Κάστρο Ρωγών
(ή κάστρο Βουχετίου)
Πανάρχαιο κάστρο σε χαμηλό λόφο μεταξύ Νέας Κερασούντας και Πέτρας της επαρχίας Φιλιππιάδας του νομού Πρεβέζης. Στη νότια και δυτική πλευρά του ρέει ο ποταμός Λούρος.
Η εποχή της ακμής του συμπίπτει με την περίοδο της ακμής του Δεσποτάτου της Ηπείρου, τον 13ο και στις αρχές του 14ου αιώνα. Την περίοδο αυτή έγινε η τελευταία ανοικοδόμηση και το κάστρο πήρε τη σημερινή του μορφή.
Τοποθεσία και Στρατηγική Σημασία
Η στρατηγική σημασία του κάστρου οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα παλιά χρόνια ο ποταμός Λούρος ήταν πλωτός και χρησίμευε σαν οδός μεταφοράς προϊόντων και υλών από την πλούσια ενδοχώρα της Ηπείρου. Το κάστρο, κτισμένο σε ύψωμα επάνω σε καμπή του ποταμού, ήταν σε ιδεώδη τοποθεσία για τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας στον ποταμό.
Επιπλέον παλαιότερα, πριν από τις αποξηράνσεις του 1950, η περιοχή ήταν γεμάτη βάλτους που αποτελούσαν φυσική οχύρωση για το κάστρο. Υπάρχουν εξάλλου ισχυρές ενδείξεις ότι η μορφολογία της τοποθεσίας ήταν πολύ διαφορετική κατά την αρχαιότητα και το μέρος ήταν ουσιαστικά νησί και προσβάσιμο μόνο από το ποτάμι.
Το Όνομα του Κάστρου
Ο οικισμός πήρε το όνομα Ρωγοί ή Αρωγοί επειδή κατά το Μεσαίωνα έδινε καταφύγιο και βοήθεια («αρωγή») στους πληθυσμούς των παραλίων κατά τη διάρκεια εχθρικών επιδρομών, κυρίως από Σλάβους και Βουλγάρους. Μέχρι πρότινος το κάστρο ήταν πλήρως εγκαταλειμένο και τα σωζόμενα τμήματα δεν φαίνονταν εξαιτίας της βλάστησης, όπου έβρισκαν καταφύγιο πλήθος ερπετών. Έτσι, παλαιότερα οι ντόπιοι το ονόμαζαν "Φιδόκαστρο".
Ιστορία
Στην περιοχή έφτασαν τον 8ο π.Χ. αι. οι Ηλείοι αναπλέοντας τον Λούρο για να στήσουν ένα είδος αποικίας με σκοπό την προώθηση των προϊόντων τους αλλά και την προμήθεια εκείνων της ηπειρωτικής ενδοχώρας: ξυλεία, γαλακτοκομικά, μαλλί. Πρόκειται, κατά πάσα πιθανότητα, για το Βουχέτιον για το οποίο ομιλεί ο Στράβων. Το κάστρο έχει κτιστεί στα ερείπια της αρχαίας αποικίας των Ηλείων. Οι πρώτες οχυρώσεις της ακρόπολης έγιναν τον 5ο π.Χ. αιώνα όταν άρχισαν οι συγκρούσεις μεταξύ των Ηλείων αποίκων και των Κασσωπαίων Ηπειρωτών. Διακρίνονται ογκόλιθοι από την πρώτη εκείνη οχύρωση στη σημερινή δομή του κάστρου. Το έτος 343-342 π.Χ. με την παρέμβαση του Φιλίππου, το Βουχέτιον όπως και οι υπόλοιπες αποικίες των Ηλείων περιέρχονται στα χέρια των Κασσωπαίων.
Το Βουχέτιο αργότερα ευνοήθηκε με την παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων, με την άδεια οικοδόμησης των τειχών και κοπής νομίσματος. Το Βουχέτιο θα καταστραφεί το 167 π.Χ. κατά την ρωμαϊκή εισβολή από τους Ρωμαίους του Αιμίλιου Παύλου, μαζί με 70 άλλες πόλεις της Ηπείρου. Θα ανοικοδομηθεί και θα παρακμάσει οριστικά μετά την ίδρυση της Νικόπολης το 31 π.Χ. Η παρακμή αυτή έφερε τελικά την εγκατάλειψη και ερήμωση του «πολιχνίου».
Η στρατηγική θέση του κάστρου προκάλεσε την αναγέννησή του κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Οι Βυζαντινοί του Δεσποτάτου της Ηπείρου, μετά το 1204, το οχύρωσαν και του έδωσαν τη σημερινή του μορφή. Το μέρος απέκτησε μεγάλη σημασία, μετατράπηκε σε μεσαιωνική πολιτεία και υπήρξε διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο με ασφαλή οχύρωση. Σε αυτή την περίοδο παίρνει και τη σημερινή του ονομασία.
Στα τέλη του 13ου αιώνα ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος πούλησε την περιοχή στον βασιλιά της Νεάπολης Κάρολο Β’ τον Ανδηγαυό (Charles ΙΙ d'Anjou) που με τη σειρά του την παραχώρησε στον γιο του, Φίλιππο του Τάραντος. Μετά το θάνατο του Νικηφόρου, η χήρα του Άννα, επίτροπος του νεαρού γιου της Θωμά, προσπάθησε να απαλλαγεί από τους Ανδηγαυούς και αυτό οδήγησε σε ρήξη.
Το 1304 οι Ρωγοί έγιναν πεδίο μάχης μεταξύ των Βυζαντινών της Ηπείρου και των δυνάμεων του Φιλίππου του Τάραντος, όπου ο Φίλιππος νικήθηκε.
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου διατήρησε την ανεξαρτησία του μέχρι το 1337 οπότε υποτάχθηκε στο Βυζάντιο. Το 1339, επί αυτοκράτορας Ανδρόνικου Γ' Παλαιολόγου, οι Ηπειρώτες επαναστάτησαν εναντίον των Βυζαντινών και το κάστρο των Ρωγών -μαζί με το Θωμόκαστρο (ή κάστρο της Ρηνιάσας)- ήταν ένα από τα ορμητήρια των επαναστατών.
Την περίοδο αυτή ο «κύρης» της περιοχής ήταν ο Αλέξιος Καβάσιλας, κόμης της Αιτωλοακαρνανίας που κρατούσε το κάστρο των Ρωγών.
Στα τέλη του 1339, αυτοκρατορικά Βυζαντινά στρατεύματα έφτασαν στην περιοχή, και το 1340 έφτασε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Το κάστρο των Ρωγών πολιορκήθηκε, αλλά τελικά ο Καντακουζηνός μετά από διαπραγματεύσεις έπεισε τον Καβάσιλα να το παραδώσει. Κάτι αντίστοιχο έγινε και με το Θωμόκαστρο. Ο Καβάσιλας αργότερα σταδιοδρόμησε στην Κωνσταντινούπολη όπου απέκτησε πλούτη και αξιώματα και έγινε Μέγας Κοντόσταυλος.
Όταν η αυτοκρατορία βρέθηκε στη δίνη του καταστρεπτικού εμφυλίου μεταξύ του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, η Ήπειρος καταλήφθηκε από τους Σέρβους. Το 1346 το κάστρο των Ρωγών καταλήφθηκε από τον Αλβανό -και σύμμαχο των Σέρβων- Πέτρο Λιόσα. Το 1374 ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς υπό τον Ιωάννη Γ', Δεσπότη της Ηπείρου. Τα επόμενα χρόνια, καθώς το Βυζάντιο παράπαιε, το κάστρο έπεσε στα χέρια διαφόρων Λατίνων και Ενετών που διετέλεσαν Αυθέντες της περιοχής. Τέλος το κάστρο κυριεύθηκε το 1442 από τους Τούρκους.
Το τέλος του κάστρου και της πολιτείας των Ρωγών ήρθε τον 17ο αιώνα, κατά τον Ενετο-Τουρκικό πόλεμο του 1684-1699. Τότε οι Τούρκοι κατέστρεψαν το κάστρο για να μη χρησιμοποιηθεί από τους Ενετούς.
Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
H συνολική εξωτερική περίμετρος του τειχισμένου χώρου φθάνει τα 1000 μ. και το εμβαδόν του τα 37 στρέμματα.
Η τοιχοδομία του εξωτερικού τείχους των Ρωγών μαρτυρεί πως πρόκειται περί Φρουρίου αρχαϊκών και ρωμαϊκών χρόνων, επισκευασμένο την εποχή του Βυζαντίου. Στη βάση υπάρχουν μεγάλοι ογκόλιθοι, πιο πάνω λίθινο τείχος και πιο ψηλά τείχος κεράμων εναλλασσόμενο με λίθινες ζώνες (βυζαντινή τεχνοτροπία). Το τείχος, έχει σε ένα μέρος του σύστημα πολυγωνικής τοιχοδομίας και περιβάλλει ολόκληρο το πάνω μέρος του λόφου και διαιρείται σε τρία μέρη. Πρώτο την ακρόπολη που κατέχει τη ΝΑ άκρη του περίβολου και έχει πύργο στη μέση, δεύτερο το πλέον οχυρωμένο σημείο που έχει και το ψηλό οχυρό, προστατευτικό πύργο και τρίτο τον κύριο περίβολο που τριγυρίζει τη μεσαιωνική πόλη. Όμως η μεσαιωνική πόλη, εκτεινόταν και έξω από το τοιχογυρισμένο μέρος.
Η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει επιφανειακά ευρήματα, όστρακα κυρίως, που ανάγονται στον 6ο αι. π.Χ.. Οι αλλεπάλληλες επεκτάσεις και επισκευές της βυζαντινής περιόδου έχουν σχεδόν εξαφανίσει τον αρχαιοελληνικό οικισμό. Ωστόσο η κατασκευή κάποιων περιβόλων (κυρίως στην βάση τους με τις μεγάλες πελεκητές πέτρες) μοιάζει προγενέστερη του 343-2 π.Χ., έτους κατάλυσης του αποικιακού κράτους των Ηλείων από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα.
Στο εσωτερικό, στη βορειοδυτική πλευρά υπάρχει ναός προς τιμήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο οποίος ανακαινίστηκε και αγιογραφήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα. Σήμερα ο ναός λειτουργεί στις 15 Αυγούστου και τη Δευτέρα της Διακαινησίμου.
Το Υπουργείο Πολιτισμού στην Ιστοσελίδα του δίνει την εξής περιγραφή και χρονολόγηση των τειχών του Κάστρου:
Περίοδος Α'. Στην αρχαιότερη φάση ανήκει ο ισοδομικός περίβολος στη κορυφή του λοφίσκου, δηλ. η ακρόπολη με περίμετρο 450 μ. και εμβαδόν 9 στρέμματα.
Περίοδος Β΄. Περιτειχίζεται η βόρεια πλαγία του γηλόφου με ένα πολυγωνικό τείχος που κατεβαίνει ως τους πρόποδες του λόφου. Η συνολική εξωτερική περίμετρος του περιβόλου είναι τώρα 730 μ. και το εμβαδόν διπλάσιο του αρχικού (18 στρέμματα).
Περίοδος Γ΄. Εδώ ανήκει ο πολυγωνικός περίβολος, που περιέκλεισε στη ΒΑ πλαγιά του λόφου ένα τμήμα του οικισμού εμβαδού 2 εκταρίων.
Περίοδος Δ΄. Στη φάση αυτή τα τείχη ανακατασκευάστηκαν σε μεγάλη έκταση και μόνο τα χαμηλότερα μέρη τους, όσα δεν είχαν γκρεμιστεί από την καταστροφή, παρέμειναν ανέπαφα.
Τα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης Ρωγών έχουν κηρυχθεί μνημεία από το ΥΑ Α/Φ31/51483/3884 π.ε./17-1-1974 - ΦΕΚ 105/Β/31-1-1974.
Σημερινή Κατάσταση
Στο κάστρο έχουν γίνει εργασίες συντήρησης και καθαρισμού και έχουν αναδειχτεί κάποια εντυπωσιακά στοιχεία του. Δεν είναι το καλύτερο κάστρο της περιοχής, είναι όμως το καλύτερα διατηρημένο Βυζαντινό μνημείο της Ηπείρου.
Θρύλοι και Παραδόσεις
Σύμφωνα με μια μαρτυρία, στον οικισμό φυλάσσονταν τα λείψανα του Ευαγγελιστή Λουκάπου είχαν μεταφερθεί εκεί μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους το 1204. Μετά το 1453, τα λείψανα μεταφέρθηκαν στην Πάδοβα της Ιταλίας, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Η ανεπιβεβαίωτη αυτή μαρτυρία βασίζεται στο βιβλίο «Επιστολαί και Αναμνήσεις εξ Ηπείρου» του Κυριάκου εξ Αγκώνος (ή Αγκωνιάτη), Λατίνου περιηγητή που επισκέφτηκε την Ήπειρο τον 15ο αιώνα. Η πληροφορία αυτή πάντως δεν θεωρείται αξιόπιστη από τους ιστορικούς.
Παράλληλες Ιστορίες
Το παρακείμενο χωριό, η Νέα Κερασούντα, είναι προσφυγικό. Ιδρύθηκε από Πόντιους Πρόσφυγες το 1924. Η καταγωγή των περισσότερων από τις 50 με 60 οικογένειες που ήρθαν τότε στην περιοχή ήταν από την Κερασούντα του Πόντου και από το Πουλατζάκ. Είναι ένα από τα τέσσερα χωριά (μαζί με την Νέα Σαμψούντα, την Νέα Σινώπη και τον Αρχάγγελο) Ποντίων Προσφύγων που ιδρύθηκαν την περίοδο εκείνη στο νομό Πρέβεζα, σε μεγάλη απόσταση από τα υπόλοιπα κέντρα του ποντιακού Ελληνισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish