Σάββατο 29 Μαΐου 2010

Πάρθοι (Parthians) - 3

Αριστερά: Πάρθος κατάφρακτος ιππέας από την ανατολική Παρθία
Μέσον: Έφιππος τοξότης
Δεξιά: Πάρθος κατάφρακτος πεζός από την Χάτρα

Ο επόμενος βασιλιάς των Πάρθων, ο Μιθριδάτης ΙΙ ο Μέγας (124/123-88/87 π.Χ.), θα επεκτείνει τα όρια του Βασιλείου σε μεγάλες εκτάσεις, τόσο στα Δυτικά (Βαβυλωνία, Βασίλειο Χαρακηνής, στις εκβολές των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη), όσο και στα Ανατολικά, όπου θα αποσπάσει από τους Σάκες την Δυτική Βακτρία. Επί της Βασιλείας του, η Παρθική Αυτοκρατορία θα φθάσει στο ύψιστο της ακμής της. Κατά τη διάρκεια επίσης της βασιλείας του Μιθριδάτη ΙΙ, θα γίνουν οι πρώτες επαφές των Πάρθων με τον Ρωμαϊκό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Μιθριδάτη ΙΙ και κυρίως μετά τον θάνατό του, θα ξεσπάσουν εμφύλιες διαμάχες (95-69 π.Χ.), οι οποίες θα εξασθενίσουν τρομερά το Βασίλειο.
Αργυρό τετράδραχμο Μιθριδάτη ΙΙ με ελληνική επιγραφή στον οπισθότυπο
(ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΑΡΣΑΚΟΥ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ)

Στο δυτικό τμήμα (Βαβυλωνία και γύρω περιοχές) θα ανακηρυχθεί βασιλεύς κάποιος εγγονός του Φριαπάτιου, ο Γωτάρζης Ι (Gotarzes, 95-90 π.X.), τον οποίον διαδέχθηκε ο Ορώδης Ι (Orodes, 90-80 π.Χ.). Το 77 π.Χ. μια μεγάλη εισβολή νομάδων με την ονομασία Σακάραυκοι, πιθανότατα Σάκες, θα προκαλέσει μεγάλη αναταραχή με αποτέλεσμα να ανέλθει στον θρόνο ο Σανατρούκης (Sanatruk, 77-70/69 π.Χ.) που θα επιβάλλουν οι Σάκες.

Αργυρή δραχμή (3,74 gr) Γωτάρζη Ι

Αργυρή δραχμή Ορώδη Ι

Αργυρό τετράδραχμο Σανατρούκη Ι  με ελληνική επιγραφή στον οπισθότυπο
(ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΡΣΑΚΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΟΥ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ)

Ο Φραάτης ΙΙΙ (69-57 π.Χ.), γιος του Σανατρούκη, θα καταφέρει να αναδιοργανώσει την Αυτοκρατορία, αλλά θα εμπλακεί σε πολέμους για την προσάρτηση της Αρμενίας, την οποία προσπαθούσαν επίσης να υποτάξουν και οι Ρωμαίοι (βλ. Αρμένιοι).

Φραάτης ΙΙΙ

Ο Φραάτης ΙΙΙ θα δολοφονηθεί (57 π.Χ.) από τους δύο γιους του, τον Ορώδη και τον Μιθριδάτη. Ο Ορώδης θα εξασφαλίσει το θρόνο και θα βασιλεύσει ως Ορώδης ΙΙ (Orodes 57-37 π.Χ.), ενώ ο αδελφός του Μιθριδάτης θα στεφθεί βασιλιάς της Μηδίας για να εκδιωχθεί στην συνέχεια όταν επιχειρήσει να ανακηρυχθεί μοναδικός βασιλεύς των Πάρθων. Το 55 π.Χ. θα εισβάλει - με την βοήθεια των Ρωμαίων - από την Συρία (όπου είχε καταφύγει) και θα καταλάβει τον θρόνο για λίγο (Μιθριδάτης ΙΙΙ, 57-55 π.Χ.), αλλά τελικά θα περικυκλωθεί στην Κτησιφώντα από τον ικανό στρατηγό του Ορώδη ΙΙ, τον Σουρέν (Suren), ο οποίος μετά από μια παρατεταμένη πολιορκία της πρωτεύουσας θα τον συλλάβει και θα τον εκτελέσει. Την περίοδο αυτήν, οι Πάρθοι θα έχουν σημαντικές επιτυχίες στην αντιμετώπιση των επεκτατικών προσπαθειών της Ρώμης, η οποία προσπαθούσε να περιλάβει και την επικράτεια των Παρθών στην κοσμοκρατορία της. Τα φιλόδοξα όμως σχέδιά της θα καταρρεύσουν όταν το 53 π.Χ. τα Ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Κράσσο (μέλος της Α΄ Τριανδρίας στην Ρώμη), θα υποστούν συντριπτική ήττα στις Κάρρες (Carrhae, το αρχαίο Χαρράν) στην Β. Συρία.

Νόμισμα Ορώδη ΙΙ με ελληνική επιγραφή στον οπισθότυπο
(ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΑΡΣΑΚΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΙ ΚΤΙΣΤΟΥ)

Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική στο σημείο αυτό την περιγραφή ενός γεγονότος, που θα μας αποκαλύψει όχι μόνον την τεράστια επιρροή του Ελληνικού Πολιτισμού στο Βασίλειο των Πάρθων, αλλά και τα ήθη της εποχής. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλούταρχο μετά την θριαμβευτική νίκη των Πάρθων στις Κάρρες, η κεφαλή του νεκρού Κράσσου θα προσκομισθεί όχι στην πρωτεύουσα Κτησιφώντα, αλλά στην Αυλή του βασιλιά της Αρμενίας Αρταβάσδη ΙΙ, όπου εορτάζονταν οι γάμοι του γιου του βασιλιά των Πάρθων Ορώδη ΙΙ με την αδελφή του Αρμένιου βασιλέα και θα παρουσιασθεί εν είδη κυνηγητικού τροπαίου, στον Πάρθο βασιλιά κατά τη διάρκεια της παραστάσεως (στα ελληνικά, που γνώριζαν άριστα οι δύο βασιλείς) του θεατρικού έργου του Ευριπίδη «Βάκχαι»!

Πάκωρος Ι

Νόμισμα Φραάτη IV με ελληνική επιγραφή στον οπισθότυπο
(ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΑΡΣΑΚΟΥ ΕΥΕΡΓΕΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ)

Ο Ορόδης ΙΙ, μετά τον θάνατο σε μάχη με τους Ρωμαίους του νεαρότερου και αγαπημένου του γιου, τον οποίο είχε ανακηρύξει συμβασιλέα (Πάκωρος Ι, 39-38 π.Χ.), θα αποτραβηχτεί από την διοίκηση και θα ορίσει ως διάδοχό του έναν άλλο γιο του, τον Φραάτη. Και αυτός όμως ο Αρσακίδης, ο Φραάτης IV (37-2 π.Χ.), ανυπομονώντας να ανέλθει στο θρόνο, θα δολοφονήσει  τον πατέρα του Ορώδη ΙΙ, αλλά, παρά τις αρχικές επιτυχίες του εναντίον των Ρωμαίων, θα αναγκασθεί τελικώς να δεχθεί πολιτική φιλίας προς την Ρώμη. Οι Ρωμαίοι θα έχουν αποφασιστικό ρόλο στα εσωτερικά του Βασιλείου των Πάρθων, στη διάρκεια των επομένων βασιλέων Φραάτη VΦραατάκη, 2 π.Χ.-4 μ.Χ.), Ορώδη ΙΙΙ (4 μ.Χ.-6/7 μ.Χ.) και Βονόνη Ι (6/7-12 μ.Χ.), οι οποίοι ουσιαστικά ήσαν υποχείριοι της Ρώμης. Αλλά επί Αρτάβανου ΙΙ (10/11-38 μ.Χ.), τον οποίον ανέβασαν στο θρόνο οι Πάρθοι ευγενείς καθαιρώντας τον Βονόνη Ι, η κατάσταση θα μεταβληθεί ραγδαίως. Από την χρονολογία αυτήν εξάλλου εγκαινιάζεται η λεγόμενη «Αντι-Ελληνιστική» περίοδος του Παρθικού Βασιλείου, η οποία θα διαρκέσει ενάμιση περίπου αιώνα (10-162 μ.Χ.). Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την ευρεία διάδοση και επέκταση του εθνικού πολιτισμού των Πάρθων, καθώς και από την οξεία αντίθεσή τους με οτιδήποτε ξενικό. Τα Ελληνιστικά στοιχεία και οι επιδράσεις τους απομονώνονται και παραμερίζονται. Παράλληλα το μίσος και η έντονη αντίθεση με τη Ρώμη, προσδιορίζουν τις ενέργειες όλων σχεδόν των Πάρθων Βασιλέων αυτής της περιόδου.

Νόμισμα Αρτάβανου ΙΙ

Παρ’ όλες όμως τις επιτυχίες που θα σημειώσουν οι Πάρθοι εναντίον των Ρωμαίων, δεν θα επιτύχουν ποτέ να καταφέρουν ένα αποφασιστικό πλήγμα εναντίον τους. Το γεγονός αυτό αποδίδεται από τους Ιστορικούς, αφ’ ενός μεν στην ουσιαστική αδυναμία των Πάρθων να οργανώσουν και να φέρουν εις πέρας μια μακροχρόνια εκστρατεία ή να πολιορκήσουν και να εκπορθήσουν μια οχυρωμένη πόλη, αφ’ ετέρου δε, στην ανεξήγητη επιμονή των Πάρθων να διατηρούν την πρωτεύουσά τους στο πλέον ευπρόσβλητο σημείο της επικράτειάς τους, πολύ κοντά από τα σύνορα με την Ρωμαϊκή επαρχία της Συρίας, απ’ όπου εξορμούσαν οι Ρωμαϊκές λεγεώνες.
Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν όχι μόνον η αποτυχία των Πάρθων να καταφέρουν καίριο πλήγμα στις Ρωμαϊκές δυνάμεις όπως τονίσαμε, αλλά και το γεγονός ότι η χειμερινή πρωτεύουσα των Πάρθων, η περίφημη Κτησιφών, κτισμένη στις όχθες του ποταμού Τίγρη, απέναντι ακριβώς από την παλαιά πρωτεύουσα των Σελευκιδών Σελεύκεια, να πέσει τρεις φορές στα χέρια των Ρωμαίων κατά την διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός αυτής της περιόδου είναι και οι πόλεμοι για την κατοχή της Αρμενίας, ο έλεγχος της οποίας ήταν ζωτικός τόσο για τους Πάρθους όσο και για τους Ρωμαίους. Οι πρώτες συγκρούσεις θα σημειωθούν επί της βασιλείας του Βολογάση Ι (Vologases 51-77 μ.Χ.) ενός φανατικού αντι-Ρωμαίου. Ενδιάμεσα θα επιτευχθεί ένας συμβιβασμός με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μ.Χ.), αλλά οι πόλεμοι θα επαναληφθούν αργότερα. Τελικώς η ειρήνη που θα συμφωνηθεί οριστικά μεταξύ του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.) και του Πάρθου βασιλιά στην περιοχή της Μεσοποταμίας, του Οσρόη (Osroes 109/110-130 μ.Χ.) γύρω στο 120 μ.Χ. θα διατηρηθεί για 40 περίπου χρόνια. Αλλά το 161/162 μ.Χ. ο Βολογάσης ΙV (148-192 μ.Χ.), γιος του βασιλέως των Πάρθων στο Ιρανικό τμήμα Μιθριδάτη IV (130-140 μ.Χ.), έχοντας επανενώσει την Παρθική αυτοκρατορία θα αισθανθεί αρκετά ισχυρός ώστε να ξαναρχίσει τους πολέμους εναντίον των Ρωμαίων. Η Αρμενία, που είχε περιέλθει στην κατοχή της Ρώμης, θα καταληφθεί από το περίφημο ιππικό των Πάρθων, το οποίο αφού διασχίσει τον Ευφράτη, θα εισβάλει στη Συρία, ο πληθυσμός της οποίας θα υποδεχθεί τους Πάρθους ως ελευθερωτές. Οι επιτυχίες αυτές όμως θα αποδειχθούν πρόσκαιρες.
Νόμισμα Βολογάση IV με ελληνική επιγραφή στον οπισθότυπο
(ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΒΑΣΙΛΕΩΝ ΑΡΣΑΚΟΥ ΒΟΛΟΓΑΣΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙΦΑΝΟΥΣ ΦΙΛΕΛΛΗΝΟΣ)
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρονολογία [ΔΞΥ΄ (=464) ΑΠΕΛΛΑΙΟΥ] στο Σελευκιδικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στον μήνα Νοέμβριο του 152 μ.Χ. Απελλαίος είναι ο μήνας Νοέμβριος στο αρχαίο μακεδονικό ημερολόγιο.

Οι Ρωμαίοι θα ξανακερδίσουν την Αρμενία (163), θα διασχίσουν με τη σειρά τους τον Ευφράτη και θα καταλάβουν σημαντικές εκτάσεις στην Μεσοποταμία καθώς και την πρωτεύουσα Κτησιφώντα (για δεύτερη φορά μετά από 50 χρόνια). Οι πόλεμοι θα συνεχισθούν και κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Βολογάση V (191-208) και Βολογάση VΙ (208/209-228;).

Βολογάσης V

Τελικώς, αποφασιστικές νίκες εναντίον των Ρωμαίων θα πετύχει μόνον ο πρίγκιπας Αρτάβανος (Ardavan), νεώτερος γιος του Βολογάση V, ο οποίος είχε στεφθεί βασιλεύς των Πάρθων από το 216 (Αρτάβανος ΙV, 216-226), εκδιώκοντας τον αδελφό του Βολογάση VΙ στην Βαβυλωνία, χάρη στην υποστήριξη του ηγεμόνα της Μηδίας. Η εισβολή των στρατευμάτων του Καρακάλλα (211-217) στην Μεσοποταμία, θα πραγματοποιηθεί με στόχο την επιθυμία του νεαρού Ρωμαίου αυτοκράτορα, να ανασυστήσει την αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, αλλά το μόνο που θα επιτύχει θα είναι η δήωση της Μηδίας και η κατάληψη των Αρβήλων, όπου θα καταστραφεί το οστεοφυλάκιο των Αρσακιδών βασιλέων και τα οστά τους θα διασκορπιστούν. Η ενέργεια όμως αυτή, θα προκαλέσει το εθνικό αίσθημα των Πάρθων και τα σκληρά αντίποινα του Αρτάβανου ΙV, ο οποίος θα δηώσει τις γειτονικές Ρωμαϊκές επαρχίες και θα καταστρέψει αρκετές πόλεις. Στο τέλος η Ρώμη θα εκλιπαρεί για ειρήνη. Οι Πάρθοι θα συνεχίσουν τις επιδρομές με επιτυχία με αποτέλεσμα, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ Μακρίνος (217-218), να αναγκασθεί να εξαγοράσει την ειρήνη πληρώνοντας το αμύθητο ποσό των 200.000.000 σηστερτίων στους Πάρθους.
 
Αρτάβανος IV

Οι συνεχείς όμως πόλεμοι με τους Ρωμαίους έχουν εξαντλήσει τη χώρα. Έτσι ο ηγεμόνας μιας τοπικής Δυναστείας της Περσίδος (Fars), ο Αρντασίρ Ι (=Αρταξέρξης), γιος του Παπάκ (Ardashir Papakan) και απόγονος του Σασάν, θα νικήσει σε μια μάχη (το 224 μ.Χ.) στα βόρεια του Ισπαχάν (στο Hormizdagan), τον τελευταίο νόμιμο Αρσακίδη βασιλέα Αρτάβανο ΙV και θα γίνει ιδρυτής της Δυναστείας των Σασσανιδών. Λίγο αργότερα (226) θα καταλάβει και την Κτησιφώντα και σύντομα θα καταλάβει όλα τα εδάφη του Βασιλείου των Αρσακιδών, εξοντώνοντας και τον τελευταίο Πάρθο διεκδικητή του θρόνου (Αρταβάσδης ή Τιριδάτης ΙΙΙ, 226-228/229), που είχε στεφθεί βασιλιάς των Πάρθων. Η Παρθική επικράτεια θα ενσωματωθεί στην αυτοκρατορία των Σασσανιδών και η Παρθική αριστοκρατία (βλ. παρακάτω) θα αφομοιωθεί σύντομα μέσα στον γενικό πληθυσμό της νέας αυτοκρατορίας.
Όπως έχει παρατηρηθεί σχετικά (βλ. David Christian: A History of RUSSIA, CENTRAL ASIA AND MONGOLIA Vol. I – Oxford U.K. 1998, σελ. 176-177) οι Αρσακίδες ουσιαστικά δεν κυβέρνησαν ποτέ μια ενιαία αυτοκρατορία, αλλά μάλλον μια ομοσπονδία ημιανεξαρτήτων βασιλείων. Αυτό το πολιτικό μόρφωμα αποτελούσε μια πολύπλοκη προσπάθεια συμβίωσης κτηνοτροφικών νομαδικών και αγροτικών παραδόσεων από την μια μεριά και διαιρεμένων διαφορετικών κόσμων από την άλλη, γεγονός που επηρέαζε την πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική ζωή του. Οι Αρσακίδες ποτέ δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μια ενοποιημένη γραφειοκρατία όπως η Ρώμη και απαιτούσε μεγάλη προσπάθεια να σφυρηλατηθεί κάποιο είδος ενότητας μεταξύ των διαφορετικών χωρών που κυβερνούσαν. Έτσι ερμηνεύεται και το γεγονός ότι άλλαζαν συνεχώς πρωτεύουσες από την πρώτη τους πρωτεύουσα Νίσα στο Δαχιστάν (σημερ. Τουρκμενιστάν), στην Ασταβηνή κοντά στην Μαργιανή, στην συνέχεια στην Εκατόμπυλο στην Υρκανία, στα Εκβάτανα της Μηδίας και τέλος στην Κτησιφώντα της Βαβυλωνίας.
Την Παρθική αριστοκρατία αποτελούσαν οι τοπικοί ηγεμόνες, αντιβασιλείς και πρίγκιπες, μια πανίσχυρη ομάδα απογόνων των Πάρνων φυλάρχων, οι οποίοι συντηρούσαν και διοικούσαν το περίφημο βαρύ παρθικό ιππικό (κατάφρακτοι ιππείς). Κάτω από αυτούς υπήρχε μια πολυάριθμη τάξη συνηθισμένων Πάρνων νομάδων κτηνοτρόφων, που αποτελούσαν το ελαφρύ ιππικό, το οποίο προσέδιδε ευελιξία στις μάχες, ένα παραδοσιακό πλεονέκτημα των νομάδων. Παρ’ όλο που οι πρώϊμοι Αρσακίδες σκόπιμα διατηρούσαν τις συνήθειες των Αχαιμενιδών και όχι των Ελλήνων, το οικονομικό, δημογραφικό και πολιτικό κέντρο της αυτοκρατορίας των Πάρθων βρισκόταν στις πλούσιες εξελληνισμένες πόλεις της Βαβυλωνίας (βλ. David Christian, ό.π. σελ. 177). Οι Αρσακίδες είχαν αντιληφθεί όμως την σπουδαιότητα της γεωργίας και του εμπορίου, ιδιαίτερα του διεθνούς εμπορίου της εποχής και προσπάθησαν να διευκολύνουν το εμπόριο με την Μεσόγειο, το οποίο διεξαγόταν κυρίως μέσω της περίφημης πόλης της Παλμύρας στην βόρειο Συρία, αλλά και με τον Καύκασο και τις Ινδίες. Στην διάρκεια της βασιλείας του Μιθριδάτη ΙΙ του Μέγα (123-88 π.Χ.) οι Πάρθοι αποκατέστησαν διπλωματικές σχέσεις τόσο με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όσο και με την Κίνα. Έχει υποστηριχθεί (David Christian, ό.π.) ότι τα πρώτα μεταξωτά υφάσματα που έφθασαν στην Ρώμη προέρχονταν από τους Πάρθους που τα είχαν λάβει από τους πρεσβευτές της αυλής των αυτοκρατόρων της Δυναστείας Χαν της Κίνας. 
Η αυτοκρατορία των Πάρθων δεν θα καταφέρει να επιβιώσει κάτω από τα διπλό βάρος των συγκρούσεων και συνεχών πολέμων με την Ρώμη και των εισβολών από τον Καύκασο (βλ. λήμματα Αλανοί, Αρμένιοι), αλλά και την κεντρική Ασία (Σάκες, Μασσαγέτες). Όπως ήδη αναφέραμε η παρηκμασμένη Δυναστεία των Αρσακιδών θα ανατραπεί από έναν επαρχιακό ηγεμόνα της Περσίδος, όπως και η Μηδική Δυναστεία πριν από 700 χρόνια περίπου.
Για την Παρθική, την γλώσσα των Πάρθων, βλ. στο λήμμα Ιρανοί του "Λεξικού των Λαών του Αρχαίου Κόσμου".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish