Ερείπια του 7ου π.Χ. αιώνα του ναού του Εσμούν (Eshmun)
προστάτη θεού της Σιδώνος
Οι Φοίνικες εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρον την προνομιούχο θέση τους εντός της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Η τεράστια έκταση της επικράτειάς της και το αποτελεσματικό οδικό της δίκτυο τους προσέφεραν σημαντικές εμπορικές ευκαιρίες στο εσωτερικό και επί πλέον ο πολιτικοστρατιωτικός έλεγχος των Περσών στην Αίγυπτο και την ανατολική Μεσόγειο τους επέτρεπε να επωφεληθούν τα μέγιστα από το εμπόριο στις περιοχές αυτές. Εξ άλλου, αυτοί οι εμπορικοί στόχοι ήσαν που οδήγησαν τους Φοίνικες να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις περσικές πολεμικές προσπάθειες εναντίον της Αιγύπτου και των ελληνικών χωρών. Στην διάρκεια των δύο προηγούμενων αιώνων (8ος και 7ος) οι Φοίνικες αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα από τον αυξανόμενο ανταγωνισμό και την διείσδυση των Ελλήνων εμπόρων σε ολόκληρη την Μεσόγειο. Στα τέλη μάλιστα του 6ου και στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. ο ανταγωνισμός των Ελλήνων τους είχε αποσπάσει αγορές επικίνδυνα κοντά στην χώρα τους, όπως η Αίγυπτος, η Ρόδος και η Κύπρος. Επί πλέον οι Έλληνες έμποροι είχαν διεισδύσει και στις περιοχές στα βόρεια της Φοινίκης, όπου οι εισαγωγές από το Αιγαίο σημείωσαν μια δραματική αύξηση τα πρώτα χρόνια του 5ου αιώνα, όπως αποκαλύφθηκε από τις αρχαιολογικές έρευνες.
Ήταν λοιπόν αναμενόμενος ο ενθουσιασμός με τον οποίον οι Φοίνικες στήριξαν τις περσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Αίγυπτο και αργότερα εναντίον των ελληνικών πόλεων γύρω από το Αιγαίο. Η έκφραση του Ηροδότου «…του δε ναυτικού Φοίνικες μεν ήσαν προθυμότατοι…» (ΣΤ΄ 6) αναφερόμενος στην στάση τους λίγο πριν από την καταστροφική για τους επαναστατημένους Έλληνες της Ιωνίας ναυμαχία της Λάδης (494 π.Χ.), τονίζει ακριβώς αυτόν τον ζήλο που έδειχναν οι Φοίνικες βοηθώντας τους Πέρσες στις πολεμικές τους επιχειρήσεις εναντίον των επικίνδυνων εμπορικών τους ανταγωνιστών, των Ελλήνων της Ιωνίας, αλλά και της κυρίως Ελλάδος. Υπενθυμίζουμε ότι η μικρασιατική πόλη της Μιλήτου στην Ιωνία ήταν ένα από τα πλέον δραστήρια εμπορικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου και όπως παλαιότερα με τους Λυδούς, έτσι και με τους Πέρσες είχε ιδιαίτερη μεταχείριση. Ο ίδιος ο Κύρος ΙΙ είχε διαπραγματευθεί με την Μίλητο ξεχωριστούς όρους παράδοσης στην διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον του Λυδικού Βασιλείου και της κατάκτησης της Μ. Ασίας (547 π.Χ.). Η άλωση και καταστροφή της Μιλήτου από τους Πέρσες στην Ιωνική επανάσταση εξάλειψε έναν από τους σπουδαιότερους εμπορικούς ανταγωνιστές των Φοινίκων και τους επέτρεψε να διεισδύσουν σε νέες αγορές στο Αιγαίο. Ασφαλώς με τις ίδιες ελπίδες και προσδοκίες το φοινικικό ναυτικό πήρε μέρος στην συνέχεια και στις εκστρατείες του Δαρείου Ι και του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδος (βλ. σχετικά σχόλια στο Phoenicians, ό.π. σελ. 50).
Ανάλογες εμπορικές επιδιώξεις κρύβονταν προφανώς και πίσω από την ομόθυμη συμμετοχή του ναυτικού της Τύρου στις περσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Καμβύση ΙΙ εναντίον της Αιγύπτου, στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω. Επί έναν αιώνα περίπου οι Φαραώ της Σαϊτικής Δυναστείας είχαν παραχωρήσει ένα πλήθος προνομίων στους Έλληνες και ειδικότερα στους Ίωνες, στους οποίους μάλιστα είχε επιτραπεί να εγκατασταθούν στο σημαντικό λιμάνι του Δέλτα, στην Ναύκρατι.
Το αποκορύφωμα της ελληνικής επιρροής στην Αίγυπτο σημειώθηκε λίγο πριν από την Περσική εισβολή, στην διάρκεια της βασιλείας του ένθερμου φιλέλληνα Φαραώ Άμασι (570-526 π.Χ.), ο οποίος μάλιστα είχε και Ελληνίδα σύζυγο. Η κατάκτηση της Αιγύπτου θα αναδιατάξει πλήρως το αιγυπτιακό εξωτερικό εμπόριο, το οποίο θα περάσει στα χέρια των Φοινίκων. Η Ναύκρατις θα παρακμάσει γοργά στα πρώτα κιόλας χρόνια της περσικής κατοχής της χώρας του Νείλου, γεγονός που υποδεικνύει την διακοπή των ελληνικών εμπορικών δραστηριοτήτων. Την θέση που είχε η Ναύκρατις θα πάρει σύντομα η εμπορική παροικία των Τυρίων στην Μέμφιδα, το διοικητικό κέντρο των Περσών στην Αίγυπτο και αρχαία πρωτεύουσα της χώρας. Η παροικία αυτή ήταν γνωστή ως «Στρατόπεδο των Τυρίων», όπως το αποκαλεί ο Ηρόδοτος (Β΄112).
Παρ’ όλες όμως τις προσπάθειες της Τύρου να οικοδομήσει και πάλι τα εμπορικά της δίκτυα στην διάρκεια των πρώτων δεκαετιών της περσικής κυριαρχίας, ώστε να ανακτήσει και πάλι την δεσπόζουσα θέση της μεταξύ των φοινικικών πόλεων, τελικώς η Σιδών ήταν αυτή που αναδείχθηκε ως η αξιολογότερη δύναμη της Φοινίκης ήδη από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. μια θέση που διατήρησε μέχρι τις τελευταίες σχεδόν δεκαετίες της Περσικής Περιόδου. Οι λόγοι της ανάδειξης και μόνιμης υπεροχής της Σιδώνος ήσαν προφανείς και αναμφισβήτητοι: Η πόλη λειτούργησε ως περιφερειακή πρωτεύουσα και έδρα του Πέρση κυβερνήτη της Σατραπείας των χωρών «Πέραν του Ποταμού» (βλ. παραπάνω) σε όλη την διάρκεια της περσικής διοίκησης, με στρατιωτική φρουρά και βασιλικό κήπο (=Παράδεισος). Ένας άλλος σημαντικός λόγος ήταν ότι η Σιδών υπήρξε η μόνη από τις φοινικικές πόλεις που είχε το δικαίωμα να απεικονίζει στα νομίσματά της τον Πέρση αυτοκράτορα. Επί πλέον ήταν επίσης η μόνη πόλη της Φοινίκης που έθεσε σε κυκλοφορία τους περίφημους αργυρούς διπλούς στατήρες, ένα βαρύ νόμισμα με ιδιαίτερα μεγάλη ζήτηση και χρηματοοικονομική αξία (βλ. Εικόνα).
Διπλός στατήρ Σιδώνος
(τέλη 5ου αιώνα π.Χ.)
Στον εμπορικό τομέα η Σιδών φαίνεται ότι διατήρησε πάντα την πρωτοβουλία των κινήσεων με αποτέλεσμα να συσσωρευθεί σημαντικός πλούτος, όπως σχολιάζει και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης σχετικά με την ευμάρεια της πόλης και των κατοίκων της: «…η Σιδών ξεχώριζε για την ευδαιμονία της και οι πολίτες της είχαν αποκτήσει μεγάλα πλούτη από το εμπόριο…» (ΙΣΤ΄ 41 και 44). Το Αιγαίο, ο χώρος της κύριας εμπορικής δραστηριότητας της Σιδώνος, αποτελούσε μια ιδιαίτερα κερδοφόρο αγορά σε αντίθεση με την κεντρική και δυτική Μεσόγειο, όπου είχε δραστηριοποιηθεί από παλιά η Τύρος. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. οι εμπορικές συναλλαγές της Σιδώνος με το Αιγαίο έφθασαν στο ύψιστο σημείο τους στην διάρκεια της βασιλείας του ένθερμου φιλέλληνα ηγεμόνα της Αμπντασστάρτ Ι (Abdashtart = ο δούλος της θεάς Αστάρτης), ο οποίος είναι γνωστός με το εξελληνισμένο του όνομα ως Στράτων Ι (375/374-361 π.Χ.). Οι Αθηναίοι μάλιστα εξέδωσαν ψήφισμα (πιθανόν το 364 π.Χ.) με το οποίο οι Σιδώνιοι έμποροι απαλλάσσονταν από την φορολογία και τιμούσαν τον Στράτωνα Ι ως «πρόξενο» (βλ. C.A.H. Vol. VI σελ. 328). Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Σιδών υπερείχε της Τύρου και στις γεωργικές προσόδους λόγω κατοχής της εύφορης πεδιάδας της Σαρών (Sharon), η οποία της είχε παραχωρηθεί ως βασιλική δωρεά από τον Πέρση αυτοκράτορα.
Όλοι οι παραπάνω λόγοι της υπεροχής της Σιδώνος έναντι της Τύρου μπορούν να θεωρηθούν δευτερεύοντες μπροστά στην βασική αιτία της δεσπόζουσας θέσης που κατείχε η Σιδών όχι μόνον έναντι της παραδοσιακής της αντιπάλου Τύρου, αλλά και έναντι όλων των υπολοίπων φοινικικών πόλεων: Η συντριπτική ναυτική της ισχύς, η οποία την έκανε έναν πολύτιμο και ελκυστικό σύμμαχο για τους Πέρσες και κυρίαρχο των θαλασσίων εμπορικών αρτηριών. Όπως μας υπενθυμίζει και ο Ηρόδοτος (Ζ΄ 44 και 96) οι Σιδώνιοι είχαν το καλύτερο ναυτικό ανάμεσα στον στόλο που συγκέντρωσε ο Ξέρξης εναντίον της Ελλάδος, ο δε Σιδώνιος ναύαρχος Τετράμνηστος αναφέρεται (Ζ΄ 98) πρώτος στην σειρά, αμέσως μετά τους Πέρσες διοικητές.
Μέχρι τα μέσα όμως του 5ου αιώνα π.Χ. η ναυτική ισχύς των Φοινίκων θα εξαφανισθεί μετά από μια σειρά από ήττες που υπέστησαν στα χέρια των Ελλήνων. Οι αήττητοι στόλοι των πόλεων της Σιδώνος, της Τύρου και της Αράδου, άλλοτε πηγή εθνικής υπερηφάνειας και κύρους αποδεκατίστηκαν όχι μόνον στην ναυμαχία της Σαλαμίνος (480 π.Χ.), αλλά και σε άλλες ναυτικές συγκρούσεις, μέχρις ότου Πέρσες και Έλληνες θα ειρηνεύσουν και μια ασταθής ισορροπία θα αποκατασταθεί στην ανατολική Μεσόγειο, που θα εγκαινιάσει μια εποχή έντονων εμπορικών και πολιτιστικών ανταλλαγών.
Τα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών έχει εισέλθει σε τροχιά συνεχούς παρακμής και η απώλεια της Αιγύπτου, που θα απαλλαγεί από την περσική κατοχή, ασφαλώς δεν ήταν το μοναδικό σύμπτωμα. Υπενθυμίζουμε ότι το 404 π.Χ. ο Αμυρταίος της Σάϊδος, επωφελούμενος από τον θάνατο του Δαρείου ΙΙ (424-404 π.Χ.), επαναστάτησε εναντίον της περσικής κυριαρχίας και αντίθετα με παρόμοιες απόπειρες που έγιναν στο παρελθόν θα καταφέρει να απελευθερώσει το Δέλτα και να ανακηρυχθεί Φαραώ. Ο Αμυρταίος (404-399 π.Χ.), θα αναγνωρισθεί και στην Άνω Αίγυπτο και μέχρι το 400 π.Χ. ολόκληρη η χώρα θα βρεθεί υπό την εξουσία του, καταλύοντας την περσική κυριαρχία (525-404 π.Χ.). Θα καταγραφεί από τον Μανέθωνα, ως ο μοναδικός Φαραώ της 28ης Δυναστείας. Το 399 π.Χ. ο Νεφερίτης, από την πλούσια πόλη Μένδη του ανατολικού Δέλτα, θα εκθρονίσει τον Αμυρταίο και θα ανακηρυχθεί Φαραώ (Νεφερίτης Ι, 399-393 π.Χ.), θεωρούμενος ιδρυτής της 29ης Δυναστείας της Αιγύπτου (393-380 π.Χ.). Με την βοήθεια Ελλήνων μισθοφόρων που αποτελούσαν πλέον την πλειοψηφία του αιγυπτιακού στρατού, καθώς και Ελλήνων στρατηγών, θα αποκρουσθούν περσικές εισβολές μεταξύ των ετών 385-383 π.Χ.
Ο Νεφερίτης ΙΙ (380 π.Χ.), θα βασιλεύσει μόνον 4 μήνες και θα ανατραπεί από τον στρατηγό Νεκτανεβώ, ο οποίος θα ανακηρυχθεί Φαραώ. Η καταγωγή του Νεκτανεβώ Ι (Nekhtnebef 380/379-361/360 π.Χ.), ήταν από την πόλη Σεβέννυτο (15 χλμ. περίπου δυτικά της Μένδης), μια άλλη σημαντική πόλη του Δέλτα. Με την βασιλεία του αρχίζει η περίοδος της 30ης Δυναστείας, της τελευταίας ιθαγενούς Δυναστείας της Αιγύπτου (380-343 π.Χ.). Το 373 π.Χ. θα σημειωθεί νέα περσική εισβολή στην διάρκεια της οποίας οι Αιγύπτιοι είχαν σημαντικές απώλειες, αλλά μια μεγάλη πλημμύρα του Δέλτα και η διαφωνία του Πέρση σατράπη Φαρνάβαζου με τον Έλληνα στρατηγό του, θα σώσουν την Αίγυπτο. Η νέα αυτή αποτυχία των Περσών να ανακαταλάβουν την Αίγυπτο είχε ευρύτερες επιπτώσεις στην παρακμάζουσα αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, την οποία θα συνταράξουν οι συνεχόμενες αποστασίες περιοχών της Μ. Ασίας, που αναφέρονται συλλογικά ως «Η Εξέγερση των Σατραπών». Οι αναστατώσεις αυτές θα διαρκέσουν περίπου 20 χρόνια συνολικά και διακρίνονται τέσσερεις φάσεις, η τρίτη από τις οποίες (μεταξύ των ετών 363-361/360 π.Χ.) ήταν και η πιο κρίσιμη για την Περσική αυτοκρατορία, δεδομένου ότι εκτός από την Μ. Ασία, θα εμπλακεί τόσο ο Σατράπης της Αρμενίας Ορόντης (που φαίνεται ότι είχε υψηλότερους στόχους από απλές εδαφικές προσαρτήσεις), όσο και οι Συρο-Παλαιστινιακές περιοχές, όπου θα εισβάλουν οι Αιγύπτιοι (βλ. ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες C.A.H. Vol. VI σελ. 84-90).
Στην διάρκεια της βασιλείας του γιου και διαδόχου του Νεκτανεβώ Ι, του Φαραώ Ταχώ (Tachos 361/360-359/358 π.X.), ο Τεώς κατά Μανέθωνα, η Αίγυπτος θα ασκήσει μια επιθετική εξωτερική πολιτική. Ο Ταχώ, που διέθετε ισχυρό στρατό και στόλο, με την βοήθεια του Έλληνα (Αθηναίου) στρατηγού Χαβρία (που ανέλαβε τον στόλο) και του βασιλιά της Σπάρτης Αγησιλάου (που ανέλαβε την διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων), θα εισβάλει στην Παλαιστίνη, αλλά στην διάρκεια της εκστρατείας, μια εξέγερση στην Αίγυπτο, προϊόν πολύπλοκων συνομωσιών, θα τον ανατρέψει και στον θρόνο θα ανέλθει ο ανιψιός του, ο Νεκτανεβώ ΙΙ (359/358-343 π.Χ.). Ο νέος Φαραώ θα αντιμετωπίσει αρχικά με επιτυχία δυο νέες περσικές εισβολές, μία γύρω στο 354 π.Χ. και μια δεύτερη το 351/350 π.Χ., αλλά στην τρίτη εισβολή θα ηγηθεί ο ίδιος ο Αρταξέρξης ΙΙΙ Ώχος (358-338 π.Χ.), ο οποίος θα συντρίψει τις αιγυπτιακές δυνάμεις το 343 π.Χ. και θα ξανακερδίσει την Αίγυπτο (342/341 π.Χ.), επαναφέροντάς την και πάλι στην Περσική Αυτοκρατορία (341-332 π.Χ.). Ο Νεκτανεβώ ΙΙ θα καταφύγει στην Νουβία και δεν γνωρίζουμε τίποτε για την τύχη του (βλ. Διόδωρος ο Σικελιώτης, ΙΣΤ΄40-52).
Στο διάστημα αυτό οι πόλεις της Φοινίκης και ιδίως η Σιδών, αγανακτισμένες από την καταπιεστική συμπεριφορά των Περσών αξιωματούχων, είχαν επιχειρήσει να αποτινάξουν την περσική κυριαρχία. Ο ηγεμόνας της Σιδώνος Στράτων Ι ο Φιλέλλην, θα έλθει σε συνεννόηση με τον Νικοκλή, τον ηγεμόνα της Σαλαμίνος της Κύπρου για από κοινού ενέργειες εναντίον των Περσών, αλλά δεν γνωρίζουμε το αποτέλεσμα δεδομένου ότι δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες για τα γεγονότα αυτής της περιόδου στις περιοχές αυτές. Μια περισσότερο οργανωμένη προσπάθεια από τον Στράτωνα Ι θα αναληφθεί με την υποστήριξη του Φαραώ Ταχώ, στην διάρκεια της αποκορύφωσης της «Εξέγερσης των Σατραπών» που προαναφέραμε, μεταξύ 362-360 π.Χ. Η προσπάθεια θα αποτύχει και ο Στράτων Ι θα δολοφονηθεί από την σύζυγό του και η Σιδών θα καταληφθεί από περσικές στρατιωτικές δυνάμεις υπό την διοίκηση του Σατράπη της Κιλικίας και Συρίας, του Μαζαίου. Η περιοχή θα προσαρτηθεί στην Σατραπεία του Μαζαίου, ως ανταμοιβή για την κατάπνιξη της εξέγερσης, επί 4 χρόνια και τα προνόμιά της θα ακυρωθούν.
Το 357/356 π.Χ. η Σιδών θα ξανακερδίσει την αυτονομία της και στον θρόνο της θα τοποθετηθεί νέος ηγεμόνας, ο Τέννης ΙΙ (Tabnit), ο οποίος επιλέχθηκε από την Αυλή των Αχαιμενιδών λόγω της φιλοπερσικής του στάσης. Κατά μία ειρωνεία της Ιστορίας, επί της βασιλείας αυτού ακριβώς του ηγεμόνα θα σημειωθεί η πλέον αποφασιστική εξέγερση της Φοινίκης εναντίον των Περσών.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη (ΙΣΤ΄ 41-45), την βασική πηγή πληροφοριών για τα γεγονότα αυτά, στην Τρίπολη της Φοινίκης (που πήρε το όνομά της από το γεγονός ότι την αποτελούσαν τρεις μικρότερες πόλεις με πολίτες της Αράδου, της Σιδώνος και της Τύρου αντίστοιχα), τον τόπο όπου συγκεντρώνονταν οι Φοίνικες και συζητούσαν θέματα υψίστης σημασίας «…τους Φοίνικας συνέδριον έχειν και βουλεύεσθαι περί των μεγίστων…» αποφασίσθηκε με πρωτοβουλία των Σιδωνίων να επαναστατήσουν κατά των Περσών. Αφού έστειλαν πρέσβεις και στον Φαραώ Νεκτανεβώ ΙΙ για να του ζητήσουν βοήθεια, άρχισαν τις πολεμικές προετοιμασίες (Χειμώνας 351/350 π.Χ.). Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν με την καταστροφή και λεηλασία του βασιλικού κήπου (παράδεισος) έξω από την Σιδώνα και το κάψιμο των ζωοτροφών που ήταν αποθηκευμένες λόγω των συνεχιζομένων πολεμικών συγκρούσεων των Περσών με την Αίγυπτο (βλ. παραπάνω). Με την βοήθεια Ελλήνων μισθοφόρων που είχε στείλει ο Φαραώ Νεκτανεβώ ΙΙ, οι Σιδώνιοι θα επιτύχουν να αποκρούσουν μια μικρή στρατιωτική δύναμη που έστειλε από τις γύρω Σατραπείες ο Αρταξέρξης ΙΙΙ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά από αυτές τις εξελίξεις μια γενικευμένη εξέγερση θα ξεσπάσει και στην Κύπρο, όπου οι ηγεμόνες των κυπριακών πόλεων εμψυχωμένοι από το παράδειγμα της Σιδώνος και τις περσικές αποτυχίες θα διακηρύξουν την ανεξαρτησία τους από την περσική αυτοκρατορία.
Η περσική απάντηση όμως στις προκλήσεις αυτές δεν άργησε να έλθει. Πρώτος στόχος του Αρταξέρξη ΙΙΙ υπήρξε η Σιδών, η οποία θα πέσει στα χέρια του χωρίς μάχη. Ο ηγεμόνας της Τέννης ΙΙ, πανικόβλητος από το τεράστιο μέγεθος των περσικών στρατευμάτων που πλησίαζαν, θα στείλει έναν έμπιστό του να παρακαλέσει τον Αρταξέρξη ΙΙΙ να τον συγχωρέσει με αντάλλαγμα την παράδοση της πόλης. Η προδοτική αυτή συμπεριφορά του Σιδώνιου ηγεμόνα θα έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα. Εξακόσιοι από τους πλέον εξέχοντες πολίτες της Σιδώνος θα παραδοθούν ανυποψίαστοι από τον Τέννη ΙΙ στον Πέρση αυτοκράτορα και θα σφαγιασθούν. Τα περσικά στρατεύματα θα επιπέσουν στην ανυπεράσπιστη πόλη και θα επακολουθήσει ένα όργιο σφαγών και λεηλασιών. Όπως υποστηρίζει ο Διόδωρος (ό.π.) πολλοί κάτοικοι της Σιδώνος προτίμησαν να αυτοπυρποληθούν μέσα στα σπίτια τους μαζί με τις οικογένειές τους παρά να πέσουν στα χέρια των Περσών, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο 40.000 κάτοικοι της Σιδώνος. Στην κατεστραμμένη από την πυρκαγιά πόλη θα βρεθούν τεράστιες ποσότητες χρυσού και αργύρου λιωμένες από την φωτιά, σημάδι της μεγάλης ευημερίας των κατοίκων της: «…δια γαρ την ευδαιμονίαν των ενωκηκότων ευρέθη πολύς άργυρός τε και χρυσός υπό του πυρός κεχωνευμένος…». Όπως γλαφυρά περιγράφει ο Διόδωρος, ο Αρταξέρξης ΙΙΙ θεωρώντας ότι ο Τέννης ΙΙ δεν του ήταν πλέον χρήσιμος διέταξε να τον εκτελέσουν: «…ο δε βασιλεύς υπολαβών τον Τέννην μηκέτι χρήσιμον υπάρχειν ανείλεν…».
Η καταστροφή της Σιδώνος ενέσπειρε τον πανικό στις υπόλοιπες φοινικικές πόλεις οι οποίες θα σπεύσουν να δηλώσουν υποταγή στους Πέρσες. Έτσι, το 354/353 π.Χ. ολόκληρη η Φοινίκη, καθώς και η Κύπρος θα επανέλθουν κάτω από την εξουσία του Πέρση αυτοκράτορα. Η Σιδών θα επανέλθει στην δικαιοδοσία και πάλι του Σατράπη της Κιλικίας Μαζαίου. Η Σιδών όμως ήταν αρκετά πολύτιμη στην αυτοκρατορία για να παραμείνει ένας σωρός ερειπίων και σύντομα θα ανοικοδομηθεί. Μετά από πέντε χρόνια ένας νέος ηγεμόνας θα τοποθετηθεί στον θρόνο της, ο Στράτων ΙΙ (Abdashtart II). Οι τραυματικές εμπειρίες όμως όσων είχαν επιζήσει δεν ήταν εύκολο να επουλωθούν. Όταν μετά από είκοσι χρόνια περίπου (το 333 π.Χ.) ο Μέγας Αλέξανδρος με τα στρατεύματά του έφθασε στην Σιδώνα, προελαύνοντας κατά μήκος των φοινικικών ακτών και μετά την παράδοση της Αράδου και της Βύβλου, οι κάτοικοι της πόλης τον υποδέχθηκαν με «ανοικτές αγκαλιές» και επευφημίες ως σωτήρα και απελευθερωτή.
Η τύχη όμως της υπερήφανης Τύρου και των κατοίκων της, που ήσαν πεπεισμένοι για το απόρθητο της νησιωτικής πόλης τους ήταν μια άλλη ιστορία. Αποφασισμένοι να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους, εμπόδισαν με αλαζονεία «…προπετέστερον διεκώλυσαν αυτόν…» τον Μακεδόνα στρατηλάτη όταν θέλησε να μπει στην πόλη τους και να προσφέρει θυσία στον Ηρακλή της Τύρου (Μελκάρτ), όπως αναφέρει ο Διόδωρος (ΙΖ΄ 40). Μετά από σκληρή πολιορκία επτά μηνών, στα μέσα Ιουλίου του 332 π.Χ. και αφού είχε επιχωματώσει το στενό που χώριζε την Τύρο από την απέναντι στεριά, ο Αλέξανδρος θα εισέλθει θριαμβευτής στην πόλη, τους εναπομείνατες κατοίκους της οποίας θα τιμωρήσει σκληρά. Η Τύρος σύντομα θα ανακάμψει κάτω από την ελληνική κυριαρχία και με των πάροδο του χρόνου θα εξελληνισθεί πλήρως, ενώ οι κάτοικοί της θα αλλάξουν τα ανατολίτικα ήθη και έθιμά τους με ελληνικά. Η κατάκτηση της περιοχής από τον Μέγα Αλέξανδρο σημείωσε την αρχή του τέλους της Τύρου και της Φοινίκης ως πολιτικών οντοτήτων της Μέσης Ανατολής (Phoenicians ό.π. σελ. 61).
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφέρουμε ορισμένα στοιχεία για την γλώσσα των Φοινίκων. Η φοινικική γλώσσα κατατάσσεται στον Βορειοδυτικό κλάδο της οικογένειας των Σημιτικών γλωσσών ή Βόρεια Κεντρική Ομάδα. Κατά την αρχική φάση εξέλιξης, το λεγόμενο Αρχαίο Στάδιο, η εν λόγω Ομάδα περιελάμβανε τις γλώσσες Αρχαία Αμορριτική, την νότια Χαναανιτική (Φοινικική) και την βόρεια Χαναανιτική (Ουγκαριτική). Η επόμενη φάση εξελίξεως αυτών των γλωσσών ήταν το λεγόμενο Μέσο Στάδιο, όπου θα προκύψουν η Παλαιά Αραμαϊκή, η Μέση Φοινικική (από την οποία θα προέλθει η Καρχηδονιακή της Δυτικής Μεσογείου), η Εβραϊκή και η ομάδα γλωσσών της Υπεριορδανίας (Αμμωνιτική, Εδωμιτική και Μωαβιτική).
Οι περισσότερες από αυτές τις γλώσσες θα εξαφανισθούν μέχρι τον 1ο αιώνα μ.Χ. και η Αραμαϊκή γλώσσα θα γνωρίσει ευρύτατη διάδοση. Τα παλαιότερα γραπτά μνημεία της Αραμαϊκής (που επηρέασε σημαντικά την Ασσυριακή και της οποίας η απλούστερη αλφαβητική γραφή είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται παράλληλα με την Σουμερο-Ακκαδική σφηνοειδή γραφή των Ασσυρίων από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ.), χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα π.Χ. και μέσα σε διάστημα τεσσάρων αιώνων θα γίνει η κοινή γλώσσα των καθημερινών συναλλαγών σε ολόκληρη την ΝΔ Ασία (Νέα Αραμαϊκή). Στην διάρκεια της Περσικής κυριαρχίας (539-332 π.Χ.), η επονομαζόμενη «αυτοκρατορική Αραμαϊκή», θα γίνει η επίσημη διπλωματική γλώσσα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών και θα χρησιμοποιείται από τις Ινδίες μέχρι την Αίγυπτο. Παρ’ όλο που η Ελληνική γλώσσα, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και των Διαδόχων, αντικατέστησε σε αυτές τις περιοχές την Αραμαϊκή, οι αραμαϊκές διάλεκτοι θα επιζήσουν στην διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, όπως η Παλμυραϊκή, η Ναβαταϊκή, η Σαμαριτική (η γλώσσα του Ιησού Χριστού), η Συριακή (Εδεσσαϊκή, με υποδιαλέκτους) κ.λ.π.
Η Νέα Αραμαϊκή εξακολουθεί να ομιλείται ακόμη και σήμερα στην Συρία (Μαλούλα), στο Ιράκ (με την ονομασία «Ασσυριακή»), στο Ιράν (περιοχή λίμνης Ουρμία) και στην νοτιο-ανατολική Τουρκία.
Για περισσότερες πληροφορίες για τις προαναφερθείσες γλώσσες βλ. Roger D. Woodard (ed.): The ancient languages of Syria-Palestine and Arabia, C.U.P. 2008.
ΔΕΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish