Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2011

Από την «σκληρή», διά της «ήπιας», στην «έξυπνη» ισχύ


Ένα εξαιρετικό άρθρο του Υποστρατήγου ε.α. Ιωαννη Παρίση που θεωρώ ότι πρέπει να μελετηθεί.
ΔΕΕ

Από την «σκληρή», διά της «ήπιας», στην «έξυπνη» ισχύ
Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης

Ανέκαθεν, η στρατιωτική ισχύς αποτελούσε κύριο παράγοντα ισχύος, ο οποίος, υποστηριζόμενος και από άλλους παράγοντες, κυρίως αυτόν της οικονομίας, πρόβαλε την ισχύ ενός κράτους στη διεθνής σκηνή. Η μεταψυχροπολεμική πραγματικότητα, ωστόσο, διαμόρφωσε διαφορετικές καταστάσεις. Γρήγορα διαπιστώθηκε ότι η στρατιωτική ισχύς δεν μπορούσε από μόνη της να δώσει όλες τις λύσεις, δεδομένου ότι, από πλευράς διεθνών σχέσεων, αντιμετώπιζε σοβαρούς περιορισμούς.
Στις αρχές του νέου αιώνα, οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ, με τη συμμετοχή και άλλων κρατών, εισέβαλαν μαζικά στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Αυτές κυρίως οι επεμβάσεις, από μία στρατιωτική δύναμη που δαπανά περισσότερα από όλες μαζί τις επόμενες δεκαπέντε στη σειρά στρατιωτικές δυνάμεις, που το ναυτικό της είναι μεγαλύτερο από τις ναυτικές δυνάμεις όλο του υπολοίπου κόσμου μαζί, και της οποίας η κυριαρχία σε μέσα διεξαγωγής δικτυο-κεντρικού πολέμου είναι απόλυτη, απέδειξαν τις αδυναμίες του συστήματος που βασίζεται μόνο στη στρατιωτική ισχύ.
Εδώ και μερικά χρόνια, ο Joseph Nye, εισήγαγε μια νέα διάκριση στην έννοια της ισχύος. Δίνοντας έμφαση στο εμπόριο και την οικονομία, ως τους δύο πυλώνες της αλληλεξάρτησης και της ισχύος, χρησιμοποίησε, στο βιβλίο του Bound to Lead: The Changing Nature of American Power, τον όρο «ήπια ισχύς» (soft power), σε αντιδιαστολή προς τη «σκληρή ισχύ» (hard power) η οποία βασίζεται στη χρησιμοποίηση του πειθαναγκασμού, με χρήση κυρίως της στρατιωτικής και της οικονομικής ισχύος. Εστίασε στην ήπια ισχύ, θεωρώντας ότι τα στρατιωτικά μέσα είχαν αναλυθεί σε πολύ μεγάλη έκταση στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων και ότι σήμερα, σημαντικότερα είναι τα χαρακτηριστικά της ελκυστικότητας και του παραδείγματος που προβάλλει μια χώρα προς τα έξω. O Nye ορίζει ως ήπια ισχύ την ικανότητα επίτευξης του επιθυμητού, μέσω του γοήτρου και της έλξης, παρά μέσω του εξαναγκασμού και της δωροδοκίας.
Γράφει, χαρακτηριστικά, ο Nye: «Η σκληρή ισχύς βασίζεται σε κίνητρα (καρότο) ή σε απειλές (μαστίγιο). Υπάρχει όμως και ένας έμμεσος τρόπος άσκησης εξουσίας. Μια χώρα μπορεί να επιτύχει τα αποτελέσματα που επιθυμεί στην παγκόσμια πολιτική, επειδή άλλες χώρες θέλουν να την ακολουθήσουν, θαυμάζοντας τις αξίες της, μιμούμενοι το παράδειγμά της, φιλοδοξώντας να φθάσουν στο επίπεδό της σε ευημερία και ελευθερία.» Πρόκειται κατά βάση για ένα έμμεσο τρόπο προβολής ισχύος. Παρά ταύτα, οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11/9 οδήγησαν την κυβέρνηση Bush στο να δώσει έμφαση στη χρήση σκληρής ισχύος, κυρίως με επιλεγμένες δυνάμεις για προληπτικές επεμβάσεις.
Αποκλείει η ήπια ισχύς τη χρήση σκληρής ισχύος; Ασφαλώς όχι. Αλλοίμονο αν ένα κράτος ακύρωνε τη στρατιωτική του ισχύ και τη δυνατότητά του να την προβάλλει ή και να τη χρησιμοποιεί, αν απαιτηθεί. Ο Nye είναι σαφής: «Η σκληρή και η ήπια ισχύς συνδέονται και μπορούν να ενισχύσουν η μία την άλλη. Και οι δύο αποτελούν όψεις της ικανότητας να επιτυγχάνουμε τους σκοπούς μας, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά των άλλων. Μερικές φορές, οι ίδιες πηγές ισχύος μπορούν να επηρεάσουν ολόκληρο το φάσμα της συμπεριφοράς, από τον εξαναγκασμό μέχρι τη σαγήνη.» Είναι προφανές ότι τέτοιες μπορεί να είναι η οικονομία, η στρατιωτική δυνατότητα, η τεχνολογία, η βιομηχανική παραγωγή, κ.ά. Κάθε μια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προβολή είτε σκληρής είτε ήπιας ισχύος και να σαγηνεύσει τους άλλους δρώντες στην παγκόσμια σκηνή. Σημασία, κατά συνέπεια, έχει ο τρόπος χρήσης κάθε μορφής ισχύος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ήπια ισχύς αποτελεί μορφή έμμεσης στρατηγικής.
Η οικονομική ισχύς, για παράδειγμα, θεωρείται σε κάποιες περιπτώσεις ως «ήπια» ενώ σε άλλες ως «σκληρή» (όταν χρησιμοποιείται στον οικονομικό πόλεμο). Θα ήταν ωστόσο, λάθος να θεωρηθεί ότι η ήπια ισχύς εκπροσωπεί το «καλό» ενώ η σκληρή ισχύς το «κακό». Εξαρτάται από την πλευρά που το βλέπει κανείς. Έτσι, από την άποψη του ασκούντος την ισχύ, οι οικονομικοί περιορισμοί μπορεί να είναι «ηπιότεροι» από την στρατιωτική ισχύ, ενώ από την πλευρά του στόχου, οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να θεωρούνται πολύ σκληροί.
Πέρα όμως από τη διάκριση μεταξύ σκληρής και ήπιας ισχύος είναι ενδιαφέρον να δούμε την ισχύ ως μια αλληλουχία από τον εξαναγκασμό (coercion), στο ένα άκρο, μέχρι την πειθώ (persuasion) στο άλλο, με τη δωροδοκία (corruption) ή τα κίνητρα (motives) κάπου στο μέσο. Με βάση αυτό, μπορούμε να δούμε την ισχύ ενός κράτους ως τη δύναμη να εξαναγκάζει με χρήση απειλών, να πείθει με πληρωμή (δωροδοκία), ή να προσελκύει επιβάλλοντας τη θέλησή του.
Οι απόψεις του Nye, για τη «διττή φύση» της ισχύος, δεν έμειναν χωρίς κριτική. Αυτή εντοπίζεται κυρίως στο ότι η «ήπια» ισχύς δεν θα πρέπει να θεωρείται ως ξεχωριστό είδος ισχύος. Αντίθετα, κάθε μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών δυνατοτήτων, μπορεί να είναι ήπιο εφόσον η κοινωνία αποδέχεται τη χρήση του για κάποιους σκοπούς. Το παράδοξο, λένε οι επικριτές του Nye, είναι ότι το κράτος δεν ελέγχει τα περισσότερα από τα στοιχεία της «ήπιας» ισχύος δεδομένου ότι αυτά δημιουργούνται από την ελεύθερη αγορά και από την κοινωνία των πολιτών διά των μέσων ενημέρωσης, τις εταιρίες και τις μη-κυβερνητικές οργανώσεις, μεταξύ άλλων, παρά με τη στρατιωτική δύναμη, η οποία αποτελεί τον πυρήνα της «σκληρής» ισχύος.
Στην πραγματικότητα, η αντίληψη της ήπιας ισχύος περιλαμβάνει δύο πολύ διακριτές δυνατότητες: τη δυνατότητα να ελκύει και να σαγηνεύει (πειθώ), και τη δυνατότητα να θέτει προτιμήσεις (ιδεολογία). Ο Nye θεωρεί ότι, σχετικά με την πρώτη από τις δυνατότητες αυτές, οι κινηματογραφικές ταινίες και η τηλεόραση των ΗΠΑ συνιστούν ένα από τα κύρια στοιχεία ήπιας ισχύος, ενώ η δημοκρατία αποτελεί το κύριο στοιχείο της δεύτερης δυνατότητας.
Σύμφωνα με το RAND Corporation, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις της ήπιας ισχύος: το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού θαυμάζει το επιστημονικό και τεχνολογικό επίπεδο των ΗΠΑ, το 60% αρέσει τον κινηματογράφο τους, τη μουσική τους, την τηλεόρασή τους, ενώ το 50% έχουν θετική εντύπωση για την αμερικανική δημοκρατία και την αμερικανική οικονομία. Από τα αμερικανικά πανεπιστήμια αποφοιτούν οι περισσότεροι ξένοι φοιτητές, οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ταινιών και τηλεοπτικών προγραμμάτων, ενώ ελκύει τους περισσότερους μετανάστες από ότι οποιαδήποτε άλλη προοδευμένη χώρα.
Σχετική αναφορά κάνει και ο Μπρεζίνσκι, σημειώνοντας: «Ό,τι και αν σκέπτεται κανείς για τις αισθητικές αξίες της, η μαζική κουλτούρα της Αμερικής ελκύει σαν μαγνήτης, ιδιαίτερα την παγκόσμια νεολαία. Η ελκτική δύναμή της μπορεί να προέρχεται από την ηδονιστική ποιότητα του τρόπου ζωής που προβάλλει, αλλά η παγκόσμια έλξη την οποία ασκεί είναι αδιαμφισβήτητη. Τα αμερικανικά τηλεοπτικά προγράμματα και οι αμερικανικές ταινίες αντιστοιχούν στα τρία τέταρτα περίπου της παγκόσμιας αγοράς. Η αμερικανική λαϊκή μουσική είναι εξίσου κυρίαρχη, ενώ οι αμερικανικές μανίες, συνήθειες διατροφής και ένδυσης ακόμη αποτελούν σε αυξανόμενο βαθμό αντικείμενο μίμησης σε παγκόσμια κλίμακα. Η γλώσσα του internet είναι η αγγλική και το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας φλυαρίας μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών προέρχεται επίσης από την Αμερική, επηρεάζοντας το περιεχόμενο των παγκόσμιων συνομιλιών. Τελευταία, η Αμερική έγινε η Μέκκα για εκείνους που αναζητούν προωθημένη εκπαίδευση, ενώ περίπου μισό εκατομμύριο ξένοι φοιτητές συγκεντρώνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες και πολλοί από τους ικανότερους δεν επιστρέφουν ποτέ στην πατρίδα τους. Απόφοιτοι αμερικανικών πανεπιστημίων βρίσκονται σχεδόν σε κάθε κυβέρνηση σε όλες τις ηπείρους. Η συμπεριφορά πολλών ξένων δημοκρατών πολιτικών μιμείται όλο και πιο πολύ εκείνη των Αμερικανών πολιτικών» (Η Μεγάλη Σκακιέρα, 1998).
Ανάλογες ήταν και οι επιλογές εξωτερικής πολιτικής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της οποίας η ανάπτυξη, ο πολιτισμός και η λάμψη δεν είχαν όμοιο τους, κυρίως στους αιώνες της μέγιστης ακμής της. Η πιο αποτελεσματική διείσδυση της βυζαντινής επιρροής, γράφει η Ελένη Αρβελέρ, στις χώρες όπου απειλούνταν τα αυτοκρατορικά συμφέροντα και σύνορα, ήταν η διάδοση του βυζαντινού τρόπου σκέψης και ζωής, που συνοπτικά εκφραζόταν με τη ένταξη στην ορθόδοξη εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Ο εκχριστιανισμός των λαών αυτών, ήταν το κύριο βήμα της ένταξής τους στην πολιτιστική κοινότητα της αυτοκρατορίας.
Στην εφαρμογή μιας ήπιας ισχύος εκ μέρους της Κίνας, αναφέρεται άρθρο του SPIEGEL (29/6/2010) με τίτλο: «China's Soft Power: Is a Threat to the West?», υποστηρίζοντας ότι μπορεί μεν να μην έχει προθέσεις να χρησιμοποιήσει την αναπτυσσόμενη στρατιωτική ισχύ της, όμως αυτό θα πρέπει ελάχιστα να ανησυχεί τις Δυτικές χώρες. Από τον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου (WTO) μέχρι τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, το Πεκίνο κάνει χρήση της ήπιας ισχύος του. Η αλήθεια είναι ότι οι Κινέζοι διεξάγουν ένα πόλεμο σε όλες τις ηπείρους, όχι με την κλασσική έννοια του πολέμου, αλλά υλοποιώντας μια επιθετική εμπορική πολιτική έναντι της Δύσης, χορηγώντας χαμηλότοκα δάνεια σε χώρες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, εφαρμόζοντας διπλωματικές πιέσεις στους εταίρους των χωρών αυτών, και διαθέτοντας τους περισσότερους στρατιώτες στον ΟΗΕ για ειρηνευτικές επιχειρήσεις από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας. Με άλλα λόγια ενεργούν επιθετικά μεν, αλλά χρησιμοποιώντας ήπια και όχι σκληρή ισχύ.
Αναφορά στην έκφραση ήπιας ισχύος εκ μέρους της Κίνας κάνει και ο Nye στο πιο πρόσφατο βιβλίο του The Future of Power, σε σύγκριση με την σκληρή ισχύ που προβάλλει η Ρωσία. Όπως έχει επισημανθεί από διάφορους αναλυτές, γράφει, ενώ η Κίνα επιδιώκει να δελεάσει και να εντυπωσιάσει τον κόσμο με τον αριθμό των Ολυμπιακών μεταλλίων, η Ρωσία θέλει να εντυπωσιάσει προβάλλοντας την στρατιωτική της υπεροχή. Όπως, μάλιστα, δήλωσε τον Οκτώβριο του 2007, ο Πρόεδρος Hu Jintao, η πρόθεση της Κίνας είναι να αυξήσει την ήπια ισχύ της, και οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν σημαντικό μέρος της στρατηγικής αυτής.
Για κάποιους επικριτές του Nye, η ήπια ισχύς είναι πολύ… ήπια για είναι ισχύς, αφού η ισχύς επιδιώκει πάντοτε να νομιμοποιήσει τη ρεαλιστική πρακτική της με αλτρουιστικές αξίες, αλλά δεν διστάζει να μεταπέσει σε σκληρή ισχύ προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της. Όπως χαρακτηριστικά έχει γραφεί: «Η ήπια ισχύς είναι απλά το βελούδινο γάντι που καλύπτει τη σιδερένια γροθιά». Σ’ αυτό το πλαίσιο, κάποιοι συγγραφείς θεωρούν ότι, για παράδειγμα, ο πολιτισμικές αντιπαραθέσεις μπορούν μερικές φορές να καταστήσουν την ήπια ισχύ προέκταση της σκληρής ισχύος, αλλά πολύ συχνά οι αντιπαραθέσεις αυτές την κάνουν αντιπαραγωγική σε ότι αφορά τους στόχους της. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ήπια ισχύς μπορεί να καταστεί «αντι-ισχύς». Τελικά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η σκληρή και η ήπια ισχύς είναι συμπληρωματικές.
Το 2004, στο βιβλίο του, Soft Power: The Means to Success in World Politics, ο Nye πρότεινε ένα συνδυασμό ήπιας και σκληρής ισχύος για τη δημιουργία αυτού που ονομάζει «έξυπνη» ισχύ (smart power). «Η έξυπνη ισχύς δεν είναι ούτε σκληρή ούτε ήπια. Είναι και τα δύο» γράφει, σημειώνοντας ότι αυτή συνθέτει τις δύο μορφές ισχύος, δίνοντας προτεραιότητα στη διπλωματία και κρατώντας τη στρατιωτική ισχύ σαν εφεδρικό μοχλό για την αποτροπή αναθεωρητικών πολιτικών δυνάμεων και την εξασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Αμφότερες αποτελούν δύο διαφορετικές όψεις της δυνατότητας επίτευξης των στόχων μας, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά των άλλων, όπως σημειώνει ο Nye, υπογραμμίζοντας ότι: «Η έξυπνη ισχύς είναι η ικανότητα συνδυασμού σκληρής και ήπιας ισχύος σε μια νικηφόρα στρατηγική».
Αναφερόμενος στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, σε άρθρο του το καλοκαίρι του 2007, επισημαίνει την εσφαλμένη, κατά τη γνώμη του, πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στο πρόβλημα και δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην ανάγκη χρήσης ήπιας ισχύος (“A Smarter Superpower” Foreign Policy, May/June 2007): «Το γεγονός αυτό οδηγεί στην άποψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να συνδυάσουν σκληρή και ήπια ισχύ σε μία «έξυπνη» ισχύ, όπως έκαναν κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.» Ο Nye προχωρεί στην πρόταση της ανάπτυξης μιας στρατηγικής «έξυπνης» ισχύος με τη δημιουργία θέσης αναπληρωτή συμβούλου εθνικής ασφάλειας, υπευθύνου για την ανάπτυξη και υλοποίηση ενός σύγχρονου πρωτοποριακού σχεδίου δράσης, και καταλήγει: «Μέχρι οι Αμερικανοί να θέσουν ως προτεραιότητα μια τέτοια στρατηγική έξυπνης ισχύος, θα βουλιάζουμε για γενιές στον αγώνα κατά της εξτρεμιστικής ισλαμικής τρομοκρατίας.»
Ο όρος «έξυπνη ισχύς» έχει μόλις μισή δεκαετία που χρησιμοποιείται, ωστόσο η αντίληψη που αυτός εκφράζει σε ότι αφορά στην «ισχύ», πηγαίνει χρονικά πολύ πίσω. Μεγάλοι στρατηγιστές τάσσονταν υπέρ ενός μίγματος «σκληρής» στρατιωτικής ισχύος και «ήπιας» ιδεολογικής μεθόδου, ως συνταγής για τη νίκη στον πόλεμο. Αυτό όμως το μίγμα το συναντά, επίσης, κανείς μελετώντας τον Θουκυδίδη, αλλά, επίσης, μελετώντας την υψηλή στρατηγική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Πολλές τρίτες χώρες εκτιμούν την λεγόμενη «ήπια ισχύ» που προβάλλει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και στην αμερικανική αντίληψη αφορά στη χρήση της στρατιωτικής ισχύος. Ο λόγος ίσως είναι ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο σύνολό του, είναι αποτέλεσμα της επιθυμίας των Ευρωπαίων να εξαλείψουν τη λογική του πολέμου και της ένοπλης βίας μεταξύ τους. Στις ΗΠΑ ο ρόλος της στρατιωτικής ισχύος είναι σε πρώτη προτεραιότητα. «Η Ευρώπη» γράφει η Catherine Guisan, «υποχρεώθηκε να κερδίσει την ειρήνη στο εσωτερικό της, καθ’ όν χρόνο στις ΗΠΑ, οι άνθρωποι πηγαίνουν να κάνουν πόλεμο στο εσωτερικό άλλων λαών» (Un sens a l’ Europe. Gagner la paix (1950-2003), 2003).
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι απόψεις του Nye περί ήπιας και σκληρής ισχύος δεν αποτελούν κάτι το νέο. Εύκολα μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στη διάρκεια της ιστορίας πολλοί ηγέτες εφάρμοσαν στο πλαίσιο της στρατηγικής τους, αμφότερες της μορφές ισχύος. Ίσως εκείνο που έκανε ο Nye είναι η διατύπωσή τους στη σύγχρονη εποχή κατά τρόπο μεθοδικό και ως πρόταση πολιτικής.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα ανάλογων πρακτικών παρουσιάζει η στρατηγική αντίληψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως γράφει ο στρατηγός Fuller, ενώ ο σκοπός της στρατηγικής του ήταν να κερδίζει μεγάλες μάχες, ο σκοπός της πολιτικής του ήταν να ειρηνεύει και να μην εξοργίζει τον εχθρό του, ούτως ώστε να περιορίζει τον αριθμό των μαχών που έπρεπε να δώσει. Δεδομένου ότι ο στόχος του Αλεξάνδρου ήταν να πετύχει, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, μια αναίμακτη κατάκτηση, χάραξε μια σαφή γραμμή ανάμεσα στον περσικό στρατό και στους λαούς της περσικής αυτοκρατορίας. Η ήττα του στρατού ήταν ο στρατηγικός του στόχος, ενώ το να πάρει τους λαούς με το μέρος του ήταν ο πολιτικός του στόχος. Είναι προφανές ότι επρόκειτο για την εφαρμογή μιας «έξυπνης» ισχύος, όπως την περιγράφει σήμερα ο Nye.

Ι.Π.

Σημ. ΔΕΕ: Οι επισημάνσεις είναι δικές μου και δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish