Ο Σωτήρης Βαλντέν γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Σπούδασε οικονομικά στη Σουηδία και το Παρίσι και έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1996 ως το 2014 υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ασχολήθηκε κυρίως με την πολιτική διεύρυνσης. Έχει διατελέσει επισκέπτης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, γενικός γραμματέας διεθνών οικονομικών σχέσεων στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και σύμβουλος στο ίδιο Υπουργείο και στο Υπουργείο Εξωτερικών. Διδάσκει στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Ελευθέρου Πανεπιστημίου των Βρυξελλών. Είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και άρθρων, τα περισσότερα γύρω από θέματα Βαλκανίων, διεύρυνσης της ΕΕ και ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι "Ευρώπη, ελληνική κρίση και δημοκρατική αριστερά" (Πόλις 2014). Συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα και υπήρξε στέλεχος του «Ρήγα Φεραίου», του ΚΚΕ Εσωτερικού, της ΕΑΡ και του ΣΥΝ ως τη δεκαετία του ’90. Κατά την περίοδο Σημίτη προσχώρησε στο ΠΑΣΟΚ. Το 2012-15 στήριξε τη ΔΗΜΑΡ, της οποίας υπήρξε και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Σήμερα είναι ανένταχτος και στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο εν λόγω ελληνόφωνος και βολεμένος νεο-αριστερός πολιτικός γυρολόγος είχε το θράσος να δημοσιοποιήσει το παρακάτω εμετικό κείμενο, το οποίο ούτε ο Γκρούεφσκι δεν θα τολμούσε να γράψει! Αυτοί οι κοσμοπολίτες βολεψάκηδες, παντελώς άσχετοι με το θέμα, όπως αποδεικνύουν οι ουρανομήκεις ανοησίες του κειμένου, έχουν άποψη για την Μακεδονία και τι άποψη! Φταίει η Ελλάδα και ο εθνικισμός...
ΔΕΕ
Λύση τώρα στο Μακεδονικό!
Σωτήρης Βαλντέν
Ομολογώ
πως γράφω σήμερα αυτές τις γραμμές με κάποιο αίσθημα απελπισίας. Τα
επιχειρήματα γύρω από το σύγχρονο Μακεδονικό έχουν όλα εκτεθεί επανειλημμένα,
ήδη από τη δεκαετία του 1990. Τίποτε το νέο επί της ουσίας δεν υπάρχει να
προστεθεί. Όμως, όπως πολλοί άλλοι, αισθάνομαι την υποχρέωση να επανέλθω στα
χιλιοειπωμένα, γιατί απλούστατα η σιωπή θα ήταν ανοχή και συνενοχή στην
εθνικιστική υστερία που ξέσπασε για πολλοστή φορά στον τόπο μας.
Θα επαναλάβω λοιπόν ορισμένα βασικά σημεία για την ουσία ενός ιστορικά μεν
πολύπλοκου ζητήματος, που σήμερα όμως είναι κατά τη γνώμη μου απλό:
Απειλή κατά της Ελλάδας από το σημερινό γειτονικό κράτος, άμεση ή έμμεση, δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει, όποιο όνομα και να φέρουν, σε πείσμα της επίσημης ελληνικής θέσης. Τα Σκόπια δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον μας. Εθνικισμός υπάρχει, όπως παντού στα Βαλκάνια, αλλά τα περί κληρονομιάς του Μέγα Αλέξανδρου δεν απειλούν τη χώρα μας ούτε την ταυτότητά μας. Εξάλλου, η σημερινή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γείτονος απορρίπτουν τις σαχλαμάρες αυτές. Και οι όποιες αλυτρωτικές διατυπώσεις υπήρχαν στο Σύνταγμά τους έχουν προ πολλού τροποποιηθεί, προς πλήρη ικανοποίηση της Ελλάδας.
Αλλά
και αν ακόμα επικρατούσε ο εθνικισμός στη γείτονα, οι συσχετισμοί,
στρατιωτικοί, οικονομικοί και δημογραφικοί ανάμεσα στις δύο χώρες, όπως και τα
αντίστοιχα διεθνή τους στηρίγματα, καθιστούν αδύνατη μια απειλή εναντίον μας.
Το ίδιο και η εθνοτική σύνθεση της ελληνικής Μακεδονίας, όπου κυριαρχεί εδώ και
δεκαετίες συντριπτικά το ελληνικό στοιχείο. Συνεπώς, όλη η φιλολογία για το
όνομα και τον αλυτρωτισμό (υπαρκτό ή φαντασιακό) θα έπρεπε ίσως να απασχολεί
τους ιστορικούς και τους εκπαιδευτικούς των δύο χωρών, όχι όμως να δηλητηριάζει
τις διακρατικές μας σχέσεις.
Αν η γειτονική Μακεδονία δεν αποτελεί και δεν μπορεί να αποτελέσει απειλή για την Ελλάδα, το ίδιο δεν ισχύει για το αντίστροφο. Η άκρως επιθετική και αδιάλλακτη πολιτική της Αθήνας τα τελευταία 30 σχεδόν χρόνια απέναντι στο νέο αυτό κράτος το έχει βλάψει και εξακολουθεί να το βλάπτει σοβαρά, συμβάλλει δε στην υπονόμευση της σταθερότητας και της συνοχής του.
Να
θυμίσουμε ότι η Ελλάδα εφάρμοσε δυο φορές παράνομα και επώδυνα για τη γείτονα
οικονομικά εμπάργκο. Μάλιστα, με το εμπάργκο πετρελαίου τον χειμώνα του 1992 ο
γειτονικός λαός κόντεψε κυριολεκτικά να παγώσει. Η Αθήνα είναι το μόνιμο
εμπόδιο στο δρόμο των Σκοπίων προς την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με αποκορύφωμα το
περίφημο βέτο του Βουκουρεστίου που αποτέλεσε κατάφωρη παραβίαση της ενδιάμεσης
συμφωνίας που είχαμε οι ίδιοι υπογράψει. Για το βέτο αυτό καταδικασθήκαμε από
το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης που απέρριψε και όλες της αιτιάσεις μας κατά
των Σκοπίων. Και βέβαια η χώρα μας συνεχίζει να αγνοεί την απόφαση του
Δικαστηρίου, την ώρα που επικαλούμαστε το διεθνές δίκαιο στις διαφορές μας με
την Τουρκία.
Η
γειτονική Μακεδονία είναι ένα αδύναμο, αλλά και εύθραυστο κράτος. Η ισορροπία
ανάμεσα στις κύριες εθνοτικές του ομάδες είναι επισφαλής και οι αποσχιστικοί
πειρασμοί των Αλβανών ισχυροί, με δεδομένη και τη γειτνίαση Κοσόβου και
Αλβανίας. Φράζοντας τον δρόμο των Σκοπίων προς την ευρωπαϊκή και ατλαντική
ολοκλήρωση ενισχύουμε αυτούς τους πειρασμούς. Και επιδιώκοντας την αποδόμηση
της μακεδονικής εθνότητας, ενισχύουμε τον εθνικισμό και
υπονομεύουμε τη σταθερότητα της χώρας. Όμως, τυχόν αποσταθεροποίηση και
παραπέρα αλλαγές συνόρων στη γειτονιά μας είναι αντίθετα και προς το δικό μας
εθνικό συμφέρον. Γι’ αυτό και η Ελλάδα επισήμως τα απεύχεται, στην πράξη όμως
συχνά τα υποδαυλίζει.
Η Ελλάδα δεν έχει κάποιο copyright για τη λέξη Μακεδονία. Αυτό είναι προφανές στη γεωγραφία, αλλά όχι μόνο. Η ιδιοκτησία αρχαίων κρατών και πολιτισμών από σύγχρονα έθνη, αποτελεί μεν ιδεολόγημα των εθνογενέσεων, όχι όμως σύγχρονη αντίληψη. Εξάλλου, το «Μακεδονία» είναι συστατικό στοιχείο και ενός νέου έθνους που διαμορφώθηκε τον 19ο και τον 20ό αιώνα, διαφοροποιούμενο έτσι από το βουλγαρικό.
Η
μονοπώληση της λέξης Μακεδονία από τα Σκόπια ή και από την Αθήνα, προκαλεί
φυσικά προβλήματα και συγχύσεις στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες και
ιδιαίτερα βέβαια στους γείτονες, για τους οποίους η λέξη αυτή είναι θεμελιώδης
για την εθνοτική τους ταυτότητα, κάτι που δεν ισχύει για μας. Γι’ αυτό και
πρέπει να αποφεύγεται, πολλώ μάλλον που οι σχέσεις μας είναι ιστορικά
βεβαρημένες. Συνεπώς σ’ αυτή τη βάση, της αμοιβαίας μη μονοπώλησης, πρέπει να
αναζητηθούν λύσεις στα σημερινά προβλήματα.
Η
απαίτηση για αλλαγή του συνταγματικού ονόματος της γείτονος μπορεί να
αιτιολογηθεί in extremis στο παραπάνω πλαίσιο, αν και η απαγόρευση σε έναν λαό
να αυτοπροσδιορίζεται αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία. Σε κάθε περίπτωση μια τέτοια
αλλαγή, εννοείται με μια σύνθετη ονομασία που θα περιλαμβάνει την επίμαχη λέξη,
αποτελεί σήμερα τον ρεαλιστικό συμβιβασμό. Αντίθετα, η μετονομασία της
μακεδονικής γλώσσας και του μακεδονικού έθνους, δεν εντάσσεται στο πλαίσιο
αυτό: η Ελλάδα δεν διεκδικεί κάποια μακεδονική γλώσσα ούτε και κάποιο
μακεδονικό έθνος (αντίθετα, εμείς πάντα επαιρόμαστε για το ενιαίο του ελληνικού
έθνους).
Ο ελληνικός εθνικισμός χρησιμοποιεί σήμερα δύο συμπληρωματικές τακτικές στο μακεδονικό:
Στην
πιο ακραία του εκδοχή, διεκδικεί ρητά το μονοπώλιο της Μακεδονίας και
απορρίπτει τη σύνθετη ονομασία, υπαναχωρώντας έτσι από
την επίσημη ελληνική θέση που υιοθετήθηκε ήδη το 1993.
Αυτή είναι η γραμμή των συλλαλητηρίων του εθνικού μίσους, αυτή είναι η θέση του
Πάνου Καμμένου, σ’ αυτή τη γραμμή διολίσθησε πλέον και η Νέα Δημοκρατία.
Πρόκειται φυσικά για μια στάση που καθιστά αδύνατη κάθε συμφωνία με τη γείτονα,
εν αναμονή προφανώς της διάλυσής της, στην οποία και προσπαθεί να συμβάλλει.
Μια
πιο «έξυπνη» τακτική, που οδηγεί όμως στις ίδιες συνέπειες, είναι ο υπερτονισμός
του ζητήματος του αλυτρωτισμού. Απαιτώντας παράλογα πράγματα που είναι αδύνατα
στην πραγματικότητα της γειτονικής χώρας, ή, και αν ήταν δυνατά, θα τραυμάτιζαν
βαθειά την εθνική τους ταυτότητα, θα οδηγούσαμε τις διαπραγματεύσεις
σε ναυάγιο, ισχυριζόμενοι πως η ευθύνη για το ναυάγιο βαρύνει την άλλη πλευρά.
Αυτή η δεύτερη τακτική φαίνεται πως κρατείται σε εφεδρεία και από όσους σήμερα
μεν δηλώνουν πως θέλουν λύση, είναι όμως έτοιμοι να υπαναχωρήσουν, στην πρώτη
δυσκολία. Εξάλλου και όσοι επιδιώκουν πραγματικά λύση, αλλά ανεβάζουν τον πήχη
του αλυτρωτισμού για διαπραγματευτικούς λόγους, κινδυνεύουν να καταστούν τελικά
όμηροι αυτής της αδιέξοδης τακτικής.
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι οι επαναλαμβανόμενες εθνικιστικές εξάρσεις στο Μακεδονικό, όπως και σε άλλα λεγόμενα «εθνικά θέματα», υποδαυλίζονται και συντηρούνται από ένα άρρωστο πολιτικό σύστημα. Κόμματα επιδιώκουν εκλογικά οφέλη ψαρεύοντας στα θολά νερά του εθνικισμού, ενώ άλλα δειλιούν μπροστά στο φόβο του «πολιτικού κόστους», πάντα σε βάρος του συμφέροντος της χώρας.
Στη
σημερινή συγκυρία, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να ξεφεύγει από αυτές τις συμπεριφορές,
αφού ανέλαβε μια θαρραλέα πρωτοβουλία για λύση. Οι κατηγορίες πως ο Τσίπρας
δήθεν «ξέθαψε ξαφνικά» το Μακεδονικό για να δυσκολέψει τους αντιπάλους του δεν
στέκουν. Ο καθένας καταλαβαίνει πως οι πολιτικές αλλαγές στα Σκόπια
δημιούργησαν ένα μοναδικό «παράθυρο ευκαιρίας» για επίλυση του χρονίζοντος
προβλήματος και πως η επίλυση επείγει με δεδομένη την κατάσταση στη γειτονιά
μας. Είναι ολοφάνερο πως η κυβερνητική πρωτοβουλία αντιστοιχεί στο εθνικό μας
συμφέρον και πως ο Ζάεφ δεν ήρθε στην εξουσία για να διευκολύνει κομματικά τον
Τσίπρα. Έπειτα, η πρωτοβουλία που αναλήφθηκε, προκαλεί εσωτερικά προβλήματα όχι
μόνο στους αντίπαλους της κυβέρνησης, αλλά και στην ίδια, με δεδομένη την γνωστή
διαφωνία των ΑΝΕΛ.
Δυστυχώς,
η εικόνα των υπολοίπων κομμάτων είναι από απογοητευτική μέχρι τραγική:
Αναμενόμενη
είναι φυσικά η στάση των ΑΝΕΛ που βρήκαν ευκαιρία να ψαρέψουν στη δεξαμενή των
δεξιών εθνικιστών, σάρκα εκ της σαρκός τους, ελπίζοντας έτσι να περισωθούν
εκλογικά. Και βέβαια η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει το πόσο όλο και πιο αφύσικη
γίνεται μια συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μετά το τέλος του αντιμνημονιακού αγώνα.
Έκπληξη
αποτελεί αντίθετα η στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη που, αφού αρχικά –με
απίστευτες δικολαβίες– θέλησε να καταστήσει τον Πάνο Καμμένο ρυθμιστή της
εξωτερικής μας πολιτικής, στη συνέχεια έσπευσε να θέσει ολόκληρο το κόμμα κάτω
από την ακροδεξιά του πτέρυγα. Τόση ρηχότητα στο φιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό
εγχείρημα που είχε αναγγείλει, δεν το φανταζόμασταν ούτε οι αντίπαλοί του. Ούτε
βέβαια και την άνεση με την οποία εγκατέλειψε εν μια νυκτί τη γραμμή για την
οποία το κόμμα του επί χρόνια υπερηφανεύονταν.
Απογοητευτική
είναι και η αμφιταλάντευση του υπό δημιουργία κεντροαριστερού φορέα και της
προέδρου του, η οποία μάλιστα φαίνεται να κλίνει τελευταία προς τον εθνικισμό.
Και εδώ, και πριν καλά καλά συγκροτηθεί το νέο κόμμα, οι θετικές στάσεις των
μικρότερων εταίρων φαίνονται να αγνοούνται, ενώ και στο
ΠΑΣΟΚ φαίνεται να επικρατεί η λεγόμενη "πατριωτική" του πτέρυγα, αλλά
ίσως και η έγνοια να μην χαλάσει μια μελλοντική συμμαχία με τη ΝΔ.
Οι λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων με τα Σκόπια δεν είναι δημόσια γνωστές, οπότε είναι δύσκολο να διατυπώσει κανείς γνώμη για το τι θα ήταν ένας εύλογος και εφικτός συμβιβασμός. Εξάλλου είναι φυσικό η κυβέρνηση να έχει και την ευχέρεια χειρισμών, τόσο στη διαπραγμάτευση όσο και στην επιδίωξη να «περάσει» μια λύση στην Ελλάδα. Θα περιορισθώ λοιπόν σε δύο γενικές παρατηρήσεις:
Πρώτον,
θέλω να ελπίζω πως η κυβέρνηση θα εμμείνει στην πρωτοβουλία της και δεν θα
καμφθεί, όπως τόσοι προκάτοχοί της, από το θόρυβο των εθνικιστών. Να θυμίσω πως
ανάλογος θόρυβος είχε προκληθεί για τις ταυτότητες, αλλά ο τότε
πρωθυπουργός Σημίτης επέμεινε και σήμερα κανείς δεν θυμάται τις
υπογραφές του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και τόσων άλλων, τα συλλαλητήρια των
παπάδων, ή τις αντιρρήσεις του Βενιζέλου. Όλοι γνωρίζουμε ότι μια εθνικά
συμφέρουσα λύση είναι σήμερα απολύτως δυνατή και μάλιστα άμεσα, καθώς οι
λεπτομέρειές της έχουν συζητηθεί επί δεκαετίες και λύσεις έχουν βρεθεί. Τα
εμπόδια δεν προέρχονται από την άλλη πλευρά, αλλά από το εσωτερικό μας μέτωπο.
Το
ότι το κλείσιμο του «μετώπου» με τα Σκόπια επείγει, υπογραμμίζουν και τα
πρόσφατα επεισόδια με τον ανατολικό μας γείτονα. Εδώ δεν πρόκειται για
φαντασιακές απειλές και πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα, αλλά και
ψυχραιμία, χωρίς κάποιους παληκαρισμούς που δυστυχώς δεν έχουν λείψει ούτε εδώ.
Δεύτερον,
ο οπορτουνισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να κρύβει το γεγονός
πως μεγάλο μέρος των οπαδών, αλλά και των στελεχών τους, είναι υπέρ της λύσης. Γνήσιοι
φιλελεύθεροι, μεταρρυθμιστές σοσιαλδημοκράτες, διεθνιστές κομμουνιστές δεν
αισθάνονται άνετα με τα φλερτ ή την προσχώρηση των κομμάτων τους στον
εθνικισμό. Όλοι αυτοί θα πρέπει να διευκολυνθούν να εκφραστούν και
να επηρεάσουν θετικά τα κόμματά τους. Θα πρέπει να επιδιωχθεί ένα ευρύ
αντιεθνικιστικό μέτωπο («μέτωπο της λογικής» το είχε ονομάσει κάποτε ο Λεωνίδας
Κύρκος) και να αποφεύγονται κινήσεις που συσπειρώνουν γύρω από την εθνικιστική
γραμμή.
Από
την άποψη αυτή, θα έλεγα πως και η σημερινή εκδήλωση θα μπορούσε να είναι
ευρύτερη. Πιο σημαντικά, το timing, η χρονική στιγμή, της δημοσιοποίησης
του σκανδάλου Novartis με προβληματίζει. Θα έλεγε κανείς πως η ανεξάρτητη δικαιοσύνη
συμμάχησε με τους εθνικιστές για να εμποδιστεί η λύση στο Μακεδονικό!
Όσοι
επιθυμούμε ειλικρινά τη λύση πρέπει να αποφεύγουμε την κομματική εκμετάλλευση
του θέματος. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατό να μην επισημάνουμε πως οι
εξελίξεις στο ζήτημα αυτό αναδεικνύουν το έωλο της αντιπολιτευτικής στρατηγικής
που θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ εχθρό, για τη «στρατηγική ήττα» του οποίου πρέπει να
συνασπισθούν όλες οι δήθεν «ευρωπαϊκές δυνάμεις» υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Με
το Μακεδονικό φαίνεται ξεκάθαρα ποιες είναι οι προοδευτικές και ευρωπαϊκές
δυνάμεις και πού πρέπει να αναζητηθούν συγκλίσεις στον προοδευτικό χώρο.
Τελειώνω
με μια γενικότερη παρατήρηση, όχι πρωτότυπη, αλλά, πιστεύω, επίκαιρη όσο ποτέ.
Αυτό που επιτρέπει στον κομματικό οπορτουνισμό και τα ΜΜΕ να παίζουν συχνά με
επιτυχία στο πεδίο του εθνικισμού, είναι ένα βαθύτερο πρόβλημα του έθνους μας:
αναφέρομαι σε μια προβληματική εθνική ταυτότητα που φαίνεται να έχει κολλήσει
στον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα, καλλιεργείται συστηματικά από την παιδεία,
το στρατό και την ορθόδοξη Εκκλησία και διαπερνά σχεδόν οριζόντια την κοινωνία
μας.
Το
πρόβλημα αυτό έχει ασφαλώς τις ρίζες του στην ιστορία, στην ανασφάλεια που
προκάλεσαν οι μετακινήσεις πληθυσμών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και
ειδικότερα στο πρόσφατο της πλειοψηφικής παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στην
ελληνική Μακεδονία, αλλά και στις παλαιότερες, μέχρι το 1950,
πραγματικές απειλές κατά της εδαφικής μας ακεραιότητας.
Όμως, η επιβίωση και αναπαραγωγή ενός πρωτόγονου εθνικού αφηγήματος δεκαετίες
μετά την άρση των αιτίων που το προκάλεσαν έχει καταστεί μείζων παράγων
καθυστέρησης και εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό και τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό
της κοινωνίας μας.
Ενόσω
η πολιτεία δεν προχωράει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις για εκσυγχρονισμό αυτού του
εθνικού αφηγήματος, πρώτα και κύρια στην παιδεία, ενόσω δεν προχωράει στον
πλήρη διαχωρισμό από την βαθιά αντιδραστική Εκκλησία της Ελλάδος, φοβάμαι πως η
κοινωνία μας θα παραμένει όμηρος των εθνικιστών και όσων τους εκμεταλλεύονται.
(πρώτη
δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ,
22 Φεβρουαρίου 2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish