Η παρετυμολογία των λέξεων
Γράφει ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΛΟΥΠΑΣΗΣ
Για την κατάταξη των γλωσσικών στοιχείων στη συνείδησή μας οδηγός είναι, πλην άλλων, ομοιότητες που υπάρχουν ή που νομίζουμε ότι υπάρχουν ανάμεσά τους, με αποτέλεσμα άλλοτε να διαφεύγει η πραγματική μεταξύ λέξεων συγγένεια και άλλοτε να συνδυάζονται η μία με την άλλη άσχετες ως προς την προέλευση λέξεις.
Το φαινόμενο αυτό της εσφαλμένης σύνδεσης μιας λέξης με άλλη ονομάζεται παρετυμολογία, σχετίζεται δε πάντοτε είτε με το θέμα είτε με τη ρίζα της – όχι με την κατάληξη.
Η αφετηρία της παρετυμολογίας βρίσκεται στην εκ φύσεως υπάρχουσα επιθυμία μας να γνωρίζουμε όσο το δυνατόν περισσότερο και καλύτερα ό,τι μας περιβάλλει και ό,τι μεταχειριζόμαστε. Τη γλώσσα τη χρησιμοποιούν όλοι οι άνθρωποι για έκφραση και για επικοινωνία, συμβαίνει όμως να υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί οι οποίοι δεν έχουν επάρκεια γνώσεων σχετικών και με άλλα επί μέρους ζητήματα και με την ετυμολογία των λέξεων. Αν μάλιστα θυμηθούμε ότι, όπως επισήμανε ο θεμελιωτής της γλωσσικής επιστήμης στην Ελλάδα Γεώργιος Χατζιδάκις, η ετυμολογία των λέξεων είναι το δυσκολότερο εγχείρημα στο χώρο της γλωσσολογίας, αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του κινδύνου στον οποίο εκτίθενται όσοι ασχολούνται με αυτήν. Πολύ περισσότερο, φυσικά, αυτό ισχύει για τους «ευκαιριακούς» γλωσσολόγους…
Γίνεται αντιληπτό ότι η παρετυμολογία μπορεί να είναι έργο (δηλαδή ολίσθημα…) είτε ειδικών είτε μη ειδικών. Στη δεύτερη περίπτωση συνήθως γίνεται λόγος για «λαϊκή ετυμολογία», κοινός όμως τόπος είναι η αστοχία (σπανίως και από τύχη είναι δυνατόν να υπάρξει ευστοχία!) και η απομάκρυνση από την αλήθεια. Το χειρότερο, ίσως, σύμπτωμα του φαινομένου είναι το ότι ενίοτε κάποιοι επιμένουν να υποστηρίζουν ως ορθή την εξόφθαλμα εσφαλμένη «έμπνευση», δική τους ή άλλων. Διαφορετική, βέβαια, είναι η περίπτωση κατά την οποία γνωρίζουμε ότι έχουμε παρετυμολογία, αποδεχόμαστε όμως τις συνέπειές της. Τυπικό παράδειγμα η λέξη πολυθρόνα, η οποία έχει επικρατήσει να γράφεται με ύψιλον για το λόγο ότι παλαιότερα είχε θεωρηθεί πως προκειται για σύνθετη λέξη με πρώτο συνθετικό το επίθετο πολύς (και δεύτερο το ουσ. θρόνος). Πρόκειται όμως για την ιταλική λέξη poltrona, γι’ αυτό έπρεπε να γράφεται με γιώτα (πολιθρόνα).
Άλλοτε πάλι γίνεται χρήση εσφαλμένης ετυμολογίας, αν και αυτή είναι καταγεγραμμένη στα λεξικά. Για παράδειγμα αναφέρω από πρόσφατο δημοσίευμα στα Χ. Ν. (ήταν και η αφορμή για το σημερινό άρθρο) την «πληροφορία» ότι η λέξη ρίγανη είναι η σημερινή μορφή του ονόματος «ορίγανος», το οποίο «προέρχεται από τις λέξεις όρος και γάνος (λαμπρότητα, κάλλος, ευφροσύνη). Σημαίνει δηλαδή “αυτό που λάμπει στα βουνά”». Ο συντάκτης του άρθρου, αφού δεν αναρωτήθηκε πώς είναι δυνατόν η ρίγανη να «λάμπει στα βουνά», θα μπορούσε εύκολα να διαβάσει σε ένα έγκυρο λεξικό ότι η λέξη ορίγανος είναι αβέβαιου ετύμου με προέλευση μάλλον αφρικανική. Επειδή είναι κάτι παρόμοιο, θυμίζω τον ισχυρισμό που διατυπώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν από τις στήλες των Χ.Ν. ότι η λέξη Κίσαμος δηλώνει τόπο όμορφο, «προσφιλή», «αξιαγάπητο», τον οποίο «κύσει» (sic) «η ψάμμος – άμμος». Το συμπέρασμα αυτό στηρίχθηκε στον εντελώς αυθαίρετο και γλωσσικά εσφαλμένο συσχετισμό της με το ρήμα της αρχαίας «κυνώ» και με το ουσ. άμμος.
Ο αριθμός των λέξεων για τις οποίες κατά καιρούς έχει προταθεί προέλευση οφειλόμενη σε εσφαλμένη ετυμολογία είναι πολύ μεγάλος. Είναι λέξεις παλαιότερες αλλά και νεότερες, κύρια ονόματα και προσηγορικά, ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια. Είναι και λέξεις οι οποίες, με την αστοχία που υπάρχει στην ετυμολογία τους, οδηγούν σε συμπεριφορά προσαρμοσμένη στη μη αληθή σημασία τους. Π.χ., στον εκ των Τριών Παίδων Αζαρία (17 Δεκεμβρίου) τάζουν ταξίματα για να μη γεννηθούν «ζαρωμένα» παιδιά. Ο Άγιος Στυλιανός πιστεύεται ότι «στυλώνει» τα παιδιά, των οποίων πλέον θεωρείται προστάτης (αυτό αποτυπώνεται και στην εικονογραφία). Ο Μάης έχει συνδεθεί με τα μάγια, γι’ αυτό παλαιότερα απέφευγαν τους γάμους στη διάρκειά του. Το επίθετο αθυρόστομος, επειδή είναι μάλλον άγνωστο το αρχικό του συστατικό «άθυρος» (ο χωρίς θύρα), συνδέθηκε με τη λέξη ανθηρός και έτσι έγινε ανθηρόστομος.
Στο λεξιλόγιο της καθημερινής επικοινωνίας μας υπάρχουν πολλές λέξεις για τις οποίες, αν ερωτηθεί ο μέσος χρήστης, θα δοθεί ως απάντηση κάποιο προϊόν παρετυμολογίας. Για παράδειγμα, το αγιόκλημα συνδέεται με το επίθετο άγιος, ενώ η αρχική μορφή ήταν αιγόκλημα (από τη λ. αίγα). Το πανταλόνι αποδόθηκε στη συνεκφορά των λέξεων «πάντα λειώνει», ενώ είναι ιταλικής προέλευσης (pantaloni). Το εφτάζυμο ψωμί θεωρήθηκε ότι σχετίζεται με τον αριθμό εφτά, ενώ πρόκειται για τη λ. αυτόζυμος (αυτός που ζυμώνεται από μόνος του). Το κάλυμμα της κεφαλής των κληρικών αποκαλείται καλυμμαύκι, σαν να πρόκειται για λέξη σύνθετη από τα ονόματα κάλυμμα και αυχήν (αυχένας), ενώ η σωστή ονομασία του είναι καμηλαύκι προερχόμενη από λατινική λέξη (camellaucium). Και σύμφωνα με την καλπάζουσα φαντασία κάποιων ανήσυχων «γλωσσολόγων», ο κανακάρης (από το κανάκι) προέρχεται από τις λ. άναξ και αίρω, ο καρχαρίας (κάρχαρος) από τις λ. άρχων και ρέω, η γέφυρα (αβέβαιης προέλευσης) από τη φράση «γη επί ύδωρ», η ηλικία (ήλιξ=συνομήλικος) από τις λ. ήλιος και κίω (πορεύομαι, πηγαίνω), η ομπρέλα (λατιν. umbrella < umbra=σκιά) από τον όμβρο, ο Ναπολέων (γερμανικής αρχής) από τις λ. νάπη (δασώδης κοιλάδα, ορεινό δάσος) και λέων. Και άλλα, ων ουκ έστι αριθμός, φαιδρά και διασκεδαστικά.
Πολλά όμως είναι και τα κύρια ονόματα, ανάμεσά τους κάμποσα τοπωνύμια, για τα οποία πιστεύεται κάτι εντελώς άσχετο με την αλήθεια. Υποστήριζαν π.χ. οι παλαιότεροι ότι το όνομά του ο Φλεβάρης το χρωστάει στο ότι τότε «ανοίγουν οι φλέβες της γης», αρχίζουν δηλαδή να τρέχουν οι πηγές. Σε όσα δε περί ονομάτων αγίων ανέφερα παραπάνω προσθέτω, και πάλι για παράδειγμα, τα εξής. Πιστεύεται ότι ο άγιος Μηνάς «μηνάει», δηλαδή φανερώνει, τα κλοπιμαία και γενικά τα απολεσθέντα αντικείμενα. Στον άγιο Φανούριο προσφέρεται η φανουρόπιτα, με την παράκληση να φανερώσει κάτι που αναζητάμε. Η προσωνυμία της Παναγίας Κουνίστρα στη Σκιάθο (γνωστή ευρύτερα από το έργο του Παπαδιαμάντη) δεν οφείλεται σε κάποια κούνια αλλά σε παραφθορά της λέξης Εικονίστρα. Κατά τη λαϊκή αντίληψη, του αγίου Ανδρέα (30 Νοεμ.) αντρειεύει το κρύο, ενώ ο άγιος Ελευθέριος ελευθερώνει έγκυες αλλά και φυλακισμένους. Το ακρωτήριο της ανατολικής Κρήτης Σίδερο δεν έχει σχέση με το ομώνυμο μέταλλο αλλά με μικρό ναό του αγίου Ισιδώρου που βρίσκεται εκεί.
Από το πλήθος των τοπωνυμίων που παρετυμολογούνται (με αποτέλεσμα ορισμένα από αυτά να μη γράφονται σωστά) αναφέρω, εκτός από το ήδη μνημονευθέν Κίσαμος, τα εξής -όλα από το νομό Χανίων. Κακοδίκι: συνδέθηκε με θρυλούμενη «κακή δίκη», το δεύτερο όμως συνθετικό σχετίζεται με το ρήμα διοικώ (Κακοδίκης, Κακοδίκι). Μαλάθηρος: δεν έχει σχέση με τη θύρα, ώστε να γραφεί με ύψιλον. Το ήτα είναι συστατικό της παραγωγικής κατάληξης -ηρός, το δε τοπωνύμιο σχετίζεται με το μάραθο (στην ευρύτερη περιοχή τοποθετείται η αρχαία πόλη Μαράθουσσα). Σηρικάρι: στην πρώτη συλλαβή πρέπει να υπάρχει ήτα (ούτε ύψιλον ούτε -ει-), γιατί προέρχεται από το επαγγελματικό όνομα σηρικάρις (αυτός που εκτρέφει μεταξοσκώληκες). Ο Κακόπετρος ονομάστηκε έτσι από τον «κακοπέρατο» (ποταμό), ενώ το Βαρύπετρο έχει το όνομά του από το βενετσιάνικο επώνυμο Maripetro.
Σε όσα με συντομία εκτέθηκαν ως τώρα προσθέτω και το εξής. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι πάντα θα υπάρχει το φαινόμενο της παρετυμολογίας, επειδή μέσα στο πλήθος των λέξεων που έχει η γλώσσα μας θα εμφανίζονται αστοχίες στη θεμιτή (και αναγκαία) προσπάθεια για ανεύρεση της προέλευσης κάθε λέξης. Πέραν τούτου όμως, πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι άλλο η παρετυμολογία που οφείλεται είτε σε άγνοια (όπως συμβαίνει π.χ. με τους ολιγογράμματους παλαιότερων εποχών ή και της εποχής μας) είτε σε προσπάθεια αστεϊσμού και πρόκλησης του γέλιου και άλλο η παρετυμολογία που προκύπτει εκβιαστικά από την απόπειρα ορισμένων να «αποδείξουν» την αξία και την προσφορά της γλώσσας μας «ανακαλύπτοντας» ελληνικές ρίζες σε ξένες λέξεις. Κάποιοι μάλιστα έχουν «κατορθώσει» και εντοπίζουν ελληνικές επιδράσεις στη γλώσσα λαών της Ασίας, της Αμερικής, ακόμη και του Ειρηνικού ωκεανού!
Χανιώτικα Νέα, 14/06/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish