Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΙΣΧΥΟΣ
Δρ. Ιωάννης Παρίσης
Υποστράτηγος ε.α., Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης
(Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο του: «Παράγοντες Ισχύος στο Διεθνές Σύστημα»)
Ο πλέον σταθερός παράγοντας από τον οποίο εξαρτάται η ισχύς ενός έθνους είναι η γεωγραφία, η οποία είναι προφανές ότι επηρεάζει τις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής του, παρέχει πλεονεκτήματα ή επιβάλλει περιορισμούς. Η γεωγραφία, υπό την ευρεία της έννοια, έχει να κάνει με την περιγραφή της γήινης επιφάνειας: τη διαίρεσή της σε περιοχές, ηπείρους και χώρες, το κλίμα, τη χλωρίδα και την πανίδα, τους φυσικούς πόρους, τις βιομηχανίες, τα μεγάλα τεχνητά έργα, τους λαούς, τον πολιτισμό, τις γλώσσες, τις θρησκείες, κλπ.
Από γεωπολιτική άποψη, η ισχύς ενός κράτους και οι ευκαιρίες του να επιβιώσει, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από γεωγραφικούς παράγοντες, όπως: θέση, μέγεθος, σχήμα, βάθος, κλίμα, πληθυσμός και ανθρώπινο δυναμικό, φυσικοί πόροι, βιομηχανική δυναμικότητα και κοινωνική και πολιτική οργάνωση. Συνεπώς η γεωγραφία, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι δεν είναι απλά ένας από τους παράγοντες ισχύος αλλά θα πρέπει να ειδωθεί ως το πλαίσιο εντός του οποίου οικοδομούνται και αναπτύσσονται οι λοιποί παράγοντες. Είναι, κατά συνέπεια, προφανής η σχέση γεωγραφίας, ισχύος και στρατηγικής.
Η γεωγραφική θέση
Συστατικό στοιχείο της γεωπολιτικής σημασίας και της ισχύος κάθε χώρου στον παγκόσμιο χάρτη αποτελεί η γεωγραφική του θέση Παράλληλα όμως προς αυτήν, το οικονομικό δυναμικό του χώρου, ως συνισταμένη των πλουτοπαραγωγικών πηγών του και της συνολικής οικονομικής του ανάπτυξης, δηλαδή η γεωοικονομία του χώρου, καθώς και η ισχύς του, ως συνισταμένη της στρατιωτικής και λοιπής ισχύος του - δηλαδή η γεωστρατηγική του χώρου - προσδιορίζουν τη γεωπολιτική σημασία του, αφού γεωοικονομία και γεωστρατηγική συνιστούν τους βασικούς πυλώνες της γεωπολιτικής.
H γεωστρατηγική, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί τη φάση της εφαρμογής των συμπερασμάτων της Γεωπολιτικής, έχει συνδεθεί με την έννοια της πολιτικής ισχύος αλλά και με την επιθετικότητα των μεγάλων, κυρίως, δυνάμεων, συμβάλλοντας σημαντικά στην κατανόηση των διακρατικών σχέσεων. Σύμφωνα με τον Brzezinski, η γεωστρατηγική συνενώνει τις στρατηγικές απόψεις και εκτιμήσεις με εκείνες της γεωπολιτικής, ενώ ο Κινέζος Joo-Jock, θεωρεί τη γεωστρατηγική ως το άθροισμα γεωγραφικών παραγόντων που συνεργάζονται για να επηρεάσουν ή να δώσουν πλεονεκτήματα σε έναν αντίπαλο, ή να παρεμβληθούν στη διαμόρφωση ενός σχεδίου στρατηγικής, καθώς επίσης και μιας πολιτικής ή στρατιωτικής επιδίωξης.
Η γεωγραφική θέση και διαμόρφωση μιας χώρας έχουν σημαντική επίδραση στη θέση της στην παγκόσμια σκηνή αλλά και στη διαμόρφωση των σχέσεών της με τις γειτονικές χώρες. Έχει, για παράδειγμα, σημασία αν μια χώρα είναι νησιωτική ή ηπειρωτική, πεδινή ή με έντονο οριζόντιο και κατακόρυφο διαμελισμό.. Επίσης, έχει σημασία αν μια χώρα γειτνιάζει με περιοχές συγκρούσεων, εθνοτικών διενέξεων, στρατηγικών συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων, καθώς και αν η ίδια η χώρα διαθέτει ή όχι στρατηγικές πρώτες ύλες ή σημεία στρατηγικής σημασίας (λιμάνια, αεροδρόμια, θαλάσσια στενά, κλπ). Επίσης σημαντικό παράγοντα ισχύος συνιστά η εγγύτητα ή πρόσβαση σε κύριες θαλάσσιες οδούς και η δυνατότητα ελέγχου στρατηγικών αξόνων.
Η θέση ενός κράτους επηρεάζει τις εθνικές ικανότητές του και τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής του. Αναφερόμενος στη σχέση γεωγραφίας και εξωτερικής πολιτικής, ο Spykman υποστήριξε ότι η γεωγραφία είναι ο πλέον θεμελιώδης παράγοντας, λόγω του ότι είναι σχετικά αμετάβλητος, και κατά συνέπεια πρέπει να λαμβάνεται κατά κύριο λόγο υπόψη κατά την ανάλυση της ενδεχόμενης εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους. Ο Geoffrey Parker υποστηρίζει ότι η γεωπολιτική ανάλυση πρέπει να γίνεται σε τρία στάδια: (α) εξέταση των χαρακτηριστικών των ίδιων των πρωταρχικών χωρικών αντικειμένων (β) διερεύνηση των αλληλεπιδράσεων των χωρικών αντικειμένων και των χωρικών προτύπων που δημιουργούνται από αυτές τις αλληλεπιδράσεις και (γ) εξέταση του γεωγραφικού χώρου ως συνόλου, με στόχο τη διερεύνηση των συνολικών χαρακτηριστικών του.
Κάποια κράτη, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, είναι περισσότερο εκτεθειμένα στον κίνδυνο κατάκτησης από άλλες δυνάμεις. Μερικά κράτη κατέχουν σημαντικότερες γεωγραφικές θέσεις από στρατηγική άποψη σε σχέση με άλλα. Η πρόσβαση στους κυριότερους θαλάσσιους δρόμους και η έκταση στην οποία η διαμόρφωση των συνόρων μιας χώρας την αφήνει εκτεθειμένη στον κίνδυνο προσβολής από γειτονικούς εχθρούς, ή αντιθέτως την προστατεύει από τέτοιους κινδύνους, θεωρείται ότι επηρεάζει την εξωτερική της πολιτική. Επιπλέον, η γεωγραφική θέση επηρεάζει το κλίμα και τη διάρκεια της περιόδου καλλιέργειας γεωργικών προϊόντων, όπως και την ικανότητα της χώρας να κινητοποιεί τις δυνάμεις της εναντίον άλλων εθνών.
Η παρεμβολή μεγάλων θαλασσίων εκτάσεων περιορίζει τη δυνατότητα προβολής ισχύος των χερσαίων δυνάμεων. Στην «ανασχετική δύναμη του νερού» αναφέρεται ο Mearsheimer, την οποία θεωρεί ως ιδιαίτερης σημασίας, όχι μόνο επειδή αποτελεί μια κεντρική πτυχή της χερσαίας ισχύος, αλλά επίσης επειδή έχει σημαντικές συνέπειες για την έννοια της ηγεμονίας, σε αναφορά προς τις μεγάλες δυνάμεις. Το τελευταίο αφορά την παράλληλη αδυναμία τους προβολής ισχύος και την ανάγκη να διασχίσει κάποιος μια μεγάλη υδάτινη έκταση για να φτάσει στον αντικειμενικό του σκοπό.
Ειδικώς στην περίπτωση των μικρών κρατών, η γεωγραφική τους θέση σε συνδυασμό με τον τύπο του περιφερειακού συστήματος εντός του οποίου είναι υποχρεωμένα να δράσουν, ορίζει το είδος και το μέγεθος των απειλών και προκλήσεων για την ασφάλειά τους. Συνήθως, η γεωγραφική θέση ενός μικρού κράτους και οι σχέσεις του με τις μεγάλες δυνάμεις, προσδιορίζουν και το πολιτικό του μέλλον.
Μερικά παραδείγματα
Μπορούμε να αναφέρουμε κάποια παραδείγματα σε ότι αφορά στη σχέση της γεωγραφίας με την εθνική ισχύ:
Η Κύπρος αντιμετωπίζει επί δεκαετίες ή και αιώνες, σημαντικά προβλήματα συγκρούσεων και κατακτήσεων, εξαιτίας της ιδιαίτερης γεωστρατηγικής αξίας της, που την καθιστά χρήσιμη για την εξυπηρέτηση των στρατηγικών συμφερόντων και επιδιώξεων των μεγάλων δυνάμεων στην ευρύτερη περιοχή. Ειδικότερα, η Κύπρος συνιστά ζώνη θαλασσίων και εναερίων συγκοινωνιών, δυνάμεων που διεξάγουν επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Κεντρική Μεσόγειο. Παράλληλα συνιστά βάση ανεφοδιασμού ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων οι οποίες ενεργούν στην Ανατολική Μεσόγειο, ως και ενδιάμεσο σταθμό μιας αερογέφυρας διακίνησης δυνάμεων, εφοδίων και μέσων από την Ευρώπη προς τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Δυνατόν επίσης να αποτελέσει χώρο υποδοχής δυνάμεων ή και απωλειών υγείας, που συμπτύσσονται από τη Μικρά Ασία, τη Μέση Ανατολή και την ευρύτερη περιοχή του Ινδικού προς αναδιοργάνωση και επιστροφή ή αποχώρηση προς δυσμάς.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες χωρίζονται από τις άλλες ηπείρους με τεράστιες θαλάσσιες εκτάσεις οι οποίες αποτελούν σταθερό παράγοντα ισχύος, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από όποιον θα επιθυμούσε να προσβάλει το έδαφός τους. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η χώρα αυτή, από την ανεξαρτησία της, προ δύο αιώνων, δεν αντιμετώπισε απειλή στο έδαφός της αλλά ούτε και στα σύνορά της.
Η Μεγάλη Βρετανία, ως αποκλειστικά νησιωτική χώρα, απέφυγε, σε πολλές περιπτώσεις στον ρου της ιστορίας, την επίθεση και πολύ περισσότερο την ξένη κατοχή. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν είχε και δεν έχει ανάγκη ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων για την εξασφάλιση και προστασία των συμφερόντων της. Δυνάμεων χερσαίων για την άμυνα του εδάφους της και την παρουσία της στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πλαίσιο, και ναυτικών δυνάμεων για την υπερπόντια προβολή ισχύος και τον έλεγχο των στρατηγικών γραμμών που της εξασφάλιζαν την ελευθερία εμπορίου και την επικοινωνία με τις αποικίες. Στήριξε λοιπόν για αιώνες την ισχύ της στην επικράτηση στη θάλασσα, φροντίζοντας να διατηρεί ισχυρό ναυτικό.
Η Ιταλία αποτελεί ουσιαστικά μία μεγάλη χερσόνησο η οποία «εισβάλλει» στο κέντρο της Μεσογείου, χωριζόμενη από την υπόλοιπη Ευρώπη με την οροσειρά των Άλπεων που φυσικά αποτελεί σημαντικό κώλυμα για οποιαδήποτε ένοπλη δύναμη σε κάθε εποχή, προκειμένου να ενεργήσει από βορρά προς την ιταλική ενδοχώρα και αντιστρόφως. Όπως σημειώνει ο Morgenthau, η γεωγραφική θέση της Ιταλίας έχει καταστεί σημαντικό στοιχείο της πολιτικής και στρατιωτικής αντίληψης της χώρας αλλά και άλλων χωρών σε σχέση προς την Ιταλία.
Από την άλλη, αυτός ο γεωγραφικός παράγοντας μπορεί να συνιστά μειονέκτημα. Για παράδειγμα, η μεγάλη ανάπτυξη των ακτών της εντός της Μεσογείου, σε συνδυασμό με το νησιωτικό της έδαφος, επέβαλε την απόκτηση και διατήρηση ναυτικής ισχύος για την εξασφάλιση των θαλασσίων οδών και του εμπορίου, αλλά και τη δημιουργία ζώνης ασφάλειας, μέσω του ελέγχου των εγγύς παράκτιων εδαφών. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί η προσπάθεια της Ιταλίας σε όλες τις εποχές, να ελέγχει εδάφη στη Βαλκανική χερσόνησο και στη Βόρεια Αφρική.
Η Ρωσία αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση κράτους, ανήκοντας σε δύο ηπείρους και ελέγχοντας μεγάλες θαλάσσιες εκτάσεις αλλά και σημαντικούς φυσικούς πόρους. Η τεράστια έκταση σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά του εδάφους και τις κλιματολογικές συνθήκες, καθιστούν δυσχερέστατη την εξέλιξη στρατιωτικών επιχειρήσεων για τον επιτιθέμενο. Έτσι η γεωγραφία της Ρωσίας συνιστά βάρος και πρόβλημα για εκείνον που επιδιώκει την κατάκτησή της, παρά πλεονέκτημα. Τελικά αντί ο επιτιθέμενος να κερδίζει δύναμη και πλεονεκτήματα από την κατάκτηση εδάφους, το έδαφος τον καταβάλλει και απορροφά την ενεργητικότητά του. Τα ιστορικά παραδείγματα της Ναπολεόντειας στρατιάς και της Γερμανίας του Χίτλερ που, σε διαφορετικές εποχές και με διαφορετικά μέσα, επεδίωξαν την κατάληψη της Ρωσίας, είναι χαρακτηριστικά. Παρά την στρατιωτική τους υπεροχή και την καταρχήν νικηφόρα εξέλιξη των επιχειρήσεών τους, αμφότεροι, όχι μόνο δεν πέτυχαν τον τελικό σκοπό του πολέμου που ξεκίνησαν, αλλά οδηγήθηκαν σε καταστροφή και υποχώρηση.
Από γεωπολιτικής πλευράς, η Ρωσία κατέχει ακριβώς το κέντρο της Ευρασίας, αυτό δηλαδή που ο Halford Mackinder ονόμασε «Καρδιά της Γης». Τον Ιούνιο του 1941, τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Σοβιετική Ένωση, σε μια γιγαντιαία προσπάθεια να εξασφαλίσουν για τη Γερμανία τα τεράστια πλεονεκτήματα της κατοχής της «Καρδιάς της Γης». Με την επίθεση αυτή, η Γερμανία επεδίωξε, την ενοποίηση των ευρασιατικών περιοχών – και τον έλεγχο της «Καρδιάς» - σε συνεργασία με την Ιαπωνία στο ανατολικό τμήμα της Ευρασίας. Η συντριβή του Άξονα δεν ματαίωσε την τάση επικράτησης μιας χερσαίας δύναμης στην Ευρασία. Απλώς τοποθέτησε τη Ρωσία στη θέση της Γερμανίας. Ο Δυτικός κόσμος αντέδρασε οργανώνοντας, μέσω συμμαχιών, τον έλεγχο της «περιμέτρου» ώστε να περιβάλλει την ευρασιατική περιοχή.
Το 1987 ο Paul Kennedy έγραφε: «Η ανάπτυξη της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας φαίνεται ότι επιβεβαιώνει τις γεωπολιτικές προβλέψεις του Mackinder και άλλων ότι, αν μια γιγαντιαία στρατιωτική δύναμη ελέγξει τις πηγές της ευρασιατικής «Καρδιάς» και περαιτέρω αυτό το κράτος επεκταθεί στις επάκτιες περιοχές, τότε μια τέτοια προοπτική θα πρέπει να αντιμετωπισθεί από τις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις, εάν πρόκειται να διατηρήσουν την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεως». Ο ίδιος, αναφερόμενος στο γεωπολιτικό πλεονέκτημα των δύο υπερδυνάμεων – ΗΠΑ και ΕΣΣΔ - έγραφε ότι, δεν είχαν πρόβλημα τρωτότητας, ενώ ήταν απαλλαγμένες από στρατηγικές απειλές.
Από τότε που ο Mackinder διατύπωσε τη θεωρία του, υπήρξαν πολλές τεχνολογικές καινοτομίες και αναπτύξεις οι οποίες διαφοροποιούν τα δεδομένα και θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί από κάποιους ότι ακυρώνουν τις απόψεις του. Μεταξύ των νέων δεδομένων θα μπορούσαμε να αναφέρουμε:
Τα σύγχρονα μακράς ακτίνας δράσης βομβαρδιστικά και τους διηπειρωτικούς πυραύλους.
Την άνοδο της Κίνας και την εμφάνισή της ως μεγάλης δύναμης.
Την αύξηση της σημασίας της Μέσης Ανατολής, η οποία αποτελεί πλέον μια περιοχή ξεχωριστής γεωπολιτικής σημασίας.
Την τεχνολογική, οικονομική και στρατιωτική υπεροχή των Ηνωμένων Πολιτειών, που μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, έμεινε η μόνη υπερδύναμη.
Τον ασύμμετρο πόλεμο, που αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη διαφοροποίηση από την εποχή της θεωρίας του Mackinder.
Θα πρέπει ωστόσο, να παρατηρήσουμε ότι τα γεγονότα δείχνουν, πως και με τα νέα δεδομένα, δεν μεταβάλλεται η βασική γεωπολιτική αντίληψη. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η άνοδος της κινεζικής ισχύος, μάλιστα σε μια εποχή που η Ρωσία εμφάνιζε υστέρηση ισχύος, δημιούργησε ίσως τον κίνδυνο ελέγχου της «Καρδιάς» της Παγκόσμιας Νήσου, από την Κίνα, με την ταυτόχρονη δυνατότητά της να κινηθεί προς δυσμάς, προκειμένου να αποκτήσει ή να ελέγξει ενεργειακούς πόρους της περιοχής της Κασπίας. Η αντίδραση της Δύσης, με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν άμεση. Με την εκστρατεία στο Αφγανιστάν, η Δύση βρέθηκε στο κέντρο της Ευρασίας (στην καρδιά της Παγκόσμιας Νήσου), παρεμβαίνοντας μεταξύ της Κασπίας και της Κίνας, και αποκλείοντας την τελευταία από οποιαδήποτε δυνατότητα γεωπολιτικών ανατροπών στην περιοχή.
Επιπλέον, ο έλεγχος της περιμέτρου της Ευρασίας, ο οποίος στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου είχε επιτευχθεί με τη δημιουργία του ΝΑΤΟ και άλλων περιφερειακών οργανισμών, όπως το CENTO, συνεχίζει να υφίσταται, με διαφορετικά μέσα. Η μεταβολή της γεωπολιτικής κατάστασης στην περιοχή, κυρίως λόγω της αλλαγής του καθεστώτος του Ιράν, το 1979, δεν ακύρωσε τον περιμετρικό έλεγχο της Ευρασίας, απλά μετέβαλλε, κατά ένα μέρος, τον τρόπο υλοποίησής του. Η εξέλιξη της τεχνολογίας έδωσε διαφορετικές δυνατότητες: βομβαρδιστικά αεροσκάφη μακράς ακτίνας δράσης και αεροπορικές βάσεις σε χώρες της Μέσης Ανατολής, δορυφόροι παρακολούθησης αντί των κατασκοπευτικών αεροσκαφών, τηλεπικοινωνιακοί δορυφόροι αντί τηλεπικοινωνιακών βάσεων. Παράλληλα, σημειώνεται η παρουσία αμερικανικών ναυτικών δυνάμεων στον Ινδικό ωκεανό και η σημαντική αεροναυτική βάση στην βρετανική νήσο Ντιέγκο Γκαρσία.
Τα όσα εξετέθησαν ήδη, μας οδηγούν στη διαπίστωση ότι η γεωγραφική θέση μιας χώρας, μπορεί να αποβεί «ευλογία ή κατάρα» για τις διεθνείς της σχέσεις και την εξωτερική της πολιτική. Χαρακτηριστική, ως προς τούτο, είναι η περίπτωση της Τουρκίας, η οποία ευρισκόμενη σε μία εξαιρετικής σημασίας, από γεωστρατηγική άποψη, περιοχή, αφενός είναι υποχρεωμένη να συμβαδίζει προς τις αποφάσεις και επιδιώξεις της Ατλαντικής Συμμαχίας ως μέλος της, αλλά και των στρατηγικών ενδιαφερόντων των ΗΠΑ, λόγω των δεσμεύσεων που έχει απέναντί τους, αφετέρου δεν θέλει ή δεν μπορεί να έρθει σε σύγκρουση με τα κράτη του περιβάλλοντός της, κυρίως με τη Ρωσία.
Η γεωγραφική θέση μιας χώρας θα πρέπει να ειδωθεί και από την πλευρά της δυνατότητας επικοινωνίας με γειτονικά κράτη και της ανάπτυξης οικονομικών και άλλων μορφών σχέσεων ή επηρεασμού τους. Θα αναφέρουμε κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις στον ευρωπαϊκό χώρο:
Η Γαλλία, έχοντας ακτές τόσο στο Ατλαντικό όσο και τη Μεσόγειο, αλλά και χερσαία σύνορα στην κεντρική Ευρώπη και την Ιβηρική χερσόνησο, είχε πάντοτε τη δυνατότητα της παρουσίας σε διαφορετικές περιοχές (ναυτική παρουσία στον Ατλαντικό αλλά ταυτόχρονα και στη Μεσόγειο) και της ανάπτυξης διαφορετικών δραστηριοτήτων, προς διασφάλιση των συμφερόντων της. Αυτά τα στοιχεία ισχύος της έδωσαν τη δυνατότητα να έχει την πρωτοκαθεδρία, ως αποικιοκρατική δύναμη, στην απέναντί της βορειο-αφρικανική ακτή αλλά και στη αφρικανική ενδοχώρα – δυτική και υποσαχάρια Αφρική. Παράλληλα, ως μεγάλο και ισχυρό κράτος, είχε πάντοτε κύριο ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα, είτε επρόκειτο για πολεμικές συρράξεις είτε για πρωτοβουλίες συμμαχιών, όπως κυρίως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Αυστρία, ευρισκόμενη μεταξύ του ορεινού όγκου των Άλπεων στο νότο και του γεωπολιτικού «όγκου» που συνιστά η παρουσία του «αδελφού» κράτους της Γερμανίας στο βορρά, δεν έχει πολλά περιθώρια ανάπτυξης μεγάλων πρωτοβουλιών στην περιφέρειά της. Τοσούτω μάλλον που τα κράτη της γειτονιάς της – Κροατία, Ουγγαρία, Σλοβενία, Τσεχία - ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της Γερμανίας.
Ο ορεινός όγκος των Άλπεων, που όπως ήδη αναφέραμε, συνιστά για την Ιταλία σημαντικό αμυντικό προστατευτικό κώλυμα, αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη των σχέσεων της χώρας με τους βόρειους γείτονές της. Δεν επιτρέπει την καθημερινή επικοινωνία (εμπορική, κοινωνική, εκπαιδευτική, κοκ.) όπως, για παράδειγμα, συμβαίνει μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας, Γαλλίας-Βελγίου, κλπ. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, εξαιτίας του θαλάσσιου παράγοντα.
Στην περιοχή των Βαλκανίων, η Ελλάδα βρίσκεται, από γεωγραφικής άποψης, σε προνομιακή θέση έναντι των βορείων γειτόνων της. Αποτελεί, γενικώς, την έξοδο της βαλκανικής χερσονήσου στη Μεσόγειο (θερμές θάλασσες), με την Θεσσαλονίκη να συνιστά (υπό ευρεία έννοια) το επίνειο της Βαλκανικής. Να σημειωθεί ότι, ειδικώς για τα Σκόπια, το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αποτελεί κύριο παράγοντα επιβίωσή τους. Πλέον αυτών, η Ελλάδα ήταν και παραμένει το πλέον αναπτυγμένο και ισχυρό κράτος της περιοχής, με τις ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις και με μακρόχρονη συμμετοχή στους κύριους οργανισμούς ασφάλειας και οικονομικής συνεργασίας. Σε όλα αυτά θα μπορούσαν να προστεθούν η παραδοσιακή σχέση της Ελλάδας με την βαλκανική ενδοχώρα, το υψηλό πολιτισμικό επίπεδο και το πλούσιο ιστορικό υπόβαθρο.
Όλα αυτά τα στοιχεία παρέχουν στην Ελλάδα πλεονεκτήματα και δυνατότητες επιρροής στην βαλκανική περιοχή και άσκησης εξωτερικής πολιτικής «ήπιας» ισχύος, με πρωτοβουλίες στο χώρο της οικονομίας, του εμπορίου, των επιχειρήσεων, της παιδείας, του πολιτισμού. Δυστυχώς, παρά τις κάποιες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες ιδιωτών και οργανισμών, η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν εκμεταλλεύτηκε τα πλεονεκτήματα, δεν αντιμετώπισε το θέμα συστηματικά και στη βάση ενός μακρόπνοου σχεδιασμού και βρέθηκε, εν πολλοίς, απλός θεατής των όσων συμβαίνουν στην περιοχή.
Η επίδραση της γεωγραφίας επί των στρατιωτικών επιχειρήσεων
Στο πλαίσιο της εξέτασης των γεωγραφικών στοιχείων μιας χώρας ή μιας ευρύτερης περιοχής – συνήθως αναφερόμαστε στο θέατρο επιχειρήσεων - εξετάζονται, επίσης, εκείνα τα στοιχεία που έχουν στρατηγική αξία από πλευράς διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων. Έτσι, εξετάζονται κατά βάση, οι γεωγραφικές εξάρσεις - ή ανωμαλίες - οι οποίες είτε διαχωρίζουν περιοχές είτε επηρεάζουν – θετικά ή αρνητικά – τη δυνατότητα μετακίνησης στρατευμάτων και εφοδίων καθώς και τη δυνατότητα οργάνωσης της άμυνας μιας χώρας.
Οι γεωγραφικές ανωμαλίες είναι δυνατόν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε στρατηγικές γραμμές και σε στρατηγικά σημεία. Στις πρώτες ανήκουν οι γραμμές των ορέων, οι κοιλάδες και οι ποτάμιες γραμμές, οι θάλασσες, οι λίμνες, οι έρημοι, οι οδικές αρτηρίες, κ.ά. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν οι αυχένες των ορέων, τα σημεία διάβασης των ποταμών, τα σημεία αποκέντρωσης των κοιλάδων, τα νησιά, τα στενά, οι διασταυρώσεις των οδικών αξόνων, τα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα, τα συγκοινωνιακά κέντρα (αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηροδρομικοί σταθμοί), τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα κλπ.
Οι γεωγραφικές ανωμαλίες είναι δυνατόν να είναι φυσικές, και κατά συνέπεια μόνιμες και αμετακίνητες και άρα με διαρκή ενέργεια. Είναι όμως δυνατόν να είναι τεχνητές και άρα, σε αρκετές περιπτώσεις, πρόσκαιρες και ενδεχομένως μεταβλητές. Επίσης, η αξία των γεωγραφικών ανωμαλιών, εξεταζόμενη στο πλαίσιο ενός θεάτρου επιχειρήσεων, είναι πάντοτε διπλή, ήτοι απόλυτη και σχετική:
Η απόλυτη αξία μιας γεωγραφικής ανωμαλίας είναι η αξία που έχει το συγκεκριμένο γεωγραφικό στοιχείο, εξεταζόμενο μεμονωμένα, δηλαδή κάτω από τις ειδικές συνθήκες του. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, η αξία ενός ποταμού, λαμβανομένου υπόψη του μήκους, του πλάτους, του βάθους και της ταχύτητάς του, των πόρων και διαβάσεών του, της φύσης των οχθών και της κοίτης του κ.ά.
Η σχετική αξία του ίδιου ποταμού είναι εκείνη την οποία έχει ως προς τα λοιπά στοιχεία του θεάτρου επιχειρήσεων (π.χ. η δυνατότητα παράκαμψης, το είδος και οι τεχνολογικές δυνατότητες των στρατευμάτων που δρουν ή πρόκειται να αναπτυχθούν στο συγκεκριμένο θέατρο κλπ.) Επομένως, η απόλυτη αξία μιας γεωγραφικής ανωμαλίας μεταβάλλεται από την επίδραση που ασκούν σ’ αυτήν τα λοιπά γεωγραφικά ή άλλα στοιχεία του θεάτρου επιχειρήσεων. Είναι προφανές ότι τα τεχνικά μέσα που είναι στη διάθεση των συγχρόνων στρατών, σχετικοποιούν ακόμη περισσότερο την αξία των διαφόρων γεωγραφικών στοιχείων, χωρίς, ωστόσο, να ακυρώνουν την επίδρασή τους στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Η μορφή του εδάφους, δηλαδή η διάταξη των στρατηγικών γραμμών και σημείων, επηρεάζει διαρκώς τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στο σύνολό τους. Η επίδραση αυτή εξασκείται κατά δύο τρόπους: είτε διευκολύνοντας, είτε δυσχεραίνοντας την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Η ιστορία επιβεβαιώνει πληρέστατα το γεγονός αυτό, αφού αποδεικνύει ότι κάποιες περιοχές είχαν το λυπηρό προνόμιο να χρησιμοποιούνται, σε όλες τις εποχές, ως πεδία σύγκρουσης των αντιμαχομένων. Για παράδειγμα, η λεκάνη της Μεσογείου και οι περιοχές που την περιβάλλουν, αποτέλεσαν στη διάρκεια της Ιστορίας, χώρο έντονων αντιπαραθέσεων μεγάλων δυνάμεων και αυτοκρατοριών, και αιματηρών συγκρούσεων, χερσαίων και θαλασσίων.
Η γεωγραφική διαμόρφωση μιας χώρας, έχει επίσης επίδραση στη διάταξη των στρατιωτικών της δυνάμεων και των αμυντικό της σχεδιασμό. Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, με δεδομένο ότι οι δύο χώρες με τις οποίες συνορεύει – Καναδάς και Μεξικό – για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, δεν συνιστούν απειλή, δεν έχουν ανάγκη μεγάλων στάσιμων στρατιωτικών δυνάμεων. Παράλληλα, οι μεγάλες υδάτινες εκτάσεις οδήγησαν στην ανάγκη δημιουργίας κατάλληλων στρατιωτικών δομών (αερομεταφερόμενες δυνάμεις, ισχυρό ναυτικό με σημαντικό αριθμό αεροπλανοφόρων, στρατηγική αεροπορία, κοκ.) αλλά και βάσεων, ώστε να έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει σε διάφορες περιοχές της υφηλίου, με τις οποίες την χωρίζουν δύο μεγάλοι ωκεανοί.
Η Ρωσία επίσης δεν έχει αξιόλογα, από πλευράς απειλής, σύνορα. Οι θαλάσσιες εκτάσεις, οι πάγοι στο βορρά, η στέπα στην ανατολή καλύπτουν ένα σημαντικό τμήμα του έδαφός της. Όμως η έλλειψη ικανοποιητικού δικτύου μεταφορών (που κατά ένα μέρος οφείλεται στη διαμόρφωση του εδάφους της), που δεν επιτρέπει την ταχεία μετακίνηση στρατευμάτων από το ένα μέρος στο άλλο, η γεωγραφία υποχρεώνει τη Ρωσία να έχει εγκατεστημένες δυνάμεις σε όλα τα σημεία των συνόρων της. Εξηγεί επίσης τη συνεχή επιδίωξη της Ρωσίας για δημιουργία ζωνών προστασίας, είτε με έλεγχο μικρών κρατών, είτε με στρατηγικούς εταίρους, είτε με την προβολή ισχύος προς τις θάλασσες που την περιβάλλουν.
Κατά συνέπεια, ότι οι στρατιωτικοί ηγέτες θα πρέπει να είναι σε θέση να κατανοούν σε κάθε περίπτωση και για κάθε δεδομένο θέατρο επιχειρήσεων, τον τρόπο με τον οποίο η γεωγραφία επηρεάζει την στρατηγική και επιχειρησιακή σχεδίαση, την τακτική, την διοικητική μέριμνα και τις σχέσεις με τον άμαχο πληθυσμό. Να είναι σε θέση, επίσης, να προβαίνουν στη στρατιωτική αξιολόγηση περιοχών που προηγούνται της σύνταξης ενδεχομένων σχεδίων.
Η σημασία του γεωγραφικού παράγοντα σήμερα
Είναι βέβαιο ότι οι τεχνολογικές αναπτύξεις στους τομείς των μεταφορών, των επικοινωνιών, της διαστημικής και των πολεμικών μέσων περιορίζουν ή μεταβάλλουν τον παράγοντα της γεωγραφίας. Είναι, για παράδειγμα, προφανές ότι η οροσειρά των Άλπεων αποτελούσε διαφορετικής αξίας κώλυμα κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από ότι κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ομοίως, η στρατηγική αξία του Στενού του Γιβραλτάρ έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με εκείνη που είχε κατά τους προηγούμενους αιώνες ή ακόμα και πριν από μερικές δεκαετίες. Εδώ και πολλά χρόνια δεν έχουν πλέον αξία τα επάκτια πυροβόλα που με το βεληνεκές τους ήλεγχαν τα θαλάσσια στενά.
Αναμφιβόλως, η διαφοροποίηση αυτή είναι περισσότερο έντονη στη σύγχρονη εποχή, εξαιτίας της χρήσης συστημάτων υψηλής τεχνολογίας. Ο έλεγχος πλέον της ναυσιπλοΐας μπορεί να γίνει με δορυφορικά συστήματα ή ραντάρ, από μεγάλες αποστάσεις και με απόλυτη ακρίβεια, η δε προσβολή θαλάσσιων στόχων – αν απαιτείτο – μπορεί να επιτευχθεί από αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων, με πυραυλικά συστήματα υψηλής ακρίβειας που μπορούν να εκτοξευθούν από βάσεις εδάφους, από πλοία ή από αεροσκάφη.
Δεν είναι μόνο η θέση και η διαμόρφωση μιας χώρας που τη διαφοροποιεί ως προς την στρατιωτική της αξία αλλά και το υπέδαφός της. Έτσι, χώρες που διαθέτουν ορυκτό πλούτο και πρώτες ύλες γενικώς, αποτελούν στόχο άλλων χωρών, κυρίως Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες επιδιώκουν να τις προσεταιριστούν, να τις θέσουν υπό τον έλεγχό τους, ή ακόμη, και να τις καταλάβουν. Οι πολεμικές συρράξεις, οι αντιπαραθέσεις κρατών και η ανάπτυξη της τρομοκρατίας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου κυριαρχεί το πετρέλαιο, επιβεβαιώνουν απολύτως τα ανωτέρω. Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο του στο Foreign Policy, με τίτλο «Η εκδίκηση της Γεωγραφίας», ο Robert Kaplan αποδεικνύει τη σημασία των γεωπολιτικών αντιλήψεων των Mackinder, Spykman, Mahan, κ.α., στην κατανόηση των διακρατικών σχέσεων και του γεωπολιτικού περιβάλλοντος στη σημερινή εποχή.
Η γεωγραφική θέση είναι «δώρο Θεού» που μπορεί να δώσει στον κατέχοντα πλεονεκτήματα ισχύος (πχ. πλούτο) και ευδαιμονία, αλλά μπορεί επίσης να καταστεί στοιχείο προβληματικών καταστάσεων στις διακρατικές σχέσεις και ίσως και δυστυχίας. Η επίδραση της γεωγραφίας στην απόκτηση οικονομικής ισχύος είναι ιδιαίτερα σημαντική, και από τη μελέτη της μπορούμε να οδηγηθούμε σε ιδιαίτερα χρήσιμα συμπεράσματα. Η ύπαρξη καλλιεργήσιμων εκτάσεων, πλωτών ποταμών, λιμανιών, δυνατότητας επικοινωνίας των διαφόρων περιοχών, και άλλοι παράγοντες επηρεάζουν την ανάπτυξη της οικονομίας, όπως θα αναφέρουμε ευρύτερα στο αντίστοιχο κεφάλαιο.
Η γεωγραφική «φτώχεια» μπορεί να έχει επίσης δυσμενείς συνέπειες στην ανάπτυξη (οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική) όπως συνέβη στην περίπτωση της Αφρικής. Υποστηρίζεται, μάλιστα, ότι ο φτωχός οριζόντιος διαμελισμός της αφρικανικής ηπείρου, με την ανυπαρξία πολλών και σημαντικών λιμανιών, ήταν μία από τις αιτίες της υπανάπτυξης και της πολιτισμικής, οικονομικής και τεχνολογικής υστέρησης, δεδομένου στερούσε στην ήπειρο τη δυνατότητα επικοινωνίας με τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και την ανάπτυξη του εμπορίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish