Αφού κατέστρεψαν την γλώσσα και διέλυσαν το εκπαιδευτικό σύστημα με τις "προοδευτικές" τους ιδεοληψίες, την νομοθετική (!) επιβολή του μονοτονικού (βλ. σχετικά http://ethnologic.blogspot.gr/2011/07/blog-post_07.html), την εκπτώχευση της γλώσσας, τους συνδικαλισμούς κλπ, οι Νεο-αριστεροί της μεταπολίτευσης, διαπιστώνοντας το σημερινό αδιέξοδο, επιχειρούν να δικαιολογηθούν με γελοία επιχειρήματα και επανέρχονται στο αίτημα που διεκδικούσαμε εδώ και χρόνια (βλ. αρθρογραφία http://ethnologic.blogspot.gr/2009/11/blog-post_09.html και το βιβλίο "Εθνικισμός και Γλώσσα"), δηλ. την πανστρατιά όλων των εθνικών δυνάμεων για την αναβάθμιση με κάθε μέσον της Παιδείας μας. Προφανώς, εδώ που έχουν καταντήσει τα πράγματα απαιτείται πλέον η κατεδάφιση ολόκληρου του εκφυλισμένου, στρεβλού και πλήρως απαξιωμένου εκπαιδευτικού συστήματος και η ανασυγκρότησή του εκ βάθρων, από το νηπιαγωγείο μέχρι τις μεταπτυχιακές σπουδές στα Πανεπιστήμια. Το κείμενο που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικό των όσων προαναφέραμε, σε μαλλιαρή δημοτική (να προστέσει, αντί να προσθέσει), αλλά σε πολυτονικό (!), αποκαλύπτοντας την αριστερή παράνοια σε όλο της το μεγαλείο...
ΔΕΕ
Τό ζήτημα, μοτονικό ἤ πολυτονικό, ἀποτελεῖ ἀσήμαντη παρωνυχίδα στό οὐσιαστικό πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας
Γιά πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας μίλησα στόν τίτλο, γιά νά γίνει διάκριση ἀπό τήν Ἀρχαία Ἑλληνική, ἡ ὁποία δέν παρουσιάζει ἀντίστοιχο πρόβλημα μέ αὐτό τῆς Νεοελληνικῆς. Ἡ διαφορά μεταξύ τους ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνική εἶναι γλώσσα πνευματικῶν μνημείων παγκόσμιας ἀξίας, ἐνῶ ἡ νεοελληνική δέν ἔχει ἀναδεχτεῖ σέ γλώσσα τέτοιων μνημείων. Θά επανέλθω παρακάτω σ᾿ αὐτό τό θέμα. Γιά τήν ὥρα θέλω νά κάνω ὁρισμένες παρατηρήσεις πάνω σέ πρόσφατα γραφτά πού πῆραν θέση κατά τοῦ μονοτονικοῦ.
Γράφτηκε λοιπόν ὅτι: «Ἡ ἐπιβολή τοῦ μονοτονικοῦ τίς πρῶτες μεταμεσονύκτιες τῆς 11ης πρός δωδεκάτην Ἰανουαρίου 1982, ἀπό τήν κυβέρνηση τοῦ ΠΑΣΟΚ, ὑπῆρξε πρώτου μεγέθος πολιτιστικό ἔκτρωμα, προϊόν συγκυριακοῦ γάμου μιᾶς λαϊκιστικῆς ‘‘προοδευτικῆς’’ ἰδεολογίας καί ἑνός καλοϋπολογισμένου οἰκονομικοῦ συμφέροντος δράκας μεγαλοεκδοτῶν…»[1] Παρένθετη παρατήρηση: κανένα πολιτικό κόμμα δέν διαφώνησε τότε καί μέχρι σήμερα μέ τήν «ἐπιβολή» τοῦ μονοτονικοῦ ἀπό τό ΠΑΣΟΚ. Σέ ἄλλο κείμενο, ἀφοῦ ἀπαναλαμβάνεται ἡ «μεταμεσονύκτια συνδρίαση» τῆς Βουλῆς, λέγεται [ἀπό τήν πλευρά τῶν τόνων καί τῶν πνευμάτων], «δέν εἴμαστε δικολάβοι σάν αὐτούς πού μᾶς καταδίκασαν». Καί ἀλλοῦ στό ἴδιο κείμενο, ὅτι τό μονοτονικό ἐπιβλήθηκε ἀπό «συνδικαλιστές» καί «μεγάλους ἐκδότες».[1] Ὁμολογῶ ὅτι δυσκολεύομαι νά παρακολουθήσω αὐτή τή φρασεολογία τῶν συγκεκριμένων γραφτῶν.
Τό μονοτονικό ἔχει πίσω του μιά μικρή ἱστορία, πού καλό εἶναι νά μήν τήν ἀγνοοῦμε παντελῶς. Ἴσως νά μή ἔχουμε προσέξει ὅτι ὁ Ἰωάννης Βηλαρᾶς πρίν ἀπό δυό αἰῶνες πρότεινε τήν ἀτονική γραφή τῆς Νεοελληνικῆς. Ἵσως πάλι τό ὄνομα Ἐλισαῖος Γιανίδης νά μή μᾶς λέει τίποτα σήμερα. Πιθανόν ὅμως κάτι νά μᾶς λέει τό ὄνομα Ἰωάννης Θ. Κακριδής, πού καταδικάστηκε τό 1942 ἀπό τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν γιατί ὑποστήριξε θεωρητικά καί ἔμπρακτα τό μονοτονικό σύστημα γραφῆς. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός σ᾿ ὅλη του τή ζωή δέν ἄκανε ἄλλο ἀπό τό νά μελετάει τήν ἀρχαία ἑλληνική γραμματεία καί γλώσσα. Καί φαντάζομαι πώς κάτι θά ἤξερε γιά τήν ἱστορία τῶν τόνων καί τῶν πνευμάτων. Κι ὅμως πολύ πρίν νά «ἐπιβληθεῖ» τό μονοτονικό, ἀπό τή Βουλή, ἔγραφε καί τύπωνε τά βιβλία του σέ μονοτονικό. Καί δέν ἦταν ὁ μόνος. Τόν Ἀπρίλη τοῦ 1975, ὀργανώθηκε στή Θεσσαλονίκη ἕνα τριήμερο Συμπόσιο μέ θέμα Προβλήματα της Δημοτικής Γλώσσας. Τό Συμπόσιο αὐτό κατέληξε σέ δύο «Διαπιστώσεις» καί τρία «Ψηφίσματα». Τό δεύτερο ἀπό τά ψηφίσματα (γραμμένο σέ μονοτονικό, ὅπως καί ὅλο τό κείμενο τῶν πρακτικῶν) ἔλεγε: «Να ἐφαρμοστεί τό μονοτονοκό σύστημα.»[1] Θυμίζω μερικά ὀνόματα ἀπό τούς σύνεδρους τοῦ Συμποσίου: Ν.Π. Ἀνδριώτης, Μανόλης Ἀνδρόνικος, Ι.Θ. Κακριδής, Σταμάτης Καρατζᾶς, Στ. Καψωμένος, Ἐμμανουήλ Κριαρᾶς, Γ.Π. Σαββίδης, κ.ἄ. Προσωπικά, ὁμολογῶ ὅτι ἀδυνατῶ, ἀντιπαραθέτοντας τόν ἑαυτό μου ἀπέναντί τους, νά χαρακτηρίσω αὐτούς τούς ἀνθρώπους «δικολάβους», «συνδικαλιστές» καί ὄργανα τῶν «μεγαλοεδοτῶν». Ὡς πρός τούς «μεγαλοεκδότες» εἰδικότερα, ἄς σημειωθεῖ ὅτι δέν εἶχαν ἀνάγκη τήν «ἐπιβολή» τοῦ μονοτονικοῦ γιά νά τυπώνουν μονοτονικά τά ἔντυπά τους -εἶχαν ἀρχίσει ἤδη νά τά τυπώνουν ἔτσι πολύ πρίν ἀπό τό 1982. Καί θυθίζω ὅτι πολλοί ἀναγνῶστες τότε δέν εἶχαν ἀντιληφθεῖ γιά πολύ καιρό ὅτι διάβαζαν π.χ. τό Ταχυδρόμο σέ μονοτονική γραφή. Ὅσον ἀφορᾶ τό 1982, θυμίζω πάλι ὅτι νωρίτερα εἶχε συγκροτηθεῖ ἐπιτροπή γιά τή μελέτη καί τόν καθορισμό τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος μέ πρόεδρο τόν Ἐμμανουήλ Κριαρᾶ. Καί ὅτι τήν εἰσήγηση αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ψήφισε ἡ Βουλή τό Γενάρη τοῦ 1982.
Ἡ «μικρή ἱστορία» τοῦ μονοτονικοῦ δέν περιορίζεται βέβαια σ᾿ αὐτά τά λίγα πού σημείωσα παραπάνω. Ὅμως δέν χρειάζονται περισσότερα γιά νά καταλάβει κανείς πώς τό μονοτονικό δέν ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό, σάν ἀερόλιθος, μέσα στή Βουλή, τό 1982. Μιλώντας ἔτσι δέν σημαίνει πώς εἶμαι ὑπέρ τοῦ μονοτονικοῦ, ἁπλῶς εἶμαι ὑπέρ τῆς ἀντικειμενικῆς καί ἀφανάτιστης ἐπιχειρηματολογίας.
Πάντως, μονοτονικό ἤ ὄχι, τό οὐσιαστικό πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας βρίσκεται ἀλλοῦ. «Ἡ πολιτιστική ἐπίθεση», ἔγραφε τό 1976 ὁ Νίκος Φωκᾶς, «πού γίνεται σήμερα ἐναντίον τοῦ τόπου αὐτοῦ εἶναι κάτι χωρίς προηγούμενο στήν ἱστορία του, σέ στιγμή μάλιστα πού ὁ τόπος αὐτός εἶναι ἐντελῶς ἀποδυναμωμένος πνευματικά, ἕνας τόπος χωρίς μήνυμα. Γιατί τί μήνυμα ἔχει ἀλήθεια να πεῖ σήμερα ἡ Ἑλλάδα, σάν Ἑλλάδα, στόν κόσμο (εἴτε στήν καθαρεύουσα, εἴτε στή δημοτική);»[1] Καί σέ ἄλλο σημεῖο τοῦ ἴδιου κειμένου: «Ἄν ἡ σημερινή ἑλληνική [γλώσσα] εἶναι πράγματι ἀποδυναμωμένη, αὐτό ὀφείλεται κατά βάθος στό ὅτι δέν ἔχει μήνυμα».[1] Τί σημαίνει ἡ φράση, ἡ Ἑλλάδα δέν ἔχει μήνυμα σήμερα; Πολύ γενικά σημαίνει ὅτι εἶναι μιά χώρα χωρίς πολιτισμική παραγωγή. Μιά χώρα πού δέν λέει «παρών» στήν εὐρύτερη ἐξέλιξη τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Ἤ, ἀλλιῶς, εἶναι μιά χώρα ἀντιπαραγωγική. Καί, γιά νά τό κάνω πιό λιανά, αὐτό σημαίνει ὅτι δέν παράγει θετικές ἐπιστῆμες, μαθηματικά, φυσική, χημεία, βιολογία, κ.λπ. Δέν παράγει θεωρητικές ἐπιστῆμες, ἀνθρωπολογία, κοινωνιολογία, φιλολογία, κ.λπ. Δέν παράγει φιλοσοφία. Δέν παράγει θεωρία ἤ θωρίες τοῦ λόγου καί τῆς τέχνης. Δέ παράγει τεχνολογία, δέν παράγει φάρμακα, δέν παράγει ὅπλα, κ.λπ. Μά, λέγεται κάποτε, ἡ Ἑλλάδα εἶναι μικρό κράτος, πῶς νά πρωτοπορήσει σέ τέτοιους τομεῖς. Πράγματι εἶναι μικρό, ἀλλά ὄχι τό μόνο μικρό. Ὑπάρχουν καί ἄλλα μικρά κράτη πού δέν κάθονται μέ ἀδεινά τά χέρια. Κι ἡ Δανία μικρό κράτος εἶναι, κι ἡ Τσεχία, κι ἡ Φιλανδία, κι ἡ Νορβηγία, κι ἡ Ἰρλανδία καί ἄλλα κράτη. Ἡ διαφορά μας δέ εἶναι ποσοτική, ἀλλά ποιοτική. Αὐτές οἱ μικρές χῶρες ἔχουν κατανοήσει τί σημαίνει γιά τήν ἐθνική τους ὑπόσταση ἡ λέξη παιδεία, μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια, κι ὄχι ἁπλά μέ τήν ἐκπαιδευτική. Τί σημαίνει γιά τήν ἐθνική τους ὑπόσταση ἡ λέξη ἀξιοκρατία στήν πρακτική της ἐφαρμογή. Τί σημαίνει ἐπίσης γιά τήν ἐθνική τους ὑπόσταση ἡ, στόν ἀνώτατο δυνατό βαθμό, ὀργάνωση καί ὑποστήριξη τῆς ἔρευνας. Τί σημαίνει ἡ συνεπής ἐφαρμογή τῶν θεσμῶν. Τί θά πεῖ κοινωνική ἀγωγή, κ.λπ. κ.λπ. Γιατί φεύγουν ἀθρόα τίς τελευταῖες δεκαετίες τά πιό προικισμένα παιδιά μας σέ ἄλλες χῶρες; Γιατί, ἄν τά ρωτήσετε, θά σᾶς ποῦν ὅτι δέν συμβιβάζονται μέ τή θεσμική ἀσυδοσία, τήν ἀναξιοκρατία, τούς πλάγιους τρόπους καί τό χαμαιλεοντισμό πού ἐπικρατεῖ στήν Ἑλλάδα. Ἐνῶ, ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος, ὅταν τυχαίνει κάποιοι ἀπό αὐτούς πού φεύγουν, οὐσιαστικά διωγμένοι ἀπό τόν τόπο τους, νά διαπρέπουν στό ἐξωτερικό, τρέχουμε νά τούς μνημονεύουμε, ξεχνώντας πώς εἶναι προϊόνα ξένης παιδείας καί συνεπῶς δέν μᾶς ἀντιπροσωπεύουν τά ἐπιτεύγματά τους.
Ὅμως τό εἰδικότερο θέμα εδῶ εἶναι ἡ νεοελληνική γλώσσα ἤ «ἡ σημερινή ἑλληνική», ὅπως τή λέει ὁ Φωκᾶς. Λοιπόν, στό βαθμό πού βρισκόμαστε στήν ἀνάγκη νά εἰσάγουμε συνεχῶς ξένες ἰδέες καί πρακτικές ἐφαρμογές, εἰσάγομε ταυτόχρονα καί τήν ὁρολογία τῶν ἰδεῶν καί τῶν ἐφαρμογῶν αὐτῶν. Εἰσάγουμε, μ᾿ ἄλλα λόγια, ξένες λέξεις, ξένες φράσεις, ξένα στοιχεῖα σύνταξης καί γραμματικῆς, ξένη γλώσσα μέσα στή δική μας. (Κοιτάξτε τί γίνεται στήν τηλεόραση καί στίς ἐφημερίδες. Κοιτάξτε τί γίνεται στίς διαφημήσεις. Κοιτάξτε ἀκόμα τοῦτο: σέ ἐπιφυλλίδες καί ἄρθρα διανοουμένων μας χρησιμοποιοῦνται ξένες λέξες ἤ φράσεις, ὄχι γιά ἄλλους λόγους, παρά μέ στόχο τήν κυριολεκτικότερη διατύπωση!) Στό μεταξύ, στό βαθμό πού ἡ χώρα μας δέν ἔχει ἐνεργό συμμετοχή στή θεωρητική καί πρακτική ἐξέλιξη τοῦ κόσμου, ἡ γλώσσα μας δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀντίστοιχα παραγωγική ἤ, κατά τό Φωκᾶ, «δέν ἔχει μήνυμα». Γιατί, σ᾿ αὐτό τό ἐπίπεδο, ἡ γλώσσα παρακολουθεῖ καί μνημειώνει τά θεωρητικά καί πρακτικά προϊόντα τῆς ἐξέλιξης, χωρίς νά τά δημιουργεῖ αὐτή ἡ ἴδια. Ἄν π.χ. ἡ παραγωγή τῆς ἰδέας καί τοῦ πράγματος εἶχε γίνει σέ νεοελληνικό ἔδαφος, οἱ λέξεις κονσέρτο, γκαράζ, φορμαλισμός, μανεκέν, ρομπότ, ἀμοξίλ, τιράζ, τόστ, σκόρ, ἠ-μέιλ, θά εἶχαν ἑλληνικές ὀνομασίες. Καί θά ἐπιβάλλονταν πέρα ἀπό τά σύνορά μας. Φυσικά δέν πρόκειται μόνο γιά ἁπλές λέξεις, ἀλλά γιἀ ἕνα εὐρύ πολιτισμικό πλέγμα σκέψης καί δράσης πού μᾶς ἐπιβάλλεται ἔξωθεν, θέλουμε δέν θέλουμε, ἔτσι ὥστε, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, νά ἐπηρεάζει βαθύτατα ἀρνητικά καί τή γλωσσική μας ὑπόσταση. Χωρίς νά ξεχνοῦμε τί ρόλο παίζει ταυτόχρονα στό γεγονός αὐτό τό χαμηλό ἐπίπεδο τῆς παιδείας μας καί ξενομανιακή μας ψυχολογία. Ἀπό τότε πού ἔγραψε ὁ Φωκᾶς τό κείμενο, «Ἡ ἀποδυνάμωση τῆς γλώσσας μας», ἔχουν περάσει 33 χρόνια. Σήμερα τά λεγόμενά του μοιάζουν αὐταπόδεικτα, καθώς οἱ ἐξελίξεις τά δικαιώνουν ὁλοένα καί περισσότερο. «Ὥστε τό πρόβλημα», ἔγραφε, «στήν ουσία δέν εἶναι γλωσσικό, ἀλλά πολιτιστικό ἤ ἀκόμα (γιατί ὄχι;) κοσμοθεωρητικό –μολονότι τέτοιες λέξεις δέ χρησιμοποιοῦνται πιά- ἐνῶ ταυτόχρονα τό γλωσσικό μας δίλημμα ἔχει πάψει ἀπό καιρό νά εἶναι δημοτική ἤ καθαρεύουσα, ἀλλά Ἀγγλικά ἤ Ἑλληνικά. Τό διατυπώνω ἔτσι σχηματικά μέ συναίσθηση τῆς ὑπερβολῆς πού περιέχει τό σχῆμα. Ὅμως χρειάζεται ἄραγε μεγάλη φαντασία γιά νά ὑποψιαστοῦν ἐπιτέλους οἱ ἀναγνῶστες ὅτι αὐτό πού σήμερα παρουσιάζεται σάν ὑπερβολή, ἴσως σέ δυό ἕως τρεῖς γενεές θά ἔχει γίνει στυγνή πραγματικότητα;». Τότε πού πρωτοδιάβασα τό ἄρθρο στήν «Καθημερινή», κατά 33 χρόνια νεότερος, ἄν καί ἔβλεπα πόσο πειστικά ἔθετε τό ζήτημα ὁ Φωκᾶς, ἔλαφρῶς ἀπωθοῦσα τήν ἐνεπιφύλακτη διατύπωση τοῦ συμπεράσματός του. Σήμερα μπορῶ νά πῶ ὅτι ἁπλῶς ἐκεῖνος εἶχε δεῖ μέ πολλή εὐθυκρισία τό ὑπέδαφος τοῦ γλωσσικοῦ μας ἀφελληνισμοῦ.
Εἶπα στήν ἀρχή πώς τό πρόβλημα τῆς νεοελληνικῆς γλώσσας δέν ἀφορᾶ τήν Ἀρχαία Ἑλληνική. Γιατί ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν παραγωγική, σέ ἐπιστήμη, τέχνες, φιλοσοφία, θεσμούς, πολεμική τέχνη, κ.λπ. Καί ἡ γλώσσα, στήν ὁποία ἐκφράζονταν αὐτές οἱ κατακτήσεις, μορφωνόταν καί φορτιζόταν ἀνάλογα. Μέ ἀποτέλεσμα νά εἶναι ἀναπόσπαστη ἀπό αὐτά τά μνημειώδη ἐπιτεύγματα τῶν Ἀρχαίων Ἑλλήνων. Κι ὅσο αυτά τά ἐπιτεύγματα θά ἐξακολουθοῦν νά ἔχουν θεμελιώδη σημασία γιά τό νεότερο πολιτισμό, θά ἐξακολουθεῖ καί ἡ ἀρχαία ἑλληνική γλώσσα νά «ἔχει μήνυμα» καί νά διατηρεῖ τό κύρος της. Τέτοιο κύρος δέν ἔχει ἡ νεοελληνική, ἐπειδή τό νεοελληνικό κράτος δέν ἔχει ἱκανά ἐπιτεύγματα πού νά στηρίζουν τή Νεοελληνική στό διεθνῆ γλωσσικό στίβο. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ συζήτηση γιά τήν καθαρεύουσα, τή δημοτική, τό πολυτονικό καί τό μονοτονικό, ἔχει μικρή ἤ μηδενική σημασία. Ἀκόμα κι ἄν ἦταν δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ τό ὄνειρο τῶν ἀρχαϊστῶν κι ὅλοι σήμερα μιλούσαμε «ἄπταιστα» ἀρχαῖα, τίποτε δέν θά ᾿λλαζε. Ἁπλῶς θά εἴχαμε νά κάνουμε μ᾿ ἕνα κενόδοξο γλωσσικό κατασκεύασμα, χωρίς οὐσιαστικό λόγο ὕπαρξης. Ὅπως σέ κάθε περίπτωση, ἡ μίμηση θά ἦταν κι ἐδῶ ἕνα κέλυφος χωρίς περιεχόμενο, ἕνας ἀνώφελος δονκιχοτισμός, λίγο ἤ πολύ κωμικός. Γιατί, παραλλάζοντας ἐλαφρά τό ἀπόφθεγμα τοῦ Δημοσθένη, «δεῖ δὴ» ἔργων «καί ἄνευ τούτων οὐδέν ἐστι γενέσθαι τῶν δεόντων». Ἀπό ἄλλη ὀπτική γωνία, ὁ σύγχρονός μας Ζ. Π. Σάρτρ, τόνισε ὅτι «ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ἄθροισμα τῶν πράξεών του». Καί τά κράτη, θά μποροῦσε νά προστέσει κανείς, ἐπίσης.
Περιοδικό Πλανόδιον, τεῦχος 46, Ἰούνης 2009
http://maccunion.wordpress.com/2012/09/11/%CF%84%CF%8C-%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%B1-%CE%BC%CE%BF%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%E1%BC%A4-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CF%85%CF%84%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%E1%BC%80%CF%80%CE%BF%CF%84/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish