Η Φιλιστία (Παλαιστίνη) κατά τον 8ο αιώνα π.Χ.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία για την προέλευση, την πρώτη εγκατάστασή τους στην Παλαιστίνη, την περίοδο ακμής και της παρακμής των Φιλισταίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο του αείμνηστου Καθηγητή Παναγιώτη Κ. Χρήστου: Ελληνική παρουσία στην Παλαιστίνη (ό.π. σελ. 11-31). Όπως αναφέρεται:
«…Η λωρίδα των Φιλισταίων αρχικά κατελάμβανε έκτασι που μόλις έφθανε τα 5.000 τ. χλμ. Ήταν έθνος ολιγάριθμο, αλλά πολύ δυνατό στον πόλεμο, πολύ παραγωγικό στις πολιτιστικές εκδηλώσεις κι’ εξαιρετικώς θρήσκο. Κατόρθωσαν να επιβιώσουν ανάμεσα σε πολύ μεγαλύτερα πλήθη εντοπίων Σημιτών και να τους εξουσιάσουν με την ευφυΐα και την εξελιγμένη πολεμική τους τέχνη, αλλά δεν μπόρεσαν να κρατήσουν διαπαντός αμιγή την αρχική γλώσσα τους, την ελληνική και την θρησκεία τους. Τα ευφορώτατα εδάφη που κατείχαν προσφέρονταν σε αποδοτική καλλιέργεια, με την οποία οι Φιλισταίοι ασχολήθηκαν εντατικά, ιδίως το εντόπιο υπόστρωμα του λαού τους. Οι ίδιοι ήσαν πολεμισταί και κυβερνήτες. Είχαν φέρει από την πατρίδα τους, το Αιγαίο, καλύτερα όπλα από εκείνα που διέθεταν οι εντόπιοι και με την συνεχή επικοινωνία τους προς τα κέντρα του Αιγαίου τα ανανέωναν συχνά ή τα κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Η σκηνή της μονομαχίας του Γολιάθ με τον Δαβίδ (Α΄ Βασιλειών ιζ΄ 5-7) μπορεί αβιάστως να παρομοιασθή με τις αντίστοιχες σκηνές της Τροίας […] Εξ άλλου οι πληροφορίες που έχομε για ωρισμένες πτυχές του δημοσίου βίου των Φιλισταίων φανερώνουν επίσης ομοιότητα με την ζωή στην Ελλάδα της γύρω από τον Τρωϊκό πόλεμο εποχής. Το διοικητικό σύστημα που είχαν αναπτύξει φαίνεται σε γενικές γραμμές σαν το ελληνικό της μυκηναϊκής εποχής. Οι πέντε πόλεις του αρχικού γεωγραφικού πυρήνος των, Γεθ, Γάζα, Ασκάλων, Άζωτος, Εκρών, αποτελούσαν ανεξάρτητες πολιτείες που η καθεμιά τους είχε τον βασιλέα της και όλες μαζί διέθεταν ομόσπονδη επιτροπική εξουσία, τους σεράνι (τυράννους), οι οποίοι σε περιστάσεις ανάγκης ήνωναν τις πολεμικές των δυνάμεις, όπως τα ελλαδικά βασίλεια κατά τα Τρωϊκά. Οι θεότητες των Φιλισταίων εταυτίσθηκαν ενωρίς με τις σημιτικές θεότητες της Χαναάν: Δαγών, Βάαλ, Αστάρτη, αλλά η θρησκεία τους διετήρησε στοιχεία από την αιγαιακή τους πατρίδα. Δαγών είναι ο θεός του αγροτικού κύκλου, με τον οποίον οι Φιλισταίοι εταύτισαν τον ιδικό τους Δία. Συγκεκριμένως μάλιστα στην Γάζα αυτή η θεότης ωνομαζόταν αργότερα Ζεύς Κρητογενής […] Το κύριο σημείο πάντως που τους διακρίνει από τους Σημίτες θρησκευτικώς είναι ότι δεν ετελούσαν περιτομή […] Οι Φιλισταίοι έφεραν από τον τόπο τους έναν λεπτό πολιτισμό που εξεικονίζεται εντυπωσιακά, πλην άλλων, και στα σωζόμενα αντικείμενα Τέχνης από τα χέρια τους. Είναι ό,τι καλύτερο έχει ευρεθή στην Παλαιστίνη από τα χρόνια εκείνα (κυρίως όσα προέρχονται από την περίοδο ακμής των Φιλισταίων, τον 12ο έως τον 10ο αιώνα π.Χ.) […] Οι Ισραηλίτες που ήλθαν στον τόπο αυτόν λίγο μεταγενέστερα, αρχικώς νομάδες κι’ έπειτα ορεσίβιοι, εδιδάχθηκαν πολλά από τους Φιλισταίους. Έμαθαν από αυτούς τις Τέχνες, εδανείσθηκαν την μουσική τους, επήραν λεπτούς τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς κι’ εσαγηνεύθηκαν από τις εξευγενισμένες γυναίκες των, του τύπου της Δαλιδά (Κριταί ιστ΄ 4-21. Και η πρώτη σύζυγος του Σαμψών ήταν Φιλισταία, Κριταί ιδ΄ 1 κ. ε.). Αν και ολιγοπληθές έθνος, με τον καλό εξοπλισμό και την εξελιγμένη οργάνωσί τους, οι Φιλισταίοι κατώρθωσαν να προβούν σε ικανοποιητικές κινήσεις, ώστε βαθμιαίως να επεκταθούν πολύ και δυσαναλόγως προς τον μικρό πληθυσμό τους και πρώτα προς το κάτω μέρος της λωρίδας των, όπου ενωρίς έφθασαν έως το νότιο σημείο της Νεκράς Θάλασσας. Με τον καιρό απλώθηκαν σε όλη την Παλαιστίνη. Οι Ισραηλίτες, που από την παρουσία των Φιλισταίων στην λωρίδα εμποδίσθηκαν να εισέλθουν από εκεί στην Χαναάν, επωφελήθηκαν με άλλον τρόπο της παρουσίας των και κυρίως κατά την εποχή της πτώσεως της αιγυπτιακής δυνάμεως, ώστε να διεισδύσουν κατά φυλές στα Παλαιστινιακά όρη. Αλλά βέβαια κατά την αναζήτησι ζωτικού χώρου ήλθαν πολύ γρήγορα σε σύγκρουσι προς αυτούς, τους Φιλισταίους, με αλληλοδιαδεχόμενες μικρές επιτυχίες και αποτυχίες αρχικώς. Στην συνέχεια όμως εδοκίμασαν σημαντικές αποτυχίες. Το 1050 π.Χ. μάλιστα έχασαν στην Σηλώ την ίδια την Κιβωτό της Διαθήκης. Επί τριάντα ολόκληρα χρόνια όλος ο χώρος του Ισραήλ έμεινε υπό την κατοχή του μικρού έθνους των Φιλισταίων, οι οποίοι ευρέθηκαν τότε στην μεγαλύτερη ακμή τους, στα μέσα του 11ου αιώνος π.Χ.
Το σύστημα όμως της χαλαρής ομοσπονδιακής διοικήσεως δεν μπόρεσε ν’ ανθέξη πολύ στα κτυπήματα των ορεσιβίων Ισραηλιτών, οπωσδήποτε πολυπληθέστερων και απλωμένων σε ευρύτερες εκτάσεις, όταν αυτοί ενώθηκαν υπό έναν βασιλέα. Βέβαια ο πρώτος Ισραηλίτης βασιλεύς, ο Σαούλ, έπεσε στον αγώνα κατά των Φιλισταίων, πλησίον της Βεθ Σεάν (Beth Shan = «οίκος των όφεων», στο βόρειο τμήμα της Παλαιστίνης, με σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα, η ελληνιστική Σκυθόπολις σημ. ΔΕΕ), στα όρια Σαμαρείας και Γαλιλαίας. Οι Φιλισταίοι εγκαταστάθηκαν ακόμα και πέραν του Ιορδάνου: «Και είδον άνδρες Ισραήλ οι εν τω πέραν της κοιλάδος και οι εν τω πέραν του Ιορδάνου ότι έφυγαν οι άνδρες Ισραήλ και ότι τέθνηκε Σαούλ και οι υιοί αυτού, και καταλείπουσι τας πόλεις αυτών και φεύγουσι και έρχονται οι Αλλόφυλοι και κατοικούσιν εν αυταίς (Α΄ Βασιλειών, λα΄ 7)».
Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίον εθρήνησε ο Δαβίδ τον θάνατο του Σαούλ:
Στην Γαθ να μη τ’ ομολογήσετε,
στους δρόμους της Ασκάλωνος να μη το διαλαλήσετε,
μη τύχη και χαρούν των Φιλισταίων οι θυγατέρες
και παινευθούν των Απερίτμητων οι κόρες…
(Β΄ Βασιλειών, α΄ 20, σε μετάφρασι από τους Ο΄).
Όμως ο Σαούλ είχε προφθάσει ήδη να απομακρύνη τους Φιλισταίους από τους λόφους της Σαμαρείας και της Ιουδαίας. Έπειτα ο Δαβίδ περιώρισε ακόμη περισσότερο την δύναμί τους, έως ότου έγιναν ακίνδυνοι και επήλθε κάποια εξισορρόπησις. Από τότε οι δύο λαοί έμαθαν να συνυπάρχουν, αν και η επαφή τους δεν έφθασε ποτέ σε θρησκευτικό συγκρητισμό (*) και σε νόμιμη επιγαμία…» (ό.π. σελ. 23-29).
__________________________________
(*) Θρησκευτικός συγκρητισμός ονομάζεται η ανάμειξη και τελική συγχώνευση διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων, τελετουργιών, λατρειών κ.λπ. σε μία ενιαία και επομένως νέα μορφή (σημ. ΔΕΕ).
Στην συνέχεια ο Καθηγητής Π. Κ. Χρήστου παραθέτει ενδιαφέροντα στοιχεία για την περίοδο της παρακμής των Φιλισταίων:
«…Έκτοτε η Ομοσπονδία διαλύθηκε (εννοεί μετά την περίοδο κυριαρχίας των Ισραηλιτών επί βασιλέων Δαβίδ και Σολομώντος - σημ. ΔΕΕ) ως πολιτικοστρατιωτική οργάνωσις, αλλ’ η ζωή των Φιλισταίων δεν διακόπηκε, αν και τοποθετήθηκε σε περιωρισμένα πλαίσια, μέσα στην πεντάπολι μόνο και με κάθε μια από τις πέντε πόλεις αυτόνομη, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι εκείνοι οι Φιλισταίοι που είχαν εγκατασταθή σ’ ευρύτερες εκτάσεις υποχώρησαν στην πεντάπολι.
Αυτός ο περιορισμός και η στενώτερη τώρα συνάφεια με τους Χανααναίους και τους Ισραηλίτες έφερε περισσότερα σημιτικά στοιχεία στην ζωή τους και ανάγκασε την κεραμική τους να προσαρμοσθή στο χαναανιτικό περιβάλλον. Η εντύπωσις όμως ότι τώρα διαλύθηκε η φιλισταιϊκή άρχουσα τάξις, αφού αφωμοιώθηκε τελείως με τους Σημίτες δεν φαίνεται να ανταποκρίνεται στα πράγματα. Το χωρίο του Νεεμία (Νεεμίας ιγ΄ 24) κατά το οποίο οι κάτοικοι της Αζώτου, ακόμη και τον 5ο αιώνα π.Χ. κατά το ήμισυ μιλούσαν αζωτικά (ashdodit, «αζωτιστί» - σημ. ΔΕΕ) και δεν μπορούσαν να μιλήσουν εβραϊκά (yehudit, «ιουδαϊστί» - σημ. ΔΕΕ), σημαίνει ότι διατηρούνταν ακόμη στην Άζωτο – φυσικά και στις άλλες φιλισταιϊκές πόλεις – οι δύο τάξεις: η φιλισταιοελληνική, που ωμιλούσε την αρχική της γλώσσα σε μια μορφή απομακρυσμένη κατά χίλια χρόνια από τα κέντρα του Αιγαίου και η φιλισταιοχαναανιτική, που ωμιλούσε την κοινή σημιτική της εποχής, την αραμαϊκή, αν και προφανώς εγνώριζε σε παρεφθαρμένη μορφή την ελληνική.
Επί διακόσια χρόνια περίπου μετά την απομάκρυνσί τους από τα ορεινά της Παλαιστίνης ζουν αυτόνομα, αν και από καιρό σε καιρό γίνονται αμοιβαίες επιθέσεις μεταξύ αυτών και των Ισραηλιτών κι’ έτσι άλλοτε παρουσιάζονται οι Φιλισταίοι φόρου υποτελείς στους Ιουδαίους κι’ άλλοτε οι Ιουδαίοι στους Φιλισταίους. Στο μεταξύ η πτώσις της δυνάμεώς των επέτρεψε στους Άραβες να καταλάβουν τον 9ο αιώνα π.Χ. τις περιοχές της νότιας Φιλιστίας στο Νεγέβ…». (ό.π. σελ. 29-30)
Από το 805 π.Χ. όταν ο Ασσύριος αυτοκράτορας Αντάντ-νιραρί ΙΙΙ (Adad-nirari, 810-783 π.Χ.) αναφέρει ότι επέβαλε φόρο στους «Παλάστου» (=Φιλισταίους) και κατέλαβε την Δαμασκό, το ισχυρότερο Αραμαϊκό (βλ. λήμμα Αραμαίοι) βασίλειο της περιοχής, η Παλαιστίνη εισέρχεται στην σφαίρα επικυριαρχίας των Ασσυρίων.
Στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π.Χ. ο Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙΙ (Tiglath-pileser, 744-727 π.Χ.) που εγκαινίασε μια νέα περίοδο ισχύος για την Ασσυρία (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ασσύριοι), που συνήθως αναφέρεται ως «Ύστερη Νέο-Ασσυριακή αυτοκρατορία», θα επιχειρήσει μια εκστρατεία στην Παλαιστίνη και θα καταλάβει την πόλη της Γάζας, πραγματοποιώντας έτσι την μεγάλη του φιλοδοξία να επεκτείνει την επικράτειά του μέχρι τα σύνορα της Αιγύπτου. Παράλληλα τα ασσυριακά στρατεύματα θα νικήσουν και θα επιβάλουν φόρο υποτελείας στην «βασίλισσα των Αράβων» Σαμσί (Samsi/Shamshi), όπως αναφέρεται στα ασσυριακά Αρχεία.
Ο γιος και διάδοχός του, ο Σσαλμανεσέρ V (Shalmaneser, 726-722 π.Χ.), θα επιτύχει την άλωση της Σαμάρειας (πρωτεύουσας εκείνη την εποχή του βασιλείου του Ισραήλ) στην βόρεια Παλαιστίνη, μετά από μακρά πολιορκία.
Τα τελευταία χρόνια του 8ου αιώνα είναι η εποχή του ικανότατου και ένδοξου Ασσύριου αυτοκράτορα Σαργών ΙΙ (Sargon, 721-705 π.Χ.), ο οποίος θα συντρίψει τους αντιπάλους του και προελαύνοντας νοτιότερα, θα ανακαταλάβει την Γάζα και θα νικήσει τον αιγυπτιακό στρατό στην μάχη της Ραφία (Raphia, περίπου 30 χλμ. ΝΔ της Γάζας), στα σύνορα της Αιγύπτου. Τα επόμενα χρόνια, η κυριαρχία των Ασσυρίων θα συμπληρωθεί με την υποταγή των Φιλισταίων, ενώ οι Φαραώ των Λιβυκών Δυναστειών που κυβερνούν μια διασπασμένη και εξασθενημένη Αίγυπτο, θα σπεύσουν να στείλουν πλούσια δώρα στον πανίσχυρο Ασσύριο αυτοκράτορα. Ο Σαργών ΙΙ θα δεχθεί φόρο υποτελείας από διάφορους Άραβες ηγεμόνες, μεταξύ των οποίων και από την «βασίλισσα» των Αράβων, την Σαμσί (Samsi/Shamshi), που έχουμε προαναφέρει.
Ο γιος και διάδοχός του, ο ανηλεής Σενναχερίμπ (Sennacherib=Sin-akhkhe-eriba, 704-681 π.Χ.), θα πραγματοποιήσει μια νικηφόρο εκστρατεία στην Παλαιστίνη, όπου ο βασιλιάς του Ιούδα Εζεκίας συνωμοτούσε με τον Βαβυλώνιο ηγεμόνα Μεροντάχ-μπαλαντάν. Τα ασσυριακά στρατεύματα θα καταλάβουν και θα λεηλατήσουν την Σιδώνα της Φοινίκης και την Ασκάλωνα (Ashkelon) των Φιλισταίων, ενώ από τις άλλες περιοχές που δεν προέβαλαν αντίσταση, όπως η χώρα των Αμμωνιτών (Αμμών), η Μωάβ, η Εδώμ (Ιδουμαία) και η φοινικική Βύβλος, θα περιορισθούν να εισπράξουν φόρο υποτελείας. Η Ιουδαία θα κατακτηθεί και η πρωτεύουσά της Ιερουσαλήμ θα πολιορκηθεί. Τελικώς, ο Εζεκίας θα πείσει τον Σενναχερίμπ να λύσει την πολιορκία πληρώνοντας ένα τεράστιο ποσό και αφού συμφώνησε να γίνει φόρου υποτελής στην Ασσυρία.
Στα τέλη του 681 π.Χ. ο Σενναχερίμπ θα δολοφονηθεί και στον θρόνο της Ασσυρίας θα ανέλθει ο Εσαρχαδδών (Esarhaddon = Ashur-akh-iddina, 680-669 π.Χ.), ο κατακτητής της Αιγύπτου (βλ. λήμμα Αιγύπτιοι), τον οποίον θα διαδεχθεί ο γιος του Ασσουρμπανιπάλ (Ashurbanipal=Ashur-ban-apli 668-627 π.X.). Ο Ασσουρμπανιπάλ θα κληρονομήσει μια αυτοκρατορία που φαινόταν να βρίσκεται στο ύψιστο σημείο της ακμής της, αλλά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του απετέλεσαν περίοδο γοργής παρακμής και την αρχή του τέλους της Ασσυρίας, που μέσα σε δύο δεκαετίες θα καταρρεύσει πλήρως. Μια προφανής ερμηνεία αυτής της πτώσης της Ασσυρίας είναι αφ’ ενός μεν η σύγκρουσή του με τον βασιλέα της Βαβυλώνος και ετεροθαλή αδελφό του, τον Σσαμάςς-σσουμά-ουκίν (Shamash-shuma-ukin, 668-648 π.Χ.), αφ’ ετέρου δε ο ολοκληρωτικός πόλεμος εναντίον των Ελαμιτών, που θα καταλήξει στην πλήρη και άγρια καταστροφή του Ελάμ. Ο πόλεμος όμως εναντίον των Βαβυλωνίων που θα κρατήσει τέσσερα ολόκληρα χρόνια (652-648 π.Χ.) και ιδίως η συστηματική πολιορκία και η τελική άλωση της Βαβυλώνος, θα απορροφήσουν κάθε στρατιωτική ικμάδα των Ασσυρίων, κυρίως όμως θα απαιτήσουν τεράστιους και δυσβάστακτους οικονομικούς πόρους.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η Ασσυρία να εισέλθει σε μια μη αναστρέψιμη πορεία έντονης παρακμής, όπως προαναφέρθηκε. Έτσι ο έλεγχος της Ασσυρίας επί της Αιγύπτου θα χαθεί βαθμιαία μετά το 660 π.Χ. όπου ο Ψαμμήτιχος Ι (664-610 π.Χ.), επωφελούμενος των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Ασσύριοι σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας τους, θα ανακηρυχθεί Φαραώ και θα επιτύχει σύντομα να ενοποιήσει την χώρα, ιδρύοντας την ιθαγενή 26η Δυναστεία (664-525 π.Χ.) της Αιγύπτου, την λεγόμενη Σαϊτική (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Αιγύπτιοι).
Το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. ο έλεγχος των Συρο-Παλαιστινιακών περιοχών θα περάσει βαθμιαία στα χέρια των Αιγυπτίων. Η Ασσυριακή αυτοκρατορία βρίσκεται στα τελευταία της και σύντομα θα την διαδεχθεί η Νεο-Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Χαλδαίος Ναμποπαλασάρ (Nabopalassar = Nabu-apal-usur, 625-605 π.X.). Μετά τον θάνατο του Ναμποπαλασάρ, στον θρόνο θα ανέλθει ο γιος του, ο Νεμπουχάντ-ρεζζάρ ΙΙ (Nebuchadrezzar, Nabu-kudurri-usur, 605-562 π.Χ.), ο Ναβουχοδονόσωρ των κλασσικών πηγών, ο ενδοξότερος ηγεμόνας της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε ο Ναβουχοδονόσωρ υπήρξε ο καταστροφεύς της Ασκάλωνος (604 π.Χ.), που σηματοδοτεί το τελικό στάδιο υποταγής των Φιλισταίων. Το έτος 597 π.Χ. σημειώνεται η πρώτη άλωση της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλωνίους, ένα σημαντικότατο επίτευγμα για την πλήρη επικράτηση των Βαβυλωνίων στην Παλαιστίνη. Ο Ιουδαίος ηγεμόνας θα συρθεί αιχμάλωτος στην Βαβυλώνα, ενώ στην Ιερουσαλήμ θα τοποθετηθεί ως αντιβασιλεύς ένα μέλος του βασιλικού οίκου της Ιουδαίας. Τις τελευταίες δεκαετίες της μακρόχρονης βασιλείας του Νεμπουχάντ-ρεζζάρ ΙΙ, δύο σημαντικά γεγονότα θα επισκιάσουν όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες του Βαβυλωνίου αυτοκράτορα: Η δεύτερη άλωση της Ιερουσαλήμ (25 Αυγούστου 587 π.Χ.) και η εκτεταμένη ανοικοδόμηση της Βαβυλώνος, ένα μεγαλειώδες επίτευγμα του Νεμπουχαντ-ρεζζάρ ΙΙ, που η μνήμη του θα παραμείνει έντονη στις επόμενες γενιές και στις παραδόσεις της Μεσοποταμίας, ακόμη και την εποχή της ξένης κυριαρχίας, Περσικής (Αχαιμενίδες) και Ελληνικής (Σελευκίδες).
Την κυριαρχία των Βαβυλωνίων θα διαδεχθεί η Περσική κατάκτηση (538 π.Χ.) από τον Κύρο ΙΙ τον Μέγα, ενώ αργότερα, το 332 π.Χ. ολόκληρη η χώρα θα περάσει κάτω από την εξουσία του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη, του Μ. Αλεξάνδρου, τον οποίον, αξίζει να σημειωθεί, υποδέχθηκαν ως ελευθερωτή στα περίχωρα της Ιόππης (Γιάφφα), ο αρχιερεύς των Ιουδαίων Σίμων και οι πρόκριτοι των Ιεροσολύμων.
Επανερχόμαστε και πάλι στο πολυσυζητημένο θέμα της εθνοφυλετικής καταγωγής, αλλά και της περιοχής προέλευσης των Φιλισταίων, ένα ζήτημα που απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί μέχρι σήμερα πολλούς ερευνητές. Η προέλευσή τους από τον ευρύτερο Αιγαιακό χώρο και τις γύρω ακτές είναι αναμφισβήτητη, αλλά όταν επιχειρείται ο ακριβέστερος προσδιορισμός του αρχικού τόπου εκκίνησής τους τότε το ζήτημα περιπλέκεται και αναφύονται πολλές διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών. Δύο κυρίως είναι οι περιοχές που δέχονται οι περισσότεροι ως πιθανούς τόπους προέλευσης των Φιλισταίων:
α. Η δυτική Μικρά Ασία και
β. Η Κρήτη και τα γειτονικά της νησιά, όπως η Κάρπαθος.
Τα επιχειρήματα υπέρ της πρώτης περιοχής συνοψίζονται στα εξής:
1. Το μονοπώλιο της επεξεργασίας και εμπορίας του σιδήρου (βλ. παραπάνω, καθώς και λήμμα Σαρδηνοί) που διατηρούσαν στην Παλαιστίνη οι Φιλισταίοι είναι ενδεικτικό των στενών τους σχέσεων με την Μ. Ασία, όπου οι Χετταίοι θεωρούνται γενικώς ως ο πρώτος λαός που ανακάλυψε τα μυστικά της επεξεργασίας του (βλ. C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 372-373).
2. Οι Πελεσέτ/Φιλισταίοι πολεμούσαν σε άρματα μάχης, ενώ οι οικογένειές τους ακολουθούσαν με τα υπάρχοντά τους σε κάρα με συμπαγείς τροχούς, που τα έσερναν βόδια μιας υβοφόρου (με καμπούρα) ράτσας της Μ. Ασίας, η οποία δεν υπήρχε στην Ελλάδα ή στην Παλαιστίνη (βλ. C.A.H. ό.π.). Επί πλέον στις τοιχογραφίες του ναού στην ήδη αναφερθείσα τοποθεσία Μεντινέτ Αμπού (Medinet Habu) οι Φιλισταίοι εμφανίζονται να διαθέτουν εκτός από τα δύο βόδια που χρειάζονταν για να σέρνουν τα κάρα και δύο ακόμη εφεδρικά βόδια για όργωμα, που είναι χαρακτηριστικός εξοπλισμός ενός αγροτικού λαού, ο οποίος μετακινείται βραδέως σε αναζήτηση νέας γης για καλλιέργεια. Αυτά τα χαρακτηριστικά ταιριάζουν καλύτερα με την βόρειο Συρία, την Μ. Ασία, ακόμα πιθανόν και με τις υπώρειες του Καυκάσου παρά με τα νησιά του Αιγαίου και την μακρινή ηπειρωτική Ελλάδα (Nancy K. Sandars: The Sea Peoples ό.π. σελ. 169).
3. Στην δεκαετία του 1950 νέα στοιχεία που ήλθαν στο φως επανέφεραν στην επιφάνεια την παλιά ταύτιση Φιλισταίων-Πελασγών, με το επιχείρημα ότι η παραλλαγή Πελασγικόν/Πελαστικόν που βρέθηκε στο μεγάλο Λεξικό του Ησύχιου (5ος αιώνας μ.Χ.) επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι ρίζες *Πελαστ- / *Πελασγ- προήλθαν από μια αρχαιότερη μορφή μιας λέξης που περιείχε ένα σύμφωνο μεταξύ τ και γ που οι Έλληνες δυσκολεύονταν να προφέρουν. Η λέξη αυτή ήταν η αρχαιότατη μορφή του ονόματος ενός φύλου (ή ομάδας συγγενών φύλων), που οι Έλληνες απεκάλεσαν Πελασγούς και οι οποίοι σύμφωνα με τον Όμηρο (Ιλιάς, Β 840) κατοικούσαν στα νότια της Τρωάδος. Αυτοί οι Πελασγοί της Μ. Ασίας αποκλήθηκαν PLST = Πελαστ/Πελεσέτ από τους Αιγυπτίους και τους Σημίτες όταν μετανάστευσαν μαζί με τα γυναικόπαιδά τους και εγκαταστάθηκαν τελικώς στην Χαναάν (C.A.H. ό.π. σελ. 512-513).
4. Υπάρχουν και άλλες ενδείξεις που συνδέουν τους Φιλισταίους με την Μ. Ασία και ειδικότερα την Λυδία, η οποία υπενθυμίζουμε ότι βρισκόταν στα νότια της Τρωάδος. Μετά λοιπόν από γλωσσολογικές αναλύσεις και συσχετισμούς έχει υποστηριχθεί ότι οι ελάχιστες λέξεις και ονόματα από την αρχική γλώσσα των Φιλισταίων που έχουν διασωθεί σχετίζονται με αντίστοιχες Λυδικές και Λουβικές (βλ. λήμματα Λυδοί, Λούβιοι) λέξεις και δείχνουν καθαρά την προέλευση των Φιλισταίων από την Μ. Ασία. Έτσι το όνομα του πασίγνωστου Φιλισταίου πολεμιστή Γολιάθ (Golyat-Γκολυάτ) έχει ταυτισθεί από παλιά με το όνομα του Λυδού βασιλιά Αλυάττη, του οποίου η λυδική μορφή ήταν Βαλβάττα (Walwatta). Τα ονόματα των Φιλισταίων φυλάρχων και πριγκίπων-εμπόρων που αναφέρονται στο αρχαιοαιγυπτιακό κείμενο «Οι περιπέτειες του Βεναμούν (Βεν-Αμμών)», στο οποίο έχουμε αναφερθεί παραπάνω, έχουν εκπληκτικά ισοδύναμα σε όλες τις θυγατρικές γλώσσες και διαλέκτους της Λουβικής (Λυδική, Λυκιακή, Πισιδική, Καρική, Παμφυλιακή, Κιλικιακή). Η λέξη κόμπα (qoba), όπως αναφέρεται στο πρωτότυπο, η χάλκινη περικεφαλαία που φορούσε ο Γολιάθ στην αναμέτρησή του με τον Δαβίδ (Βασιλειών/Σαμουήλ Α΄ ιζ΄ 5) υποστηρίζεται ότι προήλθε από την χιττιτική λέξη κουπαχχί (kupahhi) που σημαίνει περικεφαλαία, ενώ η λέξη σέρεν (seren), η οποία στην Εβραϊκή απαντάται μόνον στον πληθυντικό σερανείμ (seranim) και αναφέρεται στους πέντε άρχοντες της Πεντάπολης των Φιλισταίων, το Ανώτατο Συμβούλιό τους, προέρχεται σύμφωνα με μια άποψη (βλ. Nancy K. Sandars: The Sea Peoples ό.π. σελ. 166) από την νεοχιττιτική λέξη sarawanas/tarawanas (άρχοντας) και σχετίζεται πιθανόν με την λέξη τύραννος (=κυβερνήτης,ηγεμόνας), την οποία δανείσθηκαν οι Έλληνες από την Λυδική γλώσσα (βλ. C.A.H. ό.π. σελ. 373 και 516).
Πέρα όμως από τις παραπάνω ενδείξεις η εντύπωση ορισμένων ερευνητών είναι ότι οι Φιλισταίοι δεν πρέπει να είχαν σχέση με την θάλασσα και τον κόσμο του Αιγαίου, όπως υποστηρίζει π.χ. ο Γάλλος ερευνητής R. De Vaux μια αυθεντία στην ιστορική περίοδο που αναφερόμαστε και ο οποίος τονίζει ότι: «…τίποτε δεν μας δηλώνει ότι είχαν πίσω τους παράδοση ανθρώπων της θάλασσας…» (παρατίθεται από την Nancy K. Sandars: The Sea Peoples ό.π. σελ. 165). Η αρχαιολόγος Nancy K. Sandars (The Sea Peoples ό.π. σελ. 170) επιμένει ότι: «…τίποτε στην βιβλική αφήγηση δεν συνδέει τους Φιλισταίους με την θάλασσα, όμως οι εισβολές είχαν μια ναυτική πλευρά, αν και πιθανόν όχι τόσο σημαντική όσο υπονοούν τα αιγυπτιακά κείμενα…». Και παρακάτω: «…σε αντίθεση με τις πόλεις των θαλασσοπόρων Φοινίκων, όπως η Βύβλος, η Σιδών και η Τύρος, οι παλαιστινιακές παράκτιες πόλεις - Άζωτος, Γάζα, Saruhen, Tell el Ajjul, Tell Mor – απείχαν όλες λίγα μίλια από την ακτή, ενώ ελώδεις εκτάσεις και αμμόλοφοι παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε αυτές και την Μεσόγειο. Δεν υπάρχει κανένας φυσικός κόλπος ή αγκυροβόλιο νότια της Γιάφφας (Ιόππη). Όλες αυτές οι πόλεις όμως βρίσκονται στην αρχαία Via Maris (=Θαλάσσια Οδός - σημ. ΔΕΕ) από την Αίγυπτο, την μεγάλη εμπορική λεωφόρο που ένωνε αυτήν την χώρα με τον υπόλοιπο πολιτισμένο κόσμο…».
Σε όλα αυτά τα επιχειρήματα θα πρέπει να προστεθεί και η μαρτυρία του Λυδού ιστορικού Ξάνθου (σύγχρονος με τον Ηρόδοτο, 5ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος αναφέρει ότι ο πολυσυζητημένος ήρωας Μόψος, ο γιος του θεού Απόλλωνα και της κόρης του μάντη Τειρεσία, η οποία ονομαζόταν Μαντώ, μετέβη από την Κιλικία (όπου είχε ιδρύσει την πόλη Μοψουεστία, που διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά τους Βυζαντινούς χρόνους λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της θέσης) στην Ασκάλωνα, όπου πέταξε το άγαλμα της θεάς Αστάρτης στην ιερή λίμνη της και ότι πέθανε εκεί (βλ. C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 364). Κατά τον Ξάνθο επίσης, ιδρυτής της Ασκάλωνος ήταν ο Άσκαλος, ο αδελφός του Πέλοπος (R. Graves: The Greek Myths, No 169.6).
Ο Στράβων (ΙΔ΄ IV. 3) παραθέτει την άποψη του Καλλίνου (πιθανόν να εννοεί τον Καλλίνο τον Εφέσιο, λυρικό ποιητή του 7ου π.Χ. αιώνα), ο οποίος υποστήριζε ότι μετά τα Τρωϊκά, οι οπαδοί του μάντη Κάλχα (ο οποίος πέθανε από την καρδιά του στην Κλάρο κοντά στην Κολοφώνα, όταν δεν μπόρεσε να ανταγωνισθεί στην μαντική τέχνη τον Μόψο) πέρασαν την οροσειρά του Ταύρου υπό τον Μόψο και άλλοι έμειναν στην Παμφυλία, ενώ άλλοι σκόρπισαν στην Κιλικία και την Συρία μέχρι την Φοινίκη. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ο Μόψος υπήρξε το πρώτο πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας που επιβεβαιώθηκε η ιστορική του ύπαρξη μετά την αποκρυπτογράφηση το 1946 από τον H. Bossert της περίφημης δίγλωσσης επιγραφής που ανακαλύφθηκε στο Καράτεπε στην κοιλάδα του ποταμού Πύραμου (σημερ. Τζεϋχάν-Ceyhan) στην Κιλικία. Η επιγραφή αυτή που χρονολογήθηκε στον 9ο / 8ο αιώνα π.Χ. γραμμένη στο φοινικικό αλφάβητο και στην Λουβική ιερογλυφική γραφή (βλ. Λούβιοι), περιέχει ένα κείμενο όπου ο βασιλεύς Αζιταβάτας (Azitawatas), ένας φύλαρχος των Ντανούνα (DNNYM Φοινικ.) ή Αντανάβα (Adanawa Λουβ.), που από πολλούς συνδέονται με τους ήδη αναφερθέντες παραπάνω Ντενυέν των «Λαών της Θάλασσας», επικαλείται την καταγωγή του από τον οίκο του Μόψου (MPS στην Φοινικική-Mukshas στην Λουβική). Εικάζεται ότι αυτοί οι Ντανούνα πρέπει να σχετίζονται τόσο με τους Υπαχαιούς της Κιλικίας που μνημονεύει ο Ηρόδοτος (Ζ΄ 91) «…με αυτό το όνομα ήσαν γνωστοί παλαιότερα οι Κίλικες…», όσο και με τους πρωτο-Έλληνες Δαναούς (βλ. λεπτομέρειες για το φύλο αυτό στο Δημητρίου Ε. Ευαγγελίδη: Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων – ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ Θεσσαλονίκη 2004 Β΄ Έκδοση συμπληρωμένη) του ελλαδικού χώρου και της ομηρικής παράδοσης (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στην C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 363-366).
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish