Φίλτατος μεν Πλάτων, Φιλτάτη δε Αλήθεια
(για την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς)
του Γιώργου Καραμπελιά
Σε ένα κείμενο μου του Σαββάτου 4 Ιουλίου, είχα γράψει στο υστερόγραφο, απευθυνόμενος σε φίλους και συντρόφους εκπαιδευτικούς, πως τη Δευτέρα 6 Ιουλίου θα επανέλθω. Για να μη θεωρηθεί λοιπόν ότι φυγομαχώ, εξηγώ, αναγκαστικά συνοπτικά σήμερα και εδώ, αυτή μου την άποψη:
Θεωρώ λανθασμένη τη στάση όλων εκείνων που, ενώ συμμερίζονται πατριωτικές αντιλήψεις, οι οποίες αντιστρατεύονται τις κυρίαρχες, στον χώρο των “προοδευτικών” εκπαιδευτικών, εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, που έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην αποεθνικοποίηση της νεολαίας, παρ’ όλα ταύτα ακολούθησαν, ως μη όφειλαν, τον συρμό του κλάδου τους. Διότι βέβαια είναι πασίγνωστο πως η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, σε συντριπτικά ποσοστά μάλιστα, σε ό,τι αφορά τους «προοδευτικούς», συμμετείχαν στο ψευδεπίγραφο παιγνίδι του δημοψηφίσματος, συντασσόμενοι με το Όχι.
Γνωρίζουμε πως, στον χώρο της εκπαίδευσης, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, πραγματοποιήθηκε ένα μαζικό εγχείρημα αποεθνικοποίησης, το οποίο ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια για να περάσει στη μέση εκπαίδευση και να καταλήξει ακόμα και στη στοιχειώδη και τα νηπιαγωγεία. (Για παράδειγμα, μία νηπιαγωγός μου έφερε πρόσφατα ένα βιβλιαράκι που απευθύνεται στις νηπιαγωγούς για το πώς να οργανώνουν παιχνίδια για τα νήπια όπου οι “καλοί” είναι οι μετανάστες και οι “κακοί” οι αστυνομικοί που τους εμποδίζουν να μπουν στη χώρα). Απέναντι σε αυτό το εγχείρημα, υπήρξαν αντιστάσεις, ιδιαίτερα από παραδοσιακούς, συχνά συντηρητικούς και θρησκευόμενους, εκπαιδευτικούς, που αποκάλυψαν π.χ το ανοσιούργημα της Ρεπούση, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των «προοδευτικών» εκπαιδευτικών, «εθνομηδενιστών» ή «πατριωτών», δεν αντιδρούσε.
Βασικό όπλο για τον αφοπλισμό των δημοκρατών πατριωτών εκπαιδευτικών υπήρξε ο εγκλωβισμός σε μια ακραιφνώς συνδικαλιστική λογική, όπου το μόνο επίδικο αντικείμενο είναι οι μισθοί και οι απολαβές των εκπαιδευτικών, τα ωράρια εργασίας και η αξιολόγηση. Λες και οι εκπαιδευτικοί δεν επιτελούν κάποιο «λειτούργημα», όπως έλεγαν διάφοροι παραδοσιακοί προκάτοχοί τους, αλλά είναι απλώς υπάλληλοι της κρατικής γραφειοκρατίας. Λες και το μεγάλο πρόβλημα για τους εκπαιδευτικούς, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι η αντίσταση σ’ αυτήν και την ιδεολογία που εκπέμπει και διοχετεύει, αλλά κυρίως τα «συμφέροντα» των εκπαιδευτικών ως κλάδου. Και μέσα σε αυτά τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα περιλαμβάνονται και αιτήματα μιας απόλυτης ασυδοσίας (απουσία οποιασδήποτε αξιολόγησης στην πραγματικότητα, παρά τα δήθεν επιχειρήματα υπέρ μιας “καλής αξιολόγησης”, μειωμένα ωράρια αλά καρτ, κ.λπ, κ.λπ.).
Στην πρωτοπορία αυτών των «αγώνων» βρίσκονται οι αριστεροί συνδικαλιστές, που έχουν εγκαταλείψει κάθε παράδοση αγωνιστικής αντίστασης στη διαχεόμενη μέσω της εκπαίδευσης παγκοσμιοποιητική και εθνομηδενιστική ιδεολογία, ή, στην περίπτωση των πατριωτών εκπαιδευτικών, από τη μία πλευρά αντιστρατεύονται αυτή την ιδεολογία και από την άλλη συμπορεύονται με τους πιο ακραίους εκφραστές της, τις ποικιλώνυμες «συσπειρώσεις» του ΣΥΡΙΖΑ και των αριστεριστών. Πολλές φορές, τα προηγούμενα χρόνια, προσπαθήσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το ζήτημα και για την ανάγκη να υπάρξει μια οργανωμένη αντίσταση στην εθνομηδενιστική λαίλαπα που έχει εξαπολυθεί στην εκπαίδευση της χώρας. Και μέχρι σήμερα αυτό δεν κατέστη δυνατό διότι, εν τέλει, τα «ταξικά» μικροσυμφέροντα και η ισχύς της περιρρέουσας ιδεολογίας, ιδιαίτερα στον χώρο της αριστεράς και των «συσπειρώσεων», αποδείχθηκαν υπέρτερα από μια γενική, αλλά μάλλον αφηρημένη πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση – που στην καλύτερη περίπτωση εκφράζεται μόνο ως ατομική στάση, μέσα ή έξω από το μάθημα.
Έτσι, ενώ είναι δεκάδες χιλιάδες, κυριολεκτικώς, οι εκπαιδευτικοί που βλέπουν την ανάγκη για μια διαφορετική πορεία στα εκπαιδευτικά πράγματα, αλλά και στον συνδικαλισμό των εκπαιδευτικών, ο οποίος θα έπρεπε να ενσωματώσει τα στοιχεία του περιεχομένου της εκπαίδευσης στις διεκδικήσεις του, εκείνοι που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να παίξουν έναν ρόλο ενοποιητικό και καθοδηγητικό προτιμούν να αναλώνονται σε άγονες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό αυτού του κατεξοχήν εθνομηδενιστικού χώρου. Και το επιχείρημα είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς γιατί θα «απομονωθούν». Όμως, όποιος θεωρεί πως το συμφέρον της νέας γενιάς και της πατρίδας μας διακυβεύεται και μέσα στα τεκταινόμενα στην εκπαίδευση δεν θα έπρεπε να διστάσει, και δεν θα απομονωθεί στην πραγματικότητα. Έτσι, δεν διστάσαμε κι εμείς, οι του Άρδην, όταν αποφασίσαμε να κόψουμε τους οργανικούς δεσμούς με τον αριστερισμό και την εθνομηδενιστική αριστερά, παρά το υψηλό τίμημα και τις συκοφαντίες που έχουμε εισπράξει.
Και βέβαια, όταν έρχεται η στιγμή των μεγάλων κρίσεων, αυτά τα ζητήματα ανακύπτουν με οξύτητα. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που συχνά για δεκαετίες έχουν αντιπαλέψει αυτή τη κυρίαρχη εθνομηδενιστική λογική, να κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στα αδιέξοδα, στα οποία έχουν οδηγήσει και τα δύο στρατόπεδα του «ναι» και του «όχι» στην Ελλάδα, και να συντάσσονται με ένα όχι – κατανοητή επιλογή για έναν ευρύτερο κόσμο που πέφτει στην παγίδα μιας δήθεν αντίστασης αλλά ακατανόητη για όλους εκείνους που γνωρίζουν πως θα έπρεπε να προτάσσουν το συμφέρον της πατρίδας, πάνω και πέρα από ιδιαίτερα συμφέροντα και ιδεολογίες. Πώς είναι δυνατό να μας εγκαλούν μάλιστα ορισμένοι ότι κάναμε την τελευταία περίοδο περισσότερη κριτική στον Τσίπρα και όχι στους αντιπάλους του, όταν γνωρίζουν αναρίθμητα κείμενα κριτικής και κινητοποιήσεις μας, όταν οι αντίπαλοί του ήταν «στα πράγματα». Έτσι και τώρα, τα κύρια βέλη της κριτικής μας, στο εσωτερικό πεδίο, στράφηκαν και συνεχίζονται να στρέφονται ενάντια σε όσους έχουν τη διακυβέρνηση της χώρας και επιπλέον διαβουκολούν το αντιστασιακό αίσθημα του λαού, όπως και τα κύρια βέλη, στο εξωτερικό πεδίο, συνεχίζουν να στρέφονται ενάντια στον Σόιμπλε και τη γερμανική Ευρώπη. Το ίδιο κάναμε και στο παρελθόν απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, όταν οι περισσότεροι γύρω μας τρέχανε να ενταχθούν σε υπουργεία και θεσούλες.
Δεν είναι καιρός, λοιπόν, να γίνει μια συζήτηση για την κατεύθυνση της εκπαίδευσής μας, κόβοντας τους δεσμούς με εκείνους που, στο πεδίο των προτάσεων για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και τον προσανατολισμό της νέας γενιάς, βρίσκονται στον αντίποδα με αυτά που υποστηρίζει ο δημοκρατικός πατριωτικός χώρος; Πώς μπορεί να συνδυάζεται η συνδικαλιστική συμπόρευση με την ιδεολογική αντιπαράθεση; Και, εν τέλει, στις κρίσιμες στιγμές, να καθορίζει τη στάση πολλών από εμάς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish