Οθωμανικά νομίσματα
Η περίοδος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την ολοκλήρωση της Οθωμανικής κατάκτησης της κυρίως Ελλάδας νομισματικά δεν μπορούσε παρά να σημαίνει την διακοπή κυκλοφορίας του υπέρπυρου και την αντικατάστασή του από τις κοπές της νέας Οθωμανικής διοίκησης. Η ιστορία της μετάβασης αυτής είναι αρκετά ενδιαφέρουσα όμως αυτό που προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η ύπαρξη ελληνικών "νομισμάτων" ακόμα και κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Βέβαια δεν πρόκειται για κοπές που έγιναν από την επίσημη διοίκηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ούτε και είχαν γενική κυκλοφορία μεταξύ των υπόδουλων χριστιανών. Είναι περιορισμένες τοπικές εκδόσεις των ελληνικών κοινοτήτων καθώς επίσης και εκδόσεις από την εκκλησία, εκκλησιαστικά νομίσματα δηλαδή, που χρησιμοποιούνταν πάντα σε μικρή εμβέλεια από τους χριστιανούς. Για να καταλάβουμε τις εξελίξεις που δημιούργησαν τις απαραίτητες συνθήκες και προϋποθέσεις για να εκδοθούν αυτά τα τοπικά "νομίσματα" είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε τα οικονομικά της αυτοκρατορίας, τους νόμους, τους θεσμούς της καθώς και τα νομίσματα που ήδη κυκλοφορούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και αργότερα στην κατακτημένη Ελλάδα. Αυτά ήταν:
1. Το μόνο εθνικό νόμισμα από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του Οθωμανικού κράτους ήταν το άσπρο (akce). Το έκοψε πρώτος ο Ορχάν το 1328 και ήταν ασημένιο.
Ασημένιος παράς που υποδιαιρούνταν
σε 3 ακτσέ του Μουσταφά Γ' (1757-1774)
2. Χάλκινο νόμισμα δεν κόπηκε αλλά θεωρούμε χάλκινο το mangir (μαγκούρι), το οποίο ξεκίνησε ως ασημένιο αλλά είχε μεγάλη περιεκτικότητα σε χαλκό.
3. Το πρώτο χρυσό τουρκικό νόμισμα το altin (φλουρί), κόπηκε από τον Μωάμεθ Β΄ τον πορθητή το 1478, το βρίσκουμε σε διάφορους τύπους και κόβεται σε διάφορα νομισματοκοπεία. Ανάλογα λοιπόν με τα παραπάνω παίρνει και διάφορα ονόματα. Έτσι έχουμε το μισιριώτικο, το σταμπόλι ή πολίτικο, το τουνεζίδικο, το μπαρμπαρέσικο, το τουραλί, το φλωρί ζέρι, το τζιτζιρί, το ζαρμακούπι, το φουντουκλί κ.α. Είχε πολλές διακυμάνσεις στο βάρος του ανάλογα με την εποχή. Επίσης έχουμε διάφορα χρυσά πολλαπλάσια και υποπολλαπλάσια, όπως το μισό altun ονομαζόμενο nisfiye (νισφιές) και το ¼ το λεγόμενο rub (ρουμπιές). Αναφέρονται επίσης χρυσά νομίσματα των 2 altun. Το altun ισοδυναμούσε επί Μωάμεθ Β' με 40 άσπρα. Στο τέλος όμως κατάντησε και αυτό απλό λογιστικό νόμισμα και αντικαταστάθηκε από τον αργυρό παρά.
Αλτίν χρυσό νόμισμα
του Μουσταφά Γ' (1757-1774)
[Σημ. ΔΕΕ: Αλτίν (altin) = τουρκ. χρυσός]
4. Ο παράς αποτέλεσε τη βάση του νέου νομισματικού συστήματος. Η χρονολογία και ο τόπος κοπής του δεν μας είναι γνωστά.
5. Άλλο ασημένιο νόμισμα είναι το kurus (γρόσι), το οποίο κόπηκε επί Σουλεϊμάν Β΄ (1687-1691). Μεταξύ γροσιού και παρά υπάρχουν ενδιάμεσα αργυρά νομίσματα που είναι υποδιαιρέσεις του γροσιού ή πολλαπλάσια του παρά. Αυτά είναι το beslik (μπεσλίκι ή πεντάρι) ίσο με 5 παράδες , το onluk (ρούπι ή δεκάρι) ίσο με 10 παράδες , το onbeslik ίσο με 15 παράδες και το yirmilik (γιρμιλίκι) ίσο με 20 παράδες. Ακόμη κόπηκε και το zolta (ζολότα) των 30 παράδων. Το τούρκικο γρόσι (πιάστρο) κατά το τρίτο τέταρτο του 17ου αιώνα άρχισε να εκτυπώνεται κατά μίμηση του Ολλανδικού τάληρου. Στο νομισματικό αυτό σύστημα που διατηρήθηκε έως την μεταρρύθμιση του Abdoul Medjit, οι αναλογίες είναι: 1 γρόσι = 40 παράδες = 120 άσπρα. Πολλαπλάσια του γροσιού είναι το altmislik (εξηντάρι) των 60 παράδων, το ikilik (κιλίκι) των 80 παράδων και το ukluk (κατοστάρι) των 100 παράδων. Το βάρος και ο τίτλος τόσο στον παρά όσο και στο γρόσι είχαν μεταβολές.
Ασημένια
ζολότα αξίας 30 παράδων
του Μουσταφά Γ' (1757-1774)
Ασημένιο γρόσι αξίας 40 παράδων
του Μουσταφά Γ'
(1757-1774).
Γενικά, τα τουρκικά νομίσματα είτε χρυσά είτε αργυρά ήταν ανεικονικά, επειδή το κοράνι απαγορεύει την απεικόνιση παραστάσεων ζώων ή ανθρώπων. Έτσι οι διάφοροι τύποι τους φέρουν ρητά από το κοράνι καθώς και το όνομα του σουλτάνου και την χρονολογία κοπής του νομίσματος. Η αστάθεια του τούρκικου νομίσματος εντείνεται περισσότερο με τις κοπές διάφορων νομισματοκοπείων, οι οποίες δεν είχαν ούτε τον ίδιο τίτλο ούτε το ίδιο βάρος μεταξύ τους.
Η κύρια πηγή συσσώρευσης νομισμάτων στα ταμεία της τουρκικής αυτοκρατορίας ήταν η φορολογία των πληθυσμών. Αυτοί οι φόροι εισπράττονταν μόνο σε γερό νόμισμα ενώ στην αγορά κυκλοφορούσε κατ΄ εξοχήν πληθωριστικό χρήμα. Συνεπώς, έχουμε μια εκχρηματισμένη οικονομία που έχει σαν κύριο χαρακτηριστικό της τη νομισματική πολυμορφία και που το λογιστικό χρήμα συγχέεται με το πραγματικό ενώ το οθωμανικό με το ευρωπαϊκό σύστημα συνυπάρχουν στις συναλλαγές. Η μεγάλη ποικιλία νομισμάτων και η ελευθερία με την οποία κυκλοφορούσαν, σε σχέση με την άγνοια του πληθυσμού για την πραγματική ανταλλακτική αξία του καθενός ευνοούσε την κιβδηλεία και την κερδοσκοπία. Το νόμισμα καθ΄ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας γνώρισε αλλεπάλληλες διακυμάνσεις στην τιμή του. Η ανάπτυξη του εμπορίου φέρνει μεγάλες ποσότητες ευρωπαϊκού χρήματος στην Ανατολή όπου και προτιμάται λόγω της σταθερότητας της αξίας του.
Οι έμποροι έφερναν στην Ανατολή αλλοιωμένα στην πραγματικότητα νομίσματα πάνω στα οποία κερδοσκοπούσαν πουλώντας τα ως γνήσια. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι ότι το τουρκικό χρήμα καταντά με τον καιρό απλό λογιστικό νόμισμα, με το οποίο όμως γίνονται οι λογαριασμοί στις δοσοληψίες, αλλά η πληρωμή γίνεται με ευρωπαϊκό νόμισμα.
Η κοπή νομίσματος ήταν αποκλειστικό προνόμιο του σουλτάνου. Στα Επτάνησα την ευθύνη και τον έλεγχο της κοπής του νομίσματος είχε η γερουσία της Κέρκυρας. Ευρωπαϊκά γίνονται δεκτά τα τάληρα και από τα τα επίσημα νομίσματα στα οποία κατά κανόνα ορίζονται οι φόροι από την πύλη είναι :
· Για τα χρυσά, τα φλωριά (βενέτικα, μαντζάρικα, μισίρικα, σιερίφια, φουντουκλιά, μαχμουτιέδες).
· Για τα αργυρά, (το γρόσι, το μπεσλίκι, το γερμιλίκι), τα ρεάλια.
Από το 1566 περίπου άρχισε η διαρκής μείωση του ασημιού που περιείχαν τα τουρκικά ασημένια νομίσματα. Έτσι, ενώ ένα ακτσέ είχε σταθερή περιεκτικότητα ασημιού από το 1491 μέχρι το 1566, στα 1619 η περιεκτικότητά του μειώθηκε αρκετά. Αυτό συνέβη γιατί το κράτος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ρευστότητας της αγοράς. Οι συνεχείς υποτιμήσεις που ακολούθησαν τις δυσκολίες αυτές είχαν σαν συνέπεια οι επίσημες νομισματικές ισοτιμίες να ανατρέπονται γρήγορα στην αγορά και να κυκλοφορούν παράλληλα πολλά νοθευμένα και παραχαραγμένα νομίσματα. Στα 1641 από το Βεζίρη Μουσταφά Πασά έγινε σημαντική υποτί-μηση στο γρόσι από τα 120 στα 80 ακτσέ.
Για σημαντικό χρονικό διάστημα αποσύρθηκαν τα παλιά ακτσέ και μέχρι να κυκλοφορήσουν νέα από το νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη μικρής αξίας κερμάτων που προκάλεσε μεγάλη κρίση στην αγορά. Την έλλειψη του νομίσματος των καθημερινών δοσοληψιών τη συνοδεύει η πείνα που δεν ήταν συνέχεια της σιτοδείας του 1640 αλλά πείνα από την έλλειψη αγαθών στο παζάρι λόγω της απουσίας του μικρού νομίσματος. Από την πείνα και μέσα στην απελπισία των πολιτών παρουσιάστηκαν και ακραία φαινόμενα. Στη Λάρισα για παράδειγμα κάποιοι έπεσαν στο ποτάμι και άλλοι αλληλοσκοτώθηκαν. Αντιδράσεις σαν αυτές είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις του νομισματικού κενού, αποδεικνύοντας παράλληλα και τη διαχρονική ανά τους αιώνες σημασία της σταθερής νομισματικής πολιτικής, που έχει αντίκτυπο στην αλυσίδα της εργασίας, στον ανεπαρκή εφοδιασμό της αγοράς και επίσης στην ανεργία.
Το διαθέσιμο από το κράτος μεγάλης αξίας νόμισμα δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες των αμοιβών ούτε την απορρόφηση των προϊόντων. Στο διάστημα αυτό συναντάμε για πρώτη φορά τον φώλον (folis) σαν ονομασία κέρματος ελάχιστης αξίας. Είναι πιθανό πάντως να προϋπήρχε ενδοεκκλησιαστικό νόμισμα με την ίδια ονομασία κατά τα Βυζαντινά χρόνια που αργότερα ονομάστηκε φώλα και μάρκα. Πιθανόν η εισαγωγή του φώλου να έγινε στα τελευταία χρόνια πριν την πτώση του Βυζαντίου όταν πάλι παρουσιάστηκε έντονη έλλειψη μικρής αξίας νομισμάτων ή στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κατάκτησης πιθανόν για να μη κυκλοφορεί αλλόθρησκο χρήμα στις εκκλησίες.
Έτσι σιγά σιγά έγινε θεσμός που διατηρήθηκε ακόμα και ως το 1940 σε μερικές εκκλησίες του νομού Δράμας. Φαίνεται πως ο θεσμός του φώλου ή φώλας υπήρχε σαν εκκλησιαστική απόδειξη αγοράς κεριών με αφετηρία πολύ παλαιότερα του 1641 από τα τελευταία χρόνια του Βυζαντινού κράτους που τα μικρά νομίσματα επίσης σπάνιζαν. Η εξήγηση αυτής της πρακτικής είναι απλή. Σε περιόδους έλλειψης νομίσματος δημιουργήθηκαν δυσκολίες στα εκκλησιαστικά ταμεία από το γεγονός ότι οι χριστιανοί ήταν πολύ δεμένοι με την εκκλησία τους και βρίσκονταν σε δύσκολη θέση όταν δεν είχαν τα απαραίτητα ψιλά για να αγοράσουν κεριά τις Κυριακές και τις εορτές καθώς και να προσφέρουν τον οβολό τους στο παγκάρι και τους δίσκους της ενορίας. Έτσι φαίνεται πως καθιερώθηκε ευρύτερα η έκδοση μικρών εκκλησιαστικών αποδείξεων για μεγαλύτερη ασφάλεια και ευκολία μεταλλικών δίσκων που αντιπροσώπευαν την αξία ενός ή δύο κεριών. Με αυτό τον απλό τρόπο ο κάθε χριστιανός μπορούσε να ανταλλάξει ένα μεγαλύτερης αξίας νόμισμα με πολλές αποδείξεις κεριών αγοράζοντας προκαταβολικά τα κεριά που έκανε χρήση για ένα χρονικό διάστημα. Έτσι χωρίς στην ουσία η εκκλησία να το επιδιώκει, αυτές οι αποδείξεις κεριών έγιναν ένα είδος εκκλησιαστικού νομίσματος που άρχισε να καλύπτει και εξωεκκλησιαστικές μικρές ανάγκες αφού είχε αντίκρισμα σε ένα πραγματικό αγαθό, το κερί, που με τη σειρά του είχε μια δεδομένη αξία.
Ο συνδυασμός της έλλειψης νομισμάτων μικρής αξίας εξαιτίας αλλεπάλληλων εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων των Οθωμανών καθώς και της νομοθετικής αλλαγής έδωσε τη δυνατότητα στις κοινότητες της Καβάλας, της Θάσου και άλλων περιοχών της αυτοκρατορίας που υπήρχαν οργανωμένες ελληνικές κοινότητες, να εκδώσουν τοπικής χρήσης νομίσματα, φαινόμενο και πάλι εκ΄ πρώτης όψεως παράδοξο. Η έκδοση δηλαδή νομισμάτων από φορέα που δεν ήταν η κεντρική τράπεζα ή το υπουργείο των οικονομικών με τα νομισματοκοπεία του και αναλογιζόμενοι παράλληλα πόσο σκληρός ήταν ο τουρκικός νόμος περί κιβδηλείας και παραχάραξης του 1858.
Ο άτυπος θεσμός της εκκλησιαστικής φώλας του 1880 είχε παράδοση αιώνων και ήταν γνωστός στους Τούρκους ως μια αρχαία εκκλησιαστική παράδοση των ραγιάδων. Αυτός είναι ο λόγος που οι δημογεροντίες μπόρεσαν χωρίς διώξεις να προχωρήσουν στις δικές τους "νομισματικές" εκδόσεις οι οποίες άλλωστε είχαν πάντα την εκκλησιαστική σφραγίδα αποτυπωμένη. Θα πρέπει πάντως να αναφέρουμε πως τοπικά νομίσματα εκδόθηκαν και από τους Αρμένιους και τους Εβραίους στα λίγα μέρη που είχαν οργανωμένες κοινότητες με συμπαγή πληθυσμό.
Ο οικονομικός μαρασμός της τουρκικής αυτοκρατορίας αποδίδεται στον εσωτερικό αποθησαυρισμό. Όλοι οι αξιωματικοί της πύλης κι αυτός ο ίδιος ο σουλτάνος με το πάθος τους για συσσώρευση πλούτου συντελούν στην πτώχευση της αυτοκρατορίας. Ο αποθησαυρισμός συντελείται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Δεν αποταμιεύει βέβαια κανείς γρόσια ή παράδες αλλά κυρίως γερά νομίσματα. Ανάλογα φυσικά με την κοινωνική τάξη είναι και η ποικιλία των νομισμάτων που κατέχει ένα άτομο.
Εντυπωσιακό παράδειγμα που αξίζει να αναφέρουμε είναι ο θησαυρός του αλί πασά όπως βρέθηκε μετά τον θάνατο του. Βρέθηκαν λοιπόν: 1.000.000 φλωριά βενετσιάνικα, 800.000 μαντζάρικα, 800.000 κωνσταντινοπολίτικα, 500.000 αιγυπτιακά, 500.000 τουνέζικα, 400.000 μαχμουτιέδες, 500.000 ρουμπιέδες, 1.000.000 τάλιρα κολονάτα, 400.000 τάληρα (thaler) αυστριακά Μαρίας Θηρεσίας, 1.000.000 metallikes en argent, 16.000 ντουμπλόνια. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι σε σύνολο 6.916.000 νομισμάτων τη συντριπτική υπεροχή έχουν και εδώ τα διάφορα χρυσά νομίσματα έναντι των ασημένιων.
Τάληρο (thaler) Μαρίας Θηρεσίας
Αυστρο-Ουγγαρία 1780
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish