Η
νεοταξική εθνοαποδομητική προπαγάνδα
και
οι πρόθυμοι φορείς της
Είδα
τυχαία προ ημερών ένα βιντεάκι στο γνωστό Youtube
(https://www.youtube.com/watch?v=V3Z169TJhHU) από μια εκδήλωση-βιβλιοπαρουσίαση
στην Βέροια. Ομολογώ ότι με εξέπληξαν αρνητικά τα όσα ανυπόστατα, ανεύθυνα και
περίεργα ακούστηκαν εκεί και μάλιστα από χείλη επιστημόνων, που όφειλαν να
γνωρίζουν τις τρέχουσες αντιλήψεις της επιστημονικής κοινότητας.
Με
λύπη μου διαπίστωσα ότι τα όσα ισχυρίστηκε ένας ομιλητής, που όπως
πληροφορήθηκα είναι καθηγητής Κοινωνικής Λαογραφίας του
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, όχι μόνον δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα,
αλλά θύμισαν έντονα τις παρωχημένες απόψεις και ιδεολογήματα που διακινούνται
από συγκεκριμένα κέντρα μεταξύ ορισμένων γνωστών και μη εξαιρετέων πανεπιστημιακών
κύκλων.
Οι
απόψεις του περί «ταυτοτήτων» όχι μόνον δεν συνάδουν με την επιστημονική
αντικειμενικότητα και δεοντολογία, αλλά αποτελούν ένα ακόμη κουραστικό αναμάσημα
των νεοταξικών, εθνοαποδομητικών ιδεολογημάτων των προπαγανδιστών της
παγκοσμιοποίησης, που κατά κόρον «λουστήκαμε» τα τελευταία χρόνια από τις
διάφορες Κουλουρορεπούσηδες, Δραγωνοφραγκουδάκηδες και τους γνωστούς
εθνομηδενιστικούς κύκλους, που λυμαίνονται τον χώρο των ελληνικών πανεπιστημίων
και μονοπωλούν την δημοσιότητα χωρίς αντίλογο.
Ισχυρίστηκε
λοιπόν ο εν λόγω ότι στο ζήτημα των «ταυτοτήτων» υπάρχουν δύο επιστημονικές
προσεγγίσεις: Η «ουσιοκρατική» που υποστηρίζει ότι η ταυτότητα είναι μια ουσία
πέρα από τον χρόνο, πέρα από την ιστορία και προσδιορίζεται από τα βιολογικά
χαρακτηριστικά, επεξηγώντας: «από το αίμα για παράδειγμα, ένα στερεότυπο σ’
αυτήν την προσέγγιση» (μια υπεραπλούστευση προφανώς δικής του έμπνευσης) και
την οποία έσπευσε να κατακεραυνώσει ως «μια αντίληψη που συνδέεται στενά με τον
ρατσισμό (!), συνδέεται στενά με τον ακραίο εθνικισμό (;) και οδηγεί στα γνωστά ναζιστικά δόγματα (;)»
και η «θεωρία της κατασκευής», που υποστηρίζει ότι οι ταυτότητες «ούτε αιώνιες,
ούτε α-ιστορικές είναι, αλλά κατασκευάζονται, συγκροτούνται ιστορικά, είναι
ρευστές, αλλάζουν και γι’ αυτό είναι αντικείμενα διαχείρισης (sic), ο κόσμος τις διαχειρίζεται και ατομικά και
συλλογικά (!)».
Επί
πλέον, υποστήριξε και άλλες αμφιλεγόμενες απόψεις, όπως το ότι όταν
αναρωτιόμαστε «ποιοι είμαστε» δεν πρέπει «να πέφτουμε στην παγίδα» και να το
συνδέουμε με την καταγωγή, «λες και αυτό
προέχει για να καταλάβουμε το ποιοι είμαστε» (!), που το ανασκεύασε αμέσως
διορθώνοντας: «βέβαια, έχει σημασία να ξέρουμε από πού καταγόμαστε», ανακάλυψε
ότι «οι άνθρωποι επικοινωνούν, αλληλεπιδρούν, οι κοινωνίες επικοινωνούν,
αλληλεπιδρούν, οι κοινωνίες αλλάζουν, έρχονται σε επαφή, πολλά μικρά σύνολα
αφομοιώνονται από μεγαλύτερα, όταν προκύπτουν κράτη οι κυρίαρχες εθνικές ομάδες
επιβάλλονται σε μικρότερες εθνοτικές ομάδες και αυτό σημαίνει ότι οι ταυτότητες
αλλάζουν», για να συμπεράνει αυτάρεσκα: «άρα είναι ιστορικά φαινόμενα, δεν
είναι βιολογικά φαινόμενα».
Στην
συνέχεια αναλώθηκε σε περισπούδαστες, αλλά φευ, μακράν της πραγματικότητος,
αναλύσεις περί εθνοτικών ομάδων, Βλάχων, Σαρακατσάνων, Αρβανιτών, Ντόπιων
Μακεδόνων «που μαζί με τους Γραικούς (;) συγκροτήσαν το νεοελληνικό έθνος»!
Ακολούθησαν
οι πολυφορεμένες αμπελοφιλοσοφίες περί «διαφορετικότητας», περί «τοπικότητας»
και «ποικιλότητας» που πρέπει να διαφυλαχθεί, περί Ισοκράτη κλπ, κλπ, που μας πιπιλίζουν τακτικότατα ad nauseam
οι
κάθε κατηγορίας και επιπέδου πολιτικάντηδες, αλλά και συστημικοί δημοσιογράφοι,
κοινωνιολόγοι, καθηγητάδες και τηλεσχολιαστές.
Όσο
για τα λεχθέντα σχετικά με αυτοχθονισμούς και το «μακεδονικό», όπου κάποιοι
(ποιοι;) υποστηρίζουν ότι εμείς (ποιοι;) είμαστε αρχαιότεροι εδώ και όλοι οι
άλλοι (ποιοι;) πρέπει να φύγουν, τα αφήνω ασχολίαστα λόγω έλλειψης χώρου, αλλά
θα επανέλθω.
Σ’
αυτόν τον θλιβερό «αχταρμά» (για να χρησιμοποιήσω μια πολυπολιτισμική και
ελπίζω πολιτικά ορθή έκφραση), προϊόν ενός απλοϊκού μεταμοντέρνου αποδομισμού, όπου η Ιστορία, η Φυσική Ανθρωπολογία, η
Συγκριτική και Ιστορική Γλωσσολογία, η Εθνολογία, η Μοριακή Βιολογία ή η Γενετική πληθυσμών αγνοούνται συστηματικά,
ενώ προβάλλονται ψευδο-επιστημονικοί δογματισμοί της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας,
ενός κλάδου που ορισμένοι επιστημολόγοι τον κατατάσσουν στις guessing arts
(τέχνες
της μαντεψιάς), συγχέονται όροι και έννοιες, όπως εθνική ταυτότητα, πολιτιστική
ταυτότητα, εθνική συνείδηση, έθνος, τοπικός πληθυσμός, γλώσσα, διάλεκτος,
ιδίωμα κλπ, θα χρειαζόμουν σελίδες για μια συστηματική κριτική και στο
κάτω-κάτω ποιον ενδιαφέρουν οι απόψεις μου;
Θα
παραθέσω λοιπόν ως απάντηση ορισμένα αποσπάσματα από το κείμενο του κορυφαίου και
διεθνούς κύρους Έλληνα βυζαντινολόγου και ακαδημαϊκού Σπύρου Βρυώνη που
αναγνώσθηκε στην ημερίδα με θέμα «Ο Νέος
Ελληνισμός: Έννοια, περιεχόμενο, χρονικά όρια» που διοργάνωσε η Ακαδημία
Αθηνών, στις 19 Οκτωβρίου 2010.
«...Συχνά, οι κοινωνικές επιστήμες, ως
συνειδητές επιστημονικές ειδικότητες, δεν περιορίζονται στα όρια που θέτει η
έρευνα, αλλά ενδύονται ένα είδος προφητικού μανδύα. Οι επαγγελματίες κάθε μιας
από αυτές τις κοινωνικές επιστήμες συχνά διακηρύσσουν ότι διακονούν
«επιστήμες», που, όπως υποστηρίζουν στον ακαδημαϊκό κόσμο, η ειδικότητά τους
προσομοιάζει περισσότερο με τις φυσικές επιστήμες παρά με εκείνες της
φιλολογίας και των άλλων ανθρωπιστικών επιστημών. Έτσι, ο τελικός σκοπός των
περισσότερων κοινωνικών επιστημών είναι να επικυρώσουν και να καθορίσουν τους
νόμους που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό ισχυρίζονται
ότι μπορούν να προβλέψουν πώς θα συμπεριφερθούν υπό δεδομένες συνθήκες, όχι
μόνο τα άτομα, αλλά και μεγαλύτερες ομάδες, η οικογένεια, η φυλή, ή και ακόμα
μεγαλύτερες συσσωματώσεις. Επίσης, ο ρόλος των διακεκριμένων και προβεβλημένων
επαγγελματιών απολαμβάνει ένα είδος αναγνώρισης, ως αξιόπιστη πηγή και αυθεντία
για την ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. [...]
Με την αύξηση
των πληθυσμών, την πολυπλοκότητα των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, τις
απαιτήσεις της κοινωνίας, το «έθνος» και οι «εθνικισμοί» συχνά αναζητούν λύσεις
από τους κοινωνικούς επιστήμονες. [...] Όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, η αξία της πρακτικής γνώσης
είναι συγκεκριμένη και δύσκολα επιτρέπει
στους κοινωνιολόγους να ισχυρίζονται ότι ο κλάδος τους συνιστά μια «επιστήμη»
στα θέματα της θεωρίας και της ανάλυσης των εννοιών του «έθνους» και του
«εθνικισμού». Διότι, εδώ, αυτές οι ειδικότητες πρέπει να βασιστούν στην
ιστορία, ενώ οι θεωρίες τους δεν μπορούν να γενικευτούν σε τέτοιο βαθμό, διότι
έχουν συγκεκριμένο ειδικό επιστημονικό προσανατολισμό και ο υποκειμενισμός
πάντα ελλοχεύει. Οι μεθοδολογίες τους
είναι επιρρεπείς στην «εφεύρεση» γενικών νόμων για τον καθορισμό της ανθρώπινης
συμπεριφοράς.
Από την άλλη
πλευρά, και αυτό είναι το παράδοξο, η συμβολή τους στη συνεχιζόμενη ανάλυση των
εννοιών και θεωριών σχετικά με το «έθνος» και τον «εθνικισμό» είχε βαθιά
επίδραση σε εκείνους τους κύκλους που συζητούν αυτά τα ειδικά σύγχρονα
ζητήματα. Πολλοί είναι οι κοινωνικοί επιστήμονες οι οποίοι έχουν κληθεί, ως
ειδικοί, ενώπιον του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερουσίας, να
αποφανθούν σχετικά με τις κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο
εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι πανταχού
παρόντες πολιτικοί επιστήμονες, οι οποίοι έχουν διεισδύσει ιδιαίτερα στα
Υπουργεία Εθνικής Ασφάλειας, Εξωτερικών, Άμυνας, στη CIA και άλλα ομοσπονδιακά
όργανα, καθώς και στα πληθωρικά λεγόμενα «think-tanks», αποτελούν μια
στρατιά (αριθμητικά) και, όπως ο στρατός, καταναλώνουν
μεγάλα κεφάλαια που προέρχονται από την κυβέρνηση, τις ιδιωτικές επιχειρήσεις
και τα ξένα συμφέροντα. Έτσι, οι
κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν μόνο τη θεωρητική πλευρά τους, αλλά
απολαμβάνουν πρακτικές και οικονομικές ανταμοιβές, οι οποίες επιτείνουν την
υποκειμενικότητα τους.[...]
Επιπλέον, προχωρούν στην
κατασκευή ή τη δημιουργία τεχνικών όρων (σε τέτοια έκταση ώστε χρειάζεται
κανείς να προσφύγει σε εξειδικευμένα λεξικά για να βρει τις έννοιες πολλών
τέτοιων όρων) και στηρίζονται σε ιστορικούς εξειδικευμένους σε περιοχές με τις
οποίες οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν είναι εξοικειωμένοι. Μπορούμε επί πλέον να διαπιστώσουμε την ισχυρή επίδραση των κοινωνικών
επιστημόνων πάνω στην ιστορική επιστήμη, παράλληλα με την αδυναμία των
κοινωνικών επιστημόνων να καταλήξουν σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το «πότε»
και το «πώς» του έθνους και του εθνικισμού, καθώς και την αποτυχία τους να
διευκρινίσουν τον όρο και την έννοια του πολιτισμού. [...]
Στην
συνέχεια ο Σπ. Βρυώνης αναφέρεται στις θεωρίες του λεγόμενου «μοντερνισμού» και
στους τρεις «πατριάρχες» του, Ernest Gellner, Eric Hobsbaum και
Benedict Anderson, καθώς και στην περίοδο 1970-2003,
η οποία αναφέρεται ως περίοδος «ανόδου
και πτώσης του κλασικού μοντερνισμού». Φθάνουμε έτσι σε μια νέα και σημαντική
φάση του συνεχιζόμενου διαλόγου για την προέλευση και τη φύση του έθνους και
του εθνικισμού, με τη νέα ερμηνεία περί
«εθνοσυμβολισμού» που διατύπωσε ο Anthony D. Smith, ο οποίος υπήρξε ο ίδιος
μαθητής του Gellner.
Όπως
τονίζει ο Σπ. Βρυώνης: «Στη διαμάχη που
ακολούθησε και μπροστά στα αδιαμφισβήτητα επιχειρήματα του Smith, ο Anderson,
σε αντίθεση με τον Gellner, υπήρξε πιο δεκτικός στις κριτικές που ασκήθηκαν στο
έργο του και, τελικά, παραδέχτηκε ότι το
έργο του είχε πλέον καταστεί περιθωριακό». [...]
Όλα αυτά λοιπόν που
υποστηρίχθηκαν με τόση ευγλωττία είναι περιθωριακά, ξεπερασμένα και έχουν
απορριφθεί από την διεθνή επιστημονική κοινότητα, αλλά δυστυχώς ανθούν ακόμη
στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας.
Κλείνω
με την τερατώδη αντίφαση και μνημειώδη ανακολουθία δηλ. της εξύμνησης από την
μια μεριά της «διαφορετικότητας», της «τοπικότητας» και της «ποικιλότητας» και την
πολιτιστική ισοπέδωση, από την άλλη, που επιφέρει η διδασκαλία (!) της βλάχικης
γλώσσας, την οποία ο εν λόγω θεωρεί ως αξιέπαινο γεγονός. Δεν την αντιλαμβάνεται ή δεν θέλει να την
αντιληφθεί; Άγνωστον!
Παραφράζοντας
λοιπόν τον κ. καθηγητή η απάντησή μου, στα όσα αντιεπιστημονικά και
αντιδεοντολογικά υποστήριξε, είναι:
«Αυτά είναι ιδεολογήματα που παρήγαγε ο ξεπερασμένος
μαρξιστικός διεθνισμός και παράγει ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιητικός
κοσμοπολιτισμός, είναι επικίνδυνα από πολιτική άποψη ιδεολογήματα και δυστυχώς
όταν οι επιστήμες και οι επιστήμονες στρατεύονται σ’ αυτά τα ιδεολογήματα
ακυρώνουν και την επιστήμη τους και τον εαυτό τους».
Δημήτρης
Ε. Ευαγγελίδης
Κόρακες που καιροφυλακτούν και,μάλιστα,χωρίς λόγο,από το όνειρο της προηγουμένης αναρτήσεως,’στο ημιθανές σώμα,κοάζοντας,απερριμμένοι και φοβικοί,πια,από των ρυπαρών Αθηνών για την πραμάτεια,την αφειδή των προσφορά προς τα έθνη και τους λαούς του κόσμου και κατέχοντας τα ηνία και σκήπτρα,τις πρωτοκαθεδρίες και πρωτοκλισίες,τις πρωτοστασίες ως προς την και για την πολιτιστική εξουσία επί του τόπου του Ελληνικού Γένους και Έθνους.Σκύβαλα και κύμβαλ’αλαλάζοντα οι πλείστοι εξ αυτών,δεσμεύονται πάντοτε να μας υπενθυμίζ(σ)ουν,να σας πείθ(σ)ουν πως…έχουμε/είχαμε φυτρώση κάπου ‘στην ‘Ομόνοια’(το παμπάλαιον αυτό Τρίγωνο των Βερμούδων)και ότι…σχεδόν είμεθα/ήμεθα φυτευτοί και φύτρες,’φυτρωμένοι,φυτά και(,)ακόμη-ακόμη,της Πλατείας(της)"Ομονοίας"μ α ς!Η Νεο-ἀ-γ-ε-σ--Ἑλλάς απέμεινε με τη σιτοδεία τοῦ περιβολῶνος των ἐκ νέου Τριακοσίων(του "Μάππετ Σσόου//-‘Στόρυ,-ι" αυτήν τη φορά..)(και)καταμεσῆς του αρχιμεσοπελάγους("Η Ναυσικάα δεν έχει άλλα ‘μάτια/γι’άλλον επειδή και κάμει και μαύρα και τα ‘μάτια για ‘σένα και εκείνον αλλά και για κάποιον άλλον εκτός σου" πια..)χωρίς αφήγηση,ενιαία και αυτοτελή,αυτοφυή και αυτόνομη,εθνική(συνέχεια και/με/και με συνέπεια),όραμα,αλήθεια,ελευθερία,ζωή,σωτηρία.Η συνείδησίς μας έν’άδειον υποκάμισον και,δη,δια τα ‘μάτια και μόνον της ν(Ν)έας Ῥένας ΒλαχοΒροχ(ντ)ο(πουλο/Πουλο-)(μ)πούλου με τον Άδωνιν(α-φανής ως πάντοτε και όπως ανέκαθεν)το χαλκέντερον επιβήτορα των πολυχρώμων μποξερακίων της(προς στιγμήν όμως και ώρας..).
ΑπάντησηΔιαγραφή