Τρίτη 1 Ιουνίου 2010

Φοίνικες (1)



Φοίνικες: Ονομασία δύο αρχαίων λαών, ενός ευρωπαϊκού, που είχε εγκατασταθεί αρχικώς στις ΒΔ παρυφές του ελλαδικού χώρου (Ήπειρος) και ενός ασιατικού, που ανήκε στα σημιτικά φύλα και εντοπίζεται στις παραλιακές περιοχές του Λιβάνου.
Οι Φοίνικες της Ευρώπης ήσαν ένα προελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο, που έφθασε στην Βοιωτία από την Ήπειρο και για το οποίο υπήρχε μέχρι πρόσφατα αρκετή σύγχυση ως προς την καταγωγή του. Πολλοί ερευνητές, παρασυρμένοι από λανθασμένες ετυμολογίες, αλλά και ασαφή χωρία αρχαίων κειμένων, θεωρούσαν τον επώνυμό τους ήρωα Κάδμο και τον λαό του, τους Φοίνικες, ως Σημίτες, φθάνοντας στο σημείο να θεωρούν ότι και το όνομα της Ευρώπης ανάγεται σε σημιτική ρίζα! (βλ. Cyrus H. Gordon: Forgotten Scripts – New York 1982). Για τους Καδμείους, τον λαό του Κάδμου βλ. ανάρτηση Ήπειρωτικά (7) στις 7 Φεβρουαρίου 2010.
Οι ασιάτες Φοίνικες των ακτών του Λιβάνου (βλ. Χάρτη παραπάνω) ήσαν ένας αρχαιότατος λαός που ανήκε στα σημιτικά φύλα και ειδικότερα στους λαούς της περιοχής που αργότερα έγινε γνωστή ως Παλαιστίνη και οι οποίοι προσδιορίζονται με την συλλογική ονομασία Χανααναίοι ή Χαναανίτες.
Ο όρος «Φοίνικες» όμως χρησιμοποιήθηκε συχνά στο παρελθόν με ευρύτερο περιεχόμενο περιλαμβάνοντας και άλλους λαούς με αποτέλεσμα να επικρατεί συχνά σύγχυση. Μια βασική πηγή σύγχυσης ακόμα και στην σημερινή εποχή είναι η άκριτη χρήση του όρου από σύγχρονους συγγραφείς, οι οποίοι τον μεταφέρουν κατά κανόνα μηχανικά από τις αρχαιοελληνικές πηγές χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψη ότι οι αρχαίοι Έλληνες με την ονομασία αυτήν αναφέρονταν όχι μόνον στους κυρίως Φοίνικες (= τους Σιδώνιους όπως συχνά τους μνημόνευαν ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς) των παραλιακών πόλεων των ακτών του σημερινού Λιβάνου (Άραδος, Βύβλος, Βηρυτός, Σιδών, Τύρος), αλλά και σε λαούς που ήσαν εγκατεστημένοι σε γειτονικές περιοχές. Έτσι, διαπιστώνεται σε αρκετές περιπτώσεις να αναφέρονται συχνά ως «Φοίνικες» και άλλοι λαοί, όπως οι Φιλισταίοι (που μιλούσαν και έγραφαν συνήθως στην φοινικική γλώσσα σε όλη την διάρκεια της 1ης χιλιετίας π.Χ.) και οι Σημίτες της Συρίας, οι Αραμαίοι, η γραφή των οποίων κατά τους πρώτους αιώνες της 1ης χιλιετίας π.Χ. ήταν σχεδόν ταυτόσημη με την φοινικική, παρ’ όλο που η γλώσσα τους ήταν μια συγγενής μεν, αλλά τελείως διαφορετική σημιτική διάλεκτος (βλ. λεπτομέρειες στο σχετικό άρθρο του Giovanni Garbini «The Phoenicians in the Western Mediterranean» που περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο «The Western Greeks» (London 1996, σελ. 121-132), καθώς και στα λήμματα Αραμαίοι, Καρχηδόνιοι, Φιλισταίοι).
Για την προϊστορία της περιοχής πολύτιμες πληροφορίες προήλθαν από τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Βύβλο (σημερ. Jubeil, από την φοινικική ονομασία Gebal/Gubal, που προήλθε από την αρχαιότατη ονομασία της Βύβλου KPN=Kupna, την οποία χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι), περίφημη πόλη και λιμάνι της αρχαιότητας, περίπου 50 χλμ. βορείως της σημερινής πρωτεύουσας του Λιβάνου, της Βηρυτού-Beirut. Αποκαλύφθηκε ότι η τοποθεσία είχε κατοικηθεί ήδη από την 5η χιλιετία π.Χ. (Νεολιθική Εποχή), γεγονός που της επιτρέπει να διεκδικήσει τον τίτλο μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της Μέσης Ανατολής, με συνεχή κατοίκηση μέχρι σήμερα. Ο νεολιθικός οικισμός θα διευρυνθεί στην διάρκεια της επομένης περιόδου (Χαλκολιθική Εποχή), ο οποία καλύπτει την 4η χιλιετία π.Χ. Στα ανασκαφικά επίπεδα αυτής της περιόδου πάντως κανένα ίχνος αιγυπτιακών επιδράσεων δεν έγινε δυνατόν να εντοπισθεί. Αντίθετα κάποια αντικείμενα υποδεικνύουν σχέσεις με την Μεσοποταμία και εικάζεται ότι οι Χαλκολιθικοί κάτοικοι της Βύβλου έμαθαν τις τεχνικές επεξεργασίας του χαλκού από την Ανατολή. (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στην C.A.H. Vol. I part 2Α, σελ. 343-344).
Στα τέλη όμως της 4ης χιλιετίας (3200/3100 π.Χ.) διαπιστώνονται σημαντικότατες πολιτιστικές αλλαγές σε ολόκληρη την περιοχή που κάλυπτε τις εκτάσεις, οι οποίες αργότερα έγιναν γνωστές ως Παλαιστίνη, Φοινίκη και νότιος Συρία, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της Πρώϊμης Εποχής του Ορειχάλκου (Early Bronze Age, 3200/3100-2000/1950 π.X.). Η κλίμακα των μεταβολών ήταν τέτοια ώστε οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι πρέπει να σημειώθηκε τότε είσοδος νέων πληθυσμιακών στοιχείων, διότι μόνον με αυτόν τον τρόπο δικαιολογείται η έκταση των αλλαγών. Οι μετανάστες αυτοί είναι βέβαιον ότι δεν διείσδυσαν από τον Νότο, αλλά προήλθαν από τον Βορρά, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, και δια της κοιλάδος του ποταμού Ιορδάνη εγκαταστάθηκαν στις κεντρικές περιοχές της χώρας μέχρι την βιβλική Ιεριχώ (Jericho). Διαπιστώθηκε επί πλέον ότι η είσοδος και η εγκατάστασή τους πραγματοποιήθηκε με ειρηνική «διήθηση» και όχι με πολεμική κατάκτηση. Εν πάση περιπτώσει οι νεοφερμένοι ήσαν προορισμένοι, όπως αποδείχθηκε, να αλλάξουν την μορφή της χώρας, μια και έφεραν μαζί τους νέες τεχνικές, ιδιαίτερα μια καθιερωμένη παράδοση αρχιτεκτονικής και αστικής ζωής. Η ξαφνική άνθιση οργανωμένων και οχυρωμένων πόλεων στην φάση Ι b (που ακολούθησε την φάση της Πρώϊμης Εποχής του Ορειχάλκου Ι a) δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί διαφορετικά (βλ. για τα παραπάνω C.A.H. ό.π. σελ. 233-234).
Ποιες ήσαν όμως οι εθνοφυλετικές ρίζες και σχέσεις αυτού του νέου πληθυσμού, που εγκαταστάθηκε στην περιοχή; Όπως έχει τονισθεί σχετικά (C.A.H. ό.π. σελ. 234): «…εάν επιθυμούμε να δώσουμε μια ονομασία στον νέο πληθυσμό, το μοναδικό όνομα που μπορούμε να προτείνουμε είναι Χαναανίτες (Canaanite)…». Βεβαίως ο όρος Χαναάν (βλ. και λήμμα Χανααναίοι ή Χαναανίτες) εμφανίσθηκε αρκετά αργότερα, στα μέσα περίπου της 2ης χιλιετίας π.Χ. και αναφερόταν στην ονομασία μιας μάλλον περιορισμένης περιοχής, η οποία, εκτός από την Φοινίκη, περιελάμβανε ένα μικρό μόνον μέρος της Παλαιστίνης. Στην Παλαιά Διαθήκη όμως η χρήση της ονομασίας Χαναάν επεκτάθηκε και κάλυψε ολόκληρη την μετέπειτα Παλαιστίνη, ο δε όρος Χαναανίτες αναφερόταν ειδικότερα στον αρχικό σημιτικό πληθυσμό της χώρας σε διάκριση από τους Αμορρίτες, που σύμφωνα με κάποια χωρία εμφανίζονται να φθάνουν σε κάποια μεταγενέστερη εποχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε σήμερα είναι εύκολη πλέον η τοποθέτηση των Αμορριτών σε συγκεκριμένο χρονολογικό πλαίσιο: Τα αμορριτικά φύλα εμφανίσθηκαν στην Παλαιστίνη προς το τέλος της 3ης χιλιετίας (2200/2100 π.Χ.). Η εμφάνιση πάντως των Αμορριτών στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης και της Φοινίκης συνδέεται από τους ερευνητές με την παρακμή αυτών των περιοχών που σημειώνεται προς το τέλος της Πρώϊμης Εποχής του Ορειχάλκου (βλ. C.A.H. ό.π. σελ. 237).
Σύμφωνα όμως με μία άλλη άποψη (βλ. C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 114) η είσοδος αυτών των σημιτικών φύλων προσδιορίζεται λίγο αργότερα, στις αρχές της Μέσης Εποχής του Ορειχάλκου (Middle Bronze Age, περίπου 2000/1950-1550 π.Χ.), γεγονός που συνδέεται αρχαιολογικώς με την εμφάνιση εντελώς νέων πολιτιστικών στοιχείων στην περιοχή, τα οποία χαρακτηρίζονται ως Χαναανιτικά, που οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξή τους προέρχονται από τις παραλιακές περιοχές της Συρίας με κέντρο την Βύβλο.
Η Βύβλος και οι παραλιακές περιοχές του Λιβάνου είχαν προσελκύσει το ενδιαφέρον των Αιγυπτίων Φαραώ ήδη από την περίοδο του Αρχαίου Βασιλείου (2575-2150 π.Χ. με την χαμηλή χρονολόγηση), λόγω της εξαιρετικής ξυλείας μεγάλων διαστάσεων (κέδροι του Λιβάνου) που μπορούσαν να προμηθευθούν για τα μνημειώδη οικοδομικά τους έργα, μια πρώτη ύλη που απουσίαζε ουσιαστικά από την Αίγυπτο. Όπως μάλιστα έχει υποστηριχθεί (βλ. C.A.H. Vol. I part 2Α, σελ. 347), οι Αιγύπτιοι, που αποκαλούσαν την περιοχή της Βύβλου «χώρα του Νεγκάου (Negau)», ονόμαζαν τους κατοίκους της Φενχού (Fenkhu) δηλ. «υλοτόμους» (=ξυλοκόπους) και πιθανόν από το όνομα αυτό να προήλθε η μετέπειτα ονομασία Φοίνικες, σύμφωνα με αυτήν την άποψη.
Σε αντίθεση όμως με την σημαντική αιγυπτιακή επίδραση που παρατηρείται στην Βύβλο στην διάρκεια του Αρχαίου Βασιλείου, φαίνεται ότι νοτιότερα, στην μετέπειτα Παλαιστίνη, παρά τις συχνές αιγυπτιακές επιδρομές και διεισδύσεις δεν σημειώνεται καμία ουσιαστική επίδραση στον υλικό πολιτισμό των κατοίκων της (βλ. C.A.H. ό.π. σελ. 361). Σε όλη την διάρκεια πάντως και μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου δεν εμφανίζεται, όπως αποδείχθηκε, κάποια διακοπή ή ασυνέχεια στα πληθυσμιακά ή πολιτιστικά στοιχεία της περιοχής, γεγονός που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι δεν σημειώθηκε είσοδος νέων λαών στην χώρα στην διάρκεια της Μέσης Εποχής του Ορειχάλκου (βλ. C.A.H. Vol. II part 1, σελ. 115).
Την περίοδο πάντως του Μέσου Βασιλείου στην Αίγυπτο (2030-1640 π.Χ.), η Βύβλος είχε αναδειχθεί σε ένα σημαντικό κέντρο επεξεργασίας του ορειχάλκου. Η περίοδος αυτή αντιστοιχεί πολιτιστικά με την περίοδο Ουρούκ ΙΙΙ ή Τζεμντέτ Νασρ (Uruk III / Jemdet-Nasr, 3150-2800 π.Χ.) της Μεσοποταμίας (βλ. Σουμέριοι) και στην διάρκειά της η Βύβλος θα εξελιχθεί πλέον σε πραγματική πόλη.
Με την έναρξη όμως της Ύστερης ή Νεώτερης Εποχής του Ορειχάλκου (Late Bronze Age, 1550-1200/1150 π.X.), που συμπίπτει περίπου χρονικά με την εκδίωξη των Υκσώς από την Αίγυπτο (βλ. Αιγύπτιοι), ο ιδρυτής της ένδοξης 18ης Δυναστείας (με την οποία αρχίζει η λεγομένη Περίοδος του Νέου Βασιλείου στην Αίγυπτο), ο Φαραώ Άμωσις (Ahmoses, 1570-1546 ή 1539–1514 π.Χ. σύμφωνα με την “χαμηλή” χρονολόγηση), θα πραγματοποιήσει εκστρατείες στην Χαναάν, τοποθετώντας τις βάσεις της μετέπειτα αιγυπτιακής κυριαρχίας στην περιοχή. Οι διεισδύσεις των Αιγυπτίων στην περιοχή θα ενταθούν στην διάρκεια της βασιλείας του μεγάλου κατακτητή Φαραώ Τούθμωση ΙΙΙ (1504-1450 ή 1479–1426 π.Χ.), ο οποίος θα δημιουργήσει μια «δυτικοασιατική αυτοκρατορία», τα όρια της οποίας έφθαναν μέχρι τον Ευφράτη. Τα αιγυπτιακά αρχεία της εποχής αποκαλύπτουν το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Τούθμωση ΙΙΙ για τα παράλια του Λιβάνου και ειδικότερα για το σπουδαίο δίδυμο λιμάνι της Αράδου (Arwad, φοινικ. ’rwd = καταφύγιο, σημερ. Rouad), στο ανατολικό τμήμα της νησίδος που ήταν κτισμένη η πόλη, περίπου 2,5 χλμ. από την απέναντι ακτή και την πόλη Αντάραδο (Antaradus, μεσαιων. Tortose σημερ. Tartus).
Όπως και η Βύβλος έτσι και η Άραδος εξαρτιόταν εμπορικά από την δυνατότητα πρόσβασης μέσω της κοιλάδας του ποταμού Ελεύθερου (Eleutheros, σημερ. Nahr el-Kebir), η οποία τους παρείχε άμεση επικοινωνία με το εσωτερικό. Η Βύβλος, η οποία δεν είχε απευθείας πρόσβαση στο εσωτερικό, δια μέσου της παραλιακής Τρίπολης και του στενού αυτού διαδρόμου ανεδείχθη στον βασικό διαμετακομιστή των εμπορικών συναλλαγών της Μεσοποταμίας με την Αίγυπτο στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Η καταγραφή του Τούθμωση ΙΙΙ για την επιτόπια κατασκευή στην Βύβλο ειδικών πλοιαρίων μεταφοράς στην Αίγυπτο ξυλείας κέδρων αποκαλύπτει το μέγεθος και την σπουδαιότητα των συναλλαγών, αλλά και την αναγκαιότητα διασφάλισης αυτών των λιμένων για τις ελεγχόμενες από το αιγυπτιακό κράτος τέτοιες επιχειρήσεις.
Στην πραγματικότητα η Βύβλος απέκτησε τον πλούτο της και την δεσπόζουσα εμπορική θέση της χάρη στο γεγονός ότι βρισκόταν στο μέσον των δύο σημαντικών εμπορικών δικτύων: Το πρώτο, μέσω της Τρίπολης, εκτεινόταν προς τα βόρεια και περιελάμβανε την Συρία και την Μεσοποταμία, ενώ το δεύτερο περιελάμβανε την νότια παραλιακή πεδιάδα της Παλαιστίνης και την Αίγυπτο. Η ύπαρξη αυτών των δύο εμπορικών δικτύων και ο διαφορετικός προσανατολισμός τους θα διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη των παραλιακών πόλεων της Φοινίκης στην διάρκεια της Ύστερης Εποχής του Ορειχάλκου (1550-1200/1150 π.Χ.). Το ύψιστο όμως της ακμής και της οικονομικής ευημερίας της Βύβλου σημειώθηκε στην διάρκεια των πρώτων αιώνων της 2ης χιλιετίας (19ος – 18ος αιώνας π.Χ.), όταν μαζί με την Ουγκαρίτ (σημερ. Ras-Shamra, βλ. λεπτομερειακή υποσημείωση στο λήμμα Αιγύπτιοι), αποτελούσαν τα σπουδαιότερα εμπορικά και ναυτιλιακά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου με απευθείας εμπορικούς δεσμούς με την Αίγυπτο, το Αιγαίο και την Μεσοποταμία (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο Glenn E. Markoe: Phoenicians–London, 2000 σελ. 14-15).

(Συνεχίζεται)
Από το Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish