Το Συνέδριο του Βερολίνου (2)
(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
H τελευταία σύρραξη
Ο τελευταίος ρωσοτουρκικός πόλεμος, του 1877-78, που ήταν και ο σημαντικότερος, είχε τις ρίζες του στο συνεχιζόμενο ενδιαφέρον της Ρωσίας για τις τύχες των ορθοδόξων χριστιανών, και ιδίως των σλάβων, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Ιούλιο του 1875 οι χριστιανοί χωρικοί της Ερζεγοβίνης εξεγέρθηκαν εναντίον των μουσουλμάνων κυρίων τους και των οθωμανικών αρχών. H εξέγερση, που δεν άργησε να μεταδοθεί στη Βοσνία, προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στη Σερβία, η οποία ήταν τότε αυτόνομο πριγκιπάτο υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις επιχείρησαν να μεσολαβήσουν ανάμεσα στους εμπολέμους, αλλά οι προσπάθειές τους δεν ευδοκίμησαν. Τότε οι ηγεμόνες της Σερβίας Μίλος Οβρένοβιτς Δ' και του επίσης αυτόνομου Μαυροβουνίου Νικόλαος A' δεν μπόρεσαν παρά να ενδώσουν στην πίεση των υπηκόων τους και στις 30 Ιουνίου 1876 κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας.
H στρατιωτική δύναμη της Σερβίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και μολονότι ρώσος στρατηγός είχε αναλάβει τη διοίκηση του στρατού της και ρώσοι εθελοντές τον είχαν ενισχύσει, η Ρωσία δεν είχε προσφέρει σε αυτή τη φάση την αναμενόμενη στρατιωτική βοήθεια. H προσπάθεια των σερβικών δυνάμεων να εισβάλουν στη Βοσνία απέτυχε και παρ' όλο που οι μοναδικοί σύμμαχοί τους, οι Μαυροβούνιοι, μάχονταν αποτελεσματικά στην Ερζεγοβίνη, οι Σέρβοι, ηττώμενοι, αντιμετώπιζαν τουρκική προέλαση προς το Βελιγράδι. Μόνο τότε η Ρωσία απέστειλε τελεσίγραφο στην Τουρκία και την υποχρέωσε να δεχθεί ανακωχή. H Τουρκία και η Σερβία συνήψαν συνθήκη ειρήνης με βάση το status quo την 1η Μαρτίου 1877.
Ανάλογα γεγονότα διαδραματίζονταν την ίδια περίοδο και στη Βουλγαρία. H εξέγερση που εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου (παλαιό ημερολόγιο) / 2 Μαΐου (νέο) 1876 αντιμετωπίστηκε από τους Τούρκους με απίστευτη ωμότητα. Στη Φιλιππούπολη τούρκοι άτακτοι κατέσφαξαν 15.000 Βουλγάρους. Οι τουρκικές αγριότητες προκάλεσαν την αγανάκτηση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης. Ευρωπαίοι πολιτικοί ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τον σουλτάνο προσπαθώντας να του αποσπάσουν εγγυήσεις για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωναν τη θέση των χριστιανών υπηκόων του. Οταν πέρασαν δύο χρόνια χωρίς οι διαπραγματεύσεις να αποδώσουν καρπούς, στις 24 Απριλίου 1877 η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου την ακολούθησαν η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Οι Ρώσοι επιτέθηκαν από τη Βουλγαρία και προήλασαν στη Θράκη, και τον Ιανουάριο 1878 κατέλαβαν την Αδριανούπολη.
Ο πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, χωριού στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, η οποία υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878. H συνθήκη μετέβαλλε ριζικά την κατάσταση των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τερμάτιζε κάθε είδους τουρκικό έλεγχο επί της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο κυριότερος όρος της προέβλεπε την ίδρυση ανεξάρτητου βουλγαρικού πριγκιπάτου, της λεγόμενης Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και εκτεινόταν από το Αιγαίο Πέλαγος ως τον Εύξεινο Πόντο. Με τη συνθήκη αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας. Τα σύνορα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου επεκτείνονταν και η Ρουμανία παραχωρούσε στη Ρωσία τη Νότια Βεσσαραβία λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τη Δοβρουτσά από την Τουρκία. H Βοσνία και η Ερζεγοβίνη ανακηρύσσονταν αυτόνομες. H Τουρκία παραχωρούσε στη Ρωσία μέρη των ασιατικών εδαφών της και υποχρεωνόταν να καταβάλει υψηλή πολεμική αποζημίωση. Ο σουλτάνος παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλεια των χριστιανών υπηκόων του.
Ταπείνωση και αυθαιρεσία
Με τις ρυθμίσεις της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου η Αυστρία αντιλαμβανόταν ότι θα έπρεπε να εγκαταλείψει τις βλέψεις της για τα Βαλκάνια, όπου θα αυξανόταν και θα εδραιωνόταν η ρωσική επιρροή. H Αγγλία από την πλευρά της έβλεπε ότι κινδύνευε η κυριαρχία της στη Μεσόγειο, όπου η Ρωσία, πραγματοποιώντας το παλαιότατο όνειρό της, θα μπορούσε επιτέλους να έχει πρόσβαση μέσω της Μεγάλης Βουλγαρίας, η οποία δεν θα ήταν παρά απλός δορυφόρος της.
Οι εργασίες του Συνεδρίου του Βερολίνου, που συγκλήθηκε με σκοπό την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, κράτησαν από τις 13 Ιουνίου ως τις 13 Ιουλίου 1878. Την προεδρία του προσφέρθηκε να ασκήσει ο πολύς καγκελάριος της Γερμανίας Όθων Βίσμαρκ, ο οποίος και κυριάρχησε σε αυτό. Οι περισσότερες από τις ρυθμίσεις του συνεδρίου συμφωνήθηκαν προκαταβολικά σε ιδιωτικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις αλλά επικυρώθηκαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου. H συνθήκη προέβλεπε τη δημιουργία αυτόνομου πριγκιπάτου της Βουλγαρίας. Νοτίως του πριγκιπάτου δημιουργήθηκε η αυτόνομη επαρχία της Ανατολικής Ρωμυλίας υπό τουρκική κυριαρχία, αλλά με χριστιανό ηγεμόνα διοριζόμενο από τον σουλτάνο. Επικυρώθηκε η ανεξαρτησία της Σερβίας και του Μαυροβουνίου και τους παραχωρήθηκαν εδάφη. Αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ρουμανίας, η οποία έλαβε τη Βόρεια Δοβρουτσά σε αντάλλαγμα για τη Βεσσαραβία, την οποία παραχώρησε στη Ρωσία. H κατοχή του Καυκάσου από τη Ρωσία επικυρώθηκε. Στην Αυστροουγγαρία δόθηκε το δικαίωμα να καταλάβει τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και στην Αγγλία το δικαίωμα να καταλάβει την Κύπρο. Στην Κρήτη παραχωρήθηκε αυτονομία.
Σε γενικές γραμμές οι ρυθμίσεις του Συνεδρίου του Βερολίνου παρέμειναν σε ισχύ σχεδόν επί 30 χρόνια. H κυριότερη από τις αρνητικές πλευρές του συνεδρίου, εκτός από την ταπείνωση της Ρωσίας, ήταν ότι με τις αυθαίρετες αποφάσεις του ρύθμισε τις τύχες λαών των οποίων αγνόησε τις πραγματικές επιθυμίες, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τις κρίσεις που επρόκειτο να εκδηλωθούν τα κατοπινά χρόνια.
[Σημ. ΔΕΕ: Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάς δεν προσεκλήθη να συμμετάσχει στο Συνέδριο. Η τουρκική αντιπροσωπεία αποτελείτο από το Καραθεοδωρή πασά, τον Μεχμέτ Αλή και τον Σαντουλάχ Μπέη. Τέλος την Ελλάδα αντιπροσωπεύουν, ο υπουργός Εξωτερικών Θ. Δηλιγιάννης, ο πρεσβευτής στο Βερολίνο Αλέξανδρος Ραγκαβής, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου εξωτερικών Άγγελος Βλάχος. Η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να στείλει αποστολή χωρίς να έχει επίσημα προσκληθεί, ελπίζοντας ότι τελικά θα γινόταν δεκτή στο συνέδριο.
Στη συνεδρίαση της 5/17 Ιουνίου ο μαρκήσιος Salisbury πρότεινε να γίνει δεκτή στο συνέδριο η ελληνική αντιπροσωπεία, οι Ρώσοι όμως αρνήθηκαν λέγοντας ότι αν η πρόταση αυτή γίνει δεκτή θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στο συνέδριο και αντιπροσωπείες από τις Σερβία, Ρουμανία, Μαυροβούνιο οι οποίοι συμμετείχαν κατά κάποιο τρόπο στον πόλεμο αντί των Ελλήνων που έμειναν αμέτοχοι. Ο μαρκήσιος Salisbury ζήτησε, τότε, να γίνει δεκτή η ελληνική αντιπροσωπεία σε όλες τις συνεδριάσεις που θα εξετάζονταν θέματα που θα αφορούσαν τον ελληνισμό. Αλλά και πάλι η ρωσική αντιπροσωπεία αρνήθηκε. Τελικά έγινε αποδεκτή η συμβιβαστική πρόταση των Γάλλων κατά την οποία, η ελληνική αντιπροσωπεία θα έπαιρνε μέρος για να εκθέσει τις απόψεις της όταν θα γινόταν συζήτηση για την τύχη των επαρχιών που συνορεύουν με την Ελλάδα. Η ελληνική αντιπροσωπεία κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις της στη συνεδρίαση της 17/29 Ιουνίου. Ο Δηλιγιάννης διάβασε το ελληνικό υπόμνημα με το οποίο διαλαμβανόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσα να συμβάλλει στην αποκατάσταση της ειρήνης περιοριζόταν να ζητήσει την προσάρτηση της Κρήτης, Θεσσαλίας και Ηπείρου, και το συνέδριο επιφυλάχθηκε να μελετήσει το ελληνικό αίτημα. Εισηγητής του ελληνικού ζητήματος ορίσθηκε ο Γάλλος αντιπρόσωπος Waddington ο οποίος ήταν πράγματι διατεθειμένος να υποστηρίξει την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα. Ο Waddington υπέβαλε πρόταση, στην συνεδρίαση της 23 Ιουνίου / 5 Ιουλίου με την οποία, το συνέδριο προσκαλούσε την Υψηλή Πύλη να προχωρήσει στη διευθέτηση των ορίων με την Ελλάδα, και τα οποία θα μπορούσαν να μεταφερθούν βορειότερα ξεκινώντας από την πεδιάδα του Πηνειού στον Αιγαίο να φθάσουν στην Ήπειρο μέσω του Καλαμά. Τη γαλλική πρόταση αποδέχθηκαν οι Μπίσμαρκ, Andrassy, ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας, όπως και ο Ιταλός αντιπρόσωπος Κόρτι. Απεναντίας ο Ντισραέλι και ο Salisbury αφού δήλωσαν ότι το συνέδριο δεν συνήλθε για να διαμελίσει την Τουρκία και ότι η Ελλάς απατάται αν ελπίζει σε εδαφικές προσαρτήσεις, συμφώνησαν ότι η πρόταση θα μπορούσε να τύχει περαιτέρω συζητήσεως. Στην πρόταση αυτή η τουρκική αντιπροσωπεία επιφυλάχθηκε και στην επόμενη συνάντηση διευκρίνησε ότι η Πύλη αρνείται να δεχθεί την τροποποίηση των ελληνοτουρκικών συνόρων.]
[Σημ. ΔΕΕ: Υπενθυμίζουμε ότι η Ελλάς δεν προσεκλήθη να συμμετάσχει στο Συνέδριο. Η τουρκική αντιπροσωπεία αποτελείτο από το Καραθεοδωρή πασά, τον Μεχμέτ Αλή και τον Σαντουλάχ Μπέη. Τέλος την Ελλάδα αντιπροσωπεύουν, ο υπουργός Εξωτερικών Θ. Δηλιγιάννης, ο πρεσβευτής στο Βερολίνο Αλέξανδρος Ραγκαβής, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου εξωτερικών Άγγελος Βλάχος. Η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να στείλει αποστολή χωρίς να έχει επίσημα προσκληθεί, ελπίζοντας ότι τελικά θα γινόταν δεκτή στο συνέδριο.
Στη συνεδρίαση της 5/17 Ιουνίου ο μαρκήσιος Salisbury πρότεινε να γίνει δεκτή στο συνέδριο η ελληνική αντιπροσωπεία, οι Ρώσοι όμως αρνήθηκαν λέγοντας ότι αν η πρόταση αυτή γίνει δεκτή θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στο συνέδριο και αντιπροσωπείες από τις Σερβία, Ρουμανία, Μαυροβούνιο οι οποίοι συμμετείχαν κατά κάποιο τρόπο στον πόλεμο αντί των Ελλήνων που έμειναν αμέτοχοι. Ο μαρκήσιος Salisbury ζήτησε, τότε, να γίνει δεκτή η ελληνική αντιπροσωπεία σε όλες τις συνεδριάσεις που θα εξετάζονταν θέματα που θα αφορούσαν τον ελληνισμό. Αλλά και πάλι η ρωσική αντιπροσωπεία αρνήθηκε. Τελικά έγινε αποδεκτή η συμβιβαστική πρόταση των Γάλλων κατά την οποία, η ελληνική αντιπροσωπεία θα έπαιρνε μέρος για να εκθέσει τις απόψεις της όταν θα γινόταν συζήτηση για την τύχη των επαρχιών που συνορεύουν με την Ελλάδα. Η ελληνική αντιπροσωπεία κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις της στη συνεδρίαση της 17/29 Ιουνίου. Ο Δηλιγιάννης διάβασε το ελληνικό υπόμνημα με το οποίο διαλαμβανόταν ότι η ελληνική κυβέρνηση επιθυμούσα να συμβάλλει στην αποκατάσταση της ειρήνης περιοριζόταν να ζητήσει την προσάρτηση της Κρήτης, Θεσσαλίας και Ηπείρου, και το συνέδριο επιφυλάχθηκε να μελετήσει το ελληνικό αίτημα. Εισηγητής του ελληνικού ζητήματος ορίσθηκε ο Γάλλος αντιπρόσωπος Waddington ο οποίος ήταν πράγματι διατεθειμένος να υποστηρίξει την προσάρτηση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στην Ελλάδα. Ο Waddington υπέβαλε πρόταση, στην συνεδρίαση της 23 Ιουνίου / 5 Ιουλίου με την οποία, το συνέδριο προσκαλούσε την Υψηλή Πύλη να προχωρήσει στη διευθέτηση των ορίων με την Ελλάδα, και τα οποία θα μπορούσαν να μεταφερθούν βορειότερα ξεκινώντας από την πεδιάδα του Πηνειού στον Αιγαίο να φθάσουν στην Ήπειρο μέσω του Καλαμά. Τη γαλλική πρόταση αποδέχθηκαν οι Μπίσμαρκ, Andrassy, ο αντιπρόσωπος της Ρωσίας, όπως και ο Ιταλός αντιπρόσωπος Κόρτι. Απεναντίας ο Ντισραέλι και ο Salisbury αφού δήλωσαν ότι το συνέδριο δεν συνήλθε για να διαμελίσει την Τουρκία και ότι η Ελλάς απατάται αν ελπίζει σε εδαφικές προσαρτήσεις, συμφώνησαν ότι η πρόταση θα μπορούσε να τύχει περαιτέρω συζητήσεως. Στην πρόταση αυτή η τουρκική αντιπροσωπεία επιφυλάχθηκε και στην επόμενη συνάντηση διευκρίνησε ότι η Πύλη αρνείται να δεχθεί την τροποποίηση των ελληνοτουρκικών συνόρων.]
Προσωπικότητες του Συνεδρίου
ΓΚΙΟΥΛΑ ΟΝΤΡΑΣΙ (G. Andrassy, 1823-1890)
O κόμης Οντρασι ανήκε στο ουγγρικό ριζοσπαστικό μεταρρυθμιστικό κόμμα του Λάγιος Κόσουτ όταν το 1847 έγινε μέλος της ουγγρικής Δίαιτας. Κατά την ουγγρική επανάσταση του 1848-49 εναντίον της Αυστρίας ο Οντρασι ήταν διοικητής τάγματος του επαναστατικού στρατού. Με την ήττα της επανάστασης κατόρθωσε να διαφύγει και αυτοεξορίστηκε. Καταδικάστηκε ερήμην εις θάνατον και το ομοίωμά του απαγχονίστηκε. Το 1857 ο Οντρασι αμνηστεύθηκε και επέστρεψε. Υποστήριξε κατόπιν τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν το 1867 στη δημιουργία της «δυαδικής μοναρχίας» της Αυστροουγγαρίας. Τον ίδιο χρόνο έγινε πρωθυπουργός και υπουργός Αμυνας της Ουγγαρίας. Θεωρώντας τους Σλάβους απειλή για τη χώρα του ο Οντρασι καλλιέργησε τις σχέσεις του με τη Γερμανία ως αντίβαρο στη Ρωσία και αντιτάχθηκε στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για την οποία πίστευε ότι θα συνεπαγόταν τεράστια πλεονεκτήματα για τις σλαβικές δυνάμεις. Το 1871 ο Οντρασι έγινε υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας. Αργότερα πρωτοστάτησε στη σύγκληση του Συνεδρίου του Βερολίνου. Εκεί συμφώνησε στην κατάληψη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία, πράξη που προκάλεσε την έντονη αποδοκιμασία της κοινής γνώμης τόσο στην Αυστρία όσο και στην Ουγγαρία. Αυτό συνέτεινε στην απόφαση του Οντρασι να παραιτηθεί στις 8 Οκτωβρίου 1879. Την προηγουμένη είχε υπογράψει τη μοιραία συμφωνία της γερμανοαυστριακής συμμαχίας, η οποία κράτησε δεμένες τις δύο χώρες ως το τέλος του A' Παγκοσμίου Πολέμου.
BENIAMIN ΝΤΙΣΡΑΕΛΙ (1804-1881)
O άγγλος πολιτικός Βενιαμίν Ντισραέλι ήταν ιταλοεβραϊκής καταγωγής, αλλά ο πατέρας του ήρθε σε σύγκρουση με τη Συναγωγή και βάφτισε τα παιδιά του χριστιανούς. Ο Ντισραέλι άρχισε την καριέρα του ως δικηγόρος και συγγραφέας. Τη δεύτερη αυτή δραστηριότητα τη διατήρησε σε όλη του τη ζωή και εξέδωσε πολλά μυθιστορήματα. Αστοχες χρηματιστηριακές επενδύσεις κατά τη νεότητά του τον άφησαν χρεωμένο για όλη του τη ζωή σχεδόν. Ο Ντισραέλι δοκίμασε τρεις φορές να εκλεγεί βουλευτής αλλά απέτυχε. Τελικά εξελέγη για πρώτη φορά το 1837. Ηταν ριζοσπάστης συντηρητικός, οπαδός του Κινήματος της Νεαρής Αγγλίας και υπέρμαχος του προστατευτισμού. Διετέλεσε κατ' επανάληψη υπουργός Οικονομικών. Το 1868 έγινε πρωθυπουργός για δέκα μήνες και ύστερα παρέμεινε αρχηγός της αντιπολίτευσης για έξι χρόνια. Ως πρωθυπουργός πάλι από το 1874 ως το 1880 ακολούθησε σθεναρή εξωτερική πολιτική, η οποία κορυφώθηκε με την παρουσία του στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878, όπου ο Ντισραέλι πέτυχε όλα όσα επεδίωκε. Στο εσωτερικό εφάρμοσε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των συνθηκών στέγασης και υγιεινής του πληθυσμού και προώθησε την ιδέα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Με δική του πρόταση η βασίλισσα Βικτωρία ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα των Ινδιών και χάρη στους δικούς του παράτολμους όσο και ευφυείς χειρισμούς η Αγγλία αγόρασε το 40% των μετοχών της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ από τον σπάταλο χεδίβη της Αιγύπτου Ισμαήλ Πασά.
ΑΛΕΞΑΝΤΡ ΓΚΟΡΤΣΑΚΟΦ (1798-1883)
O ρώσος πρίγκιψ Αλεξάντρ Γκορτσακόφ μεγάλωσε μέσα στην ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα των σαλονιών και της τσαρικής Αυλής της Αγίας Πετρούπολης. Μπήκε στη διπλωματική υπηρεσία το 1817 και ήταν μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας στα συνέδρια του Τρόπαου, του Λάιμπαχ και της Βερόνας (1820-22). Παρά τις προσπάθειες του υπουργού Εξωτερικών Νεσελρόντε να καθυστερήσει την πρόοδό του, ο Γκορτσακόφ τοποθετήθηκε σε διάφορες θέσεις ρωσικών πρεσβειών στην Ευρώπη και διακρίθηκε ιδιαίτερα ως πρεσβευτής στη Βιέννη κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1856 ο Γκορτσακόφ διαδέχθηκε τον παραιτηθέντα Νεσελρόντε στο υπουργείο Εξωτερικών και αποδύθηκε αμέσως στην προσπάθεια να ανορθώσει το κύρος της Ρωσίας ως μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης και να βελτιώσει τις σχέσεις της με τις άλλες δυνάμεις. Παρά τις αξιοσημείωτες διπλωματικές επιτυχίες του Γκορτσακόφ, διάφοροι παράγοντες συνέτειναν ώστε ο ρόλος του στη διαμόρφωση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής να μειωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1870 και ύστερα. Ετσι μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-78 ο Γκορτσακόφ δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τον υφιστάμενό του κόμητα Νικολάι Ιγνάτιεφ να επιβάλει στην ηττημένη Τουρκία τη σκληρή Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου αλλά ούτε τις ευρωπαϊκές δυνάμεις να την αντικαταστήσουν με την ταπεινωτική για τη Ρωσία Συνθήκη του Συνεδρίου του Βερολίνου, όπου ο Γκορτσακόφ εκπροσώπησε τη χώρα του.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΡΑΘΕΟΔΩΡΗΣ (1833-1906)
O Αλέξανδρος Καραθεοδωρής Πασάς γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και επέστρεψε, ύστερα από σπουδές νομικής και μαθηματικών στο Παρίσι, για να διοριστεί στο υπουργείο Εξωτερικών. H σταδιοδρομία του στον διπλωματικό κλάδο συνεχίστηκε με τον διορισμό του ως πρεσβευτή της Τουρκίας στη Ρώμη και με την προαγωγή του, το 1876, σε υφυπουργό Εξωτερικών. Ο Καραθεοδωρής ήταν επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Μετά την επιστροφή του διορίστηκε υπουργός Εξωτερικών αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί όταν ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ B' απέρριψε τις προτάσεις για φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που ο Καραθεοδωρής είχε εισηγηθεί μαζί με τον Μεγάλο Βεζίρη Χαϊρεντίν Πασά. Το 1885 ο Καραθεοδωρής διορίστηκε ηγεμόνας της Σάμου. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση δέκα χρόνια, πάλι όμως παραιτήθηκε λόγω της γενικής κατακραυγής των ντόπιων που ο ίδιος προξένησε όταν κάλεσε τουρκικές δυνάμεις να καταστείλουν τις ταραχές που είχαν προκαλέσει ορισμένα μέτρα του. H επόμενη θέση την οποία κατέλαβε ο Καραθεοδωρής στον κρατικό μηχανισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν του γενικού διοικητή Κρήτης. Στην αρχή η κατάσταση εξελισσόταν ομαλά αλλά η ισορροπία μεταξύ σουλτάνου και Κρητών δεν μπορούσε να διατηρηθεί για πολύ. Ακολούθησαν και εδώ συγκρούσεις και ο Καραθεοδωρής ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και διορίστηκε αρχιμεταφραστής των ανακτόρων, καθ' ότι γλωσσομαθής και γενικότερα πολυμαθέστατος.
ΓΟΥΙΛΙΑΜ XENPI ΒΑΝΤΕΝΓΚΤΟΝ (Waddington, 1826-1894)
Γιος άγγλου βιομηχάνου που ζούσε στη Γαλλία από το 1780, ο Γουίλιαμ Χένρι Βαντενγκτόν άρχισε τις σπουδές του στη Γαλλία και τις ολοκλήρωσε στην Αγγλία, στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ταξίδεψε στην Ανατολική Μεσόγειο, δημοσίευσε μελέτες αρχαιολογικού περιεχομένου και το 1865 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιγραφών. Στις δύο πρώτες απόπειρές του να εκλεγεί στη Βουλή ο Βαντενγκτόν απέτυχε, τελικά όμως εξελέγη βουλευτής το 1871 και γερουσιαστής το 1876. Διετέλεσε υπουργός Παιδείας και το 1877 τοποθετήθηκε υπουργός Εξωτερικών και αντιπροσώπευσε τη Γαλλία στο Συνέδριο του Βερολίνου το 1878. Τον Φεβρουάριο του 1879 ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζυλ Γκρεβί επέλεξε τον Βαντενγκτόν ως πρωθυπουργό φοβούμενος ότι, αν επέλεγε τον Λέοντα Γαμβέτα, θα τον επεσκίαζε. Ως πρωθυπουργός ο Βαντενγκτόν πράγματι δεν προσπάθησε να επιβάλει τις απόψεις του στην κυβέρνηση αλλά ασχολήθηκε περισσότερο με την εξωτερική πολιτική. Ωστόσο ένα από τα μέλη της κυβέρνησής του, ο Ζυλ Φερί, ο οποίος αργότερα θα γινόταν πρωθυπουργός, εισήγαγε δραστικά μέτρα για τον περιορισμό της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας στην εκπαίδευση. H διαμάχη που προκάλεσαν αυτά τα μέτρα ανάγκασε τον Βαντενγκτόν να παραιτηθεί τον Δεκέμβριο του 1879.
KEIMENA: ΙΩΑΝΝΑ ΖΟΥΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish