Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Οριάνα Φαλάτσι: "Αν δεν πολεμήσουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει"


Οριάνα Φαλάτσι: "Αν δεν πολεμήσουμε, 
η Τζιχάντ θα νικήσει"

Το πρόσωπο του ισλαμισμού μέσα από τα μάτια της «προφητικής» Οριάνα Φαλάτσι 

Οι μουσουλμάνοι και η «ημισεληνοφορία» 
κατά της Δύσης
Του Περικλή Αθηναίου

Πολλοί είναι εκείνοι που δικαιώνονται μετά θάνατον. Οι πραγματικές αυθεντίες, οι άνθρωποι που όντως είχαν κάτι καινούριο ή «αιρετικό» για τα δεδομένα της εποχής τους να πουν, πολεμήθηκαν εν ζωή, άσχετα αν τιμήθηκαν ή όχι. Η Οριάνα Φαλάτσι όμως δικαιώθηκε. Πριν από μία δεκαετία, με τα γραπτά της μας προειδοποίησε για τα αποτελέσματα της μαζικής μετανάστευσης μουσουλμάνων στη Γηραιά Ήπειρο («η εγκατάστασή τους μοιάζει με την εγκατάσταση των Μαυριτανών στην Πορτογαλία και στην Ισπανία πριν από χίλια χρόνια»), τα δεινά που επέρχονται εξαιτίας του φαινομένου, αλλά και για μια σύγκρουση η οποία αποκτά ολοένα και περισσότερο θρησκευτική χροιά. Και η Ιταλίδα δημοσιογράφος, συγγραφέας του μυθιστορήματος Ινσαλλάχ (Εξάντας, Αθήνα 1992) που άφησε εποχή, γνώρισε το Ισλάμ εκ του σύνεγγυς και «δικαιούται δια να ομιλεί». Περάσαμε, λοιπόν, στην εποχή της «ημισεληνοφορίας» κατά της Δύσης, με την εκούσια ή ακούσια συνδρομή –με στοιχεία ανίερης συμμαχίας–, μάλιστα, δογματικών δυτικών φιλελεύθερων, αλλά και μαρξιστογενών;

Η προειδοποίηση

Το βιβλίο Οργή και Περηφάνια (Γκοβόστης, Αθήνα 2003) της Ιταλίδας δημοσιογράφου είναι καταγγελτικό και συνιστάται η ανάγνωσή του την ώρα που η Δύση συντάσσεται εκ νέου και αδικαιολόγητα με την πιο σκληρή εκδοχή του σουνιτικού Ισλάμ. Έγραψε η Φαλάτσι για τις προηγούμενες επεμβάσεις: «Είναι μια πολιτιστική, μια θρησκευτική διαμάχη. Και οι στρατιωτικές μας επιτυχίες δεν πρόκειται να βάλουν φρένο στην επιθετικότητα της ισλαμικής τρομοκρατίας. Αντίθετα μάλιστα, την ενθαρρύνουν. Την εξοργίζουν, την πολλαπλασιάζουν. Τα χειρότερα δεν τα έχουμε δει ακόμη». Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου αρχίζουν οι προειδοποιήσεις: «Στην Ευρώπη, τα τζαμιά που πολλαπλασιάζονται, όχι χάρη σε κάποιον ακλόνητο σεβασμό για κάθε θρησκεία, αλλά υπό τη σκέπη ενός αναγεννημένου φανατισμού και ενός ξεχασμένου λαϊκισμού, κυριολεκτικά βρίθουν από τρομοκράτες ή υποψήφιους τρομοκράτες». Και σημειώνει πως «στη σημερινή Ιταλία και Ευρώπη όμως, οι μετανάστες έρχονται όποτε τους αρέσει και όποτε θέλουν. Τρομοκράτες, κλέφτες, βιαστές, πρώην κατάδικοι, πόρνες, ζητιάνοι, έμποροι ναρκωτικών, άτομα με μεταδοτικές ασθένειες. Δεν ελέγχεται το ιστορικό ούτε καν εκείνων που παίρνουν άδεια εργασίας. Από τη στιγμή που περνούν τα σύνορα, τους παρέχεται φιλοξενία, τροφή και ιατρική περίθαλψη, με επιβάρυνση των γηγενών». Αποτυπώνει, δε, το κλίμα της εποχής μας, λέγοντας πως «στο όνομα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν μπορείς καν να διατυπώσεις τις υποψίες σου για κάποιον που έχει αραβικά χαρακτηριστικά. Αλλιώς κατηγορείσαι αμέσως για αδιαλλαξία, προκατάληψη, ρατσισμό…».

Ο κίνδυνος
Για τους μουσουλμάνους, η Οριάνα Φαλάτσι τονίζει πως «οι καλύτερα εκπαιδευμένοι και οι πιο ευφυείς από αυτούς δεν μένουν στις μουσουλμανικές χώρες ούτε σε σπηλιές στο Αφγανιστάν ή σε τζαμιά στο Ιράν ή το Πακιστάν. Βρίσκονται στις δικές μας χώρες, στις δικές μας πόλεις, στα πανεπιστήμιά μας, στις επιχειρήσεις μας. Έχουν εξαιρετικές σχέσεις με τις Εκκλησίες μας, τις τράπεζές μας, τους τηλεοπτικούς σταθμούς μας, τις εφημερίδες μας, τους εκδότες μας, τις ακαδημαϊκές ή συνδικαλιστικές οργανώσεις μας και με τα πολιτικά μας κόμματα. Φωλιάζουν στα γάγγλια της τεχνολογικής μας υποδομής. Κι ακόμη χειρότερα, ζουν στην καρδιά μιας κοινωνίας που τους φιλοξενεί χωρίς να διερωτάται για τη διαφορετική νοοτροπία τους, χωρίς να ελέγχει τις κακές προθέσεις τους, χωρίς να τιμωρεί το σκοταδιστικό φανατισμό τους. Μια κοινωνία που τους δέχεται χάρη στο ανεκτικό πνεύμα της Δημοκρατίας της, στην ανοιχτόμυαλη και απεριόριστη επιείκειά της, στη χριστιανική συμπόνια της, στις φιλελεύθερες αρχές της και στους πολιτισμένους νόμους της… Κατά τη διάρκεια μιας Συνόδου που έγινε στο Βατικανό τον Οκτώβριο του 1999, για να συζητηθούν οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων, ένας επιφανής και πολυμαθής εκπρόσωπος του Ισλάμ άφησε άναυδο το ακροατήριο, λέγοντας με άνεση και αυθάδεια: “Μέσω της Δημοκρατίας σας θα σας κυριεύσουμε, μέσω της θρησκείας μας θα σας επιβληθούμε”».

Ο πόλεμος
Όσο για τον πόλεμο «που έχουν κηρύξει οι γιοι του Αλλάχ εναντίον της Δύσης», αυτός έχει κατά τη Φαλάτσι «ήδη αρχίσει και θα συνεχιστεί. Μέχρι την τελευταία πνοή». Και υπογραμμίζει για τους μουσουλμάνους πως «ο πόλεμος εναντίον τους θα είναι πολύ σκληρός. Πολύ χρονοβόρος, πολύ δύσκολος, πολύ σκληρός. Εκτός και αν εμείς οι Ευρωπαίοι σταματήσουμε να τα κάνουμε πάνω μας από το φόβο μας και να παίξουμε διπρόσωπο παιγνίδι με τον εχθρό, εγκαταλείποντας την αξιοπρέπειά μας. Μια πρόταση που ισχύει ακόμη και για τον ίδιο τον Πάπα».
Και καλεί τους Ευρωπαίους να συνειδητοποιήσουν τον κίνδυνο: «Ξυπνήστε, άνθρωποί μου, ξυπνήστε! Μέσα στο φόβο σας να βαδίσετε ενάντια στο ρεύμα, μην τυχόν και σας περάσουν για ρατσιστές (παρεμπιπτόντως, αυτό είναι μια λανθασμένη έκφραση, γιατί το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με μια ράτσα, μια φυλή, αλλά με μια θρησκεία), δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι μια Αντίστροφη Σταυροφορία έχει ήδη αρχίσει. Τόσο τυφλωμένοι είστε από τη μυωπία και την ηλιθιότητα του Politically Correct, που δεν καταλαβαίνετε ή δεν θέλετε να καταλάβετε ότι έχει αρχίσει να διεξάγεται ένας θρησκευτικός πόλεμος. Ένας πόλεμος που ονομάζεται Τζιχάντ. Ένας πόλεμος που ίσως δεν στοχεύει στην κατάληψη των εδαφών μας (ίσως;), αλλά σίγουρα στοχεύει στην κατάληψη των ψυχών μας και στην εξαφάνιση της ελευθερίας μας. Είναι ένας πόλεμος που στοχεύει στην καταστροφή του πολιτισμού μας, γιατί θέλουν να μας καθορίσουν πώς θα ζούμε και πώς θα πεθαίνουμε, αν θα προσευχόμαστε ή όχι, τι θα τρώμε και τι θα πίνουμε, πώς θα ντυνόμαστε, πώς θα μορφωνόμαστε, πώς θα απολαμβάνουμε τη Ζωή… Αν δεν υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας, αν δεν πολεμήσουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει. Ναι, θα νικήσει και θα καταστρέψει τον κόσμο που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουμε καταφέρει να χτίσουμε… Θα ακυρώσει τον πολιτισμό μας, την τέχνη μας, την επιστήμη μας, την ταυτότητά μας, την ηθική μας, τις αξίες μας, τις χαρές μας… Με ποια λογική συνεχίζουμε να σεβόμαστε αυτούς που δεν σέβονται εμάς; Τι είδους αξιοπρέπεια είναι αυτή, να υπεραμυνόμαστε του πολιτισμού τους, ή του υποτιθέμενου πολιτισμού τους, τη στιγμή που αυτοί απεχθάνονται το δικό μας πολιτισμό;…
Ο πολιτισμός θα εξαφανιστεί και θα καταλήξουμε να έχουμε τζαμιά αντί για καμπαναριά, να φοράμε μπούρκα αντί για μίνι φούστες, να πίνουμε γάλα καμήλας αντί για το συνηθισμένο ποτηράκι μας… (οι μουσουλμάνοι) απαιτούν, και οι απαιτήσεις τους γίνονται δεκτές, την ανέγερση καινούριων τζαμιών. Ενώ οι ίδιοι στις χώρες τους δεν επιτρέπουν να χτιστεί ούτε το παραμικρό ξωκλήσι και δολοφονούν τις καλόγριες και τους ιεραπόστολους. Και αλίμονο στον πολίτη που απελπισμένος πια θα τολμήσει να φωνάξει: “Πηγαίνετε στις χώρες σας”… “Ρατσιστή, ρατσιστή”. Και οι Φλωρεντίνοι κρατούν κλειστά τα στόματά τους. Ταπεινωμένοι κι απογοητευμένοι, υποκύπτουν στον εκβιασμό της λέξης “ρατσιστής”».
Και προσέξτε εδώ: «Στη Ζωή και στην Ιστορία υπάρχουν στιγμές που δεν επιτρέπεται ο φόβος. Στιγμές που ο φόβος είναι ανήθικος και απολίτιστος. Έτσι, εκείνοι που λόγω αδυναμίας ή βλακείας (ή της συνήθειας να το έχουν δίπορτο) αποφεύγουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει τούτος ο πόλεμος, δεν είναι μονάχα δειλοί: Είναι και μαζοχιστές». 
Και με εγκωμιαστικές αναφορές στην αρχαία Ελλάδα («Πίσω από το δικό μας πολιτισμό κρύβεται ο Όμηρος, ο Φειδίας, υπάρχει ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αρχιμήδης. Υπάρχει η θεσπέσια γλυπτική και αρχιτεκτονική της, η ποίηση, η φιλοσοφία της και οι αρχές της Δημοκρατίας»), αλλά, αν και άθεη, και στον Ιησού («Πέθανε στο σταυρό για να μας διδάξει την έννοια της αγάπης και της δικαιοσύνης»), μιλά για την απέχθεια των μουσουλμάνων στη μουσική: «“Κάνοντάς σας μια μεγάλη παραχώρηση, μπορώ να επιτρέψω ένα στρατιωτικό εμβατήριο”, μου είπε ο Χομεϊνί όταν του είχα πάρει συνέντευξη».

Τι πάνε να κάνουν στη Συρία;
Οι Δυτικοί ψάχνουν τρόπο να δικαιολογήσουν άλλη μια επέμβαση, αυτή τη φορά στη Συρία. Κι ενώ ο κίνδυνος εκκολάπτεται μέσα στον κόρφο της ίδιας της ευρωπαϊκής επικράτειας, κάποιοι αντιλαμβάνονται ως το μεγάλο κίνδυνο για τα «δημοκρατικά ιδεώδη» την παρουσία κάποιων απολυταρχικών –αλλά συνάμα κοσμικών– καθεστώτων στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική. Οι πολιτικές ελίτ της Δύσης, παραγνωρίζοντας με δογματικό τρόπο τον πολιτισμικό και θρησκευτικό παράγοντα, προσπαθούν να επιβάλουν τις εκκοσμικευμένες αντιλήψεις τους με επεμβάσεις, που όμως ενδυναμώνουν αντί να αποδυναμώσουν το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
Η Ιταλίδα δημοσιογράφος δεν τρέφει αμφιβολίες για το πώς αντιλαμβάνονται οι μουσουλμάνοι την ανοχή και την ανεξιθρησκία. Περιγράφει σκηνές βεβηλώσεων χριστιανικών ναών από την πολιορκημένη Βηρυτό του 1982, που θυμίζουν τη σημερινή Συρία: «Για όνομα του Θεού! Το 1982, τους είδα να καταστρέφουν τις Καθολικές εκκλησίες, να καίνε τους Σταυρούς, να βεβηλώνουν τις εικόνες της Παναγίας, να κατουρούν πάνω στις Άγιες Τράπεζες, να μετατρέπουν τα παρεκκλήσια σε αποχωρητήρια. Τους είδα να εξαπολύουν την περιφρόνησή τους για τις άλλες θρησκείες. Τους είδα στη Βηρυτό. Τη Βηρυτό που μέχρι την άφιξή τους ήταν τόσο πλούσια, τόσο ευτυχισμένη, τόσο κομψή και που σήμερα έχει γίνει ένα μίζερο αντίγραφο της Δαμασκού ή του Ισλαμαμπάντ… Τη Βηρυτό, όπου οι χριστιανοί είχαν αποδεχθεί τους Παλαιστίνιους…» 
Και αναρωτιέται: «Πώς έτσι κι οι σημερινοί δήθεν αριστεροί δεν αναφέρουν πια τη φράση του Καρόλου Μαρξ “η θρησκεία είναι το όπιο του λαού”; Γιατί δεν ανοίγουν το στόμα τους να καταγγείλουν τα θεοκρατικά καθεστώτα των ισλαμικών χωρών;».

Οργή και Περηφάνια
Στο βιβλίο της Οργή και Περηφάνια, που βρίθει πολύ προσβλητικών αναφορών κατά πολλών, όπως ο Γιασέρ Αραφάτ, η Φαλάτσι στρέφεται εναντίον αυτών που οι ριζοσπάστες του Ισλάμ θεωρούν μάρτυρες, ενώ καυτηριάζει και τις διασυνδέσεις ισλαμιστών και ακροαριστερών τρομοκρατών αλλά και τις καταστροφές των προϊσλαμικών μνημείων στις μουσουλμανικές χώρες. Τέλος, αναφέρεται «στο μονοπάτι της απέχθειας που τρέφουν οι μουσουλμάνοι για μας τις γυναίκες» και καυτηριάζει την υποκρισία των Ευρωπαίων φεμινιστριών: «Μπορείτε να μου πείτε γιατί όταν πρόκειται για τις αδελφές σας, τις μουσουλμάνες που τις βασανίζουν, τις ταπεινώνουν και τις δολοφονούν τα αληθινά αρσενικά –σοβινιστικά– γουρούνια, εσείς τηρείτε την ίδια σιωπή με τους μικρόψυχους άντρες σας; Μπορείτε να μου πείτε γιατί δεν οργανώνετε ποτέ κάποια εντυπωσιακή εκδήλωση διαμαρτυρίας έξω από την πρεσβεία του Αφγανιστάν ή της Σαουδικής Αραβίας;…Ή απλά δεν σας καίγεται καρφί για τις αδελφές σας τις μουσουλμάνες επειδή τις θεωρείτε κατώτερες; Σ’ αυτή την περίπτωση, ποιος είναι ο ρατσιστής, εγώ ή εσείς;».

Οριάνα Φαλάτσι: Η μαχητική δημοσιογραφία, [...] οι διώξεις για τις απόψεις της

Τα βιβλία της έχουν κυκλοφορήσει σε τουλάχιστον είκοσι μία γλώσσες και όπου εκδόθηκαν χαρακτηρίστηκαν ευπώλητα. Η αείμνηστη Οριάνα Φαλάτσι είναι μια από τις πλέον διαβασμένες συγγραφείς του κόσμου. Η διαδρομή της όμως, πρωτίστως δημοσιογραφική, αποτελεί πρότυπο για τους μαχόμενους δημοσιογράφους, μια οριακή ιχνηλασία ξεσηκωμών, συγκρούσεων, εξεγέρσεων και γενικότερα καταστάσεων όπου η παρουσία και μόνο απαιτεί σθένος. Πριν παραθέσουμε κάποια στοιχεία βιογραφικά, θα σας πούμε μόνο πως το 1979 ο ίδιος ο Αγιατολάχ Χομεϊνί της παραχώρησε συνέντευξη, την οποία για να πάρει η Ιταλίδα δημοσιογράφος φόρεσε τσαντόρ! Το οποίο στη διάρκεια της συνέντευξης στην πόλη Κομ έβγαλε, αποκαλώντας τον κατάμουτρα «τύραννο» και ασκώντας κριτική στο συντηρητικό μουσουλμάνο ηγέτη και κληρικό αλλά και στο Ισλάμ για την υποχρέωση που επέβαλαν στις γυναίκες να καλύπτουν την κεφαλή τους! Επίσης, κατάφερε να φέρει σε εξαιρετικά δυσχερή θέση το δήμιο του Ελληνισμού της Κύπρου Χένρι Κίσινγκερ το 1972, αποσπώντας από αυτόν μια δήλωση ότι η σύγκρουση στο Βιετνάμ ήταν «άχρηστος πόλεμος» και αναγκάζοντας αργότερα τον Αμερικανό πολιτικό να ομολογήσει ότι η συνέντευξή του στη Φαλάτσι ήταν η πλέον καταστροφική συζήτηση που είχε ποτέ με δημοσιογράφο. Οι συνεντεύξεις της με τον Γιασέρ Αραφάτ, την Γκόλντα Μέιρ, τον Ντενγκ Ζιάο Πινγκ, τον Λεχ Βαλέσα, τον Σιν Κόνερι, τον Βίλι Μπραντ, τον Φεντερίκο Φελίνι, τον Σάχη της Περσίας, την Ίντιρα Γκάντι, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, τον Αλί Μπούτο και τον Μουαμάρ Καντάφι έκαναν όλες πρωτοσέλιδα και άφησαν εποχή, αποτελώντας παράλληλα και σταθμούς για την παγκόσμια δημοσιογραφία.

[...]

Εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Οι επτά αμαρτίες του Χόλιγουντ το 1954, με πρόλογο του Όρσον Γουέλς. Τιμήθηκε με πλήθος βραβείων (δύο φορές το δημοσιογραφικό St. Vincent, αλλά και τα Bancarella και Viareggio), της απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορος Λογοτεχνίας το 1979 από το Κολούμπια Κόλετζ στο Σικάγο και δίδαξε στα αμερικανικά πανεπιστήμια του Σικάγο, στο Γιέιλ, στο Χάρβαρντ και στο Κολούμπια.
Όμως τα μεγάλα δεινά της ξεκίνησαν μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όταν έγραψε τρία βιβλία ασκώντας ασυνήθιστα σκληρή κριτική στο Ισλάμ, μιλώντας για μια θρησκεία «που δεν παράγει τίποτε άλλο από θρησκεία», «το βουνό που ενδόμυχα μας φθονεί και κατά βάθος ζηλεύει το δικό μας τρόπο ζωής και γι’ αυτό προσπαθεί να μας φορτώσει την ευθύνη για την υλική και διανοητική μιζέρια του», αναφερόμενη παράλληλα στο «ναζι-φασισμό που συνοψίζεται στη συμπεριφορά των ισλαμιστών φονταμενταλιστών, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται» και προειδοποιώντας πως «από το Αφγανιστάν ως το Σουδάν, από την Παλαιστίνη ως το Ιράν, από την Αίγυπτο ως το Ιράκ, από την Αλγερία ως τη Σενεγάλη, από τη Συρία ως την Κένυα, από τη Λιβύη ως το Τσαντ, από το Λίβανο ως το Μαρόκο, από την Ινδονησία ως την Υεμένη, από τη Σαουδική Αραβία ως τη Σομαλία, το μίσος για τη Δύση εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά που τη σπρώχνει δυνατός άνεμος».

Οι διώξεις
Ακολούθησε θύελλα διώξεων εναντίον της από το κατεστημένο της «πολιτικής ορθότητας», ΜΚΟ και αριστερούς αντιρατσιστές αλλά και μουσουλμάνους, με τη Φαλάτσι όμως να μην κάνει πίσω. Το 2002, Το Ισλαμικό Κέντρο, ο Σομαλικός Σύνδεσμος, η οργάνωση SOS Racisme, αλλά και «ιδιώτες» μήνυσαν τη Φαλάτσι με αφορμή το βιβλίο της Οργή και Περηφάνια και καταφέρνοντας την έκδοση εντάλματος σύλληψης για παραβίαση του άρθρου 261 του ποινικού κώδικα της χώρας, με αποτέλεσμα να ζητηθεί η έκδοσή της στην Ελβετία, αίτημα που απορρίφθηκε φυσικά από τις ιταλικές Αρχές. Το Μάιο του 2005, ο επικεφαλής της Ένωσης Ιταλών Μουσουλμάνων κατέθεσε αγωγή εις βάρος της Φαλάτσι, βρίζοντας τους χριστιανούς και καλώντας μάλιστα για την εξόντωσή της, λέγοντας παράλληλα πως τα γραφόμενα της Ιταλίδας δημοσιογράφου ήταν προσβλητικά για το Ισλάμ. Στη Γαλλία, ισλαμικές οργανώσεις αλλά και οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (MRAP & Ligue des Droits de l’ Homme) στράφηκαν κατά της δημοσιογράφου, κατηγορώντας τη για «ισλαμοφοβία» και «ρατσισμό». Δεν το έβαλε κάτω. Το 2005, μιλώντας στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, είπε πως η Ευρώπη, λόγω της ισλαμικής διείσδυσης, έχει μετατραπεί σε «Ευραβία». Αν και η ίδια δήλωνε άθεη, συναντήθηκε με τον Πάπα Βενέδικτο το 2005, μιλώντας μάλιστα μετά τη συνάντηση κολακευτικά για εκείνον, ενώ έχει γράψει πως «οι μελωδίες από τις καμπάνες συνεχίζουν να γλυκαίνουν την καρδιά μου». Βέβαια, στα βιβλία της είχε κάνει λόγο πριν για «ανεξήγητα φιλο-ισλαμική Καθολική Εκκλησία» και τονίζει πως οι μουσουλμάνοι έχουν μάθει «πώς να επηρεάζουν προς όφελός τους τον Πάπα», καλώντας μάλιστα το ρωμαιοκαθολικό ιεράρχη να έρθει στα σύγκαλά του!

Η «εξορία»
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της η Ιταλίδα δημοσιογράφος τα πέρασε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, αυτοαποκαλούμενη «εξόριστη»: «Έφτασε η στιγμή να το φωνάξω δυνατά και καθαρά στην Αμερική ζω σαν πολιτικός πρόσφυγας. Εννοώ ότι ζω στην πολιτική αυτοεξορία που η ίδια έχω επιβάλει στον εαυτό μου», έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου της Οργή και Περηφάνια. Στα κείμενά της εξαίρει τον αμερικανικό πατριωτισμό, μιλώντας αναφερόμενη στις ΗΠΑ για «ξεχωριστό έθνος» και για «την πιο ανυπέρβλητη σύλληψη που έχει εμφανιστεί ποτέ στη Δύση; Το πάντρεμα της ιδέας της Ελευθερίας με την Ιδέα της Ισότητας». Επίσης, αναφερόμενη στην Αμερικανική Επανάσταση, έγραψε πως διεξήχθη «χωρίς τις απαίσιες βιαιότητες της Γαλλικής Επανάστασης. Χωρίς τη φρίκη της λαιμητόμου, χωρίς σφαγές, σαν αυτές της Τουλόν, της Λυόν και του Μπορντό, χωρίς τις εκατόμβες της Βανδέας».
Απεβίωσε χτυπημένη από την επάρατη νόσο, το Σεπτέμβριο του 2006 στη Φλωρεντία, σε ηλικία 77 ετών και ετάφη δίπλα σε επιτύμβια στήλη προς τιμή του Αλέκου Παναγούλη, στο Γκαλούτζο.

Ο επίμαχος διάλογος με τον Αγιατολάχ Χομεϊνί
Οριάνα Φαλάτσι: Έχω ακόμα να σας ρωτήσω πολλά πράγματα. Για το τσαντόρ, για παράδειγμα, που υποχρεώθηκα να φορέσω για να έρθω και να πάρω τη συνέντευξη από εσάς, και το οποίο επιβάλλετε στις Ιρανές… Δεν αναφέρομαι μόνο στο φόρεμα, αλλά σε αυτό που εκπροσωπεί, εννοώ το απαρτχάιντ στο οποίο υποχρεώθηκαν οι Ιρανές μετά την επανάσταση. Δεν μπορούν να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο, δεν μπορούν να εργαστούν με άνδρες, δεν μπορούν να κολυμπήσουν στη θάλασσα ή σε μια πισίνα με άνδρες. Πρέπει να τα κάνουν όλα ξεχωριστά, φορώντας το τσαντόρ τους. Μια και το έφερε ο λόγος, πώς μπορείς να κολυμπήσεις φορώντας το τσαντόρ;

Αγιατολάχ Χομεϊνί: Τίποτα από αυτά δεν σας ενδιαφέρει, οι συνήθειές μας δεν σας ενδιαφέρουν. Αν δεν σας αρέσει η ισλαμική ενδυμασία, δεν είστε υποχρεωμένη να τη φοράτε, μια και είναι για τις νέες γυναίκες και τις ευπρεπείς κυρίες.

Οριάνα Φαλάτσι: Αυτό είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, ιμάμη, μια και μου το λέτε αυτό, θα ξεφορτωθώ αμέσως αυτό το μεσαιωνικό κουρέλι. Ορίστε!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish