Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Τα (φανταστικά) κέρδη των ανοιχτών συνόρων


Τα (φανταστικά) κέρδη 
των ανοιχτών συνόρων
Του Γιώργου Ρακκά
από την Ρήξη φ. 122


Από το 1989 κι έπειτα, η φιλελεύθερη ουτοπία ενός «επίπεδου κόσμου» δίχως σύνορα, όπου άνθρωποι και προϊόντα κυκλοφορούν ελεύθερα ανά τον πλανήτη, είχε ριζώσει για τα καλά στη συνείδηση του δυτικού κόσμου –ιδιαίτερα του πνευματικού κόσμου. Εν χορώ, Αμερικάνοι και Ευρωπαίοι διανοούμενοι, επιστήμονες και πανεπιστημιακοί προπαγάνδιζαν την αναγκαιότητα ενός ενιαίου κόσμου σε κάθε δυνατό τόνο, ενώ η προβολή της εικόνας του σύγχρονου ανθρώπου ως ενός εξωραϊσμένου νομάδα αποτελούσε μια από τις χαρακτηριστικότερες εκφράσεις αυτής της άλλοτε τόσο ακατανίκητης ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης.
Οι Αμερικάνοι οικονομολόγοι, δύο φορές πρακτικοί, τόσο ως μετέχοντες της αγγλοσαξονικής κουλτούρας όσο και ως οικονομολόγοι, φρόντισαν μάλιστα μέχρι και τα «δεκάρικα» αυτής της ουτοπίας να υπολογίσουν. Από το 1984, λοιπόν, διακινούνται εντός του κλάδου των οικονομικών της μετανάστευσης διάφορες φόρμουλες εξισώσεων, που διατυπώθηκαν για να υπολογίσουν το άμεσο οικονομικό κέρδος στην υποθετική περίπτωση ταυτόχρονης άρσης των περιορισμών μετακίνησης σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Πρόσφατα, ο οικονομολόγος Τζωρτζ Μπόρχας, επανεξέτασε αυτά τα μοντέλα και εισηγήθηκε ορισμένες παραλλαγές, με θεαματικές ως προς τα συναγόμενα αποτελέσματα μεταβολές. Επειδή τόσο οι παραλλαγές των μεταβλητών που έλαβε υπόψη, όσο και τα αποτελέσματα μπορούν να μας διδάξουν πολλά για τη φύση του σύγχρονου μεταναστευτικού φαινομένου, αξίζει να τις παρουσιάσουμε συνοπτικά.
Το βασικό μοντέλο, που σε διάφορες παραλλαγές του αποτέλεσε τις τελευταίες δεκαετίες ένα πασπαρτού επιχείρημα για την υπεράσπιση αυτής της «ριζικής παγκοσμιοποίησης», προβλέπει μια απλή εξίσωση, που στηρίζεται στις σχέσεις ισορροπίας μεταξύ μισθών, προσφοράς και ζήτησης που προβλέπουν τα νεοκλασικά οικονομικά: Το χάσμα μισθών μεταξύ του πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου είναι τεράστιο, οπότε στην υποθετική περίπτωση ανάσχεσης όλων των περιορισμών στη μετακίνηση, θα πρέπει να αναμένουμε τη μαζική μετακίνηση του εργατικού δυναμικού από τον Νότο στον Βορρά, μέχρι του σημείου της εξίσωσης των μισθών. Σύμφωνα με αυτό, θα πρέπει να αναμένουμε τη μετακίνηση του… 95% της εργατικής δύναμης του Νότου (!), δηλαδή περί τα 2,5 δισεκατομμύρια εργαζόμενων, ενώ τα οικονομικά κέρδη για το παγκόσμιο ΑΕΠ υπολογίζονται περί τα… 40 τρισ. $ (δηλαδή, την αύξηση στις τιμές του κατά 60%). Τα δε σωρευτικά κέρδη, υπολογίζονται περίπου στο 1 τετράκις εκατομμύριο δολάρια!
Βεβαίως, ακόμα και σε αυτή την εξέλιξη, ο Μπόρχας, αν και νεοκλασικός, επιμένει να τονίζει ότι τα κέρδη που αποκομίζονται είναι εξόχως «ταξικά». Η ισορροπία των μισθών θα επιτευχθεί κάπου στη μέση μεταξύ του επιπέδου του Βορρά και του επιπέδου του Νότου, πράγμα που σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος των μισθωτών στις χώρες του Βορρά θα καταγράψει σημαντικές απώλειες. Εντούτοις, αυτές δεν ισοδυναμούν παρά στο ελάχιστο των τεράστιων κερδών που θα καταγραφούν στα πιο υψηλά εισοδηματικά κεφάλαια –και γι’ αυτό η τελική εικόνα εμφανίζεται τόσο θεαματική!
Πλούτη, λοιπόν, αμύθητα, για την παγκόσμια οικονομία –μέχρι βεβαίως να συνειδητοποιήσουμε ότι η παρούσα εκτίμηση αποτελεί μοντελοποίηση της… ίδιας της φιλελεύθερης ουτοπίας και όχι της πραγματικότητας. Γιατί, το εν λόγω μοντέλο, υποθέτει αυθαίρετα ότι όλες οι υπόλοιπες μεταβλητές είναι σταθερές (ceteris paribus), ότι οι οικονομίες σε Βορρά και Νότο βρίσκονται σε καθεστώς ισορροπίας. Και –το κυριότερο–, ότι η εγκατάσταση 2,5 δισεκατομμυρίων ανθρώπων στον πλούσιο Βορρά θα αφήσει ανέπαφες όλες τις «υποδομές αναπαραγωγής» του, όχι μόνον το φυσικό κεφάλαιο, αλλά και τους πολιτικούς, κοινωνικούς και πολιτιστικούς θεσμούς και οργανισμούς που ρυθμίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα εντός του.
Βεβαίως, αυτές οι υποθέσεις δεν αφορούν στον πλανήτη που ζούμε: Η εκτίμηση δε για την συμπεριφορά των εργαζόμενων του Νότου στηρίζεται σε μια «φωτογραφία της στιγμής», συμπερασμάτων που συνήγαγαν οικονομολόγοι και κοινωνιολόγοι μελετώντας το φαινόμενο των «φιλοξενούμενων εργατών» κατά τη δεκαετία του 1970, όταν δηλαδή το φαινόμενο της μετανάστευσης βρισκόταν σε αρχικό στάδιο. Τότε, λοιπόν, η μετανάστευση συντελούνταν κατά μόνας, ήταν κυρίως ανδρική υπόθεση, είχε αποκλειστικά οικονομικά κίνητρα και παρέμενε ως επί το πλείστον «κυκλική» -δηλαδή ένα μεγάλο μέρος επέστρεφε στη χώρα προέλευσης μόλις επιτύγχανε τα προσδοκώμενα οικονομικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό και στη θεωρία ο μετανάστης αναπαρίσταται ως «απείρως ελαστική οικονομική μονάδα» και «αμιγώς οικονομικός άνθρωπος», ένας εργάτης, δηλαδή, διατεθειμένος να εργαστεί υπό οποιανδήποτε συνθήκη προκειμένου να μεγιστοποιήσει το οικείο κέρδος.
Σαράντα χρόνια μετά, γνωρίζουμε ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν διόλου με αυτόν τον τρόπο, και αυτό που θεωρούνταν «κανονικότητα» δεν ήταν παρά η πρώιμη φάση του φαινομένου: Ακολούθησαν φαινόμενα όπως αυτό της οικογενειακής επανένωσης, πράξη που σηματοδοτεί το ρίζωμα των μεταναστών στις χώρες εγκατάστασης, την καλλιέργεια της δικής τους κουλτούρας, τη συμμετοχή στην πρόνοια, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Εξελίξεις, δηλαδή, που πλέον καταδεικνύουν ότι το φαινόμενο, από ένα σημείο εξέλιξής του κι έπειτα, αποκτάει την ιδιότητα της αυτοτροφοδότησης, παύει να έχει αμιγώς οικονομικό κίνητρο και αποκτάει τις πολλαπλές διαστάσεις που έχει μια κανονική διαδικασία του να ριζώνει κάποιος, κάπου. Με τα (αυτοκριτικά) λόγια του νομπελίστα Ελβετού συγγραφέα Μαξ Φρις, «Ψάχναμε για εργάτες και μας ήρθαν άνθρωποι». Αυτή υπήρξε και η «αστοχία» των κλασικών αναλύσεων πάνω στη μετανάστευση, που σερβίρονται ως κατ’ εξοχήν επιχείρημα υπέρ ενός κόσμου της ελεύθερης μετακίνησης.
Ο Μπόρχας «πείραξε» τις μεταβλητές στο παραπάνω μοντέλο, βάσει αυτών των συμπερασμάτων –και τότε δημιουργήθηκε μια ολότελα διαφορετική εικόνα. Κατ’ αρχάς, αν οι μετακινούμενοι εργάτες του Νότου αποφασίσουν να φέρουν μαζί τους και τις οικογένειές τους, θα μιλάμε πλέον για την μετακίνηση… 5,6 δισεκατομμυρίων ανθρώπων από τον Νότο προς τον Βορρά. Όσο για τις περίφημες «υποδομές αναπαραγωγής», στην ευρεία έννοια που τις προσδιορίσαμε, η μεταβολή στην ποιότητά τους αρκεί για να αναποδογυρίσει ολόκληρη την εικόνα: Αν έχουν «κανονική φθορά» της τάξης του 0.5 (με το 0 να ορίζει το υψηλό επίπεδο των υποδομών στον πλούσιο Βορρά, και το 1 εκείνο των υποδομών στον φτωχό Νότο) τότε αυτόματα τα 40 τρισ.$ γίνονται… 8 τρισ.$. Ενώ, αν η φθορά είναι «σημαντική» –της τάξης του 0.75– τότε καταγράφονται σημαντικές ζημιές στο παγκόσμιο ΑΕΠ.
Και αξίζει να φανταστούμε ότι πρόκειται για μοντέλα υπολογισμών του άμεσου και όχι του έμμεσου κόστους, που πολλές φορές αποδεικνύεται καθοριστικό. Τι μας διδάσκει όλη αυτή η νεοκλασική «φορμουλολογία»; Ότι αν όντως οι «άνθρωποι είναι σαν τα εμπορεύματα» (που δεν είναι), η ολοκληρωτική απελευθέρωση της κυκλοφορίας τους θα δημιουργήσει πρόσκαιρα κέρδη και μόνιμα κόστη, δυσβάσταχτα: Η αρχική αισιοδοξία των οικονομολόγων της παγκοσμιοποίησης προσκρούει στον νόμο της φθίνουσας οριακής αποδοτικότητας: Από ένα σημείο και μετά, τα κέρδη από την παραγωγικότητα αναιρούνται από τις φθορές στις υποδομές αναπαραγωγής. Για να το πούμε και πιο απλά, η μετανάστευση λειτουργεί με ενάρετο τρόπο μόνον όταν είναι ελεγχόμενη και υπόκειται σε κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο. Και ότι ο «νέος θαυμαστός κόσμος» ενός πλανήτη χωρίς σύνορα δεν είναι παρά μια γενική κοινωνική και οικονομική δυστοπία.

Πηγή: George J. Borjas, «Immigration and Globalization: A Review Essay», Journal Of Economic Literature, vol. 53 no. 4, 2015, σελ. 961-974.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish