Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Η Αλβανία υπό Οθωμανική κυριαρχία


Κεφάλαιο 5

Μέρος β΄ Η Αλβανία υπό Οθωμανική κυριαρχία

Με την εκκένωση του Δυρραχίου από τους Ενετούς το 1501 και την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Αλβανίας. Βεβαίως, η αντίσταση του πληθυσμού στην οθωμανική αυτοκρατορία, με την κατά καιρούς υποστήριξη του Βασιλείου της Νεαπόλεως ή της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, συνεχίστηκε, ιδίως στις ορεινές και δύσβατες περιοχές, όπου οι τοπικοί φύλαρχοι δημιουργούσαν διάφορα εμπόδια στους κατακτητές, όπως για παράδειγμα στην κατασκευή δρόμων, υποψιαζόμενοι ότι θα έφερναν πιο εύκολα, όχι μόνον τους Οθωμανούς στρατιώτες, αλλά και τους εισπράκτορες των φόρων.
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο να παρουσιαστούν ορισμένα στοιχεία του οθωμανικού κρατικού συστήματος και κυρίως των πρακτικών που εφαρμόζονταν στους υπόδουλους μη-μουσουλμανικούς λαούς.
Ο Σουλτάνος, ο απόλυτος και υπέρτατος άρχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θεωρούσε τον εαυτό του εκπρόσωπο του Θεού στην Γη, πνευματικό ηγέτη μιας  θεοκρατικής κοινωνίας και όχι ενός εθνικού κράτους, βασικός στόχος του οποίου ήταν η διάδοση του Ισλάμ. Σύμφωνα με βασική αρχή του ισλαμισμού ο κόσμος διαιρείτο σε σε δύο τμήματα: Στην επικράτεια του Ισλάμ (Dar el Islam) και στην επικράτεια των απίστων (Dar el Harb). Ο ιερός πόλεμος εναντίον των απίστων, το τζιχάντ (jihad), για την συνεχή επέκταση της επικράτειας του Ισλάμ αποτελεί, μαζί με το καθήκον της καθημερινής προσευχής, την ουσία της μωαμεθανικής θρησκείας. Αυτός ο πόλεμος πρέπει να συνεχίζεται διαρκώς μέχρι την πλήρη εξολόθρευσή τους και μόνον τα γυναικόπαιδα και οι γέροντες εξαιρούνται από την σφαγή, ενώ οι περιουσίες τους περιέρχονται στους πιστούς. Ο μοναδικός τρόπος για να αποφύγουν οι άπιστοι αυτές τις συνέπειες ήταν να ζητήσουν, πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, των έλεος των μουσουλμάνων και να δεχθούν να γίνουν φόρου υποτελείς κάτω από την προστασία του μουσουλμάνου ηγεμόνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η δυνατότητα δεν παρεχόταν σε όλους τους απίστους. Οι ειδωλολάτρες έπρεπε να διαλέξουν ανάμεσα στην σφαγή και τον εξισλαμισμό. Μόνον οι οπαδοί θρησκειών που βασίζονται σε «Άγιες Γραφές» (Χριστιανοί, Ιουδαίοι και αργότερα Ζωροαστριστές) είχαν την δυνατότητα να σώσουν την ζωή τους χωρίς να ασπαστούν τον ισλαμισμό. Η διάκριση αυτή εφαρμόσθηκε αρχικά από τον ίδιο τον ιδρυτή του Μωαμεθανισμού κατά την περίοδο των κατακτήσεών του όταν διαπιστώθηκε η πρακτική αδυναμία να σφαγούν ή να εξανδραποδιστούν συμπαγείς χριστιανικοί, εβραϊκοί και ζωροαστρικοί πληθυσμοί.378 Οι «λαοί της Βίβλου» που περιήλθαν στην επικράτεια του Ισλάμ μπορούσαν να συνάψουν ένα είδος συνθήκης με τους μουσουλμάνους κατακτητές, με την οποία εξαγόραζαν την ζωή τους έναντι εκπλήρωσης ποικίλων υποχρεώσεων, η βασικότερη από τις οποίες ήταν η καταβολή του φόρου υποτελείας. Από την αραβική λέξη για την συνθήκη (djimma), έγιναν γνωστοί ως «τζιμμήδες».379
Συνοπτικά λοιπόν, μετά την υποταγή τους, οι μη μουσουλμάνοι, θεωρούμενοι ως  υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, πλήρωναν φόρους υποτελείας, τον κεφαλικό (τουρκ. cizye - τζιζιγιέ) και τον έγγειο φόρο (τουρκ. haraç - χαράτς), ενώ οι πιστοί θεωρητικά πλήρωναν μόνον το ένα δέκατο του εισοδήματός τους ως ελεημοσύνη υπέρ της ισλαμικής κοινότητας.  Στα ώριμα χρόνια της αυτοκρατορίας, κυρίως όμως όταν άρχισε η παρακμή της, η ανυπαρξία διοικητικού μηχανισμού στο αχανές οθωμανικό κράτος έκανε αναγκαία την αποδοχή στοιχειωδών αυτοδιοικητικών παραχωρήσεων προς τους κατακτημένους λαούς. Παράλληλα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι βίαιοι εξισλαμισμοί σταδιακά ατόνησαν για καθαρά πρακτικούς λόγους (ανάγκη είσπραξης φόρων). 
Βεβαίως η εκούσια προσχώρηση των απίστων στο Ισλάμ επιτρεπόταν πάντα και υπήρξαν αρκετοί που επεδίωξαν να αναρριχηθούν κοινωνικά με την ένταξή τους στο κυρίαρχο στρώμα της αυτοκρατορίας. Επί πλέον, από την εποχή του Μουράτ Ι (1361-1389), άρχισε να εφαρμόζεται ο φρικτός θεσμός του Παιδομαζώματος (devşirme), του Φόρου του αίματος, με την αρπαγή παιδιών ηλικίας συνήθως 10-15 ετών Χριστιανικών οικογενειών από τις βαλκανικές χώρες, τα οποία εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν, αναλόγως των προσόντων τους, είτε ως στρατιωτικοί στα διαβόητα τάγματα των Γενιτσάρων είτε ως ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι.
Στις αρχές του 17ου αιώνα πολλοί Αλβανοί προσήλυτοι στον ισλαμισμό μετανάστευσαν σε άλλες περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας και σταδιοδρόμησαν με μεγάλη επιτυχία τόσο στην οθωμανική Διοίκηση, όσο και στον Στρατό. Ορισμένοι μάλιστα κατέλαβαν ύψιστα αξιώματα της αυτοκρατορίας. Περίπου τριάντα Αλβανοί ανήλθαν στο ύπατο αξίωμα του Μέγα Βεζύρη (κάτι αντίστοιχο με το αξίωμα του Πρωθυπουργού στις ευρωπαϊκές Μοναρχίες του 18ου και 19ου αιώνα), από το οποίο μπορούσε να εκπέσει και να αντικατασταθεί μόνον μετά από απόφαση του ίδιου του Σουλτάνου. Χαρακτηριστική είναι η πορεία της οικογένειας Κυπριλιώτη ή Κιοπρουλού (αλβαν. Kypriljoti – τουρκ. Köprülü), η οποία στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα ανέδειξε επτά μέλη της στο ύπατο αξίωμα, που καταπολέμησαν την διαφθορά, ενίσχυσαν πρόσκαιρα τον έλεγχο της ολοένα εξασθενούσας κεντρικής κυβέρνησης απέναντι στους καταπιεστικούς και αρπακτικούς τοπικούς μπέηδες, ενώ είχαν και αρκετές σημαντικές στρατιωτικές  επιτυχίες. Είναι η περίφημη Εποχή των Κιοπρουλού (Köprülü era – τουρκ. Köprülüler Devri, 1656–1710), η οποία εγκαινιάσθηκε με την άνοδο στο αξίωμα του Μέγα Βεζύρη του Μεχμέτ Κιοπρουλού (Mehmed Köprülü, 1656–1661), που διαδέχθηκε ο ικανότατος γιος του, Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλού (Fazıl Ahmed Köprülü, 1661–1676), ο οποίος απέσπασε την Κρήτη από τους Ενετούς (1699).
Μετά τον θάνατό του θα τον διαδεχθεί ο Καρά Μουσταφά Πασάς (Kara Mustafa Pasha, 1676–1683) τουρκικής καταγωγής υιοθετημένο τέκνο της οικογενείας, ο οποίος είχε νυμφευθεί την αδελφή του Φαζίλ Αχμέτ.  Ο Καρά Μουσταφά επικεφαλής μιας πολυάριθμης οθωμανικής στρατιάς 100.000 πολεμιστών θα ξεκινήσει την περίφημη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης (μέσα Ιουλίου – μέσα Σεπτεμβρίου 1683), στην οποία κρίθηκε η τύχη όχι μόνον της κεντρικής Ευρώπης, αλλά και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η αποτυχία του οθωμανικού στρατού να αλώσει την πόλη και η συντριπτική ήττα του από τους Αυστριακούς και τους συμμάχους τους Πολωνούς (υπό την ηγεσία του Πολωνού βασιλιά Ιωάννου Σομπιέσκι), σηματοδότησε την έναρξη μιας αργόσυρτης πορείας παρακμής των Οθωμανών, που θα λήξει με την διάλυση της αυτοκρατορίας τους μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ήττα του Καρά Μουσταφά θα του κοστίσει όχι μόνον την θέση του, αλλά και την ίδια την ζωή του. Στις 25 Δεκεμβρίου 1683, εκτελέσθηκε στο Βελιγράδι με τον παραδοσιακό στραγγαλισμό  με μεταξωτό σχοινί που επεβάλετο σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
 Ένα ακόμη μέλος της οικογενείας, ο Αμπχάζιος Αμπαζά Σιγιαβούς Πασάς (Αbaza Siyavuş), ο οποίος είχε νυμφευθεί μια άλλη θυγατέρα του πατριάρχη της οικογενείας Μεχμέτ Κιοπρουλού, θήτευσε για σύντομο χρονικό διάστημα (18 Σεπτεμβρίου 1687 – 23 Φεβρουαρίου 1688) στο αξίωμα του Μεγάλου Βεζύρη για να δολοφονηθεί από στασιαστές γενίτσαρους. Τον επόμενο χρόνο (1689) κατέλαβε το αξίωμα του Μεγάλου Βεζύρη ο νεώτερος αδελφός του προαναφερθέντος Φαζίλ Αχμέτ Κιοπρουλού, ο δραστήριος Φαζίλ Μουσταφά (Fazıl Mustafa Köprülü, 10.11.1689 - 19.8.1691), ο οποίος όμως θα χάσει την ζωή του στο πεδίο της μάχης πολεμώντας τους Αυστριακούς στην περιοχή της Βοϊβοδίνας (Σερβία).
Λίγα χρόνια αργότερα, ο ανιψιός του Μεχμέτ Κιοπρουλού, ο Αμτζαζαντέ (τουρκ. ανιψιός) Κιοπρουλού  Χουσεΐν Πασάς (Amcazade Köprülü Hüseyin Pasha) θα αναδειχθεί Μέγας Βεζύρης και θα παραμείνει στο αξίωμα από τον Σεπτέμβριο του 1697 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1702. Ανέλαβε το αξίωμα μετά από την διαβεβαίωση του Σουλτάνου Μουσταφά ΙΙ (1695-1703) ότι θα είναι ελεύθερος να διαχειριστεί τις τύχες της αυτοκρατορίας και να επιβάλει τις μεταρρυθμίσεις που θα έκρινε ως απαραίτητες. Παρά τις αξιόλογες προσπάθειες που κατέβαλε για την αναζοωγόνηση της οικονομίας και την ανασυγκρότηση του στρατού και του ναυτικού, τελικώς θα υποχρεωθεί να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στα κτήματά του, όπου, πριν τελειώσει η χρονιά, θα αποβιώσει.
Ο τελευταίος της οικογενείας Κιοπρουλού που θα καταλάβει το αξίωμα του Μέγα Βεζύρη ήταν ο Κιοπρουλού Νουμάν Πασάς (Köprülü Numan Pasha), ο οποίος ανέλαβε να διαχειριστεί την ιδιαίτερα κρίσιμη στρατιωτική και διπλωματική κατάσταση  που δημιουργήθηκε στην τελευταία φάση του πολέμου μεταξύ  Σουηδίας και Ρωσσίας με την είσοδο των στρατευμάτων του Καρόλου ΧΙΙ της Σουηδίας σε οθωμανικά εδάφη, μετά την ταπεινωτικά ήττα του από τον Μέγα Πέτρο στην μάχη της Πολτάβας (1709). Ο Νουμάν θα αποτύχει να αποτρέψει τον Ρωσσο-Τουρκικό πόλεμο (1710-1711) και θα απομακρυνθεί από το αξίωμά του, μετά από θητεία δύο μηνών και δύο ημερών (16 Ιουνίου 1710-17 Αυγούστου 1710). Θα υπηρετήσει επιτυχώς την Οθωμανική αυτοκρατορία σε σημαντικές στρατιωτικές αποστολές και τελικώς θα τοποθετηθεί κυβερνήτης της Κρήτης το 1719 όπου, λίγο μετά την άφιξή του στο Ηράκλειο, θα αποβιώσει. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε και τον Κιοπρουλού Αμπντουλλάχ Πασά (Köprülü Abdullah Paşa), ο οποίος διακρίθηκε ως στρατιωτικός ηγέτης στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα επί Σουλτάνου Αχμέτ ΙΙΙ (Ahmed III, 1703–1730) και ιδιαίτερα ως επικεφαλής των οθωμανικών στρατευμάτων στις αλλεπάλληλες Τουρκο-Περσικές συγκρούσεις μεταξύ 1724-1735 για τον έλεγχο της περιοχής. Θα πέσει στο πεδίο της μάχης το 1735.
Οι Οθωμανοί διαίρεσαν τις αλβανικές περιοχές σε έναν αριθμό διοικητικών μονάδων, τα βιλαέτια (βλ. υποσημείωση σελ. 167). Παρά το γεγονός ότι οι οθωμανικές αρχές δεν επεδίωξαν συστηματικό εξισλαμισμό, εν τούτοις, στην διάρκεια του 17ου και 18ου αιώνα, οικονομικές πιέσεις και εξαναγκασμοί είχαν ως αποτέλεσμα τον εκμουσουλμανισμό των δύο τρίτων του αλβανικού πληθυσμού που ήταν εγκαταστημένος στην αυτοκρατορία. Από την άλλη μεριά, υπήρξε προσπάθεια στοχευμένου προσηλυτισμού στους Ρωμαιοκαθολικούς Αλβανούς του Βορρά και στην συνέχεια στον ορθόδοξο πληθυσμό του Νότου. Ένα από τα πλέον αποτελεσματικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η υπέρμετρη αύξηση των φόρων, ιδιαίτερα του έγγειου φόρου (χαράτσι), ώστε η αλλαξοπιστία να καταστεί οικονομικά συμφέρουσα. Στην διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων που ακολούθησαν την συντριβή των οθωμανικών δυνάμεων στην β΄ πολιορκία της Βιέννης (1683), οι Σέρβοι εξεγέρθηκαν εναντίον των Οθωμανών, γεγονός που προκάλεσε τα αντίποινα του Πασά του Ιπεκίου* (Peč), ο οποίος προέβη σε μαζικούς εξισλαμισμούς των χριστιανών της περιοχής. Το 1690 ο Σέρβος Πατριάρχης Αρσένιος Γ΄ (Arsenije Čarnojević), επικεφαλής 37.000 χριστιανικών οικογενειών εγκατέλειψαν την περιοχή για να αποφύγουν τον εξισλαμισμό και κατέφυγαν στην Ουγγαρία, την οποία πρόσφατα είχαν απελευθερώσει από τους Οθωμανούς οι αυστριακές δυνάμεις.380
______________________________________
(*) Το Ιπέκιον (σερβ. Peč=φούρνος, λατιν. Pescium, ελλην. Επίσκιον, τουρκ. Ipek, αλβαν. Peja) ορίστηκε ως έδρα του Σερβικού Πατριαρχείου επί Στεφάνου Ντουσάν το 1346 και παρέμεινε μέχρι το 1766 οπότε καταργήθηκε και μεταφέρθηκε στο Βελιγράδι. Σήμερα ανήκει διοικητικά στο Κοσσυφοπέδιο (Kosovo) και βρίσκεται περίπου 70 χλμ. δυτικά της Πριστίνα.

            Το κενό έσπευσαν να καλύψουν μουσουλμάνοι Αλβανοί μπέηδες από τις ορεινές άγονες περιοχές, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις εύφορες πεδινές εκτάσεις του Κοσσυφοπεδίου αλλοιώνοντας την πληθυσμιακή σύνθεση της περιοχής.
Στα μέσα του 16ου αιώνα μια μυστικιστική μουσουλμανική αίρεση, οι Μπεκτασήδες δερβίσηδες, άρχισε να εξαπλώνεται στις αλβανικές περιοχές αργά, ειρηνικά και χωρίς αντιδράσεις από τις οθωμανικές αρχές. Οι κήρυκες της αίρεσης έφθαναν σε μια περιοχή σε μικρές ομάδες, συνήθως τρία άτομα, έναν Μπαμπά και δύο δερβίσηδες. Οι Μπεκτασήδες αποτελούσαν ένα επαιτικό τάγμα δερβίσηδων, διαπνεόμενο από τις αρχές του Σουφισμού, που σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε στην Μ. Ασία στα τέλη του 13ου αιώνα. Ο Μπεκτασισμός έγινε η επίσημη θρησκεία των Γενιτσάρων στα τέλη του 16ου αιώνα. Περιείχε κατά βάση πανθεϊστικές δοξασίες, στοιχεία της προϊσλαμικής θρησκείας των Τούρκων και πρέσβευε ότι ο Θεός ενυπάρχει στον άνθρωπο, αλλά και στη φύση, καθώς και στα ζώα και ως σιϊτική αίρεση αμφισβητούσε την σουνιτική οθωμανική εξουσία, ενώ κήρυττε την ανεκτικότητα προς τις άλλες θρησκείες. Στις τελετουργίες έπαιρναν μέρος και γυναίκες ακάλυπτες, σε ισότιμη θέση με τους άνδρες και σ’ αυτές οι πιστοί χρησιμοποιούσαν κρασί, σε αντίθεση με την απαγόρευση του Κορανίου. 381
Οι Μπεκτασήδες συνεργάζονταν τόσο με  τους Καθολικούς του Βορρά, όσο και τους Ορθοδόξους χριστιανούς του Νότου και βαθμιαία αναδείχθηκαν στην μεγαλύτερη θρησκευτική ομάδα της νότιας Αλβανίας, ιδίως μετά την βίαιη διάλυση των γενιτσαρικών ταγμάτων το 1826 από τον Σουλτάνο Μαχμούτ ΙΙ (Mahmud II, 1808-1839).  Οι ηγέτες των Μπεκτασήδων θα διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στο αλβανικό εθνικό κίνημα των τελών του 19ου αιώνα και ήσαν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για την παραδοσιακή θρησκευτική ανοχή των Αλβανών σε θρησκευτικές διαφορές.
Στις ορεινές περιοχές βορείως του ποταμού Γενούσου (Shkumbin), οι Γκέγκηδες (Gheg) κτηνοτρόφοι διατήρησαν την αυτοδιοικούμενη πατριαρχική κοινωνία τους, αποτελούμενη από «φάρες» (πατριές) επί αιώνες. Μια ευρύτερη ομάδα, αποτελούμενη από διάφορες φάρες, ονομαζόταν μπαϊράκι (=λάβαρο, σημαία), ένα είδος πολιτικής ένωσης, με επικεφαλής τον κληρονομικό Μπαϊρακτάρη (=σημαιοφόρος). Από αυτές τις ανυπότακτες φυλές του Βορρά ήταν πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να εισπραχθούν φόροι από τους Οθωμανούς κατακτητές λόγω του δυσπρόσιτων ορεινών εδαφών, αλλά και των επίφοβων ορεσίβιων και πολεμοχαρών κατοίκων τους. Ορισμένες από από αυτές τις βουνίσιες φυλές κατάφεραν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους σε όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής της χώρας, πολεμώντας σχεδόν αδιάκοπα τους Οθωμανούς, οι οποίοι προφανώς ουδέποτε  θεώρησαν ότι άξιζε τον κόπο να τους υποτάξουν. Ακόμη και σήμερα, αυτοί οι Γκέγκηδες φύλαρχοι ασκούν τα πατριαρχικά τους καθήκοντα, κανονίζοντας γάμους, διαμεσολαβώντας σε διενέξεις, ορίζοντας τιμωρίες και ποινές. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι ορεσίβιες φυλές της βόρειας Αλβανίας δεν αναγνωρίζουν άλλη νομοθεσίας εκτός από τον Νόμο (Kanun) του Λέκα (Λεκ Ντουκατζίνι 1410-1481, βλ. παραπάνω σελ. 169). Οι κανόνες του ρύθμιζαν μια ποικιλία ζητημάτων και κυρίως το ευαίσθητο θέμα της αιματηρής αντεκδίκησης (βεντέτα). Μέχρι την δεκαετία του 1930 ο Κανούν ήταν ευρύτατα διαδεδομένος σε ολόκληρη την Αλβανία και αποτελούσε την μοναδική πηγή Δικαίου.
Στα νότια του ποταμού Γενούσου ήσαν εγκατεστημένοι οι Τόσκηδες (Tosk), χριστιανοί ορθόδοξοι και ελληνικής καταγωγής στην πλειονότητά τους, που είχαν αλβανοφωνήσει, οι οποίοι την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης είχαν ήδη εγκαταλείψει το φυλετικό σύστημα των πατριών και είχαν υιοθετήσει την κοινωνική οργάνωση με βάση τον τόπο κατοικίας (κοινότητα).
Αποτελούσαν έναν μεγάλο όγκο ακτημόνων χωρικών που ζούσαν κάτω από συνθήκες εσχάτης φτώχιας. Και στις περιοχές αυτές υπήρχαν ορεινά χωριά Τόσκηδων, τα οποία διατήρησαν την ανεξαρτησία τους και συχνά κατάφερναν να αποφύγουν την πληρωμή των φόρων. Αντίθετα οι Τόσκηδες των πεδινών περιοχών ήταν εύκολο να ελεγχθούν από τους Οθωμανούς.
Σε αυτές τις πεδινές εκτάσεις οι Οθωμανοί εγκατέστησαν ένα σύστημα στρατιωτικών φέουδων (τιμάρια), τα οποία ο Σουλτάνους παραχωρούσε δια βίου σε διακριθέντες πολεμιστές στο πεδίο των μαχών και οι οποίοι στην συνέχεια είχαν την υποχρέωση να παρέχουν στον οθωμανικό στρατό έναν αριθμό πεζών και ιππέων όταν υπήρχε ανάγκη. Μετά τον θάνατο του δικαιούχου το τιμάριο επέστρεφε στην ιδιοκτησία του Σουλτάνου. Το σύστημα αυτό βαθμιαία ατόνησε και τα τιμάρια έγιναν πλέον κληρονομικές ιδιοκτησίες πανίσχυρων οικονομικά και πολιτικά οικογενειών, οι οποίες απομυζούσαν τις προσόδους τόσο από τους χριστιανούς κολλήγους τους, όσο και τους μουσουλμάνους μισθωτές των εκτάσεών τους. Αυτοί οι μπέηδες, όπως και οι φύλαρχοι του Βορρά, αναδείχθηκαν βαθμιαία σε ημιανεξάρτητους κυβερνήτες των επαρχιών τους, καθώς το οθωμανικό κράτος συνέχιζε να παρακμάζει με γοργούς ρυθμούς. Διατηρούσαν προσωπικούς στρατούς και συχνά πολεμούσαν μεταξύ τους για την απόκτηση περισσοτέρων εκτάσεων και για να αυξήσουν την ισχύ και εξουσία τους. Η κεντρική οθωμανική εξουσία, η Υψηλή Πύλη, όπως ήταν γνωστή, αδυνατώντας να επέμβη ουσιαστικά και φοβούμενη το ενδεχόμενο συνασπισμού τους και γενικευμένης ανταρσίας, προτιμούσε να ασκεί μια πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» ώστε να υπάρχει έστω κάποιος τυπικός έλεγχος, αλλά αυτή η πολιτική είχε πενιχρά αποτελέσματα.
Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης στις αλβανικές περιοχές θα εμφανισθούν τους επόμενους (18ο και 19ο) αιώνες. 

Σημειώσεις
378.         Ιστορία Ελληνικού Έθνους (Ι.Ε.Ε.), ό. π. τομ. Ι΄ σελ. 39-40
379.         Ι.Ε.Ε. ό.π. σελ. 40
380.     Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου: Οι Βαλκανικοί λαοί -Εκδόσεις «Βάνιας» Θεσσαλονίκη 2000 σελ. 50
381.   Για τους Μπεκτασήδες, εκτός από το κλασσικό έργο του  Βλαδίμηρου Μιρμίρογλου: Οι Δερβίσσαι, Εκδόσεις «Εκάτη» 2001, στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα εξής έργα: Ίντρις Σαχ: Οι διδασκαλίες των σούφι, Εκδόσεις «Πύρινος Κόσμος», Ρέϋνολντ Νίκολσον: Οι μυστικοί των σούφι, Εκδόσεις «Πύρινος Κόσμος», Shavkh Fadhlalla Haeri: Ο δρόμος των σούφι, Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη Νέας Εποχής», Andrew Wheatcroft: Οι Οθωμανοί, Εκδόσεις «Νέα Σύνορα» 1994


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish