Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Οι Πομάκοι της Θράκης (2)


OI ΠΟΜΑΚΟΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Δρ Αντώνης Λιάπης
 
(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Τα τρία τελευταία χρόνια, από τη λαίλαπα των προγραφών δεν ξέφυγαν ούτε τα αναπτυξιακά ευρωπαϊκά προγράμματα κυρίως επαγγελματικής κατάρτισης, στα πλαίσια του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, που ενώ από την ΕΕ έφθαναν στην Αθήνα ως απευθυνόμενα σε Κοινωνικά Ευπαθείς Ομάδες και ειδικά σε Πομάκους και Τσιγγάνους, στην ίδια τη Θράκη, η λέξη Πομάκος εξαφανιζόταν και στη θέση της έμπαινε η λέξη μουσουλμάνος ή ορεινοί κάτοικοι ή ορεσίβιοι, μόνο και μόνο για να μην ενοχληθούν όσοι ελέγχουν τα νήματα στο μειονοτικό πληθυσμό. Μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που παρόμοια προγράμματα κινδύνευσαν να ακυρωθούν διότι οι συμμετέχοντες Πομάκοι υπέστησαν σοβαρότατες πιέσεις να εγκαταλείψουν τους χώρους διδασκαλίας. Έχει καταστεί κοινός τόπος στη Θράκη, ότι για να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα δεν πρέπει να περιλαμβάνει στον τίτλο του τη λέξη Πομάκος. Και πέρυσι από τα σχολικά εγχειρίδια του προγράμματος «Εκπαίδευση Μουσουλμανοπαίδων» του υπουργείου Παιδείας, την επιστημονική ευθύνη του οποίου έχει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Άννα Φραγκουδάκη, αφαιρέθηκαν δύο επικίνδυνες πομακικές λέξεις η λεσίτσα (στα πομακικά σημαίνει αλεπού) και η μάικα (που σημαίνει μητέρα), από τις οποίες υποτίθεται ότι απειλούνταν η εθνική ενότητα των Τούρκων της ελληνικής Θράκης. Η πομακική λέξη λεσίτσα στη νέα έκδοση του ελληνόγλωσσου σχολικού βιβλίου της Γ΄ δημοτικού της περιόδου 2003-2004 ακολουθώντας το πνεύμα του παραλογισμού μεταμορφώθηκε στο ομοιοκατάληκτο ελληνικό όνομα Λενίτσα!
Αξίζει στο σημείο αυτό να παρατεθεί απόσπασμα από κείμενο διαμαρτυρίας που κυκλοφόρησε ομάδα χριστιανών δασκάλων που συμμετέχουν στο παραπάνω πρόγραμμα (Πρωτοβουλία Δασκάλων για την Υπεράσπιση του Αυτονόητου), στη γενική συνέλευση του συλλόγου (Ξάνθη), τον Σεπτέμβριο του 2003 με τίτλο «Τι δουλειά έχει η lesitsa στο παζάρι;»:
«Στο παζάρι των ελληνοτουρκικών διαφορών και της ψήφου του μουσουλμάνου ψηφοφόρου... μια αλεπού (lesitsa) ψάχνει τη χαμένη της τιμή και την πιεζόμενη ταυτότητά της. Μια νύμφη των βουνών, μια νεράιδα του δάσους, που - άραγε πώς -εμφιλοχώρησε στις σελίδες των βιβλίων της ελληνικής γλώσσας της τρίτης τάξης των μειονοτικών μας σχολείων, ενόχλησε τα μάλα την ηγεσία της μειονότητας στην περιοχή μας.
Περισσότερο από την ελεεινή φετινή τιμή του καπνού.
Περισσότερο από την επικινδυνότητα των δρόμων στην ορεινή περιοχή.
Περισσότερο από τα ολοένα συρρικνούμενα μεροκάματα.
...Ιπτάμενα άλογα, μαγικά χαλιά, πρίγκιπες, ξωτικά, μάγισσες παρελαύνουν μέσα στις σελίδες αυτών των τευχών και κάνουν τη διδασκαλία απόλαυση και για μας αλλά και για τα παιδιά...τα παιδιά των μειονοτικών σχολείων ελάχιστες φορές είχαν τη δυνατότητα να απολαύσουν τη μαγεία του λογοτεχνικού λόγου...πλην όμως δεν έχουμε καμία διάθεση (σ.σ. εννοείται ως δάσκαλοι), αμαχητί να αφήσουμε να θυσιαστεί εμπνευσμένο υλικό...στο βωμό σκοταδιστικών αντιλήψεων που θεωρούν ότι το μεγάλο πρόβλημα της μειονότητας είναι η ύπαρξη των Πομάκων...
Αυτοί αποκαλούν την αλεπού lesitsa. Από εκεί και η νεράιδα των βιβλίων που υπερασπιζόμαστε.
Αυτοί αποκαλούν τη μητέρα maika. Από εκεί και η μεγάλη σοφή γριά των κειμένων μας....
Αυτούς δεν θέλει να ξέρει η μειονοτική ηγεσία...αρνούνται να δεχθούν ακόμα και ενδείξεις της ύπαρξής τους...Ζητούμε... και από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου (σ.σ. Παιδείας) να αντιμετωπίσουν συνειδητά τις ποικίλες πιέσεις και στρέφοντας την πλάτη σε παλαιοκομματικές πρακτικές να υπερασπιστούν τα βιβλία...».
Φυσικά τα βιβλία, πλην των ίδιων των δασκάλων δεν τα υπερασπίστηκε κανείς και τα περισσεύματα υποθέτουμε ότι ακολούθησαν τη γνωστή οδό της πολτοποίησης.
Οτιδήποτε λοιπόν θυμίζει τους Πομάκους στη Θράκη καταδιώκεται και αφανίζεται επίσημα. Η χρήση της λέξης Πομάκος έχει ποινικοποιηθεί στο πολιτικό και στο πολιτιστικό επίπεδο. Αν τα φαγητά τους, οι φορεσιές τους και τα δημιουργήματα του υλικού τους πολιτισμού αντί για «πομακικά» αποκληθούν «τουρκικά», τότε και μόνο τότε είναι αποδεκτά. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει όχι μόνο με τα αντικείμενα, αλλά και με τους ανθρώπους. Άλλωστε η υποδούλωση και η αλλοτρίωση έχουν πολλά πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι και ο έντονος φιλοτουρκισμός που αναπτύχθηκε σε μια μερίδα Πομάκων που συνδέθηκε με τα πιο ακραία στοιχεία των τουρκογενών ομοθρήσκων τους.
Όμως η πλειοψηφία δεν εκπροσωπείται από τους τουρκίζοντες, αλλά από μιαν άλλη μερίδα, τη μεγαλύτερη και ταυτόχρονα αφανή, αυτή που υπομένει και παραμένει βουβή, αυτή που παρακολουθεί και ζυγίζει τις εξελίξεις, τους ανθρώπους της σιωπής και του φόβου. Τα ερωτήματα που προκύπτουν αφορούν την αδιερεύνητη σχέση της αφανούς και άφωνης πλειοψηφίας με την ισχυρή μειοψηφία που ωθεί τον πληθυσμό στην απο-πομακοποίηση και την διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι της ομάδας με βίαιο τρόπο.
Είναι τέλος και η άλλη, η μερίδα των ενεργών, των ελεύθερων Πομάκων που κατάφεραν να αποτινάξουν το φόβο, τα δεσμά της άγνοιας και της ιδεολογικής χειραγώγησης. Είναι αυτή που δημιουργεί, αυτή που μάχεται. Το ΚΠΕ είναι ένας προνομιακός - αλλά ευτυχώς όχι πλέον ο μοναδικός - χώρος έκφρασης της μερίδας αυτής.
Στους Πανελλήνιους Μαθητικούς Μουσικούς Αγώνες, που έγιναν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας από τις 17 έως τις 27 Δεκεμβρίου 1997 στο Ζάππειο Μέγαρο (Αθήνα), και ειδικότερα στην κατηγορία χορωδιών δημοτικής μουσικής, η χορωδία του Γυμνασίου Πολυσίτου Ξάνθης (αποτελούμενη στην πλειοψηφία της από Πομάκους μαθητές) υπό την διεύθυνση του Κομοτηναίου Ηλία Ιωαννάκη, κατέλαβε την πρώτη θέση με δύο πομακικά και τρία ελληνικά τραγούδια.
Όμως η τεσσαρακονταμελής χορωδία είχε βραχύ βίο, αφού όταν ξεκίνησε αποτελείτο από 70 μαθητές και μαθήτριες, ενώ την παραμονή της αναχώρησής της για την Αθήνα, πολλοί μαθητές και μαθήτριες παρέδωσαν με δάκρυα στα μάτια τις παραδοσιακές τους στολές λέγοντας ότι φοβούνται και ότι οι γονείς τους δέχθηκαν απειλές. Τους κατηγόρησαν ως προδότες, ενώ μουσουλμάνοι δάσκαλοι είπαν στα παιδιά ότι εάν πάνε στην Αθήνα θα τους αναφέρουν γραπτώς στο τουρκικό κράτος και το τουρκικό προξενείο Κομοτηνής και όταν έρθει η ώρα δεν θα μπορέσουν να σπουδάσουν μια και η Τουρκία δεν θα τους επιτρέψει ούτε καν τα σύνορά της να περάσουν. Μάλιστα σε σπίτια κοριτσιών από τα χωριά Γρήγορο, Φίλια και Λευκόπετρα, θυροκόλλησαν απειλητικές επιστολές, οι οποίες πανικόβαλαν τους φτωχούς και αγράμματους Πομάκους. Υπήρξαν όμως και μαθητές οι οποίοι υπερασπίστηκαν την ταυτότητά τους, όπως κάποιος από τη Λευκόπετρα, ο οποίος απείλησε με βία τουρκόφρονα δάσκαλο, λέγοντάς του «δεν σε φοβάμαι, αν με πειράξεις θα ανταποδώσω και θα φύγω στο βουνό όπου ζούσαν οι παππούδες μου…»
Το ένα από τα δύο τραγούδια που τραγούδησε η χορωδία, το «Γιένου-Γιένου...», ήταν το πομάκικο τραγούδι που επρόκειτο να συμπεριληφθεί στο πολυπολιτισμικό CD του δήμου Σαπών (όπως ανέφερα παραπάνω), αλλά αφαιρέθηκε μετά από πιέσεις τουρκοφρόνων προς το δήμο Σαπών.
Άλλη μια μικρή σελίδα της ιστορίας του πομακικού ζητήματος, με πρωταγωνιστές πάλι Πομάκους μαθητές, γράφτηκε στο δημόσιο γυμνάσιο της ορεινής Σμίνθης στις 22 Φεβρουαρίου του 2000, όταν οι μαθητές προχώρησαν σε κατάληψη, επειδή ο τότε τουρκόφρων Πομάκος δήμαρχος Μύκης Μουσταφά Αγγά αρνιόταν επί μήνες (από τον Οκτώβριο του 1999) να υδροδοτήσει το κτίριο. Όταν οι γονείς των παιδιών τον επισκέφθηκαν επιβεβαίωσε ότι σκοπίμως δεν παρέχει νερό, ώστε ή να κλείσει το σχολείο ή να υποχρεωθεί να εισαγάγει και τη διδασκαλία της τουρκικής. Η στάση αυτή εξαγρίωσε τους μαθητές οι οποίοι εξέδωσαν κείμενο διαμαρτυρίας με 123 υπογραφές και ανάρτησαν πανό στο γυμνάσιό τους με επιγραφή στα πομακικά. Η πομακική επιγραφή εξόργισε πιο πολύ τους τουρκόφρονες, οι οποίοι την χαρακτήρισαν ως βουλγαρική και κλιμάκωσαν τις επιθέσεις.
Οι εθνικιστικοί κύκλοι που ελέγχουν ιδεολογικά τη μειονότητα – έχοντας την υποστήριξη αντίστοιχων κύκλων της Τουρκίας - δεν διστάζουν να επιτεθούν και σε εκ Τουρκίας πρόσωπα, όταν αυτά αναφερθούν απλά και μόνο στους Πομάκους. Θύμα της αντιπομακικής πολιτικής υπήρξε και η δημοσιογράφος Νουρ Μπατού, ανταποκρίτρια στην Αθήνα της τουρκικής εφημερίδας Χουρριέτ, η οποία σε άρθρο της για τη Θράκη στις 8.11.2000 ανέφερε την ύπαρξη των Πομάκων στη Θράκη. Η απλή αναφορά της λέξης Πομάκοι, προκάλεσε τις εν χορώ αντιδράσεις των γνωστών κύκλων οι οποίοι με επιστολές τους στον διευθυντή της εφημερίδας, αλλά και στην ίδια εξέφραζαν την αγανάκτηση και τη θλίψη τους, ενώ άφηναν ακόμα και αιχμές για τον ύποπτο ρόλο της και τις σχέσεις της με το ελληνικό κράτος. Μάλιστα, η εκδότρια της τουρκόφωνης εφημερίδας «Γκιουντέμ» στην Κομοτηνή προέτρεπε όλους τους μουσουλμάνους ή να τηλεφωνούν στην εφημερίδα ή να στέλνουν ομαδικά τηλεομοιοτυπικά και ηλεκτρονικά μηνύματα ώστε να κατακλυστεί από τις διαμαρτυρίες (14.11.00). Κύματα λοιπόν πανομοιότυπων κατευθυνόμενων αντιδράσεων εκδηλώνονται κάθε φορά που τίθεται το Πομακικό, με μοναδικό σκοπό να εκφοβισθούν όσοι αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες προβολής του ζητήματος. Οι Πομάκοι όπως εύστοχα παρατήρησε Πομάκος μέλος του ΚΠΕ είναι οι Κούρδοι της Θράκης, αφού και οι δύο πληθυσμοί για τον τουρκικό εθνικισμό μέχρι και πριν λίγο καιρό ήταν «ορεινοί Τούρκοι».
Οι κάτοικοι του απομονωμένου ορεινού πομακικού χωριού Μυρτίσκη (νομός Ροδόπης) πρωταγωνίστησαν το 1997 σε ένα επεισόδιο που δεν φαντάζονταν ότι θα μπορούσε να συμβεί. Με πρωτοβουλία 28 ατόμων ιδρύθηκε ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μυρτίσκης, με στόχο να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης. Στο υπόμνημα που κυκλοφόρησε ο σύλλογος διατυπώθηκαν κατά σειρά τα ακόλουθα τρία μοναδικά αιτήματα: 1. να γίνει τσιμεντόστρωση του δρόμου μέσα στο χωριό σε μήκος 300 μέτρων, 2. να αγοραστεί υδραντλία για να ποτίζουν τα χωράφια τους με βυτίο και 3. να διαμορφωθεί μικρή αίθουσα - έδρα του συλλόγου, όπου θα γίνει λαογραφικό μουσείο και βιβλιοθήκη με τηλεόραση και βίντεο.
Κατ’ αρχάς οι κάτοικοι είχαν την ατυχία να είναι Πομάκοι και κατά δεύτερο λόγο να αναλάβουν μία πρωτοβουλία χωρίς την έγκριση των «πατρώνων» της Κομοτηνής. Ειδικά το τελευταίο αίτημά τους για ίδρυση λαογραφικού μουσείου ενέσπειρε πανικό στους τουρκόφρονες κύκλους και ενεργοποίησε τις αντιδράσεις τους. Προσωπικές πιέσεις, απειλές, κηρύγματα στα τεμένη της περιοχής και ανακοινώσεις είχαν σκοπό να διαλύσουν τον σύλλογο. Οι κάτοικοι φοβόντουσαν να βγουν από το χωριό γιατί όπου κι αν πήγαιναν είτε στα διπλανά χωριά είτε στην πόλη, τους κατηγορούσαν ως προδότες, καθώς τόλμησαν να ζητήσουν λαογραφικό μουσείο και δεν προνόησαν ώστε στον τίτλο του συλλόγου να υπάρχει η λέξη «Τούρκοι». Ακόμη και όσοι από χρόνια είχαν μεταναστεύσει από τη Μυρτίσκη και ζούσαν σε πεδινά χωριά ή στην Κομοτηνή υπήρξαν αποδέκτες πιέσεων. Η κοινότητα Οργάνης στην οποία ανήκαν διοικητικά, τους απειλούσε ότι θα τους κόψει όλες τις επιδοτήσεις για τις καλλιέργειες και την κτηνοτροφία (τη κυριότερη πηγή επιβίωσης των φτωχών κατοίκων) και ότι δεν θα τους ξαναδώσει κανένα πιστοποιητικό. Άτυπες οργανώσεις με ανθελληνικό προσανατολισμό όπως η Συμβουλευτική Επιτροπή (όργανο ελεγχόμενο από το τουρκικό προξενείο) με επικεφαλής τότε τους Αντέμ Μπεκήρογλου, Γκαλήπ Γκαλήπ, Ριτβάν Χατίπογλου, Ισμαήλ Ροδοπλού, Χούλια Εμίν κ.ά. κατάρτισαν ακόμη και πρόγραμμα περιοδειών «νουθεσίας» των Πομάκων το οποίο μάλιστα δημοσιοποίησαν μέσω του μειονοτικού Τύπου. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για περιοδείες τρομοκρατίας οι οποίες ξεκίνησαν στις 17.10.1997 από την Οργάνη και κατέληξαν στις 27.12.1997 στη Δρανιά, με «θετικό» αποτέλεσμα, αφού ο σύλλογος διαλύθηκε πριν καν λειτουργήσει. Τα περισσότερα μέλη έντρομα δήλωσαν μετάνοια και ζήτησαν να διαγραφούν!
(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish