Αρχαίες γλώσσες της ιταλικής χερσονήσου
Ιταλικοί λαοί
(Από το "Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δ. Ε. Ευαγγελίδη)
Ἰταλικοί λαοί: Συλλογική ονομασία των Αριοευρωπαϊκών (Ινδοευρωπαϊκών) λαών της Ιταλικής χερσονήσου, των οποίων οι αρχικές εγκαταστάσεις τοποθετούνται στο μεταβατικό διάστημα από την Μέση στην Ύστερη Εποχή του Ορειχάλκου (γύρω στο 1200 π.Χ.) και ταυτίζονται με τους λεγόμενους Πρωτο-Βιλλανόβιους (από το όνομα του πολιτισμού που είχαν αναπτύξει – Proto-Villanovan culture 1100-900/800 π.Χ.).
Για το πρόβλημα πάντως του προσδιορισμού του χρόνου εισόδου στην Ιταλική χερσόνησο των λαών-φορέων Αριοευρωπαϊκών γλωσσών, υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις μεταξύ των ερευνητών.
Μια παλαιότερη άποψη του καθηγητή L. Piggorini, υποστήριζε την είσοδο (από τον Βορρά) των πρώτων Αριοευρωπαϊκών φύλων στην Ιταλική χερσόνησο, από τις αρχές της Μέσης Εποχής του Ορειχάλκου και τους θεωρούσε δημιουργούς του πολιτισμού Τερρεμάρε (Terremare culture, 1500-1100 π.X.). Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν την διείσδυση των Αριοευρωπαϊκών φύλων στην διάρκεια της Νεολιθικής, από τα ανατολικά, (Μ. Ασία → Ελλάδα → Ιταλία), αλλά η άποψη αυτή προσκρούει σε μια σειρά αντιθέτων αρχαιολογικών και γλωσσολογικών ευρημάτων.
Τέλος, μια άλλη θεωρία υποστηρίζει την έναρξη των εισβολών των φορέων των Ιταλικών γλωσσών στην διάρκεια της Χαλκολιθικής, δηλ. της μεταβατικής περιόδου (3500-2500 π.Χ.) από την Νεολιθική προς την Πρώϊμη Εποχή του Ορειχάλκου, με προέλευση την Κεντρική Ευρώπη. Η άποψη αυτή αποδίδει στους εισβολείς την διάδοση της χρήσης των Μετάλλων, του ίππου και τους θεωρεί ως δημιουργούς των πολιτισμών (βλ. Εικόνα) Ρεμεντέλλο (Remedello) στην κοιλάδα του Πάδου, Ριναλντόνε (Rinaldone) στην Τοσκάνη και Γκάουντο (Gaudo) στην Καμπανία (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω, J.P. Mallory & D.Q. Adams (ed.): Encyclopedia of Indo-European Culture, σελ. 314-319).
Η πλέον αποδεκτή πάντως άποψη, είναι αυτή η οποία δέχεται την είσοδο των Πρωτο-Ιταλικών φύλων, όπως χαρακτηρίζονται, γύρω στο 1200 π.Χ. προερχόμενα από την Κεντρική Ευρώπη, όπου είχαν συμβιώσει για ένα διάστημα με τα πρωτο-Κελτικά φύλα, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην στενή γλωσσολογική συγγένεια μεταξύ των γλωσσών της Ιταλικής και Κελτικής ομάδας (βλ. λήμματα Γαλάτες και Κέλτες).
Θα πρέπει εδώ να τονισθεί ότι προς διάκριση από τους Έλληνες αποίκους της Μεγάλης Ελλάδος και Σικελίας, χρησιμοποιούνται οι όροι Ιταλιώτες (για τους Έλληνες) και Ιταλικοί λαοί (για τους φορείς των Ιταλικών γλωσσών).
Το πρώτο κύμα των φορέων των ιταλικών γλωσσών, που διείσδυσε στην Ιταλική χερσόνησο, αποκαλούνται Πρωτο-Ιταλικοί λαοί και ομιλούσαν γλώσσες της λεγομένης Λατινο-Φαλισκικής ομάδας. Στην ομάδα αυτήν ανήκει η Λατινική, η σπουδαιότερη γλώσσα από κάθε άποψη, ολόκληρου του κλάδου των Ιταλικών γλωσσών (βλ. Λατίνοι), καθώς και η στενά συγγενής με την Λατινική, η Φαλισκική, η γλώσσα των Φαλίσκων, των οποίων η σπουδαιότερη πόλη ήταν οι Φαλέριοι - Falerii Veteris (σημερ. Cività Castellana), γύρω στα 40 χλμ. βορείως της Ρώμης, από την οποία πήρε και το όνομά της η γλώσσα.
Ορισμένοι ερευνητές κατατάσσουν στην ομάδα αυτήν και την γλώσσα των Σικελών της ανατολικής Σικελίας και (σημερινής) Καλαβρίας, την Σικελική (Siculan), από την οποία διαθέτουμε μόνο τρεις επιγραφές και μερικές λέξεις σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων. Πιθανολογείται ότι συγγενής με την Σικελική ήταν και η γλώσσα των Σικανών της ΝΔ Σικελίας, η Σικανική (Sican), αλλά υπάρχουν σοβαρές αντενδείξεις και εικάζεται ότι η Σικανική μάλλον δεν ανήκε στην Αριοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Σικανοί). Για την γλώσσα τέλος των Ελύμων (Elymian) του δυτικότατου άκρου της Σικελίας (βλ. Έλυμοι), υπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις μεταξύ των ερευνητών και ενώ ορισμένοι την κατατάσσουν στις Πρωτο-Ιταλικές γλώσσες, οι περισσότεροι αρνούνται ότι ανήκει στην Αριοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών και την περιλαμβάνουν στις «προ-Ιταλικές» γλώσσες του λεγομένου «Μεσογειακού» υποστρώματος (βλ. σχετικά στα λήμματα Ετρούσκοι, Λέλεγες).
Οι Δευτερο-Ιταλικοί λαοί, διείσδυσαν σχεδόν ταυτόχρονα (παρά τις παλαιότερες αντίθετες απόψεις για πολύ μεταγενέστερη είσοδο) ή λίγο αργότερα από τους προηγηθέντες Πρωτο-Ιταλικούς λαούς και εγκαταστάθηκαν στις κεντρικές ορεινές περιοχές της χερσονήσου (Απέννινα). Άρχισαν τις μεταναστεύσεις τους νοτιότερα πολύ πιο αργά. Οι γλώσσες τους κατατάσσονται στον Οσκο-Ουμβρικό κλάδο των Ιταλικών γλωσσών. Η Οσκική, η γλώσσα των Σαμνιτών, των ισχυρότατων και πλέον επικίνδυνων αντιπάλων της Ρώμης (βλ. επίσης και στα λήμματα Όσκοι, Οπικοί), διαθέτει επιγραφές από τον 5ο π.Χ. αιώνα, γραμμένες στο Ετρουσκικό αλφάβητο.
Γύρω στο 400 π.Χ. δημιουργήθηκε ένα νέο αλφάβητο (βλ. Εικόνα στο λήμμα Όσκοι) βασισμένο στο Ετρουσκικό της βόρειας Καμπανίας, αλλά βαθύτατα επηρεασμένο από το Ελληνικό, όπως υποδεικνύουν τα σχετικά ευρήματα (βλ. για λεπτομέρειες C. A. H. Vol. IV σελ. 732). Το σημαντικότερο κείμενο της Οσκικής γλώσσας, είναι μια επιγραφή χαραγμένη σε λίθινη πλάκα, μιας συμφωνίας μεταξύ των πόλεων της Καμπανίας, Νόλα (Nola) και Αμπέλλα (Abella), για την από κοινού διαχείριση του Ιερού του Ηρακλέους, που βρισκόταν στα κοινά τους σύνορα, η περίφημη «Στήλη της Αμπέλλα» (Cippus Abellanus), χρονολογούμενη γύρω στο 150 π.Χ. (βλ. Εικόνα στο λήμμα Όσκοι). Το εκτενέστερο πάντως κείμενο της Οσκικής είναι ο ορειχάλκινος «Πίναξ της Μπαντίνα» (Tabula Bantina), από την περιοχή της Λευκανίας (=Λουκανία- Lucania, βλ. λήμμα Λευκανοί ή Λουκανοί), μια συλλογή Νόμων, χρονολογούμενος στο α΄ μισό του 1ου π.Χ. αιώνα.
Η Ουμβρική, η γλώσσα των βορειότερα εγκατεστημένων Όμβρων ή Ουμβρίων (Umbrians), αποτελεί την καλύτερα μελετημένη γλώσσα της ομάδας, χάρη στο γεγονός ότι διαθέτουμε τους επτά (από τους αρχικούς εννέα) περίφημους ορειχάλκινους «Ιγγουβιανούς Πίνακες» (Iguvine Tables, Λατιν. Tabulae Iguvinae), οι οποίοι περιέχουν πάνω από 4.000 λέξεις. Τα κείμενα αυτά, θρησκευτικού περιεχομένου με οδηγίες για τον τρόπο τέλεσης διαφόρων τελετουργιών προς τα μέλη μιας θρησκευτικής αδελφότητας, ανακαλύφθηκαν στην ορεινή περιοχή των κεντρικών Απεννίνων, στην αρχαία πόλη Ιγγούβιον (Ιγούϊον κατά τον Στράβωνα, Λατιν. Iguvium, σημερ. Gubbio) και χρονολογούνται από τα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. (ο παλαιότερος), μέχρι τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. αλλά διασώζουν μια παλαιότατη ασφαλώς προφορική παράδοση. Οι αρχαιότεροι Πίνακες είναι χαραγμένοι σε διάφορες μορφές του Ετρουσκικού αλφάβητου, που χαρακτηρίζονται ως Ουμβρική γραφή (βλ. Εικόνα στο λήμμα Όμβροι), ενώ οι νεώτεροι στο Λατινικό αλφάβητο. Παλαιότερα δείγματα Ουμβρικής γραφής διαθέτουμε από επιγραφές του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. από διάφορες τοποθεσίες της Ουμβρίας (λεπτομέρειες για τα παραπάνω βλ. C. A. H. Vol. IV σελ. 735-736).
Η συγχώνευση Οσκικών και Ουμβρικών στοιχείων, μας έδωσε μια νόθα ομάδα διαλέκτων, από τις οποίες γνωστότερη είναι η διάλεκτος των Ουόλσκων (Volsci), η ουολσκική ή βολσκική (Volscian), χρονολογούμενη στον 6ο αιώνα π.Χ. (βλ. Ιστορία της Ανθρωπότητος UNESCO, τομ. Β΄ σελ. 67).
Οι Σαβίνοι, οι θρυλικοί πρόγονοι των Σαμνιτών, ομιλούσαν μια οσκο-ουμβρική (δηλ. πριν από την διάσπαση της προγονικής γλώσσας σε Οσκική και Ουμβρική) διάλεκτο, στην οποία αποδίδεται και μια αρχαιότατη επιγραφή του 7ου αιώνα π.Χ. χαραγμένη σε ένα κύπελλο (βλ. C. A. H. Vol. IV σελ. 731).
Ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσιάζουν οι λεγόμενες Πικεντικές γλώσσες (βλ. Πίκεντες ή Πικηνοί), που κατατάσσονται από ορισμένους ερευνητές σε μια τρίτη ομάδα Ιταλικών γλωσσών, την ονομαζόμενη Ανατολική Ιταλική ομάδα (East Italic), ενώ άλλοι τις κατατάσσουν στις Οσκο-Ουμβρικές. Οι Πικεντινικές επιγραφές ανήκουν στα αρχαιότερα γραπτά κείμενα που διαθέτουμε για τις Ιταλικές γλώσσες, φθάνοντας στον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά ενώ διαβάζονται με ευκολία, παρουσιάζουν τεράστιες δυσκολίες στην μετάφραση.
Από την Νότια Πικεντική (South Picene), διαθέτουμε επιγραφές, από τις οποίες οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ανήκει με βεβαιότητα στις Αριοευρωπαϊκές γλώσσες, όπως προκύπτει από την σύγκριση με την λατινική, όπως π.χ. η πρόταση matereif patereif: Λατιν. matribus patribus (=στις μητέρες και στους πατέρες).
Ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσιάζουν οι λεγόμενες Πικεντικές γλώσσες (βλ. Πίκεντες ή Πικηνοί), που κατατάσσονται από ορισμένους ερευνητές σε μια τρίτη ομάδα Ιταλικών γλωσσών, την ονομαζόμενη Ανατολική Ιταλική ομάδα (East Italic), ενώ άλλοι τις κατατάσσουν στις Οσκο-Ουμβρικές. Οι Πικεντινικές επιγραφές ανήκουν στα αρχαιότερα γραπτά κείμενα που διαθέτουμε για τις Ιταλικές γλώσσες, φθάνοντας στον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά ενώ διαβάζονται με ευκολία, παρουσιάζουν τεράστιες δυσκολίες στην μετάφραση.
Από την Νότια Πικεντική (South Picene), διαθέτουμε επιγραφές, από τις οποίες οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ανήκει με βεβαιότητα στις Αριοευρωπαϊκές γλώσσες, όπως προκύπτει από την σύγκριση με την λατινική, όπως π.χ. η πρόταση matereif patereif: Λατιν. matribus patribus (=στις μητέρες και στους πατέρες).
Νότιο Πικεντικό αλφάβητο
Τα προβλήματα εντοπίζονται στην λεγόμενη Βόρεια Πικεντική (North Picene / Novilara), οι επιγραφές της οποίας έχουν διχάσει τους ερευνητές. Ορισμένοι την κατατάσσουν στις Αριοευρωπαϊκές γλώσσες και προσδιορίζουν την προέλευσή της από την περιοχή των ανατολικών ακτών της Αδριατικής, γεγονός που σημαίνει ότι δεν ανήκει στις Ιταλικές γλώσσες και συγγενεύει είτε με τις Βενετικές γλώσσες (βλ. λήμμα Ενετοί), είτε με την Μεσσαπική ομάδα διαλέκτων (βλ. Μεσσάπιοι). Αντίθετα, αρκετοί ερευνητές σε ουδεμία περίπτωση αποδέχονται τον Αριοευρωπαϊκό της χαρακτήρα και υποστηρίζουν ότι ανήκει στις γλώσσες των αυτοχθόνων προ-Ιταλικών λαών του λεγόμενου «Μεσογειακού» υποστρώματος (βλ. Mallory, J. P.: In Search of the INDO-EUROPEANS – London 1991, σελ. 90-91).
Η στήλη της Νοβιλάρα
Η σημαντικότερη επιγραφή της Βόρειας Πικεντικής είναι η περίφημη στήλη της Νοβιλάρα (Novilara, περίπου 4 χλμ. νότια από την πόλη Πέζαρο – Pesaro), μια πλάκα από ψαμμίτη ύψους 65 εκατοστών περίπου, η οποία χρονολογείται μεταξύ 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. Είναι γραμμένη σε μια ετρουσκική παραλλαγή του Ελληνικού αλφαβήτου (βλ. Εικόνα παραπάνω) σε 12 γραμμές με φορά από δεξιά προς τα αριστερά και διακοσμείται με σκηνές κυνηγιού πιθανόν, καθώς και άλλα διακοσμητικά στοιχεία (βλ. Εικόνα στο λήμμα Πίκεντες ή Πικηνοί).
Βόρεια Πικεντική γραφή
Με την οριστική κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Πικεντίνοι θα αφομοιωθούν και οι γλώσσες τους θα εξαφανισθούν, όπως υποδεικνύει και το γεγονός ότι και οι επιγραφές τους σταματούν αυτήν την περίοδο.
Με την σταδιακή υποταγή των λαών της Ιταλικής χερσονήσου στην Ρώμη και την βαθμιαία αφομοίωσή τους, οι γλώσσες τους θα εξαφανισθούν προς όφελος της Λατινικής, από την εξέλιξη της οποίας στους νεώτερους χρόνους, θα προκύψουν οι λεγόμενες Ρωμανικές γλώσσες, Ιταλική, Γαλλική, Ισπανική, Καταλανική, Πορτογαλική, Ρουμανική κ.λ.π.
Τέλος, θα πρέπει να αναφερθούμε στην ετυμολογία της ονομασίας Ιταλία, με την οποία σήμερα είναι γνωστή ολόκληρη η χερσόνησος. Το όνομα προήλθε (βλ. M. Grant: History of Rome – London 1979, σελ. 360) από την εξελληνισμένη μορφή της οσκικής λέξεως Viteliu (=χώρα των μοσχαριών) και αρχικώς κάλυπτε μόνον το νοτιότερο τμήμα της χερσονήσου (βλ. Στρβ. Ε΄ Ι. 1), την Οινωτρία (βλ. Οινώτριοι) δηλ. την περιοχή «…από του Σικελικού πορθμού μέχρι του Ταραντίνου κόλπου και του Ποσειδωνιάτου…», η οποία ειδικότερα περιελάμβανε τις ελληνικές αποικίες της Νότιας Ιταλίας (Magna Grecia).
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish