κράτησαν τα ελληνικά εδάφη στα βόρεια και ανατολικά της γραμμής ανακωχής μέχρι τις 22 Νοεμβρίου 1897, οπότε υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη η συνθήκη ειρήνης.

Ο ατυχής πόλεμος του 1897 κι η προηγηθείσα χρεοκοπία του 1893 είχαν δημιουργήσει την εποχή εκείνη ένα εξαιρετικά δυσοίωνο κλίμα για την Ελλάδα. Ο ποιητής ανήσυχος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα και βλέποντας τις συνεχείς αστοχίες στους χειρισμούς των εθνικών ζητημάτων, επιχειρεί να θυμίσει στους συγκαιρινούς του πως η καταστροφή δεν αργεί να προκύψει, όταν οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται τη σοβαρότητα των καταστάσεων. Άλλωστε, δεν είχαν περάσει παρά μερικές δεκαετίες από τότε που οι Έλληνες είχαν με κόπο απελευθερώσει μέρος μόνο του σημερινού ελληνικού εδάφους∙ κι οι Τούρκοι δε θα δίσταζαν να εκμεταλλευτούν τη δεινή οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας.
Ο ποιητής, ωστόσο, τοποθετεί την προφητεία του στο χρονικό πλαίσιο των τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, προλέγοντας την πτώση της και τη λήθη που θα σκεπάσει το πέρασμα του κάποτε ένδοξου βασιλείου. Αποφεύγει, δηλαδή, να αναφερθεί ανοιχτά στα γεγονότα της εποχής του, καθώς αυτό θα έδινε, όχι μόνο παροδικό χαρακτήρα στους στίχους του, αλλά και θα τους έφερνε στο επίπεδο του απλού πολιτικού σχολιασμού, υπονομεύοντας αισθητά την αποτελεσματικότητα της μεταδιδόμενης προειδοποίησης. Αντιθέτως, τη στιγμή που προφητεύει την πτώση του Βυζαντίου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πολύ καλά την εγκυρότητα της πρόβλεψης∙ γνωρίζει ήδη από την ιστορία πως η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία κατέρρευσε και αλώθηκε, έχοντας περάσει από τα χέρια ανθρώπων που υπέπεσαν σε σοβαρά λάθη∙ ανθρώπων που ενώ θα έπρεπε να μεριμνούν για τις ανάγκες της εκείνοι φρόντιζαν για τη δική τους ευχαρίστηση και πλουσιοπάροχη ζωή.
Ο Προφήτης είναι αμείλικτος στην περιγραφή του. Τα σημάδια που θ’ αφήσει η αυτοκρατορία στη μνήμη των ανθρώπων, θα είναι ελαφρότερα κι από αυτά που αφήνει η πρωινή δροσιά. Κανείς δε θα θυμάται και κανείς δε θα θρηνήσει για το χαμό της, πέρα από τα κλαψοπούλια (οι κουκουβάγιες) σε βράδια αχνά -σε βράδια που χάνουν σιγά σιγά την έντασή τους, όπως χάνεται κι η μνήμη της αυτοκρατορίας-, κι οι κλαίουσες ιτιές πάνω απ’ τα εναπομείναντα μνήματα.

«Και θα σβήσεις καθώς σβήνουνε λιβάδια
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές∙
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές∙
θα σε κλαίν’ τα κλαψοπούλια στ’ αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.»

Η πτώση της αυτοκρατορίας -όπως κι η πτώση και τα προβλήματα κάθε κράτους- δεν προέκυψε νομοτελειακά ή ως κάτι τυχαίο. Ήταν απόρροια της κακής διοίκησης, της διαφθοράς, των αλόγιστων δαπανών, της σπάταλης διαχείρισης και του κοντόφθαλμου σχεδιασμού εκείνων που είχαν την ευθύνη της διοίκησής της. Η καταρρέουσα αυτοκρατορία δεν είναι το αθώο θύμα μιας κακής συγκυρίας, είναι υπεύθυνη για τον όλεθρό της, γι’ αυτό και θα πληρώσει τα λάθη της, όχι μόνο με την καταστροφή της, αλλά και με μια αδιάκοπη, μεταθανάτια τιμωρία.
Η διεφθαρμένη Ψυχή της αυτοκρατορίας θα εγκαταλείψει το σάπιο κορμί της, για τον ενταφιασμό του οποίου δε θα βρεθεί ούτε το ελάχιστο κομμάτι γης. Θα παραμείνει ένα άθαφτο ψοφίμι, βορά των άγριων σκυλιών και των ερπετών. Κι ό,τι θα κρατά απ’ αυτό ο Καιρός, ο διαρκώς υπάρχων χρόνος, θα είναι η φρικτή ανάμνηση ενός πανάθλιου σκελετού.
Οι εξαιρετικά απωθητικές εικόνες που δημιουργεί εδώ ο ποιητής για τη μοίρα που προσμένει την αποσυντιθέμενη αυτοκρατορία, φανερώνουν όλη την αγανάκτησή του για τα λάθη, για τον ολέθριο ωφελιμισμό και τη διαφθορά των κρατούντων, που παρασύρουν στην καταστροφή μια ολόκληρη αυτοκρατορία. Η απληστία, η ασυδοσία, τα πάθη και οι ανούσιες απολαύσεις των λίγων ισχυρών, έχουν ως αποτέλεσμα τη διάλυση μιας ένδοξης αυτοκρατορίας ή σε συσχέτιση με το παρόν του ποιητή ενός κράτους που δημιουργήθηκε με τις αιματηρές θυσίες των απλών πολιτών.  

«Και θα φύγεις κι απ’ το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,
και δε θα ‘βρει το κορμί μια σπιθαμή
μες στη γη για να την κάμει μνήμα,
κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,
κι ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.»


Η πτώση, αλλά και η μετέπειτα σκληρή τιμωρία της αυτοκρατορίας, θα συνεχιστεί μέχρι να τη λυπηθεί ο Θεός της αγάπης, μέχρι να φανεί πως έχει πληρώσει αρκετά για την πληθώρα των κριμάτων της. Και τότε θα έρθει το κάλεσμα του λυτρωμού, τότε η διεφθαρμένη Ψυχή θ’ ακούσει τη φωνή του σωτήρα της, και αφού απαλλαγεί από τις πρότερες αμαρτίες της, αφού εγκαταλείψει όλους αυτούς τους τρόπους που την οδήγησαν στο χαμό, θ’ αρχίσει να λαμβάνει και πάλι ζωή. Θα αρχίσει να κινείται απαλά, όπως η χλόη υπό τη δύναμη ενός ελαφρού αέρα, όπως πετά ένα πουλί, όπως απαλά κινείται το στήθος μιας γυναίκας ή ένα κύμα.
Κι αφού δε θα υπάρχει πια άλλο πιο χαμηλό σημείο για να πέσει, αφού θα έχει ήδη κατρακυλήσει μέχρι το πιο βαθύ σημείο τη σκάλα του Κακού, της αμαρτίας και του ολέθρου∙ θα υπακούσει στο κάλεσμα του λυτρωτή της και θα αισθανθεί να φυτρώνουν ξανά τα φτερά του αλλοτινού της μεγαλείου.

«Όσο να σε λυπηθεί
της αγάπης ο Θεός,
και να ξημερώσει μιαν αυγή,
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ’ ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γδυθείς της αμαρτίας το ντύμα,
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα,
και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά
στου Κακού τη σκάλα, -
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί
θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
τα φτερά,
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»

Ο Προφήτης προβλέπει για την κατεστραμμένη αυτοκρατορία μιαν ανέλπιστη διαδικασία επιστροφής, μιαν αναγέννηση που θα προκύψει όμως από τις στάχτες της, κι αφού προηγουμένως έχει πληρώσει για τα λάθη του παρελθόντος. Ο ποιητής σε πρώτη ανάγνωση ενδίδει στη γοητεία του μύθου, που θέλει το ξαναγέννημα της αυτοκρατορίας, αλλά επί της ουσίας απευθύνει τα λόγια του στους ανθρώπους της εποχής του. Το ελληνικό κράτος που μοιάζει να βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού, μπορεί να γνωρίσει μια νέα άνθιση, μπορεί να γνωρίσει στιγμές μεγαλείου, αρκεί να απαλείψει, όσο είναι καιρός, τα λάθη και τις αδυναμίες των ηγετών του. Το ελληνικό έθνος μπορεί να φτάσει σε νέα ύψη δόξας, αρκεί να συνειδητοποιήσει πως τίποτε το σπουδαίο δεν πετυχαίνεται, όταν οι άνθρωποι -και ιδίως οι κρατούντες- αφήνονται στη ματαιοδοξία, στην ανούσια χλιδή και στο κυνήγι του προσωπικού κέρδους. Τίποτε σπουδαίο δεν γίνεται, όταν οι άνθρωποι κοιτάζουν πώς να διασκεδάσουν και να χαρούν το επισφαλές παρόν τους, χωρίς να φροντίζουν για τη διασφάλιση ενός ισχυρού και ακμάζοντος μέλλοντος.



Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 13 Ιανουαρίου 1859 - Αθήνα, 27 Φεβρουαρίου 1943) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης.

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019

Λεξιπλασία και Λεξιλαγνία


Προσφάτως ο αμόρφωτος και ημιμαθής Τσίπρας προκάλεσε και πάλι καγχασμούς στο πανελλήνιο με την "απεύθυνση ενός πλατιού καλέσματος" που ξεστόμισε, ενώ αρκετοί οπαδοί του, εξ ίσου αγράμματοι, έσπευσαν να τον δικαιολογήσουν. Για την συγκεκριμένη λέξη είχα γράψει στην εφημ. "Ρήξη" στις 10-5-2008 και στην στήλη μου "Γλωσσικά και ...άλλα" το παρακάτω κείμενο. Ακολουθεί άρθρο-απάντηση του σημαντικού Έλληνα γλωσσολόγου Γ. Μπαμπινιώτη για την συγκεκριμένη λέξη.

ΛΕΞΙΠΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΕΞΙΛΑΓΝΙΑ
Ένα φαινόμενο προς συζήτηση


Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
            
Σε μια πρόσφατη εκδήλωση διάβασα, σε ένα κείμενο εισήγησης, την λέξη «απεύθυνση». Υπέθεσα ότι ήταν κάποιο ορθογραφικό λάθος και δεν έδωσα σημασία. Με αρκετή έκπληξη όμως άκουσα στην συνέχεια από ομιλητές να χρησιμοποιούν και να επαναλαμβάνουν αυτήν την άγνωστη λέξη. Επιχείρησα να καταλάβω από τα συμφραζόμενα περί τίνος πρόκειται, αλλά δεν κατάφερα να την ερμηνεύσω, μια και η μόνη συγγενική λέξη που μου ερχόταν στο μυαλό ήταν η λέξη «απευθυσμένο», ένας ιατρικός όρος, που για όσους έχουν κάποιες γνώσεις ανατομίας του ανθρώπου, γνωρίζουν ότι αναφέρεται στο τελευταίο τμήμα του παχέος εντέρου, πριν από τον πρωκτό. Σκαλίζοντας λίγο την μνήμη μου θυμήθηκα και την αρχαΐζουσα λέξη «απευθής», που σημαίνει αυτόν που δεν ακούσθηκε, αλλά και τον απληροφόρητο. Ούτε αυτή η ερμηνεία με βοήθησε, αφού οι ομιλητές κάτι άλλο εννοούσαν, όπως αντιλήφθηκα. Προσπάθησα τελικά να ετυμολογήσω την λέξη και τότε συνειδητοποίησα ότι η άγνωστη και περίεργη λέξη συνδεόταν με το ρήμα απευθύνομαι και ήταν προϊόν δημιουργίας κάποιου επίδοξου γλωσσοπλάστη. 
Ομολογώ ότι με προβλημάτισε το όλο θέμα, αλλά δίστασα να διακόψω τους ομιλητές και να τους ρωτήσω γιατί χρησιμοποιούν μια ανύπαρκτη λέξη, καθώς και την σκοπιμότητα αυτής της χρήσης. Εξ άλλου, πιστεύω και υποστηρίζω την θέση ότι κάθε μέλος μιας γλωσσικής κοινότητας, της ελληνικής εν προκειμένω, έχει ίσα δικαιώματα με κάθε άλλον, όχι μόνον να έχει τις δικές του απόψεις και τοποθετήσεις στα γλωσσικά θέματα, αλλά να παίρνει και πρωτοβουλίες στον γραπτό και στον προφορικό λόγο πέρα από τα καθιερωμένα. Έτσι, εδώ και χρόνια χρησιμοποιώ στον γραπτό μου λόγο την αιτιατική του αρσενικού και θηλυκού άρθρου πάντοτε με το τελικό –ν, η απάλειψη του οποίου για διαφόρους «δήθεν» λόγους δεν με πείθει διότι συσκοτίζεται το νόημα της πρότασης, ειδικότερα μεταξύ αρσενικού και ουδέτερου ουσιαστικού. Όσο για τα περί «ευφωνίας» τα ακούω «βερεσέ» και ας μου φέρουν εκατό φιλολόγους και γλωσσολόγους να υποστηρίξουν το αντίθετο για να με πείσουν, μια και δεν τους θεωρώ πιο «ειδικούς» από εμένα στο θέμα της μητρικής μου γλώσσας, αλλά και από οποιονδήποτε άλλον ομιλητή και χρήστη της ελληνικής. Για ποιον λόγο π.χ. πρέπει να γράφω «τη θάλασσα» και όχι «την θάλασσα», αφού το σύμπλεγμα «νθ» υπάρχει στην γλώσσα μας, αρχαία (μανθάνω) και νέα (ανθίζω). 
Επανέρχομαι στο ζήτημα με την γενική παρατήρηση ότι όλα αυτά τα φαινόμενα έχουν σε τελική ανάλυση έναν και μοναδικό κριτή που δεν είναι άλλος από τον κάθε χρήστη της γλώσσας και τελικώς από την συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα, η οποία θα αφομοιώσει ή θα απορρίψει στην πορεία του χρόνου τον κάθε νεολογισμό οποιουδήποτε λεξιπλάστη. 
Έρχομαι τώρα στο ουσιαστικό μέρος της συζήτησής μας, στο ζήτημα της σκοπιμότητας που είναι η προϋπόθεση της δημιουργίας νέων λέξεων και όρων. Η δημιουργία αυτή εξυπηρετεί δύο ανάγκες:
α. Την ανάγκη να ονομάσουμε κάτι καινούριο, ένα φαινόμενο, μια κατάσταση, ένα νέο τεχνικό επίτευγμα ή εργαλείο (π.χ. κουρελούργημα, εθνομηδενισμός, κ.λπ.), αλλά και την ανάγκη να υπάρξει ένα άλλο σημαίνον για έναν διαφορετικό φιλοσοφικό, τεχνικό, επιστημονικό κ.λπ. όρο (σημαινόμενο). 
Σημειώνω ότι και στις παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι πάντοτε αναγκαία η δημιουργία νέων λέξεων και συχνά νοηματοδοτούμε μια υπάρχουσα λέξη με άλλο περιεχόμενο π.χ. κινητό – εννοείται τηλέφωνο. 
β. Την ανάγκη ενός λογοτέχνη, διανοητή, καλλιτέχνη κ.λπ. να πρωτοτυπήσει ή να εντυπωσιάσει με την χρήση νέων λέξεων. 
Βεβαίως δεν παραγνωρίζω και το φαινόμενο της δημιουργίας ιδιολέκτων (ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων) προς χρήση μεταξύ συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (π.χ. μελών μιας αίρεσης, ενός κόμματος κ.λπ.), συχνά (όχι πάντα) περιθωριακών (άστεγοι, μηχανόβιοι, νεανικές συμμορίες κ.ά.), ώστε να αναγνωρίζονται μεταξύ τους. 
Αναλογίζομαι λοιπόν ποιο άραγε να ήταν το κίνητρο πίσω από την δημιουργία και χρήση αυτής της περίεργης λέξης «απεύθυνση». Υπήρξε κάποια πραγματική και ουσιαστική ανάγκη, προέκυψε τυχαία και άρεσε, προσπάθεια δημιουργίας ιδιολέκτων ή απλή λεξιλαγνία; 
Θα μπορούσα να προτείνω μια σειρά ανάλογων λέξεων/ιδιόλεκτων όπως π.χ. χαμομηλώνω = παρασκευάζω ρόφημα από χαμομήλι, νυχτοκεφαλιάζω = έχω σκοτοδίνη, θαλασσίζω = πλησιάζω στην θάλασσα, λιμνίζω = πλησιάζω σε λίμνη, μπουρδολέγω = λέγω μπούρδες και μύρια άλλα τόσα. 
Πιστεύω πάντως ότι το θέμα παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον και ιδιαίτερα για κάποιους (όπως εγώ), που έχουν πάθος με τα γλωσσικά (μερικοί θα το έλεγαν μανία, αλλά δεν με πειράζει), οπότε ευελπιστώ να έχω και μια άλλη άποψη, τουλάχιστον από τον εμπνευστή της νέας λέξης. 
Δ.Ε.Ε.


Λέμε στη γλώσσα μας απεύθυνση, που είπε ο Πρωθυπουργός μιλώντας για «απεύθυνση ενός πλατιού καλέσματος»; Υπάρχει τέτοια λέξη και δεν την ξέρουμε;

Γεώργιος Μπαμπινιώτης, 4 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019


Και ξαφνικά χτυπάνε τα τηλέφωνα. Λέμε στη γλώσσα μας απεύθυνση, που είπε ο Πρωθυπουργός μιλώντας για «απεύθυνση ενός πλατιού καλέσματος»; Υπάρχει τέτοια λέξη και δεν την ξέρουμε; Και χα, χα, χα …. 
Σοβαροί, εγγράμματοι δημοσιογράφοι, επιστήμονες, εκπαιδευτικοί, ακροατές, τηλεθεατές αντιδρούν στο άκουσμα τής λέξης. Η απεύθυνση προσκρούει στο γλωσσικό τους αίσθημα. Και τι θέλει να πει… ο ποιητής, εν προκειμένω ο πρωθυπουργός μας, με την «απεύθυνση ενός πλατιού καλέσματος»; 
Μπράβο, λέω! Απορίες για κάτι σημαντικό και ουσιαστικό, για τη γλώσσα μας. Επιτέλους. Έστω κι αν το απεύθυνση θυμίζει —και συνδέεται πράγματι ετυμολογικά— με το απευθυσμένον (έντερο). Και τα δύο ανάγονται ετυμολογικά στο ευθύς: ευθύνω – απευθύνω (αρχική σημασία «καθιστώ κάτι ευθύ, ισιώνω») – απευθυσμένο (το ορθόν τμήμα τού παχέος εντέρου) και απεύθυνση (;) 
H λέξη ἀπεύθυνσις δεν είναι μεν συχνή, αλλά ούτε και νέα∙ χρησιμοποιήθηκε με άλλη σημασία ήδη τον έβδομο μ.Χ. αιώνα στα Ιατρικά τού Παύλου Αιγινήτη (Ἐπιτομῆς ἰατρικῆς βιβλία ζ΄, 6. 92). Στο Λεξικό τής Αρχαίας, στο Liddell-Scott, στο λήμμα ἀπεύθυνσις μαθαίνουμε ότι η λέξη σημαίνει «adjustment, setting” ή όπως αποδίδεται στο ελληνικό Συμπλήρωμα τού Liddell-Scott (από τον Παναγιώτη Γεωργούντζο) «τακτοποίησις, διόρθωσις, προσαρμογή», στο δε εξίσου έγκυρο Σύγχρονο Λεξικό τής Αρχαίας Ελληνικής τού Franco Montanari, το ίδιο λήμμα αποδίδεται ως «διευθέτηση, τακτοποίηση». 
Βεβαίως, ένας πρωθυπουργός δεν έχει σχέση με Γράμματα, λέξεις και λεξικά. Θα άκουσε ο άνθρωπος τη λέξη απεύθυνση που (χωρίς καμιά σχέση με την παλιά) πλάστηκε με νέα σημασία. Κάπου στο λεξιλόγιο τής αριστερής διανόησης με την τάση της προς νεολογισμούς και καινολεξίες (που ενίοτε καταλήγουν σε κενολεξίες). Ίσως το βρήκε και σε λεξικά που σπεύδουν να υιοθετήσουν και να επικυρώσουν ό,τι εμφανίζεται (με περιορισμένη έστω συχνότητα) στο Google. Πάντως δεν το βρήκε στα δικά μας λεξικά: στο λεξικό τού Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, στού Κριαρά, στο λεξικό τού Παπύρου, στού Δημητράκου, στων Τεγόπουλου-Φυτράκη, στού Σταματάκου, στής Πρωίας, στο δικό μου λεξικό, όλοι έχουμε λήμμα απευθύνω (ακολουθούμενο από το λήμμα απευθυσμένο!). 
Τα μεν παλαιότερα από αυτά τα λεξικά δεν γνώριζαν ίσως τη λέξη (γιατί δεν υπήρχε ακόμη), ενώ τα νεότερα θεωρήσαμε προφανώς πρώιμο να υιοθετήσουμε τέτοια λέξη προτού εμφανίσει ευρύτερη χρήση και αποδοχή. Και το ότι εμφανίζεται σε αναζητήσεις στο Google με κάποιες χιλιάδες; Αυτές δεν δεσμεύουν τον λεξικογράφο, όταν δεν εκτιμά τη χρήση του ως ευρεία και όταν μάλιστα (όπως αποδείχθηκε στην πράξη) τόσοι έγκυροι ομιλητές τής γλώσσας αντιδρούν αυθόρμητα με αρνητικό τρόπο, εκπλήσσονται και σατιρίζουν ακόμη μια τέτοια χρήση. 
Βεβαίως, ως τύπος (μορφολογικά/γραμματικά) δεν ξενίζει η λέξη: κατά τα διευθύνω – διεύθυνση και κατευθύνω – κατεύθυνση (αυτά τα δύο υπάρχουν), μπορεί να πλασθεί και τύπος απευθύνω – απεύθυνση. Και ένας τέτοιος νεολογισμός φαίνεται πως άρχισε όντως δειλά-δειλά να χρησιμοποιείται τελευταία, ως το ουσιαστικό τού απευθύνομαι, με τη σημασία «το να απευθύνεις / να απευθύνεσαι». 
Είναι ευρύτερα αποδεκτός ο νεολογισμός αυτός; Oχι. Ηχεί ακόμη ξένος και παράξενος στα αφτιά των ομιλητών τής γλώσσας μας —ίσως και λόγω συνειρμού προς το απευθυσμένο (όρθό έντερο). «Τι είναι πάλι τούτο;» αναρωτιούνται πολλοί. Ωστόσο, ψάχνοντας στο Διαδίκτυο —το είπα ήδη—, διαπιστώνεις ότι κάποιοι το χρησιμοποιούν. Κάποιοι κάνουν απεύθυνση ή απευθύνσεις. Εγώ και ως ομιλητής και ως λεξικογράφος θα το απέφευγα ακόμη, ακριβώς για να μην ενοχλώ τους συνομιλητές ή τους αναγνώστες μου. Αν καθιερωθεί, θα το υιοθετήσω και ως κύριο λήμμα τού λεξικού μου. 
«Επιδείνωση τής λέξης»: όταν μετά το νεολογιστικό απεύθυνση πέσουν και δύο άλλες γενικές («απεύθυνση πλατιού καλέσματος»), φραστικά το γλωσσικό αίσθημα αντιδρά ακόμη περισσότερο. Όσο δεν ενοχλεί φραστικά το «απευθύνουμε πλατύ κάλεσμα», τόσο η «απεύθυνση καλέσματος» και μάλιστα η «απεύθυνση πλατιού καλέσματος» είναι αυτή που «φορτώνει» περισσότερο και προσκρούει στο γλωσσικό αίσθημα των περισσοτέρων. Και αντιδρούν απορηματικά έως απορριπτικά και ειρωνικά. Και με επικαλούνται (ως λεξικογράφο)! «Τι λέω;». Ε, λέω αυτά που γράφω εδώ. Για την ιστορία επίσης αναφέρω ότι το ίδιο το ρήμα απευθύνω/απευθύνομαι (το πρωτόθετο, η βάση δηλ. τού παραγώγου απεύθυνση) αμφισβητείται από τον πολύν Γεώργιο Ζηκίδη στο γνωστό λεξικό του, ο οποίος παρατηρεί «κακῶς δὲ νῦν δι’ αὐτοῦ [τού ἀπευθύνω] ἑρμηνεύεται τὸ γαλλ. adresser la parole à quelqu’ un», συμβουλεύοντας να λέμε «αποτείνω τον λόγον» και «αποτείνομαι προς κάποιον». 
Τελικά, το να μιλάμε για τις λέξεις μας και τη γλώσσα γενικότερα, έστω και για «απευθύνσεις», έστω και διαφωνώντας, είναι θετικό και παρήγορο. Δείχνει ότι δεν χάσαμε ακόμη το ενδιαφέρον μας για καίρια στοιχεία τής ύπαρξης και τής ταυτότητάς μας.


* Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής Γλωσσολογίας, πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών 

Πηγή: Protagon.gr


Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Το «έγκλημα» Τσίπρα στην ελληνική γλώσσα


Το «έγκλημα» Τσίπρα 
στην ελληνική γλώσσα
Τα απίστευτα γλωσσικά ατοπήματα 
της κυβέρνησης

Είναι ευρέως γνωστό ότι γλώσσα και σκέψη είναι άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους: η σωστά δομημένη, πλούσια και ευέλικτη γλώσσα στηρίζει την υψηλού επιπέδου σκέψη, ενώ το υψηλό νοητικό επίπεδο αποτελεί το κατάλληλο έδαφος για την καλλιέργεια σωστής γλώσσας.

Είναι επίσης γνωστό ότι τα μέλη της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, με τον ίδιον τον πρωθυπουργό σε πρωταγωνιστικό ρόλο, υποπίπτουν συχνά-πυκνά σε γλωσσικά ολισθήματα.

Δεδομένου ότι η γλώσσα που χρησιμοποιεί κανείς είναι αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο σκέφτεται, η κακοποίηση αυτή της ελληνικής γλώσσας, σε συνδυασμό με ένα λαϊκότροπο ενίοτε επίπεδο λόγου, υποδηλώνει το γενικότερο έλλειμμα παιδείας και εσωτερικής καλλιέργειας που χαρακτηρίζει δυστυχώς τους κυβερνώντες.

Πέραν της άφθονης τροφής που έχουν προσφέρει στους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι κατά καιρούς ατυχέστατες διατυπώσεις του πρωθυπουργού, όπως «πλατιά απεύθυνση», «στροφή 360 μοιρών», «θα καθαρίσουμε την κόπρο του Αυγέα», «έρχεται επιτέλους η ώρα να θρέψουμε τους καρπούς των κόπων μας», «οι ακατάληπτοι δεσμοί που μας φέρνουν σήμερα εδώ, στην πρώτη γραμμή της Ευρώπης», «η θρυλική για την επικινδυνότητα και την ταλαιπωρία που εξασφάλιζε η εθνική οδός Κορίνθου-Πατρών», φανερώνουν τόσο την έλλειψη γνώσης όσο και την έλλειψη διάθεσης από πλευράς του να καλύψει τα γλωσσικά αυτά κενά.

Απογοητευτικές είναι οι επιδόσεις του έλληνα πρωθυπουργού και στη χρήση της αγγλικής γλώσσας, στην οποία παραδόξως επιμένει, μολονότι σε πολλές περιπτώσεις η προφορά του και η αδυναμία κατανόησης των όσων διαμείβονται με τους εκάστοτε συνομιλητές του τον εκθέτουν ανεπανόρθωτα.

Πέραν του πρωθυπουργού, και άλλα μέλη της κυβέρνησης αρέσκονται σε αυτόν τον ομολογουμένως ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης, που θα μπορούσε να αποδοθεί ως γλώσσα ΣΥΡΙΖΑ: ο Παύλος Πολάκης με το ανεπανάληπτο «κόπι πάστε», η Έφη Αχτσιόγλου με το «Δεν μου διέσχισε το μυαλό ότι θα μπορούσε να συμβεί αυτό», η Κατερίνα Νοτοπούλου με τον «διευθύνων σύμβουλο» και το «να επανανοματοδοτήσουμε την πολιτική», ο Τάσος Πετρόπουλος με τα «φακ νιουζ».


Έχουμε δακρύσει..
1) Αντί για γάιδαρο λέει καμήλα
2) Λέει queue που σημαίνει ουρά κόσμου (πχ σε τράπεζα) και όχι tail που είναι η ουρά ζώου








Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

27-2-1953, όταν η Ελλάδα διέγραψε το χρέος της Γερμανίας


Η διαγραφή του γερμανικού χρέους


Το χρέος της χώρας είναι υπέρογκο. Ο λόγος όχι για την Ελλάδα, αλλά για τη Γερμανία. Πριν από 66 χρόνια υπογράφηκε στο Λονδίνο η συμφωνία για τη διαγραφή του γερμανικού χρέους.
Με την υπογραφή της συμφωνίας για την διαγραφή του γερμανικού χρέους στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου του 1953 η γερμανική μεταπολεμική οικονομία έθετε τα θεμέλια του μετέπειτα «οικονομικού θαύματος», πιστεύει η Γερμανίδα ιστορικός Ούρσουλα Ρόμπεκ- Γιασίνσκι από το Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης:
«Η συμφωνία του Λονδίνου έπαιξε σημαντικό ρόλο στο λεγόμενο οικονομικό θαύμα της Γερμανίας. Μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί ότι χωρίς τη διαγραφή του χρέους δεν θα υπήρχε οικονομικό θαύμα».
Ο Γερμανός ειδικός σε ζητήματα χρέους Γιούργκεν Κάιζερ, μέλος του συνδέσμου erlassjahr.de για τη μείωση του χρέους των υπό ανάπτυξη χωρών, δηλώνει στην DW ότι για χρόνια οι Γερμανοί απωθούσαν το γεγονός ότι η χώρα τους μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν υπερχρεωμένη, όπως σήμερα η Ελλάδα ή κάποιες υπό ανάπτυξη χώρες:
«Μαθαίναμε τότε ότι το οικονομικό θαύμα οφειλόταν στην εργατικότητα του λαού μας και στους Αμερικανούς, οι οποίοι μας βοήθησαν με χρήματα και για αυτό εμείς τους στηρίζουμε όπου μπορούμε. Αυτά γνώριζα για τη περίοδο αυτή. Δυστυχώς ένα κομμάτι της ιστορίας μας αγνοήθηκε επιμελώς».
H Γερμανία δεν ήθελε λιτότητα και αποπληρωμή
Περίπου 70 χώρες είχαν απαιτήσεις έναντι της Γερμανίας τόσο από την προπολεμική, όσο και από την μεταπολεμική περίοδο. Το συνολικό χρέος της Γερμανίας ανέρχονταν γύρω στα 30 δισ. μάρκα. Ας σημειωθεί ότι το γερμανικό χρέος το 1953 αντιστοιχούσε μόλις στο 23% του ΑΕΠ. Ακόμα και για τις υπό ανάπτυξη χώρες ισχύει σήμερα ότι βρίσκονται σε κίνδυνο μόνο όταν το χρέος τους ξεπερνά το 40% του ΑΕΠ. Σήμερα το ελληνικό χρέος βρίσκεται στο 160% και μόνο οι πολύ αισιόδοξοι ευελπιστούν ότι θα μειωθεί στο 120%.
Για την Γερμανία του 1953 όμως η λιτότητα και η επιστροφή των δανείων δεν αποτελούσε επιλογή. Το αντίθετο! Η γερμανική οικονομία χρειαζόταν «φρέσκο» χρήμα για την ανοικοδόμηση της χώρας και την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης. Μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις οι πιστώτριες χώρες συμφώνησαν στη διαγραφή σχεδόν του 50% του χρέους, ενώ για το υπόλοιπο προέβλεψαν τη μακροπρόθεσμη αναδιάρθρωσή του.
Η Ελλάδα συμφώνησε στη διαγραφή του γερμανικού χρέους
Παράλληλα η συμφωνία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να γίνει η Γερμανία εξαγωγική δύναμη. Διότι η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να εξυπηρετεί το χρέος της, μόνο αν κέρδιζε χρήματα από τις εξαγωγές. «Οι δανειστές της είχαν λοιπόν συμφέρον να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα», λέει ο Γιούργκεν Κάιζερ. Κατά την άποψή του μια παρόμοια ρύθμιση θα μπορούσε να βοηθήσει και την Ελλάδα, η οποία όπως υπενθυμίζει ο Γερμανός ειδικός, λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης δαπανούσε δισεκατομμύρια για γερμανικά τανκς.
«Αν εφαρμόσουμε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα τότε οι Γερμανοί θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους μόνο αν επιτρέψουν ένα πλεόνασμα στο ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο. Και οι Έλληνες θα εξάγουν προϊόντα και θα φιλοξενούν στα ξενοδοχεία τους Γερμανούς τουρίστες μέχρι που να ξεπληρώσουν αυτά τα καταραμένα τεθωρακισμένα».
Η ιστορικός Ούρσουλα Ρόμπεκ-Γιασίνσκι τονίζει ότι δεν είναι εύκολη η σύγκριση της μεταπολεμικής Γερμανίας με τη σημερινή Ελλάδα. Παρόλα αυτά οι Γερμανοί, λέει, δεν θα έπρεπε να ξεχνούν στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα ότι κάποτε και η Γερμανία ήταν υπερχρεωμένη και χρειάζονταν βοήθεια. Πόσο μάλλον που τότε στο Λονδίνο η Ελλάδα ανήκε στους δανειστές και αποδέχθηκε και εκείνη τη διαγραφή του χρέους της τότε Δυτικής Γερμανίας.
ΠΗΓΗ: dw.de