ΔΕΕ
Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Άρθρο του Maurizio Blondet
Μετάφραση -επιμέλεια Αναστάσιος Γιαννάς
Στις ρίζες του Δυτικού πολιτισμού η Σπάρτη και η Αθήνα αντιπαρατίθενται σαν δύο διαφορετικά αρχέτυπα. Η Αθήνα είναι η συζήτηση, η Σπάρτη η σιωπή. Η Αθήνα μας άφησε τον Παρθενώνα, το Ερέχθειο, τα ανάγλυφα του Φειδία• η Σπάρτη μερικές βουβές πέτρες (δεν είχε άλλα τείχη, όπως λεγόταν, από τα στήθη των πολιτών της).
Η Αθήνα είναι η αγορά της πολιτικής διαμάχης, η Σπάρτη ένα αυταρχικό σύστημα, όπου ο καθένας ανήκει στο κράτος. Η Αθήνα είναι η ελευθερία, η Σπάρτη η στρατιωτική πειθαρχία. Η Αθήνα δίνει, κατά μία έννοια, αρχή στην νεωτερικότητα και στην κοσμική θέαση του ανθρώπου, εικάζει πάνω στους θεούς και αμφιβάλει-ενώ η Σπάρτη μένει ακίνητη σε μία ιεροτελεστική και πολεμική αντίληψη της πόλεως. Η Αθήνα κατοικείται από άτομα, η Σπάρτη από μία αρχαϊκή και συμπνέουσα φάλαγγα.
Προπάντων: Η Αθήνα παρήγαγε μία τεράστια ποσότητα και ποιότητα λέξεων-λόγος• διάλογοι, φιλοσοφία, σοφίσματα, γενικά αυτό που εμείς ονομάζουμε «κουλτούρα», «ιστορία», «έκφραση», «κριτική»• η Σπάρτη μία αινιγματική και μονολιθική σιωπή: μόνον κάποιο ρυθμικό πολεμικό άσμα του Τυρταίου. Ο δημοκρατικός όχλος απονέμει φυσικά στην Αθήνα την πρωτοκαθεδρία του πολιτισμού, και βλέπει στην Σπάρτη την απουσία του πνεύματος, αισθάνεται την σιωπή της σαν άναρθρη, βίαιη σκοτεινότητα.
Όμως αν ήταν πράγματι έτσι, πώς να εξηγήσουμε ότι ο Σωκράτης, ο τόσο ομιλητικός, ο πιο περίεργος των Αθηναίων, υπήρξε φίλο-Σπαρτιάτης; Και ο πιο ευγενής και έξυπνος μαθητής του, ο Πλάτωνας, από τον οποίο αρχίζει η φιλοσοφία-και αρχίζει σε μορφή διαλόγου-κοίταζε την Σπάρτη σαν την αληθινή Ελληνική πνευματική καρδιά;
Διότι έτσι συνέβη: η δημοκρατική παράταξη, η Αθηναϊκή «αριστερά» υποπτεύθηκε ότι ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας "λακωνίζουν", δηλαδή ότι μιμούνται τους Λάκωνες στον ακριβή- συνθετικό λόγο και αναγνωρίζουν στην Σπαρτιατική τάξη την πολιτιστική πρωτοκαθεδρία πάνω στην Ελλάδα, και με την πολιτική έννοια, ότι παίρνουν το μέρος της Σπάρτης, ότι δηλαδή ανήκουν στην «Δεξιά»: κάτι που απαγορευόταν στην Αθήνα.
Βέβαια δεν είναι απλό να εξηγηθεί γιατί η συνοδεία του Σωκράτη-η πιο σημαντική πολιτιστική ανθρώπινη ομάδα που υπήρξε ποτέ- αν και ζούσε μέσα στην Αθηναϊκή ελευθερία, κοίταζε την Σπάρτη ως ένα μοντέλο απαράμιλλου γοήτρου: προπάντων γιατί δημιουργεί αμηχανία στην δημοκρατία να παραδεχτεί ότι η υψηλή κουλτούρα, γεννήθηκε στην Δύση από ένα αντιδραστικό όραμα.
Αλλά η εξήγηση είναι εύκολη για όποιον δεν θρέφει "προοδευτικές" προκαταλήψεις. Φθάνει να θυμίσουμε ότι ο Σωκράτης μιλά, συζητά-και ο Πλάτωνας γράφει σε μορφή διαλόγου και συζήτησης-όχι για μία εγγενή επιθυμία έκφρασης μέσω του λόγου, αλλά ως αντίδραση σε άλλους ομιλητές. Αυτοί αντικρούουν ακούραστα τους Σοφιστές: αυτοί οι τεχνικοί της γνώμης και της επικοινωνίας, αυτοί οι δικηγόροι κάθε περίπτωσης, που υπερηφανεύονταν ότι ξέρουν να πείσουν τον όχλο για οποιαδήποτε θέση αλλά και για την αντίθετη της και-το χειρότερο- ότι μπορούν να διδάξουν σε οποιονδήποτε να κάνει το ίδιο. Η εμφάνιση και η επιτυχία των Σοφιστών δεν θεωρήθηκε στην Αθήνα ως «πρόοδος», αλλά ως αυτό που μαρτυρούσε: Το σύμπτωμα μιας ηθικής κρίσης που κατέκλυζε την κοινωνία. Η νίκη του κυνισμού και του υποκειμενισμού, η χειραγώγηση των συλλογικών συναισθημάτων κατά κάποιο τρόπο συνυφασμένη με τη δημοκρατία, η άρνηση της αλήθειας και η υπεροχή της γνώμης. Κατά μία έννοια, με τους Σοφιστές εισβάλουν στην ιστορία όχι μόνον η διαλεκτική, αλλά η «φλυαρία», η Βαβέλ του « κατά τη γνώμη μου…»
Ο Γοργίας, ο οποίος υποστήριξε ότι «το σωστό είναι το ωφέλιμο του πιο δυνατού», είναι ήδη πολύ σύγχρονος: φυτεύει το σπόρο για όλους εκείνους που στο μέλλον θα υποκλιθούν στην εξουσία ως την μόνη αλήθεια. Αρχίζει μία διαδρομή στην οποία ο Χέγκελ θα δώσει την πιο συνθετική και καθολική θεωρητική συστηματοποίηση: «ότι είναι πραγματικό είναι ορθολογικό.» Ο Σωκράτης ο λακωνικός κατεβαίνει λοιπόν στην πλατεία, μιμούμενος τους Σοφιστές στην διαλεκτική τεχνική, για να υπερασπιστεί μία αρχή που παραβιάστηκε, μία αλήθεια που δεν είναι πια κοινά αποδεκτή με σιωπηρή συμφωνία.
Συμπτωματική είναι η τεχνική του: περισσότερο από το να μιλάει, κάνει ερωτήσεις. Και οι ερωτήσεις του στοχεύουν να παρακινήσουν τους συνομιλητές του να παραδεχτούν ότι ναι, η δικαιοσύνη δεν μπορεί να περιοριστεί στο συμφέρον αυτού που κυβερνά, ότι η δύναμη δεν είναι ταυτόσημη με την δικαιοσύνη, ότι η δικαιοσύνη-ακόμη και εάν σε αυτόν τον εμπειρικό κόσμο δεν εμφανίζεται παρά αδύναμα και επεισοδιακά-είναι ωστόσο πιο πραγματική από την δύναμη και το συμφέρον του πιο δυνατού, τόσο που ο αυθεντικός με τον εαυτό του άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να της αναγνωρίσει μία ανωτερότητα χωρίς συμβιβασμούς. Αλλά όπως είναι γνωστό, ο Σωκράτης αρκείται να οδηγήσει τους άλλους να παραδεχτούν ότι η δικαιοσύνη «δεν» είναι αυτό, δεν είναι εκείνο, δεν είναι το άλλο• δεν δίνει ποτέ έναν δικό του ορισμό του «σωστού». Αρνείται να παράσχει μία φόρμουλα, και όχι μόνον για τον βάσιμο λόγο ότι χρειάζεται να υπερασπισθεί η Αλήθεια απομακρύνοντας την από την αιχμαλωσία της διαλεκτικής-η οποία εμφανίστηκε πλέον στον κόσμο ως η πρωταρχική τεχνική που αντιστρέφει τα διατυπωμένα στο αντίθετο τους.
Με την πιο βαθιά έννοια, ο Σωκράτης δεν κάνει κάτι άλλο από το να βολιδοσκοπεί τα όρια μιας σιωπής που περιέχει την αλήθεια, την οποία αυτός αντλεί-και διδάσκει πώς να αντλείται-πέρα από το λόγο. Πώς να εξηγηθεί ότι αυτή η Ολύμπια σιωπή από την οποία ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας αντλούν τις αστείρευτες λέξεις τους είναι ακριβώς η σιωπή της Σπάρτης;
Στην Ελλάδα , πριν τους Σοφιστές, η γνώση ονομάζεται κατά κανόνα μία «όραση», σε σχέση με την οποία οι γνώσεις που αποκτούνται με τις τεχνικές του λόγου, την συζήτηση, δεν είναι παρά μεταβαλλόμενες και επιφανειακές γνώμες: η παραπλανητική φλυαρία των Σοφιστών. Η «όραση» ως υπέρτατη γνώση ήταν, προσθέτουμε, το αντίστοιχο μιας ύπαρξης που είναι προνόμιο ενός ανθρώπινου τύπου (όχι οποιουδήποτε), που επιπλέον είναι ικανός να μεταμορφωθεί.
Εδώ, υπαινισσόμαστε την μύηση στα Ελευσίνια Μυστήρια στα οποία είχαν πρόσβαση οι ευγενείς Αθηναίοι. Σε αυτά, μαρτυρεί ο Ιππόλυτος, παρουσιαζόταν «σε αυτούς που γινόντουσαν δεκτοί στον ύψιστο βαθμό, το μεγάλο και θαυμαστό και τέλειο μυστήριο της όρασης: ένα στάχυ θερισμένο εν σιωπή.
Ο Πλάτωνας αναφέρεται συνεχώς σε αυτό που συμβολίζει αυτό το αινιγματικό στάχυ, σε σημείο που κατέστη δυνατή η υποψία ότι η θεωρία των Πλατωνικών Ιδεών ήταν μία προσπάθεια λογοτεχνικής γνωστοποίησης των Ελευσίνιων Μυστηρίων-για τα οποία ο μυημένος έπρεπε να σιωπήσει. Ακόμη περισσότερο, υπαινισσόμαστε το μαντείο των Δελφών: Το ιερό κέντρο του φωτεινού Απόλλωνα. Έτσι η Σπάρτη παρέμεινε άρρηκτα συνδεδεμένη με τον αρχαϊκό Δωρικό πολιτισμό-τον οποίο ζηλότυπα προστατεύει ενώ οι άλλοι άλλαζαν-όπως εξάλλου λέγεται, ο Λυκούργος, που για τους πολλούς ήταν μόνον ο αρχικός νομοθέτης, ο πατέρας της Σπαρτιατικής πολιτικής τάξης, ήταν επίσης και η ονομασία ενός Σπαρτιατικού ιερατικού βαθμού που υπόκειντο στους Δελφούς.
Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε με πιο βαθιά, εξωπολιτική έννοια ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας ήταν φιλο-Σπαρτιάτες; Γιατί αντλούσαν τις λέξεις τους από εκείνη τη σιωπή που φύλασσε η Σπάρτη: μακριά από το να είναι ένας στρατώνας, η πόλη χωρίς τείχη ήταν μία ιερή και στρατιωτική τάξη της οποίας τα άτομα-ασκητικά απαρνούμενα τον εαυτό τους, λαμβάνοντας το κοινό συσσίτιο, φέροντας τα όπλα όπως θα έκανε η πρωταρχική ομάδα των «ίσων», των Ινδοευρωπαίων εταίρων που κατακτούσαν τα νέα εδάφη-διατηρούσαν την αρχική τους προέλευση και έμεναν πιστοί στην βεβαιότητα που έρχεται από την «Όραση», στον πολιτισμό που είναι πριν από την διαλεκτική: εκείνον που «θερίζει το στάχυ εν σιωπή».
Το γεγονός ότι η Σπαρτιατική τάξη ήταν επικεντρωμένη στην στρατιωτική εκπαίδευση σημαίνει δύο πράγματα:
Υποδήλωνε ότι η γνώση δεν κατακτάται με την νοητική οξύτητα, αλλά με την ανάπτυξη του Είναι, την διαμόρφωση του χαρακτήρα.
Ότι η αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί πρέπει να υπερασπίζεται με την δύναμη ενάντια στο χάος που θέλει να την ακυρώσει. Αυτή πρέπει να είναι η μόνη νόμιμη χρήση της δύναμης-η δύναμη που επιβάλει την σιωπή πάνω στον θόρυβο του περιβάλλοντος-και που όσο διήρκησε, η «Όραση» δεν είχε επαλειφθεί από τις καρδιές των ανθρώπων.
Δεν επικαλεστήκαμε δύο αρχέγονα αρχέτυπα. Η Σπάρτη και Αθήνα ΕΙΝΑΙ. Σε κάθε εποχή ο πολιτισμός είναι Σοφιστικός ή Πλατωνικός. Και εάν σήμερα εξαπλώνεται το ενδιαφέρον για τα τρέχοντα γεγονότα, το κουτσομπολιό, τη φλυαρία, θα θέλαμε οι λέξεις μας να μην είναι μία απλή προσθήκη στο θόρυβο που κρύβει, ή θολώνει, κάθε βεβαιότητα.
Αναζητήσαμε πάντοτε λέξεις που αραιώνουν την ομίχλη στην οποία το χάος των γνωμών, μας κάνει να ζούμε, που φέρνουν στο φως τις κρυφές δυνάμεις που ο διαλεκτικός και δημοσιογραφικός θόρυβος μας κρύβουν.
Λέξεις που δεν σέβονται τα είδωλα του Forum Romanum γιατί στηρίζονται, χωρίς να το λένε, σε μία δυνατή σιωπή.
Πλάτων, Πρωταγόρας, 342c:
"Και για να καταλάβετε ότι
τα λόγια μου αυτά είναι αληθινά και ότι οι Σπαρτιάτες έχουν πάρει την καλύτερη
μόρφωση πάνω στη φιλοσοφία και τη ρητορική, σας λέω τούτο: αν θελήσει κανείς να
συζητήσει με τον τελευταίο από τους Σπαρτιάτες, θα διαπιστώσει πως πάνω στα
περισσότερα θέματα αυτός φαίνεται ένα τίποτε· στη συνέχεια όμως, σ' ένα
οποιοδήποτε σημείο της συζήτησης, γυρνά και σου πετά ξαφνικά μια εντυπωσιακή
φράση, σύντομη κι όλο νεύρο, σαν φοβερός ακοντιστής, έτσι που ο συνομιλητής του
να φαίνεται κοντά του σαν μωρό παιδί, τίποτε περισσότερο. Αυτό το έχουν
καταλάβει αρκετοί και από τους σημερινούς και από τους παλιούς, δηλαδή ότι
καλύτερα λακωνίζει κανείς φιλοσοφώντας παρά ασκώντας τη γυμναστική, αφού
παρατήρησαν ότι μόνο ένας άνθρωπος με τέλεια μόρφωση μπορεί να εκφράζεται με
αυτόν τον τρόπο. Σ' αυτούς ανήκει κι ο Θαλής ο Μιλήσιος κι ο Πιττακός ο
Μυτιληναίος κι ο Βίας από την Πριήνη κι ο Σόλων ο συμπολίτης μας κι ο
Κλεόβουλος από την Λίνδο και ο Μύσων από τις Χηνές· έβδομον μαζί τους
λογαριάζουν τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο. Όλοι αυτοί ήταν φανατικοί οπαδοί και
εραστές και μαθητές της σπαρτιατικής παιδείας. Απόδειξη ότι κάτι τέτοιο ήταν η
σοφία τους είναι οι σύντομες φράσεις, οι αξιομνημόνευτες που έχει πει ο καθένας
τους και που, αφού συγκεντρώθηκαν όλοι αυτοί, τις έκαναν κοινό αφιέρωμα στον
Απόλλωνα, στο ναό του στους Δελφούς, σαν τον πρώτο καρπό της σοφίας τους,
χαράζοντας τα επιγράμματα που λέει και ξαναλέει όλος ο κόσμος: «γνώρισε τον
εαυτό σου» και «μακριά από τις υπερβολές». Τώρα, για ποιο λόγο τα λέω αυτά;
Γιατί τον παλιό καιρό μ' αυτόν τον τρόπο φιλοσοφούσαν: με σύντομες φράσεις, σαν
τους Λάκωνες. " Ακριβώς αυτό που λέει το άρθρο: δεν φιλοσοφούσαν για να
....φιλοσοφούν. Ενώ είχαν παιδεία δεν επέτρεπαν στον εαυτό τους την άσκοπη
φλυαρία αλλά ήταν προσηλωμένοι στην βαθύτερη γνώση του εαυτού."
ΔΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish