Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Η εφεύρεση της γραφής (1)

"Λογιστικές" ψηφίδες (tokens) από τα Σούσα 

Οι πρωϊμότατοι πρόδρομοι της Γραφής
         Denise Schmandt-Besserat     
Scientific American Ιούνιος 1978

Τι οδήγησε στην γραφή; Η ίδια η τέχνη (της γραφής) αποτελεί ένα καλό παράδειγμα αυτού που οι σπουδαστές του παρελθόντος αποκαλούν «ανεξάρτητη εφεύρεση», δεδομένου ότι διάφορα συστήματα γραφής εξελίχθηκαν μεμονωμένα σε διάφορες χρονικές στιγμές και σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο σύστημα – τα Κινεζικά ιδεογράμματα – μπορούν να ανιχνευθούν στις απαρχές τους στα αρχαϊκά σημάδια που χαράζονταν σε οστά προβάτων ή σε όστρακα (καύκαλα) χελωνών την δεύτερη χιλιετία π.Χ. ως μέσο για να αποτυπώσουν τα ερωτήματά τους προς τις ουράνιες δυνάμεις.
Περίπου 1000 χρόνια αργότερα ένα εντελώς ανεξάρτητο σύστημα γραφής ξεπήδησε στην άλλη άκρη της γης, στην Κεντρική Αμερική. Το σύστημα αυτό συνδύαζε έναν απλό τρόπο καταγραφής αριθμών με ένα πολύπλοκο σύστημα ιερογλυφικών και χρησιμοποιείτο πρωταρχικά για να καταγράφει τις ημερομηνίες διαφόρων συμβάντων σύμφωνα με ένα περίπλοκο ημερολογιακό σύστημα.
Αμφότερες οι γραφές, τόσο των Κινέζων όσο και των Μάγια υπήρξαν σχετικά όψιμες εφευρέσεις. Εν πάση περιπτώσει όμως, κάποιο σύστημα γραφής πρέπει να ήταν το πρωϊμότερο και από αυτό το σημείο οφείλουμε να αρχίσουμε την αναζήτηση για τις ρίζες αυτής της τέχνης.
Συνήθως θεωρούμε τους Σουμέριους της Μεσοποταμίας ως τους πρώτους που χρησιμοποίησαν την γραφή για να καταγράψουν κείμενα. Τον τελευταίο αιώνα της 4ης χιλιετίας π.Χ. οι αξιωματούχοι κάποιων Σουμεριακών πόλεων-κρατών όπως η Ουρούκ (Uruk), ανέπτυξαν ένα σύστημα καταγραφής αριθμών, εικονογραφημάτων (pictographs) και ιδεογραφημάτων (ideographs) επάνω σε ειδικά προετοιμασμένες πήλινες επιφάνειες. («Εικονογράφημα» είναι μια λίγο-πολύ ρεαλιστική απεικόνιση ενός αντικειμένου που υποτίθεται ότι αναπαριστάνει, ενώ «Ιδεογράφημα» είναι ένα αφηρημένο σημείο). Στην Ουρούκ, μια ομάδα Γερμανών αρχαιολόγων την οποία διηύθυνε ο Ιούλιος Τζόρνταν (Julius Jordan), έφερε στο φως στα 1929 και 1930 πολλά παραδείγματα αυτών των αρχαϊκών καταγραφών. Τα κείμενα, γύρω στα 1000, αρχικά αναλύθηκαν από τον Αδάμ Φαλκενστάϊν (Adam Falkenstein) και τους φοιτητές του. Σήμερα οι επί πλέον ανακαλύψεις έχουν ανεβάσει τον συνολικό αριθμό των κειμένων της Ουρούκ και τύπου-Ουρούκ στις 4000 και οι πρωτοποριακές ερευνητικές προσπάθειες του Φαλκενστάϊν συνεχίσθηκαν κυρίως από τους Χανς Γ. Νίσσεν (Hans J. Nissen) του Ελευθέρου Πανεπιστημίου του Βερολίνου και την συνεργάτιδά του Μαργαρίτα Β. Γκρην (Margaret W. Green). Παρ’ όλο που οι πήλινες πλάκες τις οποίες χρησιμοποιούσαν οι γραφείς της Ουρούκ αναφέρονται παγκοσμίως ως «πινακίδες», μια λέξη που υπονοεί κάτι το επίπεδο, στην πραγματικότητα αυτές ήσαν σφαιρικές. Οι επί μέρους χαρακτήρες χαράζονταν στον πηλό με μια «γραφίδα» καμωμένη από ξύλο, κόκκαλο ή ελεφαντόδοντο, με το ένα άκρο της αμβλύ και το άλλο μυτερό. Οι χαρακτήρες ήσαν κατά βάση δύο ειδών. Τα μεν αριθμητικά σημεία ήσαν εμπίεστα στον πηλό, όλα δε τα άλλα, τόσο τα εικονογραφήματα, όσο και τα ιδεογραφήματα, χαράζονταν με το μυτερό άκρο της γραφίδας. Η ποικιλία των χαρακτήρων τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι γραφείς της Ουρούκ ήταν ευρύτατη: υπολογίζεται σε όχι λιγότερη από 1500 ξεχωριστά σημεία.
Οι θεωρίες για την προέλευση της γραφής υποθέτουν μια εξέλιξη από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο: ένα αρχικό εικονογραφικό στάδιο, το οποίο στην πορεία του χρόνου και πιθανόν λόγω της απροσεξίας των γραφέων, κατέληξε με αυξανόμενους ρυθμούς σχηματικό. Οι πινακίδες της Ουρούκ όμως, διαψεύδουν αυτήν την γραμμή σκέψης. Τα περισσότερα από τα 1500 σημεία (ο Φαλκενστάϊν συγκέντρωσε 950 από αυτά) είναι πλήρως αφηρημένα ιδεογραφήματα, τα δε ελάχιστα εικονογραφήματα αναπαριστάνουν κάποια άγρια ζώα όπως ο λύκος και η αλεπού ή αντικείμενα εξελιγμένης τεχνολογίας όπως η άμαξα και ένα είδος έλκηθρου.
Στην πραγματικότητα, τα κείμενα της Ουρούκ παραμένουν στην πλειοψηφία τους αμετάφραστα (χωρίς να έχουν αποκρυπτογραφηθεί) και παραμένουν ένα αίνιγμα για τους επιγραφολόγους. Τα λίγα ιδεογραφικά σημεία τα οποία έχουν ταυτοποιηθεί είναι εκείνα που μπορούν να ανιχνευθούν βήμα προς βήμα προς τα πίσω από έναν γνωστό σφηνοειδή χαρακτήρα της όψιμης περιόδου προς ένα αρχαϊκό Σουμεριακό πρωτότυπο. Από τα αποσπασματικά περιεχόμενα κειμένων τα οποία επιτρέπουν κάποια ερμηνεία, φαίνεται ότι οι γραφείς της Ουρούκ κατέγραφαν κυρίως τέτοια γεγονότα όπως επιχειρηματικές συναλλαγές και πωλήσεις γαιών. Ορισμένοι από τους όρους που εμφανίζονται συχνότερα είναι εκείνοι για το ψωμί, την μπύρα, το πρόβατο, τα βοοειδή και την ενδυμασία. Μετά την ανακάλυψη του Τζόρνταν στην Ουρούκ, άλλοι αρχαιολόγοι βρήκαν παρόμοια κείμενα και σε άλλες τοποθεσίες της Μεσοποταμίας. Περισσότερα όμως βρέθηκαν στο Ιράν: Στα Σούσα, στο Τσόγκα Μιςς (Chogha Mish), καθώς και σε μακρινές τοποθεσίες όπως το Γκοντίν Τεπέ (Godin Tepe), κάπου 350 χλμ. βόρεια της Ουρούκ. Τα τελευταία χρόνια πινακίδες του τύπου της Ουρούκ ήρθαν στο φως στις ανασκαφές στην Συρία, στην Χαμπούμπα Καμπίρα (Habuba Kabira) και στο Τζεμπέλ Αρούντα (Jebel Aruda), σχεδόν 800 χλμ. βορειοδυτικά. Στην Ουρούκ οι πινακίδες είχαν ανακαλυφθεί στο κτιριακό συγκρότημα ενός ναού, ενώ οι περισσότερες από τις άλλες ήρθαν στο φως από τα ερείπια ιδιωτικών κατοικιών, όπου η παρουσία σφραγίδων και πηλίνων πωμάτων αγγείων σημειωμένων με αποτυπώματα σφραγίδων, αποτελούν ενδείξεις κάποιου είδους εμπορικής δραστηριότητος.
Το γεγονός ότι τα κείμενα της Ουρούκ διαψεύδουν την υπόθεση ότι η πρωϊμότερη μορφή γραφής όφειλε να είναι εικονογραφική, ώθησε πολλούς επιγραφολόγους στην άποψη ότι οι πινακίδες, παρ’ όλο που έφεραν την πρωϊμότερη γνωστή γραφή, έπρεπε να αντιπροσωπεύουν κάποιο στάδιο στην εξέλιξη της τέχνης (της γραφής) το οποίο ήταν ήδη ανεπτυγμένο. Έτσι, η «εικονογραφική» υπόθεση ανεβίωσε εκ νέου. Το γεγονός ότι δεν έχει ανακαλυφθεί μέχρι τώρα στις (αρχαιολογικές) θέσεις της 4ης χιλιετίας και παλαιότερες, κάποιος τύπος γραφής αυτού του είδους, ερμηνεύεται θέτοντας ως δεδομένο ότι η γραφή των παλαιοτέρων χιλιετιών αποτυπωνόταν αποκλειστικά σε φθαρτά υλικά τα οποία εξαφανίσθηκαν από πολύ παλιά, όπως περγαμηνή, πάπυρος ή ξύλο.
Εγώ έχω μια εναλλακτική πρόταση. Η έρευνα των λίγων προηγούμενων ετών πάνω στις αρχικές χρήσεις του πηλού στην Μέση Ανατολή, υποδεικνύει ότι ορισμένα χαρακτηριστικά των υλικών της Ουρούκ, μας παρέχουν σημαντικές ενδείξεις για το τι είδους ορατά σύμβολα προηγήθηκαν στην πραγματικότητα των αρχαϊκών Σουμεριακών κειμένων. Αυτές οι ενδείξεις περιλαμβάνουν την επιλογή του πηλού ως υλικού καταγραφής, η κυρτή εμφάνιση των πινακίδων της Ουρούκ και το είδος των χαρακτήρων που καταγράφηκαν πάνω σ’ αυτές.
Το Νούζι, μια πόλη-κράτος της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. στο Ιράκ, είχε ανασκαφεί από την Αμερικανική Σχολή Ανατολικών Ερευνών της Βαγδάτης μεταξύ του 1927 και 1931. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, διερευνώντας μια ανάλυση των Αρχείων των ανακτόρων του Νούζι, ο Α. Λέων Οππενχάϊμ (A. Leo Oppenheim) του Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Σικάγου, ανακοίνωσε την ύπαρξη ενός συστήματος καταγραφής το οποίο έκανε χρήση «καταμετρητών» ή «λογιστικών ψηφίδων» (tokens). Σύμφωνα με τα κείμενα του Νούζι, τέτοιες «ψηφίδες» χρησιμοποιούνταν για περιπτώσεις λογαριασμών και αναφέρονταν ότι «κατατίθονταν», «μεταφέρονταν» και «αφαιρούνταν».
Ο Οππενχάϊμ υπέθεσε την ύπαρξη κάποιου συστήματος τήρησης διπλής καταγραφής («διπλών βιβλίων») στα κείμενα του Νούζι: Επί πλέον των λεπτομερών καταγραφών με σφηνοειδείς χαρακτήρες από τους γραφείς, η διοίκηση των ανακτόρων τηρούσε παράλληλα και πιο «χειροπιαστούς» λογαριασμούς. Για παράδειγμα, μια ψηφίδα ενός ιδιαίτερου είδους πιθανόν αντιπροσώπευε το καθένα από τα ζώα ενός κοπαδιού των ανακτόρων. Όταν νέα ζώα γεννιόντουσαν την Άνοιξη, θα έπρεπε να προστεθεί ο αντίστοιχος αριθμός νέων ψηφίδων, όταν σφάζανε κάποια ζώα, ο αντίστοιχος αριθμός ψηφίδων θα έπρεπε να αφαιρεθεί. Πιθανόν οι ψηφίδες μεταφέρονταν από το ένα ράφι σε ένα άλλο όταν τα ζώα μεταφέρονταν από έναν βοσκό σε έναν άλλο ή από μια βοσκή σε μια άλλη, όταν τα πρόβατα κουρεύονταν και ούτω καθεξής.
Η ανακάλυψη μια κούφιας πινακίδας ωοειδούς σχήματος στα ερείπια του ανακτόρου, επιβεβαίωσαν την υπόθεση του Οππενχάϊμ. Η επιγραφή στην μια όψη της πινακίδας αποδείχθηκε ότι ήταν ένας κατάλογος 42 ζώων. Επειδή η κούφια πινακίδα κροτάλιζε, ανοίχθηκε προσεχτικά το ένα της άκρο και τότε βρέθηκε να περιέχει 48 ψηφίδες στο εσωτερικό της. Προφανώς, ο συνδυασμός του γραπτού καταλόγου (της επιφανείας) και των καταμετρημένων ψηφίδων, αντιπροσώπευε την μεταφορά ζώων από μια ανακτορική υπηρεσία σε μια άλλη. Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε ακριβείς περιγραφές των περιεχομένων ψηφίδων, οι οποίες δυστυχώς χάθηκαν στην συνέχεια.
Η χρονολόγηση των Αρχείων του Νούζι τα τοποθετεί χρονικά γύρω στο 1500 π.Χ. Η σημαντικότατη Ελαμιτική (αρχαιολογική) τοποθεσία των Σούσων, εμφανίζει ανασκαφικούς ορίζοντες παλαιότερους κατά 1500 χρόνια τουλάχιστον. Οι ανασκαφές στα Σούσα, τις οποίες ανέλαβαν Γάλλοι αρχαιολόγοι, άρχισαν την δεκαετία του 1880 και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Έξη χρόνια μετά την ανακοίνωση του Οππενχάϊμ του 1958, ο Πιέρ Αμιέ (Pierre Amiet) του Μουσείου του Λούβρου, ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει την ύπαρξη ενός παρόμοιου συστήματος λογαριασμών στα Σούσα. Τα δοχεία που περιείχαν τις ψηφίδες στα Σούσα, αντίθετα από αυτά του Νούζι, ήσαν κούφιες σφαίρες από πηλό. Ο Αμιέ τις ονόμασε ¨bullae” (= σφαίρες, στα Λατιν.) και μέχρι σήμερα έχουν ανακαλυφθεί γύρω στις 70 από αυτές. Οι ψηφίδες που περιείχαν ήσαν πήλινες, σε μια ποικιλία γεωμετρικών μορφών, που περιελάμβαναν σφαιρίδια, δίσκους, κυλίνδρους, κώνους και τετράεδρα.
Η ανακάλυψη του Αμιέ ήταν μεγάλης σπουδαιότητος, όχι μόνον επειδή αποδείκνυε ότι οι “bullae” και οι ψηφίδες είχαν ύπαρξη τουλάχιστον μιάμιση χιλιετία πριν εμφανισθούν στο Νούζι, αλλά διότι έδειξαν επίσης ότι ήσαν εξ ίσου παλαιά ή παλαιότερα από τα πρωϊμότερα γραπτά κείμενα της Ουρούκ, Πραγματικά, αργότερα ξεκαθάρισε, ότι οι ψηφίδες, τουλάχιστον, ήσαν πολύ παλαιότερες.
Το 1969 άρχισα ένα ερευνητικό πρόγραμμα με αντικειμενικό στόχο να ανακαλύψω πότε και με ποιους τρόπους ο πηλός άρχισε να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην Εγγύς Ανατολή.
Η παρασκευή κεραμικών ήταν βεβαίως ο πλέον γνώριμος τρόπος χρήσης του πηλού, αλλά πριν από την εμφάνιση της Κεραμικής, ο Άνθρωπος παρασκεύαζε πήλινες χάντρες, έπλαθε πήλινα ειδώλια, έφτιαχνε πλίνθους από πηλό και χρησιμοποιούσε πηλό για παρασκευή κονιάματος. Ξεκινώντας το πρόγραμμά μου, επισκέφθηκα μουσεία στις Η.Π.Α., στην Ευρώπη και σε διάφορες πόλεις της Εγγύς Ανατολής, ο οποίες είχαν συλλογές από πήλινα τεχνουργήματα χρονολογούμενα από την έβδομη, όγδοη και ένατη χιλιετία π.Χ. Αυτό χρονικό μεσοδιάστημα, που άρχιζε πριν από 11.000 χρόνια και τελείωνε λίγο παραπάνω από 8.000 χρόνια πριν, είδε την σταθεροποίηση των πρώτων γεωργικών οικισμών στην Δυτική Ασία.
Στις συλλογές των μουσείων, παράλληλα με τις χάντρες, τις πλίνθους και τα ειδώλια που περίμενα να βρω, αντιμετώπισα κάτι που για εμένα ήταν μια αναπάντεχη κατηγορία αντικειμένων: Μικρά πήλινα τεχνουργήματα διαφόρων τύπων. Καθώς αργότερα συνειδητοποίησα, οι τύποι αυτοί ήσαν όμοιοι με αυτούς που είχε ανακαλύψει ο Αμιέ στο εσωτερικό των σφαιρών (bullae) του: σφαιρίδια, δίσκοι. κώνοι, τετράεδρα, ωοειδή, τρίγωνα (ή μισοφέγγαρα), δικωνοειδή (διπλοί κώνοι ενωμένοι στην βάση τους), τετράγωνα και άλλα παράξενα σχήματα δύσκολα να περιγραφούν. Ήταν δυνατόν αυτά τα τεχνουργήματα, μερικά από τα οποία ήσαν παλαιότερα κατά 5.000 χρόνια από τις ψηφίδες των Σούσων, να είχαν χρησιμοποιηθεί ως ψηφίδες;
Άρχισα να συντάσσω έναν βασικό κατάλογο από αυτά τα περίεργα κατασκευάσματα, κατατάσσοντας κάθε ψηφίδα που ήταν γνωστή και που είχε προέλθει από κάποια ιδιαίτερη περιοχή. Περιληπτικά, ανακάλυψα ότι ενώ όλες αυτές ήσαν μικρού μεγέθους, με διαστάσεις που ποίκιλαν κατά μέσο όρο από ένα εκατοστό μέχρι δύο εκατοστά στην μεγαλύτερή τους διάσταση, πολλές υπήρχαν σε δύο διαφορετικά μεγέθη. Για παράδειγμα, υπήρχαν μικροί κώνοι ύψους ενός εκατοστού και μεγάλοι κώνοι ύψους τριών με τέσσερα εκατοστά. Υπήρχαν επίσης λεπτοί δίσκοι πάχους μόνον τριών χιλιοστών και χονδροί δίσκοι μέχρι δύο εκατοστά πάχος. Υπήρχαν και άλλες παραλλαγές. Για παράδειγμα, επί πλέον από τις ολόκληρες σφαίρες, ανακάλυψα τέταρτα, ημισφαίρια και τρία τέταρτα σφαιρών. Μερικές ψηφίδες είχαν επί πλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Πολλές ήσαν εγχάρακτες με βαθιές γραμμές, μερικές είχαν μικρούς πήλινους σβώλους ή περιελίξεις (κουλούρες) επάνω τους και άλλες έφεραν ρηχά κυκλικά τρυπητά σημάδια. Όλες οι ψηφίδες ήσαν πλασμένες με το χέρι. Ακόμη και ο πιο μικρός σβώλος είχε πλασθεί με τις παλάμες των χεριών η είχε «τσιμπηθεί» με τις άκρες των δακτύλων. Ο πηλός είχε μια λεπτή υφή, αλλά δεν έδειχνε σημάδια ειδικής προπαρασκευής (όπως η προσθήκη βοηθητικών –tempering- ουσιών, μια πρακτική στην κατασκευή κεραμικών η οποία αυξάνει την σκληρότητα μετά το ψήσιμο). Όλες οι ψηφίδες εν τούτοις είχαν ψηθεί ώστε να διασφαλισθεί η διάρκειά τους. Οι περισσότερες από αυτές ποίκιλαν στο χρώμα από καστανοκίτρινο (buff) μέχρι κόκκινο, αλλά μερικές είχαν γίνει γκρίζες και ακόμη μαυριδερές. Ανακάλυψα ότι οι ψηφίδες ήσαν παρούσες, στην πραγματικότητα, σε όλες τις συλλογές τεχνουργημάτων των μουσείων, από την Νεολιθική περίοδο της Δυτικής Ασίας. Ένα ακραίο παράδειγμα αφθονίας προερχόταν από την πρώϊμη (Νεολιθική) θέση του οικισμού Τζάρμο (Jarmo) του Ιράκ, που είχε κατοικηθεί για πρώτη φορά πριν από περίπου 8.500 χρόνια. Η θέση Τζάρμο είχε αποδώσει ένα σύνολο από 1153 σφαιρίδια, 206 δίσκους και 106 κώνους. Οι αναφορές γενικώς υποδεικνύουν ότι οι ανασκαφείς ανακάλυπταν τις ψηφίδες σκορπισμένες στα δάπεδα των κατοικιών σε διάφορα μέρη μιας θέσης ανασκαφών.

(Συνεχίζεται)

Μετάφραση: Δ. Ε. Ευαγγελίδης – Έδεσσα, Ιανουάριος 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish