Ο νέος εθνικός διχασμός
“How comforting is a world that can be divided into halves”
Bharati Mukherjee, The Holder of the World (1993)
Στις αρχές του 2012, κάπου στα μέσα της θητείας του Λουκά Παπαδήμου, είδα τυχαία στο YouTube ένα σοκαριστικό βίντεο. Στο πεντάλεπτο βίντεο μια ομάδα ατόμων προπηλάκιζε μια ομάδα αστυνομικών της ομάδας Δέλτα που υποτίθεται ότι προστάτευε την ιδιωτική οικία του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Δεν θα περιγράψω περισσότερο το βίντεο, μπορείτε να το δείτε και μόνες/οι σας εδώ. Από τότε βέβαια είδαμε πολλές παρόμοιες σκηνές, ορισμένες από αυτές πολύ χειρότερες, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα μερικά πράγματα.
Ένα από αυτά ήταν ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά δεν περιοριζόταν πλέον στα λούμπεν στρώματα της ελληνικής κοινωνίας αλλά είχε αρχίσει, σαν ιός, να διαδίδεται. Μπορούσες να ακούσεις περίπου τα ίδια και με παρόμοιο ύφος από έναν οδηγό ταξί, μία κυρία στο λεωφορείο, έναν φοιτητή στο πανεπιστήμιο, μία καλλιτέχνιδα, ακόμα και από έναν συνάδελφο. Η παράνοια, το μίσος, η επιθετικότητα είχαν εισχωρήσει παντού.
Ένα από αυτά ήταν ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά δεν περιοριζόταν πλέον στα λούμπεν στρώματα της ελληνικής κοινωνίας αλλά είχε αρχίσει, σαν ιός, να διαδίδεται. Μπορούσες να ακούσεις περίπου τα ίδια και με παρόμοιο ύφος από έναν οδηγό ταξί, μία κυρία στο λεωφορείο, έναν φοιτητή στο πανεπιστήμιο, μία καλλιτέχνιδα, ακόμα και από έναν συνάδελφο. Η παράνοια, το μίσος, η επιθετικότητα είχαν εισχωρήσει παντού.
Φυσικά το βασικό όχημά τους αποτέλεσαν, από την αρχή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά το Facebook και το Twitter και δευτερευόντως ο χώρος σχολίων στα άρθρα που δημοσιεύονταν ηλεκτρονικά. Επειδή η αρχή της κρίσης συνέπεσε με την εντατικοποίηση της δικής μου δημόσιας παρέμβασης, η οποία από την αρχή βρισκόταν στην αντίπερα όχθη από εκείνη που συγκεντρώθηκαν όσοι μολύνθηκαν ακαριαία από τον ιό της επιθετικής παράνοιας, την παρακολούθησα σε όλη την εξέλιξή της. Θα μπορούσα να αισθάνομαι ακόμα και θύμα της αν δεν με προστάτευε ο περιορισμένος χρόνος μου. Δεν προλάβαινα ποτέ να διαβάσω τα σχόλια στα κείμενά μου και ξεκαθάριζα με συνοπτικές διαδικασίες ό,τι επιθετικό λάμβανα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δημιούργησα έτσι γύρω μου μια υγειονομική ζώνη που με προστάτευε από ύβρεις και απόψεις, που, όσο ακραίες και να ήταν, δεν ήταν πάντα περιθωριακές. Και πάλι όμως δεν μπορούσα να αποφύγω τη δυσάρεστη επαφή με την πραγματικότητα δίπλα μου. Διότι, ως γνωστόν, όσο και να προσπαθήσεις να αποφύγεις την πραγματικότητα είναι βέβαιο ότι δεν θα το πετύχεις. Θα σε βρει αυτή και θα σε κοπανήσει στο κεφάλι εκεί που δεν το περιμένεις.
Αλλά αυτή η πραγματικότητα ήταν πολύ πιο σύνθετη απ’ όσο νόμιζα. Τα πράγματα δεν είναι ποτέ απλά και ξεκάθαρα και οι διαχωριστικές γραμμές ποτέ καλά χαραγμένες. Αν υπήρχαν δύο στρατόπεδα, αυτά δεν ήταν σίγουρα εκείνα που θα με βόλευαν και θα με ανακούφιζαν - γιατί θα έβρισκα γρήγορα τη θέση μου: από τη μια οι ψεκασμένοι και από την άλλη οι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού. Αυτό που με μπέρδευε ήταν η γκρίζα ζώνη, που στην περίπτωση αυτή ήταν πολύ πλατειά και χωρούσε πολύ κόσμο.
Χρειάστηκε να περάσουν τα πέντε χρόνια της κρίσης για να διαπιστώσω κάτι που ίσως ήταν από την αρχή φανερό αλλά εγώ τουλάχιστον δεν το έβλεπα. Η ελληνική κοινωνία έχει διχαστεί όχι με τον συνηθισμένο αλλά με τον άσχημο τρόπο. Πριν εξηγήσω τι εννοώ θα πρέπει να κάνω μια κρίσιμη ιστορική διαφοροποίηση. Από τις πρώτες ημέρες της ελληνικής επανάστασης μέχρι και σήμερα, η ελληνική κοινωνία είναι μονίμως διχασμένη. Ο διχασμός είναι η συνήθης κατάστασή μας, όχι η εξαίρεση. Όταν βρισκόμαστε σε συνηθισμένους, χαμηλής έντασης διχασμούς μπορεί και να μην το αντιλαμβανόμαστε. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η σύγκρουση τρικουπικών και δηληγιαννικών στα τέλη του 19ου αιώνα. Στην ερώτηση «ποια είναι η πολιτική σας;» ο Θεόδωρος Δηληγιάννης απαντούσε «Η αντίθετος της του κ. Τρικούπη». Εκατό χρόνια αργότερα ο διχασμός των πράσινων και των μπλε καφενείων ήταν επίσης ένας διχασμός χαμηλής έντασης όπως και εκείνος της ΕΡΕ με την Ένωση Κέντρου ακόμα και στο μέσο του ανένδοτου αγώνα, λίγο πριν τις εκλογές του 1963.
Αντίθετα, οι διχασμοί υψηλής έντασης οδηγούσαν πάντα σε πολλούς νεκρούς, σε εθνικές ήττες ακόμα και σε καταστροφές. Οι δύο εμφύλιοι αμέσως μετά την έναρξη της επανάστασης συνέβαλαν όσο τίποτε άλλο στη στρατιωτική της αποτυχία. Ακόμα και σήμερα οι ιστορικοί δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν τα στρατόπεδα, ήταν ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων. Ο εμφύλιος 1943-1949 είναι μια κατάμαυρη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Αυτοί που ενεπλάκησαν ανταγωνίστηκαν επάξια σε αγριότητα, εγκλήματα και αφροσύνη. Όμως υπάρχει και ένα τρίτο παράδειγμα που δεν οδήγησε σε εμφύλιο αλλά σε εθνική καταστροφή: ο διχασμός των ετών 1915-1936. Το κόστος όμως αυτού του διχασμού δεν εξαντλείται στη Μικρασιατική καταστροφή. Δεν υπάρχει τίποτα που να εκφράζει καλύτερα το άρρωστο κλίμα της εποχής από τη δήλωση του κορυφαίου αντιβενιζελικού πολιτικού Νικόλαου Στράτου προς τον Βασιλέα Αλέξανδρο, το φθινόπωρο του 1920, λίγο πριν τις μοιραίες εκλογές: «Θα κτυπήσωμεν τον Βενιζέλον μ’ όλα τα μέσα. Θα τον θάψωμεν εκλογικώς ακόμη και στην Κωνσταντινούπολη αν φτάσει την Ελλάδα».
Αυτό το είδος εθνικού διχασμού μου θυμίζει αυτό που συμβαίνει τώρα στη χώρα μας. Πριν το περιγράψω όμως θα πρέπει να μάθετε να αναγνωρίζετε τη δυναμική του και ειδικότερα τι είναι αυτό που τον τροφοδοτεί. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πειράματα που έγιναν στις ΗΠΑ στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, έδειξε τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη μιας ομάδας υιοθετούν ακραίες θέσεις εφόσον οι κοινωνικές επαφές τους περιορίζονται σε ομοϊδεάτες τους και αποκλείουν «αντιπάλους». Ακόμα και όσες/οι έχουν μετριοπαθείς θέσεις είναι εύκολο να μετατραπούν σε εξτρεμιστές όταν το περιβάλλον τους είναι πολιτικά ομοιογενές, αλλιώς εξοβελίζονται ως «προδότες». Κάτι παρόμοιο (group polarization) έχει συμβεί τώρα και στην Ελλάδα.
Σχεδόν οι πάντες έχουν πάρει θέση σ’ αυτόν τον υπό εξέλιξη εθνικό διχασμό. Δεν αντιμετωπίζουν πλέον τους αντιπάλους ως πεπλανημένους, ανόητους ή αδαείς. Αλλά ως εχθρούς. Ας δούμε το παράδειγμα των πρόσφατων συλλαλητηρίων με το αίτημα «Μένουμε Ευρώπη». Οι αντιδράσεις της απέναντι όχθης στην επιτυχία των συλλαλητηρίων δεν ήταν απλώς υπερβολικές ή εχθρικές, ήταν γνήσια παρανοϊκές. Ακόμα και άτομα που γνωρίζω καλά και εκτιμώ έγραψαν πράγματα για τα οποία είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα ντρέπονται.
Είναι όμως γνωστό, ότι στο ταγκό χρειάζονται δύο. Η παράνοια έχει αγγίξει αρκετά και τον λεγόμενο ευρωπαϊκό, εκσυγχρονιστικό χώρο, τον κατεξοχήν φορέα των ιδεών του Διαφωτισμού, κυρίως της ανοχής. Αυτήν την πίεση να ενταχθείς σε ένα στρατόπεδο και να ακολουθήσεις πιστά τη συλλογική γραμμή, την ένιωσα και ο ίδιος, αμέσως μετά τη δημοσίευση του δεύτερου άρθρου μου στο Protagon. Δεν έχει σημασία πόσο κριτικός είμαι απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και πόσες φορές έχω εντοπίσει και καυτηριάσει με σκληρό τρόπο τα λάθη της, τα οποία έχω χαρακτηρίσει «εγκληματικά». Από την ώρα που προβλέπω ότι θα υπάρξει συμφωνία, μετατρέπομαι σε «ενδοτικό», σε έναν τύπο «συνοδοιπόρου». Έτσι, αντί η κριτική της πρόβλεψής μου (που μπορεί στο κάτω-κάτω να είναι λανθασμένη) να γίνει με εμπεριστατωμένα επιχειρήματα που θα καταρρίπτουν τα δικά μου ή αντί να απορριφθεί απλώς η θέση μου υπό την αναμονή της πανηγυρικής διάψευσής της, οι αντιδράσεις ήταν αταβιστικές. Βλέπετε, το λάθος που υποτίθεται ότι έκανα ήταν ότι θεώρησα δεδομένο ότι τα μέλη της ηγεσίας της κυβέρνησης είναι ικανά να επιδείξουν στοιχεία ορθολογικής συμπεριφοράς. Αλλά αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την κυρίαρχη εικόνα που έχουν για τον τυπικό συριζαίο στο δικό μου στρατόπεδο: ένα μίγμα κατσαπλιά, που ετοιμάζεται να μετατρέψει την Ελλάδα σε Βόρειο Κορέα, με τζιχαντιστή οπλισμένο με εκρηκτικά, που είναι έτοιμος να πεθάνει «μετά των αλλοφύλων». Η δε κυβέρνηση αποτελείται από λέμινγκς που είναι έτοιμα να αυτοκτονήσουν ομαδικά βουτώντας στον γκρεμό. Το χειρότερο απ’ όλα όμως είναι ότι υπάρχουν και αυτοί που πραγματικά επιθυμούν την αποτυχία, ηδονίζονται με την ιδέα ενός Grexit που θα καταστρέψει μεν τη χώρα αλλά θα μας απαλλάξει ταυτόχρονα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οποιαδήποτε αντίθετη πρόβλεψη χαλάει τη φαντασίωσή τους.
Τα πράγματα αυτή τη στιγμή είναι πολύ επικίνδυνα για τη χώρα. Ο σοβαρότερος κίνδυνος είναι η απειρία και οι ιδεοληψίες της κυβέρνησης. Όμως υπάρχει ακόμα ένας πολύ σοβαρός κίνδυνος, ο εθνικός διχασμός. Για τον διχασμό αυτό οι ευθύνες πέφτουν δυσανάλογα προς τη μία πλευρά, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ακόμα και θεσμικοί παράγοντες που η θέση τους θα έπρεπε να τους καταστήσει πρωταγωνιστές της εθνικής συμφιλίωσης, έχουν μετατρέψει το αξίωμά τους σε εργαλείο διχασμού. Σε κάθε εθνικό διχασμό δεν είναι όλοι το ίδιο υπεύθυνοι. Αλλά και κανένας δεν είναι αθώος.
Τη Δευτέρα το απόγευμα θα βρίσκομαι για δεύτερη φορά στην πλατεία Συντάγματος. Δεν θα πάω όμως εκεί για να ασκήσω τυφλή αντιπολίτευση σε μια κυβέρνηση που εξελέγη πριν πέντε μήνες και που ακόμα απολαμβάνει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού. Δεν θα βρεθώ εκεί για να ξεπλύνω τις ευθύνες όσων μας οδήγησαν στην καταστροφή και έκαναν ελάχιστα για να την ξεπεράσουμε (επειδή δεν μπορούσαν, αλλά και επειδή δεν ήθελαν). Θα πάω για να εκφράσω την επιθυμία μου να παραμείνει η χώρα μου στην Ευρωζώνη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά κυρίως για να συνεχίσει να συμμετέχει στην ευρωπαϊκή παράδοση του Διαφωτισμού, του ορθού λόγου, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και κυρίως της ανοχής.
* Ο Αριστείδης Χατζής είναι Αν. Καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνιδρυτής του GreekCrisis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish