Ταυτοποιήθηκε η Αρχαία Ελίκη
μετά από αναζήτηση 2386 ετών!
Συγκίνηση προκαλεί η είδηση που αποκαλύφθηκε το απόγευμα της Παρασκευής από την αιγιώτισσα διδάκτορα Αρχαιολογίας κα Ντόρα Κατσωνοπούλου, κατά τη διάρκεια του 5ου Διεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Ελίκη που διεξήχθη στο Αίγιο από 4-6 Οκτωβρίου, στην αίθουσα της Φιλαρμονικής.
Το σπανιότατο νόμισμα (υπάρχουν μόνον άλλα δύο στο Μουσείο του Βερολίνου) της αρχαίας πολιτείας, που βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφής στην περιοχή Ελίκης-Ριζομύλου-Νικολεΐκων, αποτελεί μια ξεκάθαρη απόδειξη πως η σκληρή περιπέτεια 25 χρόνων και η αναζήτηση 2386 ετών για τον εντοπισμό της Αρχαίας Ελίκης δεν πήγαν χαμένες, καθώς με αυτόν τον τρόπο ταυτοποιείται η Ιερά πόλη του θεού Ποσειδώνος!
Η Ελίκη (Ἑλίκη) ήταν πόλη στην αρχαία Αχαΐα. Είχε ιδρυθεί από Ίωνες και σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές βρισκόταν 40 στάδια από το Αίγιο και 12 στάδια (2,2 χλμ) από τη θάλασσα. Ήταν λατρευτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο όλης της Αχαΐας με επίκεντρο τον ναό του Ελικώνιου Ποσειδώνα, με δικό της νόμισμα. Τα ευρήματα από την αρχαία Ελίκη περιορίζονται σε δύο χάλκινα νομίσματα, που στεγάζονται στο μουσείο του Βερολίνου. Στη μια όψη του νομίσματος απεικονίζεται το κεφάλι του θεού Ποσειδώνα με τα ελληνικά γράμματα ΕΛΙΚ και μια τρίαινα με δελφίνια κοσμεί την άλλη όψη. Με βάση αυτά τα διακοσμητικά θέματα οι αρχαιολόγοι τοποθετούν τα νομίσματα στον 5ο αιώνα π.Χ. Ο Ποσειδώνας ήταν ο προστάτης της πόλης και λατρευόταν από την ομηρική εποχή. Αναφέρεται (Παυσανίας «Αχαϊκά»), ότι το αφιερωμένο στον Θεό της θάλασσας, τον Ποσειδώνα, άγαλμα είχε υπερφυσικές αναλογίες.
Οι Αχαιοί έδιωξαν τους Ίωνες και εγκαταστάθηκαν αυτοί στην περιοχή συνεχίζοντας την λατρεία του Ποσειδώνα. Μετά την κάθοδο των Δωριέων, στην περιοχή καταφθάνουν ο Τισαμενός με Λακεδαιμόνιους, διωγμένους από τη Λακωνία και το Άργος από τον Αριστόδημο. Στους Λακεδαιμόνιους επιτράπηκε να εγκατασταθούν στην περιοχή και στην πόλη, αλλά η συγκατοίκηση δεν κράτησε πολύ, οι δύο πλευρές ήρθαν σε πολεμική αντιπαράθεση με νικητές τους Αχαιούς.[1]
Το όνομα της το οφείλει στην Ελίκη, την κόρη του ποτάμιου θεού Σελινούντα και γυναίκα του Ίωνα, του γιου του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
Η πόλη καταστράφηκε, μαζί με τη γειτονική Βούρα από σεισμό μια νύχτα του χειμώνα του 373 π.Χ. όταν άρχων επώνυμος στην Αθήνα ήταν ο Άστειος κατά το τέταρτο έτος της εικοστής πρώτης Ολυμπιάδας, κατά την οποία ο Δάμων από τους Θούριους είχε κερδίσει την πρώτη του νίκη (χειμώνας 373 π.X.). Τα ερείπια της πόλης καλύφθηκαν στη συνέχεια από θάλασσα. Σύμφωνα με τον Παυσανία και τον Στράβωνα οι κάτοικοι της Ελίκης προκάλεσαν την οργή του Ποσειδώνα όταν πήραν από το Ιερό και σκότωσαν ικέτες που είχαν καταφύγει σε αυτό. Ένας τρομακτικός σεισμός κτύπησε την πόλη και την κατέστρεψε ολοσχερώς, ενώ επέζησαν μόνο όσοι έλειπαν από αυτήν. Αμέσως μετά την κτύπησε μεγάλο κύμα (τσουνάμι) και η πόλη καταποντίστηκε στη θάλασσα. Μέρες πριν τον φονικό σεισμό είχαν παρατηρηθεί περίεργα φαινόμενα, όπως υπερβολική ζέστη σε χειμώνα, στέρεμα των πηγών, τα ζώα να έχουν εγκαταλείψει την περιοχή και άλλα, από τα οποία δεν είχαν υποψιαστεί οι κάτοικοι. Χρόνια μετά το γεγονός ψαράδες έλεγαν ότι το άγαλμα του Ποσειδώνα έσχιζε τα δίχτυα που μπλέκονταν σε αυτό.[2] Σύμφωνα με τον Στράβωνα, οι Αχαιοί έστειλαν 2.000 άντρες να βοηθήσουν αλλά δεν κατάφεραν να περισυλλέξουν ούτε έναν νεκρό.
Η καταστροφή της Ελίκης τροφοδότησε τις συζητήσεις πολλών Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων, ενώ είναι πιθανό να ενέπνευσε στον Πλάτωνα το μύθο της Ατλαντίδας.[3α]
Ο πρώτος αρχαιολόγος που προσπάθησε να εντοπίσει τη χαμένη πόλη ήταν ο Σπυρίδων Μαρινάτος, χωρίς επιτυχία. Το 1988, ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τη Δώρα Κατσωνοπούλου και τον Steven Soter, ξεκίνησαν εκ νέου την προσπάθεια εντοπισμού της Ελίκης. Στην αρχή, προχώρησαν σε υπερηχητική (σόναρ) σάρωση της υποθαλάσσιας περιοχής ΝΔ του Αιγίου. Επειδή αυτή η σάρωση δεν έδωσε ενδείξεις ύπαρξης πόλης στο βυθό ή κάτω από αυτόν στην συγκεκριμένη περιοχή, επικέντρωσαν τις έρευνές τους στην παρακείμενη παραθαλάσσια πεδιάδα. Εκεί, το 1991, οι δοκιμαστικές τομές στο άνω τμήμα του δέλτα που σχηματίζεται από τις εκβολές των ποταμών Σελινούντα και Κερυνίτη, απέδωσαν στρώματα με κεραμική, σε βάθη έως 15 μ. Το 1994, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Πατρών, διεξήγαγαν μαγνητομετρική έρευνα της περιοχής στο μέσο του δέλτα, η οποία αποκάλυψε το περίγραμμα κτιρίου. Από αυτό το σημείο ξεκίνησαν οι ανασκαφές το 1995, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 2005, αποκαλύπτοντας τα ίχνη της κλασσικής και ελληνιστικής πόλης της Ελίκης, ρωμαϊκό δρόμο και ρωμαϊκά και βυζαντινά κοιμητήρια. Ανακάλυψαν επίσης προϊστορική πόλη της πρώιμης εποχής του Χαλκού (2400 π.Χ.), διατηρημένη σε πολύ καλή κατάσταση, η οποία φαίνεται να είχε την ίδια τύχη με τη μεταγενέστερη ελληνιστική πόλη.[3β]
Ο αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος το 1960 τονίζοντας την σημασία της ανακάλυψης της Ελίκης δήλωσε πως μόνο η κήρυξη ενός τρίτου παγκόσμιου πολέμου θα επισκίαζε την ανακάλυψη της Ελίκης. Είχε πει επίσης πως όταν η πόλη ανακαλυφθεί τα πάντα σε αυτή ανήκουν στην κλασσική περίοδο, τότε που ο Σκόπας και ο Πραξιτέλης έφτιαχναν τα αριστουργήματά τους.[4]
Το 1967 ο εφευρέτης του σόναρ καθηγητής Χάρολντ Έτζερτον ήταν πεπεισμένος πως η Ελίκη βυθίστηκε στον Κορινθιακό Κόλπο και τελειοποίησε την ηχοβολιστική συσκευή, το σόναρ, ακριβώς για τις ανάγκες των ερευνών του για την Ελίκη.
Στον Κορινθιακό Κόλπο και στην ευρύτερη περιοχή του Αιγίου ο δύτης-ερευνητής Αλέξης Παπαδόπουλος μετά από επτά χρόνια έρευνας έχει ανακαλύψει μια βυθισμένη πόλη. Βρίσκεται σε βάθος 25μ-45μ με ευρήματα όπως: τοίχους, πεσμένες στέγες, σπασμένα κεραμίδια, δρόμους, κλπ και όλα αυτά τα καταγράφει σε ένα δεκάλεπτο υποβρύχιο φιλμ ντοκουμέντο. Το αν αυτή η πόλη μπορεί να ταυτιστεί με την Ελίκη είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί από εκτεταμένη υποβρύχια έρευνα. Σε κάθε περίπτωση, η ανακάλυψη αυτής της πόλης μπορεί να θεωρηθεί ως μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανακάλυψη.
Για την βυθισμένη Ελίκη, ασχολήθηκαν, ερεύνησαν και έγραψαν οι: Φραγκίσκος Πουκεβίλ to 1826 (Fr. Pouqueville, Voyage de la Grèce 1826), ο Ερνέστος Κούρτιος το 1851, ο Ιούλιος Σμιτ το 1879 , ο Σπύρος Παναγιωτόπουλος το 1883, ο Π.Κ. Ξυνόπουλος το 1912, Παύλος Βέλτερς το 1912 ο Μοντεσσυ ντε Μπαλλόρ το 1924, ο Στάνλεϋ Κάσσον το 1939, ο G. Κάρο το 1948, ο Ροβέρτος Ντεμανζέλ το 1950, ο Αλφρέδος Φίλιππσον το 1950, ο Σπύρος Δοντάς το 1952, ο Αρίστος Σταυρόπουλος το 1954, ο Ν.Κ. Μουτσόπουλος το 1956, ο Γεώργιος Γεωργαλάς το 1962, ο Νικ. Παπαχατζής [5] το 1967, ο Ζακ Υβ Κουστώ το 1967 και το 1976, και ο Αλέξης Παπαδόπουλος το 1979.
Παραπομπές
1. Παυσανία Αχαϊκά, VII
2. Παυσανία Αχαϊκά, XXIV
3α, 3β. Δώρα Κατσωνοπούλου, Steven Soter: Οι ανακαλύψεις στην αρχαία Ελίκη
4. Έρευνα περί την Ελίκην, Π.Α.Α. τ.41 1966 και Ελίκη-Θήρα -Θήβαι, Α.Α.Α. τ.1 1968)
5. Παπαχατζής, Νίκος (1967): Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις: Αχαϊκά-Αρκαδικά.
Πηγές
· Δώρα Κατσωνοπούλου, Steven Soter: Οι ανακαλύψεις στην αρχαία Ελίκη (αγγλικά)
· Παυσανίου: Ελλάδος περιήγησις - Αχαϊκά
· Αλέξης Παπαδόπουλος, Ανακαλύπτοντας μια βυθισμένη πόλη Περιοδικό Αρχαιολογία τεύχος Νο 9 pdf [http://www.archaiologia.gr/αρχείο-τευχών-2/,
·[http://web.archive.org/web/20110717025931/http://www.arxaiologia.gr/site/content.php?artid=448 Archaeology magazine, issue No 9, November 1983,
· Νικόλας Φαράκλας, Η Γεωπολιτική Οργάνωση της Πελοποννησιακής Αχαΐας, Πανεπιστήμιο Κρήτης-Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας-Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, σειρά: Ρίθυμνα-Θέματα Κλασικής Αρχαιολογίας, αρ.9, Ρέθυμνο 2001
· Περιοδικό Επίκαιρα Αρ. Τευχ. 716 Απρίλιος 1982,
· Περιοδικό Πλεύση Τεύχος 7 Σεπτέμβριος 1984
· [Staatliches Museum, Berlin
http://www.smb.museum/ikmk/object_print.php?objectNR=18204551
Το μοναδικό νόμισμα της Αρχαίας Ελίκης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish