Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Η "ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ"


Η "ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ"
και οι συνέπειες στο Μακεδονικό ζήτημα

Ο σύλλογος της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1884 στην Αθήνα από τον Λεωνίδα Βούλγαρη, ο οποίος υπήρξε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ελληνικής πολιτικής σκηνής του 19ου αιώνα. Ο Βούλγαρης έλαβε μέρος στις περισσότερες επαναστατικές προσπάθειες των Ελλήνων, πρωταγωνίστησε στις διαβαλκανικές προσπάθειες της εποχής, συνομίλησε με τις μεγαλύτερες πολιτικές προσωπικότητες των Βαλκανίων, χωρίς ποτέ να αναλάβει κανένα κυβερνητικό αξίωμα. Η ίδρυση της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» ήλθε ως συνέχεια της πολιτικής του δράσης. Πρόεδρος του συλλόγου εξελέγη μια σεβάσμια και εξέχουσα προσωπικότητα της Ελλάδας, ο πρώην υπουργός Στρατιωτικών και σύμβουλος του βασιλιά Δημήτριος Ν. Μπότσαρης. Ο κατάλογος των μελών του συλλόγου περιελάμβανε και άλλα εξέχοντα ονόματα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, όπως, για παράδειγμα, τον Ιωάννη Σπηλιωτάκη, πρώην υπουργό Εξωτερικών, τον Δημήτριο Καλλιφρονά, πρώην πρόεδρο της Βουλής, τον Γεώργιο Μιλήση, πρώην υπουργό Παιδείας και τον Αγαμέμνονα Μεταξά, πρώην υπουργό Δικαιοσύνης. Ο σύλλογος είχε ως έμβλημα έναν αετό που κρατούσε ένα φίδι, ενώ το σύνθημα του ήταν το «Εν τη ενώσει η ισχύς». Για να προπαγανδίσει τον σκοπό του προχώρησε στην έκδοση εφημερίδας με την ονομασία «Ανατολική Ομοσπονδία». Μάλιστα, η εφημερίδα κυκλοφορούσε σε δύο διαφορετικές εκδόσεις, στην ελληνική και στη γαλλική γλώσσα. Η γαλλική έκδοση, η οποία προηγήθηκε χρονικά της ελληνικής, ονομαζόταν «Confederation Orientale»,
Στις 29 Οκτωβρίου του 1884 ο σύλλογος ενέκρινε το καταστατικό του. Σε αυτό ορίστηκε και ο βασικός σκοπός της «Ανατολικής Ομοσπονδίας», ο οποίος ήταν η δημιουργία επιτροπών σε όλη την Βαλκανική χερσόνησο και η προώθηση της συνεργασίας των λαών με απώτερο σκοπό τη δημιουργία μιας ανατολικής ομοσπονδίας κρατών. Η ομοσπονδία αυτή θα έθετε τέρμα στις συγκρούσεις των βαλκανικών κρατών και θα συνεισέφερε στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική ευημερία τους. Ο πολιτικός ορθολογισμός και ρεαλισμός των προαναφερθέντων κοινωνικοπολιτικών κελευσμάτων σίγουρα μπορεί να αμφισβητηθεί έντονα εξαιτίας κυρίως της υπερβολικής βεβαιότητας την οποία επέδειξαν τα μέλη του συλλόγου για την απρόσκοπτη εφαρμογή των ειρηνιστικών κηρυγμάτων τους σε ένα περιβάλλον, όπως αυτό των Βαλκανίων, βεβαρημένο από εθνικούς ανταγωνισμούς και συγκρούσεις.
Ο πολιτικός ορθολογισμός της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» δοκιμάζεται ακόμα περισσότερο όταν κάποιος μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο, σύμφωνα με τα μέλη του συλλόγου, θα προετοιμαζόταν το έδαφος για τη δημιουργία της Ανατολικής Ομοσπονδίας. Οσον αφορά το θέμα αυτό, στο καταστατικό του συλλόγου γινόταν επίκληση στην απόρριψη της βίας και την παράλληλη αποδοχή του υπάρχοντος πολιτικού γίγνεσθαι. Επιπλέον, απουσίαζαν τελείως οι αναφορές σε οποιουδήποτε τύπου επαναστατικές προσπάθειες από τους λαούς της Βαλκανικής ως μέσο επίτευξης του τελικού σκοπού του συλλόγου. Αντίθετα, προκρινόταν η χριστιανική ιδέα του «αγαπάτε αλλήλους» ως διεκπεραιωτικό μέσο. Η βάση αυτού του υπεραισιόδοξου συλλογισμού βρισκόταν κυρίως στο ότι οι λαοί των Βαλκανίων δεν θα ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν ποτέ για εδάφη στα οποία δεν θα κατοικούσαν ομοεθνείς τους και αφού, σύμφωνα πάντα με τις διακηρύξεις του συλλόγου, «τα εθνογραφικά όρια στη χερσόνησο ήταν καθαρά και θα μπορούσαν εύκολα να καθοριστούν», ο χριστιανικός λόγος του «αγαπάτε αλλήλους» θα μπορούσε εύκολα να βρει και πολιτικό έρεισμα. Εν ολίγοις, οι λαοί των Βαλκανίων θα ήταν διατεθειμένοι να επιλύσουν ειρηνικά τις εδαφικές τους διαφορές και, επιπλέον, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής θα ήταν έτοιμες να απεμπολήσουν τις όποιες πολιτικές και εδαφικές τους διεκδικήσεις και να εναποθέσουν τη διευθέτηση των βαλκανικών πολιτικών και κοινωνικών διενέξεων στις κυβερνήσεις των κρατών της χερσονήσου.
Την προώθηση των ιδεών του συλλόγου θα έπρεπε να αναλάβουν, σύμφωνα με τα σχέδια των μελών του, επιτροπές οι οποίες θα δημιουργούντο σε όλες τις βαλκανικές πρωτεύουσες. Από αυτές τις επιτροπές θα εκλεγόταν μια αντιπροσωπευτική συνέλευση, με σκοπό να προετοιμάσει το ομοσπονδιακό σύνταγμα. Το σύνταγμα θα όριζε το πλαίσιο επίλυσης των εσωτερικών προβλημάτων που ενδεχομένως θα εγείροντο ανάμεσα στα κράτη-μέλη, αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισης των εξωτερικών απειλών. Τα κράτη τα οποία θα δέχονταν να υιοθετήσουν το από την συνέλευση καταρτισμένο σύνταγμα, θα καθίσταντο μέλη της ομοσπονδίας. Ως μέλη της ομοσπονδίας θα διατηρούσαν την εθνική και πολιτική τους ανεξαρτησία, ενώ η εξωτερική, η οικονομική, η αμυντική και η νομισματική πολιτική θα καθορίζονταν από κοινές πολιτικές και νόμους. Τέλος τα κράτη-μέλη θα συνδέονταν με τελωνειακή ένωση, κάτι το οποίο όχι μόνο θα ενίσχυε τους οικονομικοκοινωνικούς τους δεσμούς και θα συνέβαλλε στην περαιτέρω ανάπτυξη της γεωργίας, του εμπορίου και της βιομηχανίας, αλλά και θα τα θωράκιζε έναντι του διεθνούς ανταγωνισμού.
Πέραν των μελλοντικών κοινωνικοπολιτικών της επιδιώξεων και συνθημάτων, η «Ανατολική Ομοσπονδία» δεν άργησε να δώσει έμπρακτα το στίγμα της σε ένα τρέχον θέμα. Αφορμή στάθηκε το Μακεδονικό ζήτημα. Μετά τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870-1872), η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας είχε γίνει έκρυθμη. Οι αντιμαχόμενες δυνάμεις του βουλγαρικού, του ελληνικού και, δευτερευόντως, του αλβανικού και σερβικού εθνικισμού, υποδαυλιζόμενες από τις επιδιώξεις και τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων, είχαν δημιουργήσει ένα έντονα ανταγωνιστικό και συγκρουσιακό κλίμα. Η θέση της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» για το προαναφερθέν ζήτημα ήταν ότι οι ευθύνες έπρεπε να επιρριφθούν στις συγκρούσεις των διαφορετικών εθνολογικά κοινοτήτων της περιοχής, στην παρεμβατική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και στην πολιτική που επιτηδείως εφάρμοζε η Υψηλή Πύλη. Σκοπός της τελευταίας ήταν η αναμόχλευση των επιμέρους εθνοτικών συγκρούσεων, η οποία θα επέφερε την κοινωνικοπολιτική κατακερμάτιση και, συνεπώς, την αποσταθεροποίηση της περιοχής, με αποτέλεσμα οι οθωμανικές αρχές να επιτύγχαναν ευκολότερα την πολιτική τους κατίσχυση. Ως εκ τούτου, η «Ανατολική Ομοσπονδία» πρότεινε τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανο-μακεδονικού κράτους, το οποίο θα αποτελούσε ισότιμο μέλος της Ομοσπονδίας. Ο λόγος για τον οποίο τα μέλη της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» προέκριναν αυτή τη λύση ήταν ότι ο πληθυσμός της Μακεδονίας αποτελείτο από . πλήθος φυλών και θα ήταν αδύνατο να γίνει δίκαιη κατανομή της ανάμεσα στους Ελληνες, τους Βούλγαρους, τους Σέρβους, τους Αλβανούς και τους υπόλοιπους λαούς. Μάλιστα, η θέση αυτή αποτέλεσε την κορωνίδα της ιδεολογικής της πλατφόρμας γύρω από εθνοτικά ζητήματα και ξεσήκωσε πλήθος διαμαρτυριών, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, στην ελληνική κοινωνία. Σημειώνουμε ότι οι ελληνοβουλγαρικές σχέσεις τη συγκεκριμένη περίοδο βρίσκονταν σε φάση έντονης αποσταθεροποίησης και όξυνσης. Είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται στον ορίζοντα ότι η Βουλγαρία είχε βρει στο πλευρό της έναν πανίσχυρο σύμμαχο, τη Ρωσία. Η τελευταία, υιοθετώντας το νέο δόγμα του Πανσλαβισμού, έθετε ως κύρια γραμμή της εξωτερικής της πολιτικής για τα Βαλκάνια, τη χρησιμοποίηση της σλαβικής ταυτότητας ως παράγοντα διεκδίκησης, καθώς και πολιτιστικής και πολιτικής συσπείρωσης. Μέσα από αυτή τη νέα χροιά της ιδεολογικής διάρθρωσης της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, η Βουλγαρία ισχυροποίησε τη θέση της στο πολιτικό γίγνεσθαι των Βαλκανίων, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τις γείτονες χώρες, οι οποίες έβλεπαν ότι δεν θα μπορούσαν να την αντιμετωπίσουν υπό αυτές τις συνθήκες. Υπό αυτό το πλαίσιο, η οποιαδήποτε ελαστικότητα στο θέμα της Μακεδονίας θεωρείτο από τους ελληνικούς πολιτικούς κύκλους ως εθνική μειοδοσία. Όπως ήταν επόμενο, η «Ανατολική Ομοσπονδία» δέχθηκε δριμύ κατηγορώ από ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών εφημερίδων, οι οποίες τη χαρακτήρισαν ως όργανο των Βουλγάρων και του βουλγαρικού επεκτατισμού.
Η πραγματική θέση της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» για τη Μακεδονία απείχε αρκετά όμως από τη διάσταση που της δόθηκε από την ελληνική πολιτική σκηνή. Η πρόταση της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» για τη σύσταση αυτόνομου αλβανομακεδονικού κράτους, πιθανώς ήταν μια συγκεκαλυμμένη προσπάθεια προσεταιρισμού της Μακεδονίας με απώτερο σκοπό την τελική της προσάρτηση στο ελληνικό κράτος. Ο Βούλγαρης ίσως αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός αλβανομακεδονικού κράτους που θα μπορούσε δυνητικά να δημιουργήσει ένα εθνολογικό και ιδεολογικό ανάχωμα στον επεκτατισμό του βουλγαρικού εθνικισμού. Επίσης, υποστήριζε ότι η ελληνική εθνική προπαγάνδα θα μπορούσε κατόπιν να δράσει ελεύθερα και να καταφέρει να ενσωματώσει πολιτικά την εν λόγω περιοχή. Μάλιστα, ο Βούλγαρης πίστευε ότι η επιρροή της Ελλάδας θα ενισχυόταν ακόμα περισσότερο μέσω μιας ενδεχόμενης εκπαιδευτικής δραστηριότητας η οποία θα είχε ως σκοπό την ιδεολογική ενσωμάτωση, μέσω της καλλιέργειας εθνικής συνείδησης, του αλβανομακεδονικού κράτους στην Ελλάδα.
Η διφορούμενη στάση που ανιχνεύεται στο σύνολο του σχεδίου δημιουργεί αδιαμφισβήτητα μια ιδεολογική σύγχυση, καθώς είναι δύσκολο να διακρίνουμε τις πραγματικές προθέσεις του Βούλγαρη και των υπολοίπων μελών της «Ανατολικής Ομοσπονδίας». Το ουσιαστικό ερώτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι αν αποτελούσε όντως η δημιουργία αλβανομακεδονικού κράτους προγεφύρωμα για τη μεταγενέστερη ενσωμάτωση του χώρου της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος ή αυτή η διατύπωση αποτέλεσε μια απλή αναδίπλωση η οποία πραγματοποιήθηκε υπό το βάρος του δριμύτατου κατηγορώ που δέχθηκαν οι θέσεις της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» από την ελληνική πολιτική καθεστηκυία τάξη. Προς επίρρωση της πρώτης εκδοχής ήλθαν μεταγενέστερα εθνολογικά επιχειρήματα τα οποία διατυπώθηκαν για τη Μακεδονία και τα οποία, εκτός των άλλων, υποδήλωναν τη δημιουργία ενός αυτόνομου μακεδόνικου κράτους το οποίο, όταν οι συνθήκες θα ήταν κατάλληλες, θα ενσωματωνόταν με το κράτος εκείνο το οποίο είχε προτείνει την αυτονόμηση της Μακεδονίας.
Η θέση της «Ανατολικής Ομοσπονδίας» στο ζήτημα της Μακεδονίας αποτέλεσε την κορωνίδα των οριακών και ετερόκλητων πολιτικών της προτάσεων. Μετριοπαθής, με σχεδόν απαγορευτικά ήπιες θέσεις για ένα επαναστατικό κίνημα, η «Ανατολική Ομοσπονδία» ήλθε σε πλήρη αντίθεση με τον συγγενή ιδεολογικά «Ρήγα», στις πολιτικές θέσεις του οποίου, αντίθετα, διακρίνεται ένας συνεπής ριζοσπαστικός και αντιμοναρχικός λόγος. Η έντονη αυτή διαφοροποίηση δύο σχεδόν ταυτόσημων, ως προς τις επιδιώξεις, συλλόγων, πρέπει να εξεταστεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των διαβαλκανικών και ευρωπαϊκών πολιτικών και ιδεολογικών εξελίξεων.

Από άρθρο του Βασίλειου Κυριαζή, Βαλκανολόγου, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Ιστορικά Θέματα"

Ψηφιοποιήση: Macedonia Hellenic Land

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
(1) Λουκιανός Χασιώτης: Η «ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ»: ΔΥΟ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΦΕΝΤΕΡΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ TOY 190Y ΑΙΩΝΑ, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.
(2) Ελλη Σκοπετέα: ΤΟ «ΠΡΟΤΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ» ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ: ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (1830 -1880), εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1988.
(3) Μάρκ Μαζόυερ: ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2003.

Πηγή: http://www.macedoniahellenicland.eu/content/view/1483/39/lang,el/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish