Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Περί Έθνους


Πολύ ενδιαφέρον κείμενο.
ΔΕΕ   
Περί Έθνους

Παλαιότερα, κατά την κλασσική περίοδο, καθώς και την ελληνιστική, ήταν σε ισχύ η Ηροδότειος άποψη (Ιστορίαι, 8, 144) περί έθνους. Ο «πατέρας της Ιστορίας» αναφερόμενος στο ελληνικό έθνοε έγραφε: 
«…αὖτις δὲ τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα…»
(…και κατόπιν το ελληνικό έθνος, όντας όμαιμον και ομόγλωσσον και με κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και τα ίδια ήθη και έθιμα…)

Οι κατακλυσμικές μεταβολές, εθνολογικές και πολιτισμικές, που επέφεραν στην σύνθεση των πληθυσμών οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και της Ρώμης, αλλά και οι μεγάλες βαρβαρικές μεταναστεύσεις που ξεκίνησαν από τον 4ο αιώνα μ.Χ. (Ούννοι, Γερμανικά φύλα, Άβαροι, Σλάβοι, Άραβες, Μογγόλοι, Τούρκοι) είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση πολλών λαών οι οποίοι είχαν παραμείνει στο φυλετικό επίπεδο πριν εξελιχθούν σε έθνη (Ιλλυριοί, Θράκες κλπ), ενώ παράλληλα προέκυψαν νέα έθνη από τις συγχωνεύσεις διαφορετικών λαών (π.χ. Γάλλοι, από την συγχώνευση κελτικών φυλών με Λατίνους και στην συνέχεια με γερμανικά φύλα – Φράγκοι, Βουργουνδοί κλπ).
Μετά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, η έλευση των Νέων Χρόνων είχε ως αποτέλεσμα την αυξημένη κινητικότητα μεταξύ των λαών με αποκορύφωμα την περίοδο από το δεύτερο μισό του 20ο αιώνα μέχρι σήμερα.
Αυτή κινητικότητα αποτελούσε μέρος του γενικότερου φαινομένου της παγκοσμίωσης, που διαφέρει από την παγκοσμιοποίηση, στην οποία θα αναφερθούμε σε άλλον κύκλο συζήτησης πιο αναλυτικά. Προς το παρόν θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά, στο φαινόμενο της «παγκοσμιοποίησης» (globalization) ή, σε σωστότερα ελληνικά, «παγκοσμίωσης» λόγω των επιπτώσεων στην έννοια του έθνους.
Χρησιμοποιούμε και τους δύο όρους, δίνοντάς τους όμως διαφορετικό περιεχόμενο, για την πληρέστερη και πιο ξεκάθαρη περιγραφή αυτής της διαδικασίας. Έτσι, ως παγκοσμίωση (natural globalization), ορίζουμε την φυσιολογική εξέλιξη του φαινομένου, που είναι προϊόν της διαρκώς αυξανόμενης επικοινωνίας μεταξύ των ανθρωπίνων κοινωνιών, ατομικά και συλλογικά, αλλά και της τεχνολογικής εξέλιξης (συγκοινωνίες, επικοινωνίες, διαδίκτυο κ.λπ.), ενώ ως παγκοσμιοποίηση (forced globalization) ορίζουμε την σκόπιμη, στρεβλή και κατευθυνόμενη επιτάχυνση των διαδικασιών, ιδιαίτερα στον χρηματο-οικονομικό τομέα, την επονομαζόμενη και νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Εξ άλλου, η παγκοσμίωση, ως φαινόμενο και διαδικασία, ξεκινάει, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν οι ανθρωπολόγοι, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν οι πρώτες ομάδες ανθρώπων στον πλανήτη μας και άρχισαν να προσεγγίζουν τους γείτονές τους, είτε για να συνεργασθούν, είτε για να πολεμήσουν μεταξύ τους. 

Τα έθνη πάντως προϋπήρχαν των εθνικιστικών ιδεολογιών, οι οποίες έδιναν διαφορετικούς ορισμούς μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα. 
Σύμφωνα με τους Γάλλους διανοητές το έθνος αποτελεί υποκειμενική πραγματικότητα δημοψηφισματικού τύπου όπου η πλειοψηφία μιας πληθυσμιακής ομάδας αποφασίζει ότι επιθυμεί να είναι μέλη ενός συγκεκριμένου έθνους διαμορφώνοντας βαθμιαία κοινή εθνική συνείδηση. 
Αντίθετα η Γερμανική Σχολή υποστήριζε ότι το έθνος είναι μια πραγματικότητα που δεν εξαρτάται από την θέλησή μας και η εθνική συνείδηση αποτελεί πνευματικό γεγονός που συντελείται με την μετεξέλιξη μιας ή περισσοτέρων συγγενικών φυλών στο επίπεδο του έθνους.
Το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα άρχισε μια συστηματική επιστημονική ενασχόληση με το εθνικό φαινόμενο και να αναπτύσσονται θεωρίες αποδόμησής του. Θα παραθέσουμε ορισμένα αποσπάσματα από το κείμενο του κορυφαίου και διεθνούς κύρους Έλληνα βυζαντινολόγου και ακαδημαϊκού Σπύρου Βρυώνη που αναγνώσθηκε στην ημερίδα με θέμα «Ο Νέος Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» την οποία διοργάνωσε η Ακαδημία Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010 που οφείλουμε να μελετήσουμε προσεκτικά:
«...Συχνά, οι κοινωνικές επιστήμες, ως συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν περιορίζονται στα όρια που θέτει η έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά διακηρύσσουν ότι διακονούν «επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό κόσμο, η ειδικότητά τους προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά με εκείνες της φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών. Έτσι, ο τελικός σκοπός των περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και να καθορίσουν τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες συνθήκες, όχι μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή, ή και ακόμα μεγαλύτερες συσσωματώσεις. Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και προβεβλημένων επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη πηγή και αυθεντία για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. [...]
Με την αύξηση των πληθυσμών, την πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις απαιτήσεις της κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις από τους κοινωνικούς επιστήμονες. [...]
Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης είναι συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει στους κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη» στα θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του «εθνικισμού». Διότι, εδώ, αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και τον «εθνικισμό» είχε βαθιά επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά τα ειδικά σύγχρονα ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν κληθεί, ως ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας, να αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. 
Οι πανταχού παρόντες πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα Υπουργεία Εθνικής Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά όργανα, καθώς και στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια στρατιά (αριθμητικά) και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν μεγάλα κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τα ξένα συμφέροντα. Έτσι, οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά απολαμβάνουν πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την υποκειμενικότητα τους.[...]
Επιπλέον, προχωρούν στην κατασκευή ή τη δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοια έκταση ώστε χρειάζεται κανείς να προσφύγει σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών τέτοιων όρων) και στηρίζονται σε ιστορικούς εξειδικευμένους σε περιοχές με τις οποίες οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι εξοικειωμένοι. Μπορούμε επί πλέον να διαπιστώσουμε την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών επιστημόνων πάνω στην ιστορική επιστήμη, παράλληλα με την αδυναμία των κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε» και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, καθώς και την αποτυχία τους να διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. [...]

Στην συνέχεια ο Σπ. Βρυώνης μνημονεύει τις θεωρίες του λεγόμενου «μοντερνισμού» και τους τρεις «πατριάρχες» του, Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson, καθώς και στην περίοδο 1970-2003, η οποία αναφέρεται ως περίοδος «ανόδου και πτώσης του κλασικού μοντερνισμού». Φθάνουμε έτσι σε μια νέα και σημαντική φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για την προέλευση και τη φύση του έθνους και του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία περί «εθνοσυμβολισμού» που διατύπωσε ο Anthony D. Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος μαθητής του Gellner.
Όπως τονίζει ο Σπ. Βρυώνης: «Στη διαμάχη που ακολούθησε και μπροστά στα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson, σε αντίθεση με τον Gellner, υπήρξε πιο δεκτικός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο έργο του και, τελικά, παραδέχτηκε ότι το έργο του είχε πλέον καταστεί περιθωριακό».

Σήμερα υπάρχουν διαμορφωμένες τρεις σχολές σκέψης για την θεώρηση της έννοιας του έθνους:

1. Οι μεταμοντέρνοι «εθνο-νεωτεριστές», κυρίως πρώην μαρξιστές και νεομαρξιστές, αλλά και νέο-φιλελεύθεροι οπαδοί της εθνοαποδόμησης, που υποστηρίζουν ότι τα έθνη είναι τεχνητές κατασκευές τις οποίες δημιούργησαν τα κράτη με τους μηχανισμούς τους, εκπαιδευτικό σύστημα, κρατική γραφειοκρατία, εκκλησία κλπ μετά την Γαλλική επανάσταση (1789). Πρόκειται επομένως για πρόσφατες κατασκευές της «νεωτερικότητας», όπως ισχυρίζονται. Οι γνωστότεροι εκπρόσωποι αυτών των αντιλήψεων είναι οι Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και Benedict Anderson. Στην Ελλάδα ο «γενάρχης» του εθνομηδενισμού είναι ο διαβόητος Αντώνης Λιάκος και οι Βερέμης, Άννα Φραγκουδάκη, Δραγώνα, Κουλούρη, Σία Αναγνωστοπούλου, Ρεπούση και εν γένει ολόκληρος ο εσμός των Συριζαίων και του ΚΚΕ, καθώς και πλείστοι νεοφιλελεύθεροι της ΝΔ. Αναφέρονται συνήθως ως «εθνομηδενιστές». 

2. Οι φιλελεύθεροι εθνοσυμβολιστές, που υποστηρίζουν τις θέσεις του Anthony D. Smith, καθηγητή στο London School of Economics, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Gellner που τον αμφισβήτησε στην συνέχεια και απέρριψε τις θεωρίες του. Ο Σμίθ διατύπωσε την θεωρία του εθνοσυμβολισμού σύμφωνα με την οποία: 
"...το έθνος μπορεί να οριστεί ως κατονομασμένος ανθρώπινος πληθυσμός που μοιράζεται μια ιστορική εδαφική επικράτεια, κοινούς μύθους και ιστορικές μνήμες, μια μαζική, δημόσια κουλτούρα, κοινή οικονομία και κοινά για όλα τα μέλη νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις".

3. Οι αποκαλούμενοι από τους προηγούμενους «αρχεγονιστές» (primordialists), ενώ οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως «εθνο-πολιτισμιστές» (ethnoculturalists). Σύμφωνα με τις θέσεις τους η ανθρωπότητα ανέκαθεν αποτελούνταν από έθνη, αφού το έθνος θεωρείται προέκταση της οικογένειας, του γένους, της φυλής και υποστηρίζουν τις εξής βασικές αρχές:
α) H ανθρωπότητα διαιρείται σε έθνη, καθένα από τα οποία διατηρεί τη μοναδικότητά του, όσον αφορά τον χαρακτήρα του (που είναι ο σκληρός πυρήνας της εθνικής του ταυτότητας) και την ιστορική του διαδρομή. 
β) H ελευθερία και η αυτοπραγμάτωση των ανθρώπων εξασφαλίζεται μόνο με την ένταξη και ταύτισή τους με το έθνος.
γ) H αφοσίωση προς το έθνος είναι ανώτερη από κάθε άλλη μορφή αφοσίωσης.
δ) Το έθνος είναι η αυθεντική πηγή νομιμοποίησης κάθε πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας.
ε) H ανεξαρτησία και η ασφάλεια των εθνών συνιστούν τις βασικότερες προϋποθέσεις για την επικράτηση της ειρήνης και της δικαιοσύνης παγκοσμίως.
Κορυφαίος εκπρόσωπος αυτής της Σχολής είναι ο Βέλγος Καθηγητής Ανθρωπολογίας και Κοινωνιολογίας Pierre L. van den Berghe (1933 - ), συγγραφέας του σημαντικότατου βιβλίου «Το εθνοτικό φαινόμενο» The Ethnic Phenomenon, New York: Elsevier, 1981. Ένας άλλος σπουδαίος εκπρόσωπος είναι ο Αυστραλός Καθηγητής Frank Salter ερευνητής στο περίφημο Ινστιτούτο Μαξ Πλάνκ και συγγραφέας του εξαιρετικού έργου: On Genetic Interests: Family, Ethnicity, and Humanity in an Age of Mass Migration,2003.

Από την ελληνική βιβλιογραφία θεωρούμε ως πλέον δόκιμο τον ορισμό του έθνους όπως είχε διατυπωθεί στο λεξικό όρων «ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ» (1979):

Έθνος = Μια ιστορικώς διαμορφωμένη κοινότης ανθρώπων, την οποία χαρακτηρίζουν τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία, η κοινή εθνική συνείδησις, το κοινόν εθνικόν συναίσθημα* και η κοινή εθνική βούλησις. Κατά τους περισσότερους συγγραφείς όμως, απαραίτητον συστατικόν στοιχείον είναι η κοινή καταγωγή, η οποία είναι πρωτογενής εάν από της εμφανίσεως του Έθνους εις την Ιστορίαν ενυπάρχει φυλετική ομοιογένεια (π.χ. Έλληνες, Γερμανοί, Βάσκοι κλπ), δευτερογενής δε εάν η φυλετική ομοιογένεια επετεύχθη εις μετέπειτα ιστορικούς χρόνους (π.χ. Άγγλοι, Ιταλοί, Γάλλοι κλπ).
Η ύπαρξις του Έθνους είναι φαινόμενον κυρίως ψυχολογικόν αποτελεί δε πνευματικόν γεγονός αναπτυσσόμενον εντός των κόλπων μιας ομοιογενούς κατά το μάλλον ή ήττον ανθρωπολογικής ομάδος, η οποία ως εκ τούτου είναι και ο υλικός φορέας του κατά την συγκεκριμμένην χρονικήν περίοδον. Δεδομένου δε ότι η έννοια του Έθνους είναι διαχρονική, δια του όρου νοούνται πλην της υφισταμένης γενεάς τόσον αι παρελθούσαι όσον και αι μελλοντικαί, γεγονός αποδιδόμενον δια του ορισμού: Έθνος είναι ο Λαός εις την ιστορικήν του πορείαν. Παραστατικώτατα εκφράζεται η έννοια του Έθνους και εις τους στίχους του ποιητού Κωστή Παλαμά:
…Χρωστάμε σ΄όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα ‘ρθούνε, θα περάσουν
κριτές θα μας δικάσουν
οι αγέννητοι, οι νεκροί…
Το Έθνος δημιουργείται δια της ανόδου της Φυλής εις ανωτέραν πολιτιστικήν στάθμην, αποτελεί δε τελείωσιν του βιολογικού φαινομένου της Φυλής.
Εις τα προαναφερθέντα κύρια χαρακτηριστικά συχνά προστίθενται και δευτερεύοντα όπως η κοινή γλώσσα, θρησκεία, ενιαία πολιτική οργάνωσις εις κράτος κλπ. Τα δευτερεύοντα αυτά χαρακτηριστικά δεν έχουν αποφασιστικήν σημασίαν δια τον προσδιορισμόν ενός Έθνους αποτελούν όμως αναμφισβητήτως σοβαρούς υποβοηθητικούς παράγοντας δια την θεμελίωσιν της Εθνικής Ενότητος.

Οφείλουμε τέλος να ξεκαθαρίσουμε και το ζήτημα των αλλόφωνων Ελλήνων, με το οποίο το φαιδρό και ανίκανο ελλαδικό κράτος ουδέποτε ασχολήθηκε, ώστε οι πολίτες του να είναι επαρκώς ενημερωμένοι, με αποτέλεσμα να έχουν προκύψει τεράστια προβλήματα, που εκμεταλλεύονται ξένοι επεκτατισμοί και προπαγάνδες.
Ο ελληνισμός, στην ιστορική του πορεία των 4000 χρόνων, δημιούργησε τεράστιες πολυεθνικές αυτοκρατορίες (πολυεθνικές, αλλά ποτέ πολυ-πολιτισμικές, ο πολιτισμός ήταν ένας, ο ελληνικός), αχανή Βασίλεια, είχε εμπορικές σχέσεις με δεκάδες λαούς και χώρες, αλλά συχνότατα υπέστη και επιδρομές βαρβάρων λαών, κατακτήθηκε πλήρως ή εν μέρει από ξένους στρατούς, ενώ εκτοπίσθηκαν τμήματά του από προαιώνια ελληνικά εδάφη. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ιστορικών εξελίξεων ήταν κάποιοι ελληνικοί πληθυσμοί, σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους και για διαφορετικούς λόγους, να αλλοφωνήσουν, όπως ορισμένοι μικρασιάτες (τουρκόφωνοι Έλληνες), να λατινοφωνήσουν (βλαχόφωνοι Έλληνες), να σλαβοφωνήσουν (σλαβόφωνοι Έλληνες), να αλβανοφωνήσουν (αρβανιτόφωνοι Έλληνες) ή να ιταλοφωνήσουν (οι Γρεκάνοι της Magna Grecia). 
Το ότι κάποια τμήματα του πληθυσμού είχαν παλαιότερα ως μέσα γλωσσικής επικοινωνίας τους αλλόφωνα ιδιώματα ή γλώσσες, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για την επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους εκτός του ελληνικού έθνους. 

Μετά τα παραπάνω ανακεφαλαιώνοντας υποστηρίζουμε ότι: 
Το έθνος αποτελεί μια αντικειμενική πραγματικότητα δηλ. πέρα και εκτός από την συνείδηση, η οποία όμως αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα εθνικής ενότητας και ο συνοπτικός ορισμός είναι ο ακόλουθος: 

Έθνος = Μία ομοιογενής ανθρωπολογικά, πνευματικά και πολιτισμικά κοινότητα ανθρώπων, την οποία χαρακτηρίζει η ενιαία εθνική συνείδηση.

Κλείνοντας υπενθυμίζουμε ότι οφείλουμε να διατυπώσουμε έναν ορισμό του έθνους με γενική εμβέλεια εφαρμογής που να ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα και όχι έναν ορισμό προσαρμοσμένο αποκλειστικά στο ελληνικό Έθνοςκαι με παρωχημένες αντιλήψεις που θα δώσουν εύκολα επιχειρήματα στους αντιπάλους.

(*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: εθνικό συναίσθημα: ο στενός συναισθηματικός δεσμός των μελών προς το έθνος τους, προϊόν της εθνικής συνείδησης)

«ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ» 

ΚE.Μ.ΕΘ.Α.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish