Στην Βρεταννία αυτήν την περίοδο οι Πίκτοι εμφανίζονται για πρώτη φορά στις ιστορικές πηγές (το 297 μ.Χ.), από τις οποίες εκτοπίζουν τους Καληδονίους, οι οποίοι δεν αναφέρονται πλέον, εκτός από μια αναφορά του ιστορικού του 4ου αιώνα μ.Χ. Αμμιανού Μαρκελλίνου* (Res gestae, 27. 8. 5). Ο Αμμιανός μνημονεύοντας τους Πίκτους, διευκρινίζει ότι αποτελούνται από δύο φύλα, τους Δικαλυδόνες (Dicalydones) που μάλλον είχαν κάποια σχέση με τους Καληδονίους και τους Βερτουριόνες (Verturiones). Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν (βλ. Christopher A. Snyder ό. π. σελ. 68) ότι οι Καληδόνιοι απορροφήθηκαν στην νέα μεγάλη συνομοσπονδία φύλων της βόρειας Σκωτίας, την οποία αποτελούσαν οι Πίκτοι και ότι σύμφωνα με κάποιες ενδείξεις υπήρχαν δύο τέτοιες συνομοσπονδίες που οι Λατίνοι συγγραφείς περιέγραφαν ως Πίκτους. Γεγονός πάντως παραμένει ότι στο εξής, ως κύριοι αντίπαλοι των Ρωμαίων στον Βορρά αναφέρονται πλέον οι Πίκτοι. «Το έθνος των Πίκτων είχε πλέον εμφανισθεί», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται (βλ. W.A. Cummins: The Age of the Picts, 1995 σελ. 30), με την συνένωση των διαφόρων φύλων πέρα από το Τείχος του Αντωνίνου. Με ποιόν τρόπο επιτεύχθηκε αυτή η συνένωση και η δημιουργία του Βασιλείου των Πίκτων (Pictish Kingdom) είναι κάτι που αγνοούμε πλήρως και πιθανότατα δεν θα μάθουμε ποτέ.
__________________________________
(*) Περίφημος ιστορικός από την Αντιόχεια της Συρίας καταγόμενος από επιφανή ελληνική οικογένεια. Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. περίπου και πέθανε γύρω στο 400 μ.Χ. Υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό και υπήρξε φίλος του αυτοκράτορα Ιουλιανού, μετά τον θάνατο του οποίου ιδιώτευσε στην Αντιόχεια. Το 378 εγκαταστάθηκε στην Ρώμη, όπου σύντομα έγινε δεκτός στους λογοτεχνικούς κύκλους της. Έγραψε στην Λατινική γλώσσα και το ιστορικό του έργο Res gestae «Πεπραγμένα» σε 31 βιβλία περιλαμβάνει τα γεγονότα από τον θάνατο του αυτοκράτορα Νέρβα (96 μ.Χ.) μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα Ουάλη (Valens) στην μάχη της Αδριανουπόλεως (378 μ.Χ.). Σώζονται σήμερα μόνον τα βιβλία 14-31. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρεκβάσεις του με τις περιγραφές ξένων «βαρβάρων» λαών (Ούννων, Αλανών, Γότθων, Θρακών, Γαλατών, Περσών κ.λπ.), οι οποίες περιέχουν πολύτιμες ιστορικές και εθνολογικές πληροφορίες.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η ονομασία Πίκτοι (Picti), προήλθε, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή (βλ. T. G. Powell: The Celts, 1980 σελ. 202), από την αντίστοιχη λατινική λέξη που σήμαινε «βαμμένος», «ζωγραφισμένος» και αρχικά είχε χρησιμοποιηθεί από τους Ρωμαίους ως περιγραφικός και μάλλον υποτιμητικός όρος για κάποια βαρβαρικά φύλα που είχαν το έθιμο να ζωγραφίζουν ή να στίζουν (δερματοστιξία = τατουάζ) το σώμα τους (βλ. Εικόνα παρακάτω).
Αναπαράσταση γυναίκας Πίκτων με χαρακτηριστικές στίξεις του σώματος (τατουάζ)
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος είχε έλθει σε επαφή μόνον με φύλα της νότιας Βρεταννίας, ήταν ο πρώτος που μνημονεύει την πρακτική που εφάρμοζαν αυτά τα φύλα να βάφουν μπλε τα σώματά τους. Αυτό το έθιμο βαθμιαία άρχισε να εγκαταλείπεται από τον Νότο προς τον Βορρά στην διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής και προφανώς διατηρήθηκε στα ανυπότακτα φύλα πάνω από το Τείχος του Αντωνίνου μέχρι τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. κάτι που σχετίζεται άμεσα με την ονομασία Πίκτοι (βλ. T. G. Powell ό.π.). Η ονομασία Πίκτοι λοιπόν, που όπως υποστηρίζεται (βλ. Christopher A. Snyder ό. π. σελ. 68) ήταν τελείως απίθανο να αποτελούσε ονομασία φύλου, αποτελούσε έναν περιγραφικό όρο για έναν ακόμα εχθρικό συνασπισμό φύλων του Βορρά.
Οι κάτοικοι της νότιας Βρεταννίας αποκαλούσαν τα βαρβαρικά φύλα του Βορρά με τον όρο Pretani/Preteni (T. G. Powell ό.π.) ή Pritani/Priteni (Christopher A. Snyder ό.π.), απ’ όπου προήλθαν τόσο η Λατινική ονομασία Britanni για τους κατοίκους της Βρεταννίας, όσο και η Ουαλλική λέξη Prydein (=Βρεταννία), καθώς και η αντίστοιχη Ιρλανδική (=κελτική γλώσσα του Κ-τύπου, βλ. παρακάτω) λέξη Cruithni (Κρουΐθνοι), ονομασία με την οποία κάποιες ιρλανδικές πηγές αναφέρονται στους Πίκτους. Εικάζεται ότι η ονομασία Cruithni σήμαινε «ο λαός των σχημάτων ή των σχεδίων», άλλος ένας συσχετισμός με το έθιμο της στίξης (βλ. Lloyd & Jenny Laing: The Picts and the Scots –“Sutton Publishing” 20042 σελ. vi).
Οι μεταναστεύσεις των ιρλανδικών φύλων στην Βρεταννία άρχισαν να σημειώνονται ήδη από τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. αρχικά στην σημερινή ΝΔ Ουαλλία (Wales), όπου ένα ιρλανδικό φύλο γνωστό ως οι Ντέσοι (Dési) μετανάστευσαν στην περιοχή που κατείχαν οι Δεμέτες (Demetae), ένα αρχαίο βρεταννικό φύλο, εχθρικό προς τους Σίλουρους που έχουμε προαναφέρει, άρα φιλικό προς τους Ρωμαίους. Ποιες ήσαν οι σχέσεις των Dési με τους Δεμέτες είναι άγνωστο, αλλά γνωρίζουμε ότι αργότερα αυτό το ιρλανδικό φύλο ίδρυσε μια Δυναστεία που κυβέρνησε την περιοχή περίπου 5 αιώνες, επομένως δεν ήσαν απλοί επιδρομείς. Πάντως έτσι προέκυψε η ονομασία Ντάβεντ-Dyfed (=η ΝΔ Ουαλλία), που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα.
Χάρτης 4
Μετακινήσεις κελτικών φύλων στην Βρεταννία και Ιρλανδία
Στην Βόρειο Ουαλλία αντίθετα, ένα ισχυρό και φιλοπόλεμο φύλο από την Μέση Ιρλανδία γνωστό ως οι Φένοι (Féni), θα αρχίσει επιδρομές και λεηλασίες με αποτέλεσμα η προσπάθειά του να εγκατασταθεί στην περιοχή να αποτύχει. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι μια δυναστεία των Féni είχε επιβληθεί και στο φύλο των Dési που προαναφέραμε και αυτή υπήρξε εξ άλλου η βασική αιτία της αρχικής μετανάστευσής τους από την κεντρική στην ΝΑ Ιρλανδία και στην συνέχεια στην μετανάστευση ενός τμήματός τους στην απέναντι περιοχή της Ουαλλίας. Η εκδίωξη των Féni από την Β. Ουαλλία (την περιοχή παλαιότερα του κελτικού φύλου των Ορδοβίκων που έχουμε αναφέρει παραπάνω) θα επιτευχθεί με την βοήθεια ενός βρεταννικού φύλου, εγκατεστημένου στην περιοχή των ανατολικών ακτών της βόρειας Βρεταννίας, μεταξύ του Τείχους του Αδριανού και του τείχους του Αντωνίνου (βλ. Χάρτη 4). Το φύλο αυτό ήσαν οι Βοταδίνοι (Votadini, στα Ουαλλικά Gododdin και η χώρα τους Manau Guotodin), ένα μέρος των οποίων με επικεφαλής τον ηγεμόνα τους Cunedda (= Kenneth στα Αγγλικά, περίπου 390-445 μ.X.) θα μεταφερθεί από τους Ρωμαίους στην περιοχή της Β. Ουαλλίας. Πιθανότερη χρονική περίοδος αυτής της μετεγκατάστασης θεωρείται το διάστημα της μετάβασης από τον 4ο στον 5ο αιώνα (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο T. G. Powell: The Celts, σελ. 197-199). H ονομασία πάντως της περιοχής στην Ουαλλική γλώσσα (Γκουΐνεδ-Gwynedd), προήλθε από την παραφθορά της παλαιότερης ονομασίας Venedotia, η χώρα των Venedotii, ενός μικρού κελτικού φύλου που ζούσε επίσης εκεί ή σύμφωνα με μια άλλη πιθανότερη εκδοχή από τον προαναφερθέντα Cunedda (Cunedda Wledig = Κυνέδα ο αυτοκράτωρ).
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι σύμφωνα με τους ερευνητές, τα φύλα των Καληδονίων στους οποίους αναφερθήκαμε συχνά, φαίνεται ότι είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν στην Πικταβία (Pictavia=η χώρα των Πίκτων) γύρω στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. προερχόμενα από τις δυτικές παραλιακές περιοχές της κεντρικής Βρεταννίας. Στην ταραγμένη περίοδο μεταξύ του 1ου αιώνα π.Χ. και 1ου αιώνα μ.Χ. η μετανάστευση θα ενταθεί και οι Καληδόνιοι θα εγκατασταθούν στις καλύτερες περιοχές της Πικταβίας. Εκεί θα συγχωνευθούν με τους αυτόχθονες, οι οποίοι μιλούσαν μια γλώσσα που είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι δεν ανήκε στην οικογένεια των Αριοευρωπαϊκών γλωσσών. (*) Στην συνέχεια και λίγο αργότερα, βρεταννικά φύλα που μιλούσαν κελτικές διαλέκτους του Π-τύπου, θα μετακινηθούν από την περιοχή του Αδριάνειου Τείχους στην Πικταβία και θα εγκατασταθούν στις λιγότερο γόνιμες περιοχές από αυτές των Καληδονίων. Τέλος, στα νησιά και τις παραλιακές περιοχές της βόρειας και ΒΔ Πικταβίας θα εγκατασταθούν κάποιοι θαλασσοπόροι μετανάστες προερχόμενοι από την ηπειρωτική Ευρώπη, οι οποίοι μιλούσαν κελτικές διαλέκτους επίσης Π-τύπου, αλλά διαφορετικές από τις βρεταννικές διαλέκτους (βλ. T. G. Powell, ό.π. σελ. 201).
Όπως ήδη έχει αναφερθεί, στην περιοχή βορείως του Τείχους του Αντωνίνου και από τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. εμφανίζεται το βασίλειο των Πίκτων.
________________________________
(*) Σύμφωνα με ορισμένες αρχαιολογικές ενδείξεις η περιοχή προέλευσης αυτών των αυτοχθόνων ήταν το βόρειο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου και οι αρχαιότερες εγκαταστάσεις τους στην Πικταβία (όπου έφθασαν δια μέσου της Β. Γαλλίας) χρονολογούνται στην διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής, η οποία θα φθάσει στην περιοχή γύρω στο 4.000 π.Χ., 4.500 περίπου χρόνια αργότερα από την έναρξή της στο «Γόνιμο ημισέληνο» (βλ. Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη: Η Καταγωγή των Αριοευρωπαίων Τομ. Α΄ τεύχος 1 – Κεφ. 3 β – Η Νεολιθική Εποχή).
Την ίδια εποχή στις δυτικές παραλιακές περιοχές της Πικταβίας εγκαθίστανται Ιρλανδοί άποικοι με επικεφαλής τον Φέργκους μακ Ερκ (Fergus mac Erc) και τους αδελφούς του, οι οποίοι επεκτείνουν το ιρλανδικό βασίλειο των Νταλ Ριάντα (Dál Riada/Dal Riata - ΒΑ Ιρλανδία, η σημερ. Επαρχία Ώλστερ-Ulster) στις απέναντι βρεταννικές ακτές. Η περιοχή θα γίνει γνωστή αργότερα ως Αρτζάϊλλ (Argyll = από μια αρχαϊκή μορφή Arregaichel, που σήμαινε «the district of the Gaels = η περιοχή των Ιρλανδών»). Οι άποικοι αυτοί έφεραν την ονομασία Σκώτ(τ)οι (Scoti/Scotti), η οποία ετυμολογείται από ένα ιρλανδικό ρήμα που σημαίνει «λεηλατώ» ή «κάνω επιδρομή», άρα ήταν μια περιγραφική ονομασία όπως και στην περίπτωση των Πίκτων και όχι κάποιο φυλετικό όνομα (βλ. T. G. Powell, ό.π. σελ. 203). Με αυτόν τον τρόπο, μεταξύ 4ου – 5ου αιώνα μ.Χ. έφθασε η Γαελική Σκωτική γλώσσα (βλ. παρακάτω) στην Βρεταννία και προοδευτικά θα εξαπλωθεί στο βόρειο τμήμα της νήσου. Οι Σκώτοι θα γίνουν γνωστοί στον υπόλοιπο κόσμο από τις καταστρεπτικές επιδρομές τους σε συνεργασία με τους Πίκτους και άλλα βαρβαρικά φύλα εναντίον των περιοχών της υπό ρωμαϊκό έλεγχο Βρεταννίας. Γνωστή μας είναι μια επιδρομή του 364 μ.Χ. λόγω των μεγάλων καταστροφών που συνέβησαν τότε και που αποτελεί την πρώτη ιστορική καταγραφή και αναφορά στους Σκώτους (βλ. Αμμιανός Μαρκελλίνος, 26. 4. 5). Τα δύσβατα βουνά, που διασχίζουν από Νότο προς Βορρά την Πικταβία, γνωστά ως «η ραχοκοκκαλιά της Βρεταννίας» (The Spine of Britain), αποτελούσαν εκείνη την εποχή το φυσικό σύνορο μεταξύ των βασιλείων των Σκώτων και των Πίκτων (βλ. Χάρτη 1).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το βόρειο τμήμα της Βρεταννίας αποκαλείται συχνά αυτήν την περίοδο Ώλμπαν (Alban), μια ονομασία που κάλυπτε αρχικά ολόκληρη την Βρεταννία και στην συνέχεια περιορίσθηκε μόνον στον Βορρά και θα καταλήξει να αποτελεί μια άλλη ονομασία της Σκωτίας. Η ονομασία προήλθε από την λέξη Αλβιών (Albion), που μαζί με το όνομα Ιέρνη (Ierne) αναφέρονταν ως ονομασίες αντίστοιχα της Βρεταννίας και της Ιρλανδίας σε ένα παλαιότατο αρχαιοελληνικό ταξιδιωτικό κείμενο άγνωστου συγγραφέα του 6ου αιώνα π.Χ. που χάθηκε και είναι γνωστό ως «Μασσαλιωτικός περίπλους». Αποσπάσματα όμως αυτού του κειμένου διασώθηκαν στις αναφορές που περιλαμβάνονται στο έργο του Λατίνου ποιητή του 4ου μ.Χ. αιώνα Ρούφου Φήστου Αβιηνού (Rufus Festus Avienus) με τον τίτλο «Ora Maritima» (=παραθαλάσσιοι τόποι). Υποστηρίζεται ότι τα ονόματα Ιέρνη και Αλβιών ήσαν οι ελληνικές προφορές αντίστοιχων αρχαίων ιρλανδικών λέξεων (βλ. T. G. Powell ό.π. σελ. 22, αλλά και Christopher A. Snyder ό.π. σελ. 12). Αργότερα, λόγω σύγχυσης, θεωρήθηκε ότι η ονομασία Albion προήλθε από την Λατιν. λέξη albus = λευκός. Για πολλούς πάντως εκκλησιαστικούς συγγραφείς της 1ης χιλιετίας μ.Χ. η ονομασία Σκωτία ήταν ισοδύναμη με την ονομασία Ιρλανδία, την οποία θεωρούσαν ως την πραγματική χώρα των Σκώτων. Αργότερα, οι ονομασίες Σκώτοι και Σκωτία εξαφανίσθηκαν εντελώς από την Ιρλανδία.
Οι επιδρομές πάντως των Πίκτων, των Σκώτων και των Attacotti των ετών 367-368, γνωστές στις πηγές ως «η βαρβαρική συνομωσία», θα φέρουν σε απόγνωση τους Βρεταννούς υπηκόους της Ρώμης με αποτέλεσμα το 368 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας στην Δύση, ο Ουαλεντινιανός Ι (Valentinian, 364-375), να υποχρεωθεί να στείλει επειγόντως ενισχύσεις στην Βρεταννία υπό τις διαταγές του Ισπανικής καταγωγής στρατηγού Θεοδοσίου (Theodosius), πατέρα του μετέπειτα ομώνυμου αυτοκράτορα. Ο στρατηγός Θεοδόσιος θα επαναφέρει την τάξη στο νησί, θα συντρίψει μια στάση κάποιων συνοριακών φρουρών και θα αναγείρει μια σειρά από φρούρια για να αντιμετωπίσει τις θαλάσσιες επιδρομές των Πίκτων (Christopher A. Snyder ό.π. σελ. 61).
Στις αρχές της δεκαετίας του 380 ο γιος του, ο αυτοκράτωρ Θεοδόσιος Α΄ (378-395) θα στείλει στην Βρεταννία έναν από τους υπαρχηγούς του πατέρα του, συμπατριώτη και δικό του συμπολεμιστή, τον Ισπανό Μάγνο Μάξιμο (Magnus Clemens Maximus) με αποστολή να αναδιοργανώσει τις αμυντικές θέσεις και να προστατεύσει τους κατοίκους από τις συνεχιζόμενες επιδρομές των Πίκτων και των Σκώτων. Το 382 τα ρωμαϊκά στρατεύματα θα επιτύχουν μια μεγάλη νίκη στον Βορρά εναντίον των επιδρομέων, στον πρώτο από τους λεγόμενους «Πολέμους των Πίκτων» (The Pictish Wars), σύμφωνα με το «Χρονικό» που κατέγραψε αργότερα ο μοναχός Γκίλντας (Gildas) γύρω στο 540 (βλ. Lloyd & Jenny Laing: The Picts and the Scots ό.π. σελ. 11-12). Μετά από αυτήν την επιτυχία του πάντως o Μάγνος Μάξιμος (Macsen, στις βρεταννικές παραδόσεις) θα ανακηρυχθεί τον επόμενο χρόνο (383) Αύγουστος (=αυτοκράτορας) στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Ο στασιαστής, με ένα μέρος των στρατευμάτων του θα διαπεραιωθεί στην Γαλατία, όπου θα νικήσει τον νεαρό αυτοκράτορα Γρατιανό (Gratianus, 375-383), του οποίου το Μαυριτανικό ιππικό θα λιποτακτήσει την κρίσιμη στιγμή, σε μια αποφασιστική μάχη λίγο έξω από το σημερινό Παρίσι. Ο Γρατιανός (γιος του Ουαλεντινιανού Ι από τον πρώτο του γάμο), θα συλληφθεί αιχμάλωτος και παρά τις διαβεβαιώσεις για την ζωή του, θα δολοφονηθεί τελικώς στην διάρκεια ενός συμποσίου (25 Αυγούστου 383).
Ο Θεοδόσιος Ι, έχοντας να αντιμετωπίσει την σοβαρή απειλή του Σασσανίδη αυτοκράτορα της Περσίας Σαπώρ ΙΙΙ (Shapur, 383-388), θα αναγκασθεί απρόθυμα να αναγνωρίσει τον στασιαστή ως συναυτοκράτορα στο δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με έδρα την πόλη των Τρεβήρων (Λατιν. Augusta Treverorum, Γαλλ. Trèves, Γερμ. Trier, κοντά στα σημερινά σύνορα της Γερμανίας με το Λουξεμβούργο). Ο άλλος συναυτοκράτορας του Γρατιανού στην Δύση, ο Ουαλεντινιανός ΙΙ (364-375, γιος του Ουαλεντινιανού Ι από τον δεύτερο γάμο του με την Σικελή Ιουστίνα), ηλικίας μόλις 12 ετών θα μεταφέρει την πρωτεύουσά του στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) και μέσω της μητέρας του θα απαιτήσει να ασκήσει τα δικαιώματά του.
Ο Μάγνος Μάξιμος, που είχε βαπτισθεί χριστιανός και ανήκε στο επίσημο δόγμα της Νίκαιας, με την δικαιολογία ότι η Ιουστίνα ήταν φανατική Αρειανή και επηρέαζε τον γιο της, θα διασχίσει τις Άλπεις το 387 και θα εισβάλει στην Β. Ιταλία διακηρύσσοντας ότι στόχος του είναι να απαλλάξει την αυτοκρατορία από το στίγμα της αίρεσης. Ο Ουαλεντιανός ΙΙ και η Ιουστίνα θα διαφύγουν για να σωθούν και θα καταλήξουν τελικώς στην Θεσσαλονίκη, όπου ο Θεοδόσιος Α΄ θα καταφέρει να τους συναντήσει. Εκεί, ο Θεοδόσιος θα νυμφευθεί σε δεύτερο γάμο την κόρη της Ιουστίνας και αδελφή του Ουαλεντινιανού ΙΙ, την Γκάλλα (Galla) και τον επόμενο χρόνο (388) θα εκστρατεύσει εναντίον του Μ. Μάξιμου, τον οποίο θα νικήσει και θα συλλάβει αιχμάλωτο μετά από καταδίωξη κοντά στην Ακουϊληία (Aquileia, περίπου 50 χλμ. δυτικά από την σημερινή Τεργέστη, αλλά ακριβώς απέναντι στην άλλη πλευρά του κόλπου της Τεργέστης). Όταν η φρουρά του Θεοδοσίου Ι τον έφερε μπροστά του, ο Μ. Μάξιμος θα κάνει έκκληση στην μεγαλοψυχία του παλιού συμπολεμιστή του, αλλά οι φρουροί θα τον απομακρύνουν και θα τον εκτελέσουν, φοβούμενοι ότι ο Θεοδόσιος Α΄ θα του δώσει χάρη.
Η εξιστόρηση αυτών των λεπτομερειών αποσκοπεί να δώσει μια εικόνα της κατάστασης που επικρατούσε στην αυτοκρατορία, ιδιαίτερα στο δυτικό τμήμα της, αλλά και του ρόλου που διεδραμάτιζαν οι αιρέσεις και η ανάμειξη της Εκκλησίας στα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα της εποχής. Είναι επομένως σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο πρώτος επίσκοπος στην Ιρλανδία ορίστηκε από τον Πάπα της Ρώμης το 431, αλλά η ευρεία διάδοση του χριστιανισμού μετά το 434 υπήρξε έργο του Αγίου Πατρικίου, του «εθνικού Αγίου» των Ιρλανδών, ενώ το 486 σημειώνεται η πρώτη προσπάθεια εκχριστιανισμού των Πίκτων (βλ. λεπτομέρειες στο Christopher A. Snyder ό.π. σελ. 105-137). Στο νότιο τμήμα της Βρεταννίας οι παλαιότερες πληροφορίες για την δράση χριστιανών ιεραποστόλων στην ανάγονται στον 3ο αιώνα, ενώ στα τέλη του 4ου αιώνα σοβαρά προβλήματα θα δημιουργηθούν από την αίρεση του βρεταννικής καταγωγής μοναχού Πελάγιου (Πελαγιανισμός).
Ο 5ος αιώνας μ.Χ. αποτελεί μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο όχι μόνον για τους Πίκτους, αλλά και για ολόκληρη την μετέπειτα ιστορία της Βρεταννίας, όπως θα αναφέρουμε στην συνέχεια. Η αλυσσίδα των γεγονότων θα ξεκινήσει από την Ιταλία όπου η εισβολή των Βησιγότθων του Αλάριχου το καλοκαίρι του 401 θα προκαλέσει την άμεση ανάγκη συγκέντρωσης στρατιωτικών δυνάμεων για την αντιμετώπισή τους. Έτσι, μετά από διαταγή του Διοικητή του Στρατού (=magister militum, αρχιστράτηγος) της Δυτικής αυτοκρατορίας Στιλίχωνα*(Stilicho), το μεγαλύτερο μέρος των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων της Βρεταννίας θα αναχωρήσει για την Ιταλία.
Είναι η εποχή της έναρξης των Σαξωνικών μεταναστεύσεων στην Βρεταννία που θα αλλάξουν ριζικά ολόκληρη την χώρα και την ιστορική της πορεία, παρά την σημαντική νίκη που πέτυχαν οι Βρεταννοί εναντίον τους (πιθανόν το 490) στην περίφημη μάχη του λόφου του Μπάντον (Badon Hill, Λατιν. mons Badonicus), κάτω από τις διαταγές του φωτισμένου ηγέτη τους Αμβρόσιου Αυρηλιανού (Ambrosius Aurelianus), «του τελευταίου των Ρωμαίων», η οποία αποδόθηκε αργότερα στον θρυλικό βασιλιά Αρθούρο των παραδόσεων. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες απόψεις υποστηρίζεται ότι στην διάρκεια του ενός αιώνα περίπου των Σαξωνικών εισβολών (410-550) ο συνολικός αριθμός αυτών που εγκαταστάθηκαν στην Βρεταννία ήταν μεταξύ 10.000 και 20.000 ατόμων, αρχικά μόνο πολεμιστές, αλλά στα μέσα του 5ου αιώνα θα σημειωθεί σημαντική είσοδος γυναικοπαίδων από τις περιοχές καταγωγής τους στην ηπειρωτική Ευρώπη (βλ. Christopher A. Snyder ό.π. σελ. 84-89). Όμως τα διάφορα βαρβαρικά φύλα πέρα από τον Ρήνο είχαν αντιληφθεί την αδυναμία της γοργά παρακμάζουσας Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και βρίσκονταν σε αναβρασμό, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία να εισβάλουν στις πλούσιες επαρχίες της Γαλατίας. Έτσι, οι Αλανοί της Δύσης, έχοντας συμμαχήσει με τα Γερμανικά φύλα των Σουήβων και Βανδάλων (που διακρίνονταν σε δύο κλάδους, τους Silings και τους Hasdings), καθώς και με άλλα μη αναφερόμενα μικρότερα Γερμανικά φύλα, στις 31 Δεκεμβρίου 406 θα περάσουν τα ρωμαϊκά σύνορα, διασχίζοντας τον παγωμένο και ευκολοδιάβατο πλέον ποταμό Ρήνο και θα επιπέσουν στην Γαλατία την οποία θα λεηλατήσουν φρικτά επί τρία χρόνια (407-409). Στην Βρεταννία αυτές οι ειδήσεις θα τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό και τις Αρχές, οι οποίες αντιμετωπίζοντας την πιθανότητα μιας εισβολής των βαρβάρων στο νησί, θα αποφασίσουν να ανακηρύξουν δικό τους αυτοκράτορα, που θα αναλάβει την υπεράσπιση της χώρας.
_________________________________________
(*) Ο Στιλίχων (ή Στηλίχων), γιος ενός Βανδάλου φυλάρχου, υπήρξε ένας από τους τελευταίους μεγάλους στρατηγούς της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Είχε την απόλυτη εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄, ο οποίος του έδωσε ως σύζυγο την ανεψιά του Σερένα και τον όρισε επίτροπο των ανήλικων παιδιών του, Αρκάδιου και Ονώριου. Μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου Α΄ (395), η αυτοκρατορία θα διασπασθεί επίσημα πλέον σε δύο τμήματα. Ο Στιλίχων θα αναλάβει τον δεκαετή τότε Ονώριο, ο οποίος είχε ορισθεί αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με έδρα το Μεδιόλανο (Μιλάνο) και αργότερα την Ραβέννα. Ο Στιλίχων θα αποκεφαλισθεί μετά από διαταγή του πνευματικά ανεπαρκούς και ανίκανου Ονώριου το 408.
Μετά από δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες θα εκλεγεί ένας στρατιωτικός ονόματι Κωνσταντίνος, κυρίως λόγω του ονόματός του. Ο σφετεριστής θα στηρίξει μεγάλο μέρος της σταδιοδρομίας του στην εκμετάλλευση του ονόματός του και θα ανακηρυχθεί αυτοκράτωρ της Δύσης (407) ως Κωνσταντίνος ΙΙΙ, αλλάζοντας και τα ονόματα των γιων του σε Κώνστας και Ιουλιανός, ώστε να υπάρχει άμεση σύγκριση με τον Μ. Κωνσταντίνο. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μ. Μάξιμου, θα οργανώσει ένα αξιόλογο στράτευμα και θα αποβιβασθεί στην Γαλατία. Θα χρειασθούν τέσσερα περίπου χρόνια σκληρών συγκρούσεων για να καταφέρουν τελικώς τα στρατεύματα του αυτοκράτορα Ονώριου να εξοντώσουν τον Κωνσταντίνο ΙΙΙ και τους γιους του. Ο Ονώριος το 410 απέσυρε και τα τελευταία ρωμαϊκά στρατεύματα από την Βρεταννία, όπου παρέμειναν μόνον κάποιες ελάχιστες βοηθητικές μονάδες. Έτσι, το έτος αυτό, θεωρείται ότι αποτελεί ορόσημο της οριστικής λήξης της Ρωμαϊκής κατοχής στην Βρεταννία (βλ. Christopher A. Snyder ό.π. σελ. 81).
(Συνεχίζεται)
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish