Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

Ιταλικοί λαοί (4)


Σαμνίτες: Μία πανίσχυρη ομοσπονδία φύλων της Ιταλικής χερσονήσου, που ήσαν εγκατεστημένοι στο νότιο τμήμα των κεντρικών Απεννίνων, περίφημοι για την γενναιότητα και τις πολεμικές αρετές τους. Ανήκαν στους λεγόμενους Δευτερο-Ιταλικούς λαούς (βλ. Ιταλικοί λαοί), οι οποίοι μιλούσαν διαλέκτους που κατατάσσονται στην Οσκο-Ουμβρική ομάδα των Ιταλικών γλωσσών και ειδικότερα στην Οσκική γλώσσα.
Η Οσκική, η γλώσσα των Σαμνιτών, των ισχυρότατων και πλέον επικίνδυνων αντιπάλων της Ρώμης (η διάλεκτος των οποίων θεωρείται η τυπική μορφή της Οσκικής), διαθέτει επιγραφές από τον 5ο π.Χ. αιώνα, γραμμένες στο Ετρουσκικό αλφάβητο (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Όσκοι).
Η χώρα τους, το Σάμνιον (Samnium), ήταν μακριά από την θάλασσα, από την οποία τους απέκοπταν στα ανατολικά μεν η περιοχή των συγγενών τους Φρεντανών και στην συνέχεια των Δαυνίων και των Πευκετίων (τους οποίους υπέταξαν και αφομοίωσαν τον 5ο αιώνα π.Χ. οι επίσης συγγενείς των Σαμνιτών Άπουλοι) , ενώ στα δυτικά το Λάτιον και η Καμπανία (βλ. Χάρτη).
Κατά τον Στράβωνα (Ε΄ ΙΙΙ. 1), οι Σαυνίτες, όπως τους ονομάζει, ήσαν «άποικοι Σαβίνων» (βλ. σχετικό λήμμα) και αναφέρει στην συνέχεια (IV. 12) διάφορες παραδόσεις από την παλαιότερη Ιστορία τους, όπως τις ακόλουθες που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον:
«…Οι Σαβίνοι, επειδή πολεμούσαν πολύ καιρό εναντίον των Ομβρικών (βλ. Όμβροι), έταξαν, όπως κάνουν και μερικοί Έλληνες, να αφιερώσουν (σε κάποιον θεό) όλη την παραγωγή μιας χρονιάς. Νίκησαν, και από την παραγωγή ένα μέρος θυσίασαν και ένα άλλο αφιέρωσαν. Έτυχε όμως έλλειψη αγαθών, οπότε κάποιος είπε ότι έπρεπε να αφιερώσουν και τα παιδιά τους. Αυτοί το έκαναν, οπότε τα παιδιά που γεννήθηκαν τότε, τα αφιέρωσαν στον (θεό) Άρη και με αρχηγέτη τους έναν ταύρο τα έστειλαν να ιδρύσουν αποικία. Ο ταύρος ημέρωσε στην χώρα των Οπικών (βλ. Οπικοί, Όσκοι), που ζούσαν σε μικρούς οικισμούς και αφού τους έδιωξαν, εγκαταστάθηκαν εκεί και έσφαξαν τον ταύρο προς τιμήν του Άρεως, που τους τον έδωσε αρχηγέτη, σύμφωνα με την απόφαση των μάντεων. Φαίνεται ότι γι’ αυτό ονομάστηκαν Σαβέλλοι, που είναι υποκοριστικό από τους γονείς τους. Σαμνίτες ονομάστηκαν από άλλη αιτία. Οι Έλληνες τους λένε Σαυνίτες. Λένε ότι συγκατοίκησαν με τους Λάκωνες, γι’ αυτό και ήσαν φιλέλληνες. Μερικοί τους λένε Πιτανάτες (Πιτάνη, ονομαζόταν μία από της κώμες που απετέλεσαν την αρχαία Σπάρτη σ.σ.). Φαίνεται ότι αυτά είναι πλαστά από τους Ταραντίνους που κολάκευαν τους γείτονές τους (δηλ. τους Λευκανούς, που κατά τον Στράβωνα, ήσαν άποικοι των Σαμνιτών. Βλ. λήμματα Λευκανοί και Μεσσάπιοι) που ήσαν πολύ ισχυροί και ζητούσαν να τους οικειωθούν. Ήταν λαός που μπορούσε να στείλει 80.000 πεζούς και 8.000 ιππείς. Λένε ότι στους Σαυνίτες υπάρχει νόμος που είναι καλός και προτρέπει προς την αρετή…».
Στο σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο το ξεκαθάρισμα των όρων Σαβέλλοι, Σαβίνοι και Σαμνίτες.
Ο όρος Σάβελλος ή Σαβέλλος (Sabellus), άρχισε να χρησιμοποιείται από τους Ρωμαίους μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. ως γενικός χαρακτηρισμός για όλα τα φύλα που ομιλούσαν Οσκικές διαλέκτους. Παλαιότερα, οι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον όρο Σαυνίτες ή Σαμνίτες αντί του όρου Σάβελλοι ή Σαβέλλοι για να χαρακτηρίσουν τους φορείς Οσκικών διαλέκτων, ανεξάρτητα αν αυτοί ζούσαν στο Σάμνιον (Samnium), την κυρίως χώρα των Σαμνιτών (η ορεινή χώρα στα βόρεια της Καμπανίας) ή όχι. Πρόγονοι των Σαμνιτών θεωρούνται οι θρυλικοί Σαβίνοι, που διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην πρώϊμη Ιστορία της Ρώμης.

Το αρχαίο Σάμνιον και γειτονικοί λαοί


Σύμφωνα με τις πρόσφατες απόψεις των ερευνητών, οι συγγενείς αυτοί όροι, προέρχονται από την οσκική λέξη Safineis, με την οποία αυτοαποκαλούνταν οι Σαμνίτες στην γλώσσα τους. Η αντίστοιχη λέξη στην Λατινική ήταν Sabini, αλλά ο όρος περιορίστηκε να σημαίνει τον λαό των Σαβίνων, όπως αυτοί έγιναν γνωστοί στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο (C.A.H. Vol. IV σελ. 703).
Η αρχαιολογική έρευνα αποκάλυψε ότι στην αρχαιότητα, αλλά και σε νεώτερες εποχές, η χώρα των Σαμνιτών ήταν πυκνοκατοικημένη και αντιμετώπιζε προβλήματα υπερπληθυσμού, γεγονός που τους ανάγκαζε να αναζητούν νέα εδάφη. Έχει υπολογισθεί ότι την περίοδο πριν από την έναρξη του Α΄ Σαμνιτικού πολέμου (343-341 π.Χ.), ο συνολικός πληθυσμός των Σαμνιτών έφθανε τις 450.000 άτομα, ένας πραγματικά εντυπωσιακός αριθμός για τα μέτρα εκείνης της εποχής (βλ. σχετικά C.A.H. Vol. VΙΙ part 2, σελ. 351-353).
Η πολιτική οργάνωση των Σαμνιτών ήταν απλή. Την Σαμνιτική Ομοσπονδία αποτελούσαν τέσσερες μεγάλες «φυλετικές» ομάδες (=υποφύλα ή Φυλές, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική ορολογία. Βλ. Επίμετρον στο βιβλίο του Δημ. Ευαγγελίδη «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-Ελλαδικών φύλων»). Αυτές ήσαν οι Ιρπίνοι (Hirpini), οι Καουντίνοι (Caudini), οι Καρρικίνοι (Carricini) και τέλος οι Πέντροι (Pentri), η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη «φυλετική» ομάδα που κατοικούσε στο ανατολικό και κεντρικό Σάμνιον.
Θα πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου, ότι οι Σαμνίτες ανήκαν στην ευρύτερη γλωσσική και πολιτιστική κοινότητα των Οσκικών λαών, οι οποίοι με τις μεταναστεύσεις τους στην διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. είχαν εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της νότιας Ιταλικής χερσονήσου. Έχοντας συγχωνευθεί με τους παλαιότερους κατοίκους των περιοχών αυτών διαμόρφωσαν νέους λαούς που αναφέρονταν στις αρχαιοελληνικές πηγές ως Καμπανοί, Λευκανοί, Βρέττιοι, Άπουλοι, αλλά και μικρότερα φύλα όπως οι Μαρσοί (Marsi), οι Πελίγνοι (Paeligni), οι Βεστίνοι (Vestini), οι Μαρρουκίνοι (Marrucini) και οι Φρεντανοί (Frentani), εγκατεστημένοι στην πλευρά του Αδριατικού πελάγους, αλλά και στο εσωτερικό. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα θα συγκρουσθούν σκληρά με τους Ρωμαίους για την κυριαρχία της Ιταλικής χερσονήσου, μια διαμάχη που θα αποβεί εις βάρος των Σαμνιτών και υπέρ της Ρώμης, μετά τους περίφημους Σαμνιτικούς Πολέμους.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκρηξη του Α΄ Σαμνιτικού πολέμου (343-341 π.Χ.), ξεκίνησαν από την διεκδίκηση της γειτονικής πλουσιότατης και εξαιρετικά εύφορης περιοχής της Καμπανίας.
Υπενθυμίζουμε ότι οι διεισδύσεις των Σαμνιτών στην περιοχή είχαν αρχίσει από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Αυτοί οι σκληραγωγημένοι ορεσίβιοι, άρχισαν να κατεβαίνουν από τους φυσικά οχυρούς οικισμούς τους στο εσωτερικό της χερσονήσου, τις ορεινές περιοχές των Απεννίνων, της «ραχοκοκκαλιάς» της Ιταλίας. Οι Σαμνίτες, αντιμετώπιζαν ήδη πρόβλημα υπερπληθυσμού, όπως προαναφέραμε και ήταν λογικό να τους ελκύσουν οι πεδινές εκτάσεις της Καμπανίας. Σύντομα αυτοί οι Σαμνίτες μετανάστες (Σαβέλλοι) θα ηγηθούν μιας ομοσπονδίας πόλεων της Καμπανίας και θα αποδεχθούν εύκολα τις ελληνικές και ετρουσκικές επιδράσεις, μιμούμενοι όχι μόνον τα πολιτιστικά τους στοιχεία, αλλά και τις επιδόσεις τους στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις. Βαθμιαία θα μετασχηματισθούν σε έναν νέο λαό και στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. οι Σαβέλλοι της βόρειας Καμπανίας, θεωρούνται πλέον ως ξεχωριστό φύλο με την ονομασία Καμπανοί.
Το 424/423 π.Χ. οι Σαβέλλοι θα καταλάβουν την ετρουσκική Καπύη (Capua), που θα γίνει τον 4ο αιώνα π.Χ. η πρωτεύουσά τους στην βόρειο Καμπανία. Το 421 π.Χ. θα καταληφθεί και η ελληνική αποικία της Κύμης (βλ. για τα παραπάνω C.A.H. Vol. VΙΙ part 2, σελ. 359 και The Western Greeks, σελ. 166). Γύρω στο 343 π.Χ. οι Καμπανοί, απειλούμενοι από νέα κύματα μεταναστών από το Σάμνιον (Samnium, η χώρα των Σαμνιτών), θα λάβουν την μοιραία απόφαση, κάτω από την ηγεσία της Καπύης, να ζητήσουν στρατιωτική βοήθεια από την Ρώμη. Οι Ρωμαίοι, έχοντας από καιρό επισημάνει τα πλούσια εδάφη της Καμπανίας και με την προοπτική ότι θα επωφεληθούν από την ανάμειξή τους στις υποθέσεις της Καμπανίας, δεν δίστασαν να πάρουν την απόφαση και να απαντήσουν θετικά στο αίτημα των Καμπανών.
Έτσι, θα ξεσπάσει όχι μόνον ο λεγόμενος Α΄ Σαμνιτικός πόλεμος (343-341 π.Χ.), αλλά η απόφασή τους αυτή θα αποτελέσει και το έναυσμα για μια αλυσσιδωτή αντίδραση, που οι επιπτώσεις της θα επηρεάσουν ευρύτερες περιοχές.
Αρχικά (343 π.Χ.), οι Ρωμαίοι θα νικήσουν τους Σαμνίτες και θα τους εκδιώξουν από την Καμπανία καταλαμβάνοντας μάλιστα και την Καπύη, αλλά στην συνέχεια θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα, καθώς οι στρατιώτες τους θα στασιάσουν (342 π.Χ.) αρνούμενοι να πολεμήσουν σε μια ξένη περιοχή. Τελικώς, το 341 π.Χ. οι Σαμνίτες θα αναγκασθούν να ζητήσουν ειρήνη και έτσι θα λήξει ο πόλεμος, αλλά την ίδια χρονιά οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν τον πόλεμο με την Λατινική Συμπολιτεία (βλ. Λατίνοι). Οι Ρωμαίοι μετά την συντριβή των Λατίνων και την διάλυση της Λατινικής Συμπολιτείας (338 π.Χ.), θα αρχίσουν ένα ευρύτατο πρόγραμμα αποικισμού της Καμπανίας που προφανώς οι Σαμνίτες δεν ήταν δυνατόν να ανεχθούν.
Οι προκλήσεις των Ρωμαίων αποίκων θα αποτελέσουν και την αφορμή της έκρηξης του Μεγάλου ή Β΄ Σαμνιτικού πολέμου (327-304 π.Χ.).
Αφορμή του πολέμου υπήρξε η κατάληψη (327/326 π.Χ.) της ελληνικής αποικίας της Νεαπόλεως (σημερ. Napoli), συμμάχου των Σαμνιτών, η οποία παρά τις ενισχύσεις που έλαβε από τις άλλες ελληνικές αποικίες και ιδίως τον Τάραντα και την στρατιωτική βοήθεια από τους Σαμνίτες, θα πέσει στα χέρια των Ρωμαίων εξ αιτίας εσωτερικών προστριβών μεταξύ των κατοίκων της.
Τα πρώτα έτη του πολέμου πάντως, θα κυλήσουν χωρίς σοβαρές συγκρούσεις και αξιοσημείωτα γεγονότα. Το 321 π.Χ. οι Ρωμαίοι θα υποστούν μια από τις πλέον ταπεινωτικές και εξευτελιστικές ήττες της Ιστορίας τους, όταν μια ολόκληρη στρατιά θα παραδοθεί στους Σαμνίτες, όταν παγιδεύθηκε στα Καυδιανά Δίκρανα, ανατολικά της Καπύης. Οι Ρωμαίοι θα αφεθούν ελεύθεροι αφού υποχρεωθούν να διέλθουν σε στρατιωτικό σχηματισμό, άοπλοι και ημίγυμνοι, κάτω από έναν «ζυγό» που σχημάτιζαν οι λόγχες των νικητών.
Μετά από αυτήν την καταστροφή οι εχθροπραξίες θα σταματήσουν για πέντε περίπου χρόνια, τα οποία οι μεν Ρωμαίοι αξιοποίησαν για μια πλήρη ανασύνταξη των δυνάμεών τους, οι δε Σαμνίτες επαναπαύθηκαν στις δάφνες τους. Επί πλέον, οι Ρωμαίοι με συνεχείς εκστρατείες στις γύρω περιοχές θα υποχρεώσουν τα διάφορα φύλα που τις κατοικούσαν να συμμαχήσουν μαζί τους ή προχωρούσαν στην εξόντωσή τους, όπως συνέβη με τον σφαγιασμό των Αυρούγκων (Aurunci, βλ. Αύσονες) το 315/314 π.Χ. (Τίτος Λίβιος, ΙΧ. 25.9).
Παρ’ όλα αυτά οι Σαμνίτες θα κερδίσουν ακόμα μια μάχη το 315 π.Χ. έχοντας εισβάλει στο Λάτιον, δηώνοντας τις παραλιακές περιοχές μέχρι την Αρδέα (Στράβων, ΙΙΙ. 5). Ήδη όμως οι Ρωμαίοι είχαν πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων και με τις επιτυχημένες εκστρατείες των προηγουμένων ετών, είχαν περικυκλώσει το Σάμνιον με τους γύρω λαούς με τους οποίους είχαν συνάψει στρατιωτικές συμμαχίες. Η σαφέστερη απόδειξη της ρωμαϊκής υπεροχής ήταν η κατασκευή της περίφημης Αππίας Οδού, μιας μεγάλης λεωφόρου που οδηγούσε από την Ρώμη στην Καπύη.
Μετά το 312 π.Χ. οι Ρωμαίοι θα αρχίσουν συνεχείς επιθέσεις και εισβολές στην χώρα των Σαμνιτών και θα κερδίσουν τις περισσότερες μάχες. Σε μια τελευταία μεγάλη σύγκρουση, οι Σαμνίτες θα υποστούν συντριπτική ήττα και ο ο ηγέτης τους, Στάτιος Γκέλλιος (Statius Gellius) θα πέσει στο πεδίο της μάχης. Οι Σαμνίτες θα εξαναγκασθούν να ζητήσουν ειρήνη και ο πόλεμος θα λήξει το 304 π.Χ.
Οι υπερήφανοι Σαμνίτες όμως δεν αποδέχθηκαν την ήττα τους και μετά από λίγα χρόνια θα ξεσπάσει ο Γ΄ Σαμνιτικός πόλεμος (298-290 π.Χ.).
Οι Σαμνίτες θα συμμαχήσουν με τους Όμβρους, όταν το 296 π.Χ. ό διοικητής των σαμνιτικών δυνάμεων θα προελάσει βόρεια, στην κεντρική Ιταλία και μαζί με τους Γαλάτες και τους Ετρούσκους θα αποτελέσουν μια τρομακτική πολεμική δύναμη, αλλά οι Ρωμαίοι με την επιδέξια διπλωματία τους θα διχάσουν τους συμμάχους, ενώ παράλληλα η εμπειροπόλεμη στρατιωτική τους μηχανή θα συντρίψει τις συμμαχικές δυνάμεις στην μάχη του Σεντίνου (Sentinum) στα Απέννινα το 290 π.Χ. Οι Σαμνίτες θα υποχρεωθούν να συνθηκολογήσουν με βαρύτατους όρους και θα υποχρεωθούν να δεχθούν πολυάριθμες ρωμαϊκές αποικίες στην χώρα τους.
Παρά το γεγονός όμως ότι είχαν αποδεκατισθεί και συρρικνωθεί, θα επιχειρήσουν να απελευθερωθούν με κάθε ευκαιρία. Έτσι θα βοηθήσουν τόσο τον βασιλέα των Μολοσσών Πύρρο Α΄ στην διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία (280-275 π.Χ.) εναντίον της Ρώμης, όσο και τον Καρχηδόνιο Αννίβα στα χρόνια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (218-201 π.Χ.).
Έτσι εξηγείται και το μίσος των Ρωμαίων εναντίον τους, που δεν δίσταζαν με την παραμικρή αφορμή να τους σφαγιάζουν ανηλεώς. Η σχετική διήγηση του Στράβωνος (Ε΄ IV. 11), αναφερόμενη στις πράξεις του διαβόητου Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα (Lucius Cornelius Sulla, 136-78 π.Χ.) είναι χαρακτηριστική:
«…πολέμησε μαζί τους μπροστά στα τείχη της Ρώμης (σ.σ. εννοεί την άλωση της Ρώμης, από τον Σύλλα και τους οπαδούς του το 82 π.Χ. και την οποία υπερασπίστηκαν κυρίως σαμνιτικά στρατεύματα μαζί με λίγους Ρωμαίους) και άλλους έσφαξε στην μάχη, δίνοντας εντολή να μη κρατούν αιχμαλώτους, ενώ αυτούς που κατέθεσαν τα όπλα, κάπου τρεις χιλιάδες, τους πήγε στην Δημόσια έπαυλη, στο πεδίον του Άρεως και τους φυλάκισε εκεί. Μετά από τρεις μέρες έστειλε στρατιώτες και τους έσφαξε όλους. Έκανε επίσης πλήθος προγραφών και δεν σταμάτησε πριν εξοντώσει όλους τους Σαυνίτες, ενώ άλλους τους έδιωξε από την Ιταλία. Σε αυτούς που τον ρωτούσαν γιατί τόσο μίσος, έλεγε ότι έμαθε εκ πείρας ότι ποτέ οι Ρωμαίοι δεν θα απολαύσουν ειρήνη όσο μένουν Σαυνίτες κοντά τους. Και έτσι οι πόλεις τους μετέπεσαν σε κώμες και μερικές εξαφανίσθηκαν τελείως…».
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, η Οσκική, η γλώσσα των Σαμνιτών, κατατάσσεται στην Οσκο-Ουμβρική ομάδα των Ιταλικών γλωσσών.
Η μακροσκελέστατη και σημαντικότερη επιγραφή της Σαμνιτικής διαλέκτου περιέχεται στην επιγραφή μιας μικρής χάλκινης πλάκας (Tabula Agnonensis), στην οποία αποτυπώνεται πλήρως το Οσκικό αλφάβητο.
Οι Σαμνίτες εξαφανίσθηκαν πλήρως στην διάρκεια του 1ου αιώνα μ.Χ.

(Από το "Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου" του Δ.Ε.Ευαγγελίδη, λήμμα Σαμνίτες)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish