Ο Δήμος της "ηρωικής πόλεως Νάουσας" όπως είναι η επίσημη ονομασία, τιμά σήμερα με εκδηλώσεις την θλιβερή επέτειο της καταστροφής από τα στίφη των Τούρκων του Αμπντούλ Λουμπούτ την άνοιξη του 1822 και την θυσία των Ναουσαίων γυναικών στην Αράπιτσα. Κάποιοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να σβήσουν από την συλλογική μας μνήμη αυτά τα ιστορικά γεγονότα. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.
ΔΕΕ
Το «άγνωστο» ολοκαύτωμα
Της Μαρίας Καραούλη
Το ολοκαύτωμα της Νάουσας είναι κυρίως γνωστό από τη θυσία των γυναικών που έπεσαν στην Αράπιτσα, κι αυτό εξαιτίας της μικρής αναφοράς που γίνεται στα μαθητικά εγχειρίδια του δημοτικού. Όμως η θυσία των Ναουσαίων και ο αγώνας τους για ελευθερία ήταν πολύ μεγαλύτερα, αφού, όπως καταγράφουν έγκριτοι ιστορικοί, στη σφαγή χιλιάδων κατοίκων της πόλης εκτός από τους Τούρκους «συνέβαλαν», και μάλιστα με πολλή αγριότητα, και οι Εβραίοι.
Χαρακτηριστικά, ο Σπυρίδων Τρικούπης γράφει: «Πάμπολλοι δε Εβραίοι ένοπλοι και πολύδιψοι χριστιανικού αίματος παρηκολούθουν τον τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω της πόλεως τους χριστιανούς τους ερροπάλιζαν κατακέφαλα, και πίπτοντας κατά γης τους έσφαζαν ως βόας». Στο πλαίσιο άμβλυνσης του αντισημιτισμού, το κεφάλαιο που αναφέρεται στις αγριότητες των Εβραίων απαλείφθηκε με παρέμβαση του Γιώργου Παπανδρέου, όταν ήταν υπουργός Παιδείας.
Το ιστορικό της σφαγής
Η Νάουσα στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης ήταν μια ευημερούσα πόλη με χίλιες οικογένειες, καθώς, όπως λέγεται, απολάμβανε ειδικά προνόμια που της εξασφάλισε η «βαλιντέ σουλτάνα» (βασιλομήτωρ). Παρόλα αυτά, ο λαός τής Νάουσας θα ξεσηκωθεί ενάντια στον τούρκο κατακτητή τον Φεβρουάριο του 1822, με ηγετικές μορφές τον Ζαφειράκη Λογοθέτη, τον Αναστάσιο Καρατάσο και τον Αγγελή Γάτσο.
Γρήγορα απελευθερώνουν τη Νάουσα και την γύρω περιοχή και φτάνουν μέχρι τη Βέροια. Παρότι οι Τούρκοι φεύγουν τρομοκρατημένοι, εν τούτοις οι Έλληνες δεν κυριεύουν την πόλη, καθώς μαθαίνουν πως ήδη εκστρατεύει εναντίον τους ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Mεχμέτ Eμίν πασάς, γνωστός και ως Αμπντούλ Eμπού Λουμπούτ (ο ροπαλοφόρος), με 15.000 στρατιώτες και 12 κανόνια. Το εκστρατευτικό σώμα το ακολουθούσαν και 600 Εβραίοι, οι οποίοι είχαν πληρώσει τους Τούρκους για την απόκτηση των δικαιωμάτων πάνω στους εν δυνάμει σκλάβους και την πώλησή τους στα σκλαβοπάζαρα της εποχής.
Στην πόλη της Νάουσας καταφθάνουν περί τις 5.000 χιλιάδες οικογένειες των γύρω περιοχών για να προστατευτούν από την επερχόμενη καταστροφή. Οι όροι όμως είναι άνισοι. Ο Αμπντούλ Εμπού, παρ’ όλη την αντίσταση που συναντά για περίπου έναν μήνα, θα φτάσει τελικά στη Νάουσα στις 11 Απριλίου 1822. Έπειτα από ολιγοήμερη αντίσταση περίπου 400 αγωνιστών και των συν αυτώ, η πόλη πέφτει στα χέρια των Οθωμανών στις 22 Απριλίου 1822.
Οι αγριότητες
Ακολουθούν σκηνές αλλοφροσύνης. Η πόλη επί πέντε ημέρες γίνεται πεδίο σφαγών και λεηλασιών από Τούρκους και Εβραίους. Μαζί με τη Νάουσα περίπου 120 χωριά πυρπολήθηκαν. Εκτιμήσεις υπολογίζουν τον αριθμό των θυμάτων έως περίπου 5.000, ενώ άλλοι τόσοι (κυρίως γυναικόπαιδα) αιχμαλωτίστηκαν για να πάρουν τον δρόμο των σκλαβοπάζαρων, αν και, σύμφωνα με τα τουρκικά αρχεία, τα θύματα ήταν μόνο 409 και άλλοι τόσοι περίπου οι αιχμάλωτοι.
Οι σύζυγοι των τριών οπλαρχηγών εστάλησαν ως δώρο στον βεζίρη της Θεσσαλονίκης, και όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης, «η μεν γυναίκα του Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον των βασάνων, αι δε δύο άλλαι μη αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν (σ.σ.: καρφώθηκαν) απέναντι αλλήλων όρθιαι επί του τοίχου μιας των αιθουσών του παλατίου του θηριώδους βεζίρη και απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι…».
Άλλες γυναίκες, αναζητώντας έναν πιο έντιμο θάνατο, προτίμησαν να πνιγούν μαζί με τα παιδιά τους πέφτοντας στον καταρράκτη της Αράπιτσας στους «Στουμπάνους», ο οποίος κατέληγε στη λίμνη του Παλαιοπύργου, που έκτοτε ονομάστηκε «Μαύρο Νερό» (ή «Μαύρη Λίμνη»).
Ο Αμπντούλ Εμπού, όμως, είχε μεριμνήσει και για το δώρο του σουλτάνου αλλά και για τη δική του διασκέδαση. Έτσι, συγκέντρωσε εν μέσω των στρατιωτών του περίπου 1.500 αιχμάλωτους, άνδρες και γυναικόπαιδα, στην θέση Κιόσκι. Εκεί οι Εβραίοι ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο, και αφού τους έσφαξαν, τα κεφάλια τους ταριχεύτηκαν και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως τεκμήριο της νίκης του Εμπού, ενώ τα πτώματά τους αφέθηκαν βορά στα ζώα και τα αρπακτικά πουλιά. Ο θρύλος λέει πως τόσο πολύ ήταν το αίμα που πότισε τη γη, ώστε για τα επόμενα πέντε χρόνια δεν φύτρωνε χορτάρι σε εκείνο το σημείο. Έκθεση ξένου προξενείου στη Θεσσαλονίκη περιγράφει τις δραματικές σκηνές που προηγήθηκαν της «διαλογής» των σκλάβων και έλαβαν χώρα πλάι στον τόπο των σφαγών: «Όλο το Κιόσκι είχε μετασχηματιστεί εις πανηγύρι κλαυθμώνος, ένθεν ανθρωπομακελείον, ένθεν αγοραπώλησις αιχμαλώτων, γυναικών, παιδιών, διηρημένον εις πωλητάς, διαφόρους, ένας έχων την μητέρα, άλλος τα τέκνα, έσκουζαν και τσίριζαν τα παιδιά διά τας μάνας των, αλλά αδύνατον, διότι άλλος είχε τους μεν, άλλος τους δε…».
Διαβάτη, στάσου με
ευλάβεια στη μνήμη των νεκρών. Μέσα στο βάραθρο που ξανοίγεται μπροστά σου,
βρήκαν ένδοξο και ηρωικό θάνατο οι γυναίκες και τα παιδιά της Νάουσας, για την
ελευθερία και την ανεξαρτησία του Ελληνικού έθνους, στις 22 Απριλίου 1822.
Αφιέρωμα στο Ολοκαύτωμα της Νάουσας
Γράφει ο Μανώλης Βαλσαμίδης
Από άγνωστο στη Νάουσα μυθιστόρημα, με την ευκαιρία της επετείου του ολοκαυτώματος της πόλης, δημοσιεύω αυτούσιο απόσπασμα που αναφέρεται στα συνταραχτικά γεγονότα της κατάληψης και καταστροφής της πόλης από τον στρατό του Αμπού Λουμπούτ το 1822. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του γραπτού αυτού κειμένου βρίσκεται στο ότι γράφεται από μη Ναουσαίο, γράφεται στα χρόνια της Τουρκοκρατούμενης ακόμη Νάουσας, διεκτραγωδεί τα δεινά της καταστροφής της και κάνει έκκληση στις μεγάλες δυνάμεις για τη δικαίωση των αγώνων της γράφοντας τα εξής: [ελεύθερη απόδοση]
"Η ένδοξη και ιερή αυτή γη, ποτισμένη με τα αίματα των ευγενών τέκνων της, πόσες πολλές φορές αγιάσθηκε και εξαγνίστηκε και μένει ακόμη υπόδουλη! Ω μεγάλοι και ισχυροί της γης, βαρύ το πένθος της, βαρύς και αφόρητος ο ζυγός της σκλαβιάς της, της Τουρκικής. Στενάζει, γογγύζει, δακρυρροεί, πιεζόμενη από φοβερά δεσμά, από τραχιές και άθραυστες αλυσίδες".
Απευθυνόμενος ο συγγραφέας σε κάθε Ελληνίδα, που συγκινήθηκε διαβάζοντας τις σελίδες της περιγραφής της πτώσης και του θανάτου των ηρωίδων της Νάουσας στα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας, γράφει:
"Μη κλαις, κράτησε τα δάκρυά σου. Πέφτοντας στο βάραθρο του ποταμού οι λεοντόθυμες ομόφυλές σου δεν πέθαναν. Η μνήμη τους μένει και θα μένει αθάνατη όσο θα ζει το Ελληνικό όνομα".
Τέλος προσθέτει, για κάθε μια από τις αιδήμονες, όπως τις αποκαλεί, αναγνώστριές του τα εξής:
"Αν έχεις τέκνα, να τα εμπνεύσεις πλέον διακαή τον έρωτα προς την ελευθερία, εάν δε δεν έχεις, όταν αποκτήσεις, να τα θηλάσεις με γάλα γεμάτο μίσος και αποστροφή προς τον βαρβαρικό ζυγό, για την απελευθέρωση της ιερής αυτής χώρας".
Ολόκληρο το απόσπασμα, αυτούσιο έχει ως εξής:
Φάραγξ βαθυτάτη καὶ περικαλλὴς διὰ τὴν βλάστησιν αὐτῆς καὶ διὰ τὰ ὑψίκομα
καὶ μεγαλοπρεπῆ δένδρα, ἃτινα τὴν περικοσμοῦσι, κεῖται δυτικῶς τῆς πόλεως
Νιαούστης ἀπέχουσα πλέον τῆς μίας ὥρας αὐτῆς. Ἐκ τῆς φάραγγος ταύτης τῆς μητρὸς
πολλῶν ρυακίων πηγάζει ὁ ποταμὸς Ἀράπιτσας ἔχων πλάτος δέκα πέντε μέχρι
τριάκοντα μέτρων καὶ περιβάλλων ἀπὸ μεσημβρίας τὴν πόλιν χύνει τὰ ὕδατά του εἰς
τὴν λίμνην τῶν Γενιτσῶν.
Εἰς τὰ μέλανα τοῦ ποταμοῦ τούτου ρεύματα, ὅτε μετὰ τὴν ἥτταν καὶ τὴν ἔξοδον ἐκ τῆς πόλεως ἡ περικαλλὴς καὶ ἀνθηρὰ Νιάουστα κατέπεσεν εἰς ἐρείπια πυρποληθεῖσα ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν, γέροντες δὲ καὶ παῖδες καὶ γυναῖκες μετὰ παρθένων
περιφημισμένων διὰ τὴν λευκότητα
καὶ ἀβρότητα τοῦ προσώπου αὐτῶν ἐξ ὧν οἱ μὲν ἀσπλάγχνως κατεσφάγησαν μὴ προλαβόντες νὰ φύγωσιν, αἱ δὲ ἐσύροντο εἰς αἰχμαλωσίαν ὑπὸ βεβήλων
χειλέων δακνόμεναι καὶ μιαρῶν μιαινόμεναι
δακτύλων ἀπέβησαν θύματα οἰκτρά τῆς ποθουμένης ἐλευθερίας, τότε κατὰ τὴν
πολυδάκρυτον καὶ πολυθρήνητον ἐκείνην σκηνὴν τὴν ἐξόχως κατανυκτικὴν καὶ ἐκτάκτως τραγικὴν πλεῖσται παρθένοι
καὶ γυναῖκες μετὰ τῶν τέκνων των, ἃς αἱ Ὧραι καὶ αἱ Χάριτες ἀφθόνως καὶ δαψιλῶς διὰ δελεαστικῶν τοῦ κάλλους θελγήτρων περιεκόσμουν ἀποστέρξασαι [αρνούμενες] νὰ πέσωσιν εἰς τὰς μυσαρὰς τῶν Ἀσιανῶν χεῖρας, ἀποστρεφόμεναι εὐειδεῖς καὶ αἰδήμονες τὴν καταισχύνην καὶ περιφρονοῦσαι τὸν θάνατον, ἀγαλλόμεναι καὶ μειδιῶσαι
κατεπήδησαν καὶ ἐπνίγησαν.
Τὰ πάγκαλα καὶ ἐρατεινὰ τῶν εὐκλεῶν ἡρωίδων σώματα
ὑδατόστρωτος ὑπεδέξατο
τάφος, τὰ δὲ ὁρμητικά του βαθέος ποταμοῦ ρεύματα κατεκάλυψαν παρασύροντα αὐτά, ἐνῶ αἱ ἀγγελικαὶ τῶν μαρτύρων τούτων ψυχαὶ ὁδὸν σωτηρίας, τὴν ὁδὸν τῆς τιμῆς κατὰ τὸν Ἠλίαν Ἰακωβᾶτον* θεωρήσασαι μετέβαινον εἰς τὴν μακαρίαν τῆς αἰωνιότητος
διαμονήν, ὅπως ἑνωθῶσι μετὰ τῶν περιδόξων ἐκείνων τοῦ Ζαλόγγου μαρτύρων καὶ δείξωσιν εἰς τὸν πλάστην τὴν ἄσπιλον παρθενίαν των καὶ τὰ δίκαια δάκρυα.
Ἐάν, εὐαίσθητος Ἑλληνίς, συνεκινήθης ἐκ τῆς
τραγικωτάτης ταύτης σελίδος, μὴ κλαῖε, κράτησον τὰ δάκρυα. Καταποντισθεῖσαι αἱ λεοντόθυμοι ὁμόφυλοι ὑμῶν δὲν ἀπέθανον. Ἡ μνήμη αὐτῶν διαμένει καὶ θὰ μένῃ ἀθάνατος ἐφ' ὅσον ζῇ τὸ Ἑλληνικὸν ὄνομα, ἐφ' ὅσον θάλλει ἡ δάφνη, ἐξ ἧς κατεσκευάσθη ὁ ἀμάραντος αὐτῶν μαρτυρικὸς στέφανος, ἐφ' ὅσον αἱ σκιαὶ θὰ παρακολουθῶσι τὰς ὑψικορύφους ἐλάτας τῶν τερπνῶν καὶ μυριανθῶν τῆς Μακεδονίας ὀρέων καὶ ὁ μυρίπνους καὶ καλλικέλαδος ζέφυρος θὰ ψάλλῃ εἰς τὰ ἱερὰ καὶ βαθύσκια ἄλση τὸ κλέος καὶ τὴν δόξαν των, αἱ δὲ πηγαὶ καὶ οἱ ποταμοὶ θὰ κυλίωσι τὰ ρεύματά των
βαφέντα ὑπὸ τοῦ ἐνδόξου καὶ μαρτυρικοῦ αὐτῶν αἵματος.
Οὐδεμία ἱστορία οὐδενὸς λαοῦ ἐξιστορεῖ τοιαῦτα
καταπληκτικὰ ἐθελοθυσίας
παραδείγματα ἐν τοιαύτῃ πληθύϊ καὶ τηλικούτῳ μεγαλείῳ καὶ ὅμως ἡ ἔνδοξος καὶ ἱερὰ αὕτη γῆ, ἤτις τοσάκις ἠγιάσθη ποτισθεῖσα καὶ ἐξαγνισθεῖσα ἐκ τοῦ αἵματος τῶν εὐγενῶν τέκων της, δούλη ἔτι μένει, ὢ μεγάλοι καὶ ἰσχυροί της γής, στένουσα καὶ βαρυπενθοῦσα ὑπὸ τὸν βαρὺν καὶ ἀφόρητον ζυγὸν τῆς Τουρκικῆς δεσποτείας, γογγύζουσα καὶ δακρυρροοῦσα πιεζομένη ἐκ τῶν φοβερῶν δεσμῶν τῶν ἀπηνῶν καὶ ἀρρήκτων ἁλύσεων.
Ἐν τῇ θλιβερᾳ ταύτῃ τῆς Νιαούστης
καταστροφῇ ὑπὲρ τοὺς ἑξακισχιλίους ἐφονεύθησαν. Μάκαρες καὶ τρὶς μάκαρες οὗτοι, οἱ μὴ ἐπιζήσαντες κατὰ τὴν αἰχμαλωσίαν τὴν πλήρη φρίκης καὶ σατανικῶν
βασανιστηρίων τῶν ὑπὸ τοῦ αἱμοχαροῦς Πασσᾶ καὶ τῶν ἀκολουθούντων αὐτῷ ἑκουσίων
δημίων ἐπαράτου Ἑβραϊκῆς φυλῆς ἐπινοηθέντων.
Ἐκτὸς τῶν αἰχμαλωτισθέντων κατὰ τὴν πόλιν καὶ ἐκ τῶν περὶ τὰ πέριξ τοῦ πύργου καταφυγόντων πλεῖστοι συνελήφθησαν καὶ ἐκ τῶν φευγόντων, πολλῶν ἱππικῶν σωμάτων ἀποσταλέντων τῇδε κἀκεῖσε πρὸς σύλληψιν, διότι ἡ μανία καὶ ἡ δίψα τοῦ τέρατος ἐκείνου ὑπῆρξεν ἀκόρεστος καὶ ἀδυσώπητος.
Καὶ ἤδη, αἰδῆμον ἀναγνώστρια,
κλεῖσον τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ παράδραμε τὰς ἀλγεινὰς καὶ ἀποτροπαίους ταύτας σελίδας τῆς αἰχμαλωσίας, ἢ ἀνάγνωθι μόνον τὰς παρακαταθησομένας γραμμὰς τοῦ φιλέλληνος ἱστορικοῦ Πουκεβίλ, ἳνα, ἂν ἔχῃς τέκνα, ἐμπνεύσῃς αὐτοῖς τὸν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν ἔρωτα διακαέστερον, ἐὰν δὲ οὐχί, ὅταν ἀποκτήσῃς, θηλάσῃς αὐτὰ τὸ γάλα πλῆρες μίσους καὶ ἀποστροφῆς πρὸς τὸν βαρβαρικὸν ζυγὸν πρὸς ἐλευθέρωσιν τῆς ἱερᾶς ταύτης
χώρας.
* Ο Ηλίας Ιακωβάτος γεννήθηκε το 1814 στην Κεφαλονιά. Σπούδασε Νομική στο πανεπιστήμιο της Πίζας. Ήταν από τους αρχηγούς του κόμματος των Ριζοσπαστών του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων. Εξέδιδε από το 1849 την εφημερίδα Φιλελεύθερος από όπου ασκούσε έντονη κριτική εναντίον των Άγγλων. Το 1850 εκλέχτηκε στην Ιόνιο Βουλή και υπερψήφισε το ενωτικό ψήφισμα. Οι Άγγλοι απάντησαν με διώξεις, εξορίες και κλείσιμο της εφημερίδος του. Ο ίδιος εξορίστηκε στα Αντικύθηρα. Το καλοκαίρι του 1864 έλαβε μέρος στην Β΄ Εθνική Συνέλευση στην Αθήνα ως πληρεξούσιος Κεφαλληνίας.
Εκτός από πολιτικός, είχε και πλούσιο συγγραφικό και ποιητικό έργο. Δημοσίευσε ιστορικά, κοινωνικά και ηθικολογικά έργα, τρεις ποιητικές συλλογές και ένα δράμα, με τίτλο Ενάρετη. Πέθανε το 1894.
Η αναφορά του "ανωνύμου" στον Ηλία Ιακωβάτο σημαίνει ότι ο Ιακωβάτος κάπου στο έργο του κάνει σημαντική αναφορά στην καταστροφή της Ναούσης. Θα ήταν ευχής έργο να βρεθεί το κείμενο αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish