Προελληνικοί αριοευρωπαϊκοί λαοί
Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές απόψεις, πριν από την εμφάνιση των πρώτων ελληνόγλωσσων φύλων στον ελλαδικό χώρο, είχαν προηγηθεί άλλα Αριοευρωπαϊκά φύλα, μεταξύ των οποίων και οι πολυσυζητημένοι Πελασγοί. Υπολογίζεται ότι η εμφάνισή των Πελασγών στον Ελλαδικό χώρο πρέπει να έγινε στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής (Χαλκολιθική ή Ενεολιθική, γύρω στο 2900/2800 π.Χ.), την ίδια περίοδο με την εμφάνιση και εγκατάσταση και των υπόλοιπων προελληνικών Αριοευρωπαϊκών φύλων όπως οι Αίμονες, Καδμείοι, Δρύοπες, Άονες, Ύαντες, Τέμμικες, Καύκωνες κ.λπ. [Για λεπτομέρειες βλ. Ι.Ε.Ε. τόμ. Α΄ σελ. 358-362, καθώς και τα αντίστοιχα λήμματα στο Δ. Ε. Ευαγγελίδη: «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων» – Β΄ Έκδοση συμπληρωμένη, Θεσσαλονίκη 2004. Ιδιαίτερα για τους Πελασγούς και τις διάφορες εξωφρενικές μυθοπλασίες που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, βλ. στο Δ. Ε. Ευαγγελίδη: «Μη-συμβατικές θεωρίες» - Οι κερδοσκόποι του «ελληνισμού» και ο φενακισμός των αφελών, Θεσσαλονίκη 2007. Για τους Πελασγούς και τους Καδμείους βλ. αντίστοιχες αναρτήσεις: Πελασγοί (Pelasgians) και Ήπειρωτικά (7)]
Αἳμονες: Κατά το «Λεξικόν Κυρίων Ὀνομάτων»: «…Κάτοικοι της Αιμονίας, μέρους (τμήματος) της Θεσσαλίας…». Γενάρχης τους ήταν ο Αίμων, υιός του Πελασγού και πατέρας του Θεσσαλού.
Κατά τον Πλίνιο (IV, 7.14) από τον Αίμονα ονομάσθηκε αρχικά Αιμονία ολόκληρη η Θεσσαλία για να περιορισθεί αργότερα αυτή η ονομασία σε ένα μικρό τμήμα της (το Δώτιον πεδίον, το βορειοανατολικό πεδινό τμήμα της Θεσσαλίας, πλησίον των Τεμπών). Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η θεσσαλική χώρα Αιμονία έλαβε αυτήν την ονομασία από την Αιμόνη, την κόρη του Δευκαλίωνος και της Πύρρας.
Στο Λεξικό του «Ηλίου» αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία :
«…Αίμονες: Όνομα των αρχαιοτάτων κατοίκων της Θεσσαλίας, προηγούμενον χρονολογικώς του «Θεσσαλοί». Ο λαός ούτος, κατά τους διαφόρους (αρχαίους) ιστορικούς, έζησεν εις εποχήν τόσον παλαιάν, ώστε παρέστη μάρτυς του τρομερού σεισμού, εις τον οποίον οφείλομεν την θαυμασίαν κοιλάδα των Τεμπών, σχηματισθείσαν διά της διασπάσεως της οροσειράς Ολύμπου και Όσσης. Δια της κοιλάδος αυτής διέρρευσαν τα ύδατα τα οποία απετέλουν τεράστιαν λίμνην και εκάλυπτον ολόκληρον την έκτασιν της σημερινής πεδιάδος της Λαρίσης. Κατά την παράδοσιν οι Αίμονες, καθώς και η χώρα των, έλαβων το όνομά των από την Αιμόνην, θυγατέρα του Δευκαλίωνος ή από τον Αίμονα, υιόν του Πελασγού.
Κατ’ άλλην εκδοχήν, βασιζομένην και εις στίχους του Πινδάρου, οι Αίμονες ή και Αιμονιείς, είναι λαός εισβαλών εκ Θεσπρωτίας της Ηπείρου εις την σημερινήν Θεσσαλίαν υπό τον Αίατον (υιός Φειδίππου, πατήρ του Θεσσαλού, Ηρακλείδης – "Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων", αλλά παρακάτω, στο σχετικό λήμμα, ο Φείδιππος αναφέρεται ως υιός του Θεσσαλού, εγγονός του Ηρακλέους, ο οποίος ως μνηστήρας της Ελένης συνεξεστράτευσε κατά της Τροίας επί 30 πλοίων μετά των εκ των Σποράδων νησιωτών [Ιλιάς, Β 678]. Μετά το τέλος του πολέμου ερρίφθη υπό των σφοδρών ανέμων στις ακτές της Ηπείρου όπου έκτισε την πόλη Θεσπρωτία σ.σ.) και μετά την εν τη θεσσαλική Άρνη νίκην των κατά των εντοπίων, πολεμήσαντες κατά του Πηλέως, τον ηνάγκασαν να παραχωρήσει ως δείγμα υποταγής, την εκ παλαιοτάτων χρόνων ενδοξωτάτην Ιωλκόν. Έκτοτε ωνομάσθη επί τινα χρόνον Αιμονία, όχι μόνον η Ιωλκίτις και η πλησίον της Πελασγιώτις χώρα, αλλά και ολόκληρος η Θεσσαλία…».
Ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου τέλος, τους θεωρεί Προέλληνες Ινδοευρωπαίους (=Αριοευρωπαίους) και αναφέρει τα εξής (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 358) :
«…Το όνομα των Αιμόνων μπορεί να ετυμολογηθεί είτε από το ελληνικό επίθετο αἳμων που σημαίνει «αιματηρός, αιματώδης» είτε από μια άλλη ομόηχη ελληνική λέξη με σημασία «ζηλωτής, επιτήδειος» είτε από το ουσιαστικό αἷμος που σημαίνει «θάμνος, περιοχή με θάμνους» και που είναι επίσης το όνομα του όρους Αίμου (αυτή η τελευταία είναι και η επικρατέστερη ετυμολογία σ.σ.).
Από την αρχαία γραμματεία έφθασαν ως την εποχή μας αναμνήσεις που τοποθετούν τους Αίμονες στη Θεσσαλία και ειδικότερα στο Δώτιον πεδίον, στη Λάρισα και στην Ιωλκό. Ως κατάλοιπα του ιδίου λαού μπορούν να θεωρηθούν εξ άλλου τα ονόματα των τόπων (Αίμων, Αιμονία, Αιμονιαί) και τα ονόματα ηρώων (Αίμων, Αιμόνιος) που εντοπίζονται στη Βοιωτία, στην Αιτωλία και στην νότια Αρκαδία. Παραπλήσια είναι η διάδοση του Πολιτισμού της Γκουμέλνιτσας: Εκτός από την Θράκη, απαντά στο Ραχμάνι της Θεσσαλίας, στον Άγιο Νικόλαο της Ακαρνανίας, στην Ασέα της Αρκαδίας (σε ελάχιστη απόσταση από την αρκαδική πόλη Αιμονιαί). Εστία του πολιτισμού αυτού είναι η περιοχή του Αίμου. Είναι λοιπό εύλογο να υποθέσει κάποιος, ότι οι Αίμονες υπήρξαν οι φορείς του Πολιτισμού της Γκουμέλνιτσας στην Ελλάδα, στην αρχή της Πρώϊμης Χαλκοκρατίας, δηλαδή γύρω στο 3000 π.Χ. …».
Ἂονες: Προελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο, εγκατεστημένο στην Βοιωτία και ειδικότερα στην περιοχή των Θηβών. Οι παραδόσεις, αναφέρουν ότι οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βοιωτίας, ήσαν ο αυτόχθων Ώγυγος και οι προέλληνες Έκτηνες ή Εκτήνες (Ελλάνικος), οι Λέλεγες και οι Πελασγοί (Εκαταίος), που τους υπέταξαν οι Άονες που ήλθαν στην Βοιωτία από την θάλασσα, μέσω Αττικής (Σούνιο), μαζί με δύο άλλους πανάρχαιους λαούς, τους Τέμμικες και τους Ύαντες. Τα δύο τελευταία φύλα θεωρούνται σήμερα επίσης αριοευρωπαϊκά (βλ. αντίστοιχα λήμματα). Οι Εκτήνες χάθηκαν από λοιμό, οι Ύαντες και οι Τέμμικες εκδιώχθηκαν ή εξοντώθηκαν, ενώ οι Άονες παρέμειναν στην περιοχή και μετά την εισβολή των Καδμείων, στους οποίους υποτάχθηκαν και ζούσαν ως υποτελείς τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το παλαιότερο όνομα της Βοιωτίας ήταν Αονία δηλ. χώρα των Αόνων. Δεν πρέπει να συγχέονται με τους Χάονες, ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα της Ηπείρου.
Δρύοπες: Πανάρχαιο προ-ελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο, εγκατεστημένο κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους, στην κοιλάδα του Σπερχειού και ειδικότερα γύρω από την Οίτη και τον Παρνασσό. Με την είσοδό τους στον ελλαδικό χώρο, ακολουθώντας τους Θεσπρωτούς, είχαν καταλάβει μια περιοχή της Ηπείρου που έφερε από τότε την ονομασία Δρυοπίς (Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα).
Αργότερα μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Σπερχειού.
Ο Στράβων τους χαρακτηρίζει ως βαρβαρικό λαό, απηχώντας προφανώς αντιλήψεις των Ελλήνων για το φύλο αυτό που γνώριζαν καλά, αφού τμήματα Δρυόπων είχαν επιζήσει μέχρι την Κλασσική Εποχή.
Σύμφωνα με τις μυθολογικές παραδόσεις (βλ. Robert Graves: Greek Myths, Vol. 2 p.196), ο Ηρακλής εξοργισμένος από την σύληση του Ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς από τους Δρύοπες, τους νίκησε αφού σκότωσε τον βασιλιά τους Φύλα. Στην συνέχεια, τους έδιωξε από την πόλη τους στο όρος Παρνασσός και την έδωσε στους Μαλιείς, που τον είχαν βοηθήσει. Τους ηγέτες των Δρυόπων τους έφερε για δούλους στο Ιερό των Δελφών, αλλά ο Απόλλων τους έδιωξε, επειδή δεν τους χρειαζόταν και τους έστειλε στην Πελοπόννησο, στον βασιλιά Ευρυσθέα. Με την εντολή του Ευρυσθέα και με την βοήθεια και άλλων φυγάδων συμπατριωτών τους, οι Δρύοπες θα ιδρύσουν τρείς πόλεις στην Ερμιονίδα, την Ασίνη, την Ερμιόνη και την Ειόνη (;). Από τους υπόλοιπους Δρύοπες, άλλοι κατέφυγαν στην νότια Εύβοια (Στύρα, Κάρυστος), άλλοι στην Κύπρο, άλλοι στην Μ. Ασία και άλλοι στο νησί της Κύθνου. Οι παραπάνω μυθολογικές παραδόσεις απηχούν τις μετακινήσεις και τις συγκρούσεις αυτού του προ-ελληνικού φύλου με τα ελληνικά φύλα κατά την διάρκεια της Εποχής του Ορειχάλκου.
Στους Αρχαϊκούς χρόνους, οι Δρύοπες της Ασίνης θα βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες όταν θα εισβάλουν, στα τέλη περίπου του 8ου αιώνα π.Χ., στην Αργολίδα και θα την δηώσουν. Μετά την αποχώρηση των Σπαρτιατών, οι Αργείοι θα εκστρατεύσουν εναντίον της Ασίνης, θα την καταλάβουν και θα την κατεδαφίσουν, εξαναγκάζοντας τους κατοίκους της να αναζητήσουν άλλη περιοχή εγκατάστασης. Θα καταφύγουν στους Σπαρτιάτες και θα τους βοηθήσουν στους Μεσσηνιακούς πολέμους. Για να τους ανταμείψουν θα τους παραχωρήσουν εκτάσεις στην Μεσσηνία όπου οι Δρύοπες θα ιδρύσουν την μεσσηνιακή Ασίνη, στην δυτική πλευρά του Μεσσηνιακού κόλπου.
Ως προς το όνομα Δρύοπες, είναι αριοευρωπαϊκό και κατά τον καθηγητή Μιχ. Σακελλαρίου (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 362) «… αναλύεται στο θέμα δρυ- “δένδρο, δρυς” και στο επίθημα – οπ -, γνωστό από πολλά εθνικά και τοπωνύμια στην Ελλάδα, στην Ιλλυρία, στη Θράκη, αλλά και από λέξεις της ελληνικής που δηλώνουν διάφορα είδη πουλιών και εντόμων. Ένα πολύ όμοιο όνομα έφεραν οι Δευρίοπες ή Δουρίοπες στην Ιλλυρία (δρυ-, δευρ-, δουρ-, ανάγονται όλα στο ίδιο ινδοευρωπαϊκό θέμα)…».
Καύκωνες: Προελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο, το οποίο εντοπίζεται κυρίως στην δυτική Πελοπόννησο και ειδικά στην Μεσσηνία την οποία κατείχαν μέχρι την εισβολή των Αχαιών (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 362) στις αρχές της Μυκηναϊκής Εποχής (Υστεροελλαδική 1600-1100 π.Χ.). Στα ομηρικά έπη αναφέρονται τόσο στην Ιλιάδα (Κ 429), ως σύμμαχοι των Τρώων, αλλά και σε μια σκηνή όπου παρεμβαίνει ο θεός Απόλλων στην μάχη μεταξύ του Αχιλλέα και του Αινεία (που τον πετάει για να τον σώσει, πέρα) «…εκεί που οπλίζονταν οι Καύκωνες για τον πόλεμο…» (Υ 329), όσο και στην Οδύσσεια (Γ 366), όπου η θεά Αθηνά με την μορφή του Μέντορα δηλώνει στον Νέστορα ότι θα ταξιδέψει με ένα καράβι «…ανάμεσα στους μεγάθυμους Καύκωνες…».
Ο Ηρόδοτος μνημονεύει επίσης τους Καύκωνες (Α΄ 147) και ιδιαίτερα αυτούς της Τριφυλίας (παραλιακή χώρα της Ηλείας, στα νότια της Πισάτιδος, μέχρι τα σύνορα της Μεσσηνίας) και την εκδίωξή τους από την χώρα τους (Δ΄ 148), από ένα τμήμα Μινύων, που είχαν καταφύγει αρχικά στην Λακωνία, μετά την κατάκτηση της Βοιωτίας από στίφη Πελασγών και Θρακών (γύρω στο 1200 π.Χ.).
Αρκετά στοιχεία για τους Καύκωνες αναφέρονται από τον Στράβωνα, ο οποίος τους μνημονεύει ανάμεσα στους παλαιότερους κατοίκους του ελλαδικού χώρου (Ζ΄ VII. 1 ), ενώ σε άλλα σημεία δίνει σημαντικές πληροφορίες για τις περιοχές εγκατάστασής τους, που όπως προαναφέραμε εντοπίζονται στην δυτική Πελοπόννησο - Η΄ ΙΙΙ. 11,17 και 30, καθώς και VΙΙ. 5). Καταγράφει μάλιστα και την παράδοση ότι ολόκληρη η Ηλεία, από την Μεσσηνία μέχρι την πόλη Δύμη (στα σύνορα Ηλείας και Αχαΐας) και ιδιαίτερα η Τριφυλία, ονομαζόταν παλαιότερα Καυκωνία, από τους Καύκωνες που κατοικούσαν εκεί (Η΄ ΙΙΙ. 17). Επίσης ότι οι αναφερόμενοι ως σύμμαχοι των Τρώων Καύκωνες, έφθασαν μάλλον από την Παφλαγονία (στις βόρειες ακτές της Μ. Ασίας, στον Εύξεινο Πόντο), όπου υπήρχε (την εποχή του Στράβωνα) ένας λαός με την ονομασία Καυκωνιάται, γείτονες με τους Μαριανδυνούς, ένα φύλο Παφλαγόνων. Προφανώς αυτά τα στοιχεία είχε υπόψη και ο συντάκτης του "Λεξικού Κυρίων Ονομάτων", στο οποίο αναφέρεται: «Καύκωνες = λαός της Βιθυνίας, κατά τα σύνορα της Παφλαγονίας, οὗ μία φυλή κατώκησεν εις την εν Πελοποννήσω Καυκωνίαν μεταξύ Ήλιδος και Μεσσηνίας».
Τέλος ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει στο λήμμα Δ ύ μ η: «…πόλις Αχαΐας, εσχάτη προς δύσιν … και Δ ύ μ η, η χώρα πάλαι εκαλείτο, η δε πόλις Σ τ ρ ά τ ο ς, ύστερον δε και η πόλις και η χώρα Δύμη εκλήθησαν … Αντίμαχος Καυκωνίδα φησίν αυτήν από Καύκωνος ποταμού…».
Οι Καύκωνες θα συγχωνευθούν με τα ελληνικά φύλα που κατέκτησαν τις περιοχές εγκατάστασής τους και θα αφομοιωθούν μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής, οπότε και θα εξαφανισθούν.
Πρωτο - Ἀχαιοί: Συμβατική ονομασία ενός πανάρχαιου προελληνικού Αριοευρωπαϊκού φύλου, που εντοπίζεται κυρίως στην ΝΑ Θεσσαλία, στο τμήμα της που ήταν γνωστό ως Αχαΐα Φθιώτις (βλ. Χάρτη στην ανάρτηση Αρχαία Θεσσαλία. Οι Αχαιοί της Μυκηναϊκής Εποχής ήσαν ένα ελληνικό φύλο, αλλά το όνομά τους δεν ήταν ελληνικό και το πήραν όπως αποδείχθηκε από τον προελληνικό λαό που έφερε αυτό το όνομα και τον οποίο ονομάζουμε συμβατικά Πρωτο-Αχαιούς για να τους διακρίνουμε από τους ελληνόγλωσσους Αχαιούς.
Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες για το όνομα Αχαιοί, αλλά επικρατέστερη θεωρείται αυτή που το ανάγει στην αριοευρωπαϊκή ρίζα akw- «νερό», γιατί είναι η μόνη που επιδέχεται σημασιολογική επιβεβαίωση. Αυτό συνάγεται και από συγκεκριμένα στοιχεία πανάρχαιων παραδόσεων όπως το γεγονός ότι μια πηγή στην Μεσσηνία λεγόταν Αχαΐα και ένας ποταμός που χύνεται στον ανατολικό Εύξεινο Πόντο ονομαζόταν Αχαιοῦς. Αλλά και γενικότερα η ρίζα αχ- απαντά σε πολλά ονόματα ποταμών: Αχ-ελώος, Ίν-αχ-ος, Αχ-άμας, Αχ-άτης, Αχ-έλης, Αχ-άρδεος. Ο Αχιλλεύς επίσης αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα μια παμπάλαια θεότητα του υγρού στοιχείου και πέρα από τις μαρτυρίες για λατρείες του Αχιλλέως ως θεού σε διάφορα μέρη της κυρίως Ελλάδος, σε μερικές αποικίες του Ευξείνου Πόντου τιμούσαν ως θεό τον Αχιλλέα Ποντάρχη.
Όπως έχει διευκρινισθεί «…Η ρίζα akw- στην ελληνική θα είχε δώσει απ- ή ατ- (ανάλογα με τα φωνήεντα που θα ακολουθούσαν και ανάλογα με την διάλεκτο). Από την άλλη μεριά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι :
α) το προελληνικό ινδοευρωπαϊκό υπόστρωμα μετέτρεψε το kw- σε κ
β) μια τουλάχιστον γλώσσα ή διάλεκτος αυτού του υποστρώματος μετέτρεψε το κ σε χ. Αυτή η γλώσσα θα ήταν λοιπόν εκείνη που κληροδότησε στους Έλληνες τα ονόματα Αχαιοί, Αχιλλεύς, Αχελώος, Αχάμας, Αχάτης, Αχέλης, Ίναχος.
[…] Οι Έλληνες Αχαιοί απλώθηκαν σε διάφορες ελληνικές χώρες από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Άρα σ’ αυτή την περιοχή επεκάθισαν σε ένα πληθυσμό πρωτο-αχαϊκό, από τον οποίο πήραν και το όνομα και μερικές λατρείες. Άλλα τμήματα Πρωτο – Αχαιών ίσως κατείχαν την Αθαμανία και την Αιτωλία, χώρες όπου απαντούν τα υδρωνύμια Ίναχος και Αχελώος. Πολλά ονόματα ποταμών και άλλων τόπων, καθώς και θεών, με ρίζα αχ- μαρτυρούνται επίσης στην κεντρική και ανατολική Στερεά, στην Πελοπόννησο, σε νησιά του Αιγαίου, στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά είναι δύσκολο να αποφανθούμε ποια από αυτά ανάγονται σε εγκαταστάσεις Πρωτο-Αχαιών και δεν έχουν δοθεί από Έλληνες Αχαιούς.
…Έξω από την Ελλάδα βρίσκουμε λαό με όνομα Αχαιοί στα ανατολικά παράλια του Ευξείνου. Στην ίδια περιοχή εντοπίζονται ονόματα ποταμών Αχαιοῦς και Ἀχάρδεος, καθώς και ένας οικισμός Ἀχαΐα […] Αυτός ο λαός θα ήταν ίσως ένα παρακλάδι των Πρωτο-Αχαιών και τα τοπωνύμια που αναφέραμε πιο πάνω, ισάριθμα ίχνη παλαιών εγκαταστάσεων των ιδίων…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 361).
Τέμμικες: Αρχαιότατος προελληνικός Αριοευρωπαϊκός λαός, που κατά την παράδοση και συγκεκριμένα σύμφωνα με τον αρχαίο Ιστορικό και Γεωγράφο του 6ου αιώνα π.Χ. Εκαταίο τον Μιλήσιο, κατοικούσε στην Βοιωτία, πριν από την κατάκτησή της από τους Καδμείους. Κατά το "Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων": «…αρχαίοι κάτοικοι της Βοιωτίας, μετοικήσαντες εκεί εκ των αρκτώων μερών της Ελλάδος…». Στο "Λεξικόν Ελληνικής Αρχαιολογίας" αναφέρονται ως Τέμμινες «…αρχαίοι κάτοικοι της Βοιωτίας, εξ αρκτώων μερών εις αυτήν μετοικήσαντες (Αριστοφάνους Αχαρνής 477)…».
Ο Στράβων τους μνημονεύει ως κατακτητές της Βοιωτίας (Ζ΄ VII.1) και ως παλαιότερους κατοίκους της που έφθασαν εκεί μαζί με τους Άονες (Θ΄ ΙΙ.3) από το Σούνιο. Τέλος, στον Στέφανο Βυζάντιο, λεξικογραφούνται στον Ενικό ως Τέμμιξ με τα ακόλουθα σχόλια: «…έθνος πρώτον οικήσαν εν Βοιωτία. Λυκόφρων “Άρνης παλαιάς γέννα, Τεμμίκων πρόμοι”. το θηλυκόν Τεμμικία παρά τω αυτώ "όν Βομβύλεια κλιτύς η Τεμμικία". και Τεμμίκιος το κτητικόν· Μενέλαος δε δια του ῑ “Τεμμίκιον ἄστυ” ἐν πρώτῳ Θηβαΐδος φησίν…».
Ὕαντες: Αρχαιότατος προελληνικός αριοευρωπαϊκός λαός, τμήματα του οποίου εντοπίζονται στην Βοιωτία κοντά στην λίμνη Κωπαΐδα, στην Φωκίδα, στην Δυτική Λοκρίδα (στην περιοχή που θα γίνει γνωστή στους ιστορικούς χρόνους ως Οζολία Λοκρίς) και στην Αιτωλία. Σύμφωνα με το Λ.Κ.Ο. «…οι πρώτοι και αρχαιότατοι κάτοικοι της Βοιωτίας, εκδιωχθέντες εκείθεν υπό του Κάδμου και των Φοινίκων αυτού και μεταβάντες οι μεν εις Φωκίδα, ένθα έκτισαν την Υάμπολιν, οι δε εις Αιτωλίαν, ήτις αρχαιότατα απ’ αυτών εκλήθη Υαντίς, ένθα κατώκησαν την Πλευρώνα…». Τα παραπάνω σχετικά με την εκδίωξη των Υάντων από την Βοιωτία και την εγκατάστασή τους στην Φωκίδα και Αιτωλία, αναφέρει ο Στράβων (Θ΄ ΙΙ. 3 και ΙΙΙ. 15 καθώς και Ι΄ ΙΙΙ. 4). Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο οι Ύαντες ήσαν: «…έθνος περί Αλαλκομένιον. λέγονται και Υάντειοι… έστι και Υαντία πόλις Λοκρών…». Σημειώνουμε ότι το Αλαλκομένιον ήταν πανάρχαιο ιερό της Αθηνάς, κοντά στην βοιωτική πόλη Αλαλκομεναί, στην νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Κωπαΐδας.
Κατά τον Πλίνιο (IV, 7.14) από τον Αίμονα ονομάσθηκε αρχικά Αιμονία ολόκληρη η Θεσσαλία για να περιορισθεί αργότερα αυτή η ονομασία σε ένα μικρό τμήμα της (το Δώτιον πεδίον, το βορειοανατολικό πεδινό τμήμα της Θεσσαλίας, πλησίον των Τεμπών). Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η θεσσαλική χώρα Αιμονία έλαβε αυτήν την ονομασία από την Αιμόνη, την κόρη του Δευκαλίωνος και της Πύρρας.
Στο Λεξικό του «Ηλίου» αναφέρονται τα εξής ενδιαφέροντα στοιχεία :
«…Αίμονες: Όνομα των αρχαιοτάτων κατοίκων της Θεσσαλίας, προηγούμενον χρονολογικώς του «Θεσσαλοί». Ο λαός ούτος, κατά τους διαφόρους (αρχαίους) ιστορικούς, έζησεν εις εποχήν τόσον παλαιάν, ώστε παρέστη μάρτυς του τρομερού σεισμού, εις τον οποίον οφείλομεν την θαυμασίαν κοιλάδα των Τεμπών, σχηματισθείσαν διά της διασπάσεως της οροσειράς Ολύμπου και Όσσης. Δια της κοιλάδος αυτής διέρρευσαν τα ύδατα τα οποία απετέλουν τεράστιαν λίμνην και εκάλυπτον ολόκληρον την έκτασιν της σημερινής πεδιάδος της Λαρίσης. Κατά την παράδοσιν οι Αίμονες, καθώς και η χώρα των, έλαβων το όνομά των από την Αιμόνην, θυγατέρα του Δευκαλίωνος ή από τον Αίμονα, υιόν του Πελασγού.
Κατ’ άλλην εκδοχήν, βασιζομένην και εις στίχους του Πινδάρου, οι Αίμονες ή και Αιμονιείς, είναι λαός εισβαλών εκ Θεσπρωτίας της Ηπείρου εις την σημερινήν Θεσσαλίαν υπό τον Αίατον (υιός Φειδίππου, πατήρ του Θεσσαλού, Ηρακλείδης – "Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων", αλλά παρακάτω, στο σχετικό λήμμα, ο Φείδιππος αναφέρεται ως υιός του Θεσσαλού, εγγονός του Ηρακλέους, ο οποίος ως μνηστήρας της Ελένης συνεξεστράτευσε κατά της Τροίας επί 30 πλοίων μετά των εκ των Σποράδων νησιωτών [Ιλιάς, Β 678]. Μετά το τέλος του πολέμου ερρίφθη υπό των σφοδρών ανέμων στις ακτές της Ηπείρου όπου έκτισε την πόλη Θεσπρωτία σ.σ.) και μετά την εν τη θεσσαλική Άρνη νίκην των κατά των εντοπίων, πολεμήσαντες κατά του Πηλέως, τον ηνάγκασαν να παραχωρήσει ως δείγμα υποταγής, την εκ παλαιοτάτων χρόνων ενδοξωτάτην Ιωλκόν. Έκτοτε ωνομάσθη επί τινα χρόνον Αιμονία, όχι μόνον η Ιωλκίτις και η πλησίον της Πελασγιώτις χώρα, αλλά και ολόκληρος η Θεσσαλία…».
Ο καθηγητής Μιχ. Σακελλαρίου τέλος, τους θεωρεί Προέλληνες Ινδοευρωπαίους (=Αριοευρωπαίους) και αναφέρει τα εξής (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 358) :
«…Το όνομα των Αιμόνων μπορεί να ετυμολογηθεί είτε από το ελληνικό επίθετο αἳμων που σημαίνει «αιματηρός, αιματώδης» είτε από μια άλλη ομόηχη ελληνική λέξη με σημασία «ζηλωτής, επιτήδειος» είτε από το ουσιαστικό αἷμος που σημαίνει «θάμνος, περιοχή με θάμνους» και που είναι επίσης το όνομα του όρους Αίμου (αυτή η τελευταία είναι και η επικρατέστερη ετυμολογία σ.σ.).
Από την αρχαία γραμματεία έφθασαν ως την εποχή μας αναμνήσεις που τοποθετούν τους Αίμονες στη Θεσσαλία και ειδικότερα στο Δώτιον πεδίον, στη Λάρισα και στην Ιωλκό. Ως κατάλοιπα του ιδίου λαού μπορούν να θεωρηθούν εξ άλλου τα ονόματα των τόπων (Αίμων, Αιμονία, Αιμονιαί) και τα ονόματα ηρώων (Αίμων, Αιμόνιος) που εντοπίζονται στη Βοιωτία, στην Αιτωλία και στην νότια Αρκαδία. Παραπλήσια είναι η διάδοση του Πολιτισμού της Γκουμέλνιτσας: Εκτός από την Θράκη, απαντά στο Ραχμάνι της Θεσσαλίας, στον Άγιο Νικόλαο της Ακαρνανίας, στην Ασέα της Αρκαδίας (σε ελάχιστη απόσταση από την αρκαδική πόλη Αιμονιαί). Εστία του πολιτισμού αυτού είναι η περιοχή του Αίμου. Είναι λοιπό εύλογο να υποθέσει κάποιος, ότι οι Αίμονες υπήρξαν οι φορείς του Πολιτισμού της Γκουμέλνιτσας στην Ελλάδα, στην αρχή της Πρώϊμης Χαλκοκρατίας, δηλαδή γύρω στο 3000 π.Χ. …».
Ἂονες: Προελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο, εγκατεστημένο στην Βοιωτία και ειδικότερα στην περιοχή των Θηβών. Οι παραδόσεις, αναφέρουν ότι οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βοιωτίας, ήσαν ο αυτόχθων Ώγυγος και οι προέλληνες Έκτηνες ή Εκτήνες (Ελλάνικος), οι Λέλεγες και οι Πελασγοί (Εκαταίος), που τους υπέταξαν οι Άονες που ήλθαν στην Βοιωτία από την θάλασσα, μέσω Αττικής (Σούνιο), μαζί με δύο άλλους πανάρχαιους λαούς, τους Τέμμικες και τους Ύαντες. Τα δύο τελευταία φύλα θεωρούνται σήμερα επίσης αριοευρωπαϊκά (βλ. αντίστοιχα λήμματα). Οι Εκτήνες χάθηκαν από λοιμό, οι Ύαντες και οι Τέμμικες εκδιώχθηκαν ή εξοντώθηκαν, ενώ οι Άονες παρέμειναν στην περιοχή και μετά την εισβολή των Καδμείων, στους οποίους υποτάχθηκαν και ζούσαν ως υποτελείς τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το παλαιότερο όνομα της Βοιωτίας ήταν Αονία δηλ. χώρα των Αόνων. Δεν πρέπει να συγχέονται με τους Χάονες, ένα από τα αρχαία ελληνικά φύλα της Ηπείρου.
Δρύοπες: Πανάρχαιο προ-ελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο, εγκατεστημένο κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους, στην κοιλάδα του Σπερχειού και ειδικότερα γύρω από την Οίτη και τον Παρνασσό. Με την είσοδό τους στον ελλαδικό χώρο, ακολουθώντας τους Θεσπρωτούς, είχαν καταλάβει μια περιοχή της Ηπείρου που έφερε από τότε την ονομασία Δρυοπίς (Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα).
Αργότερα μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Σπερχειού.
Ο Στράβων τους χαρακτηρίζει ως βαρβαρικό λαό, απηχώντας προφανώς αντιλήψεις των Ελλήνων για το φύλο αυτό που γνώριζαν καλά, αφού τμήματα Δρυόπων είχαν επιζήσει μέχρι την Κλασσική Εποχή.
Σύμφωνα με τις μυθολογικές παραδόσεις (βλ. Robert Graves: Greek Myths, Vol. 2 p.196), ο Ηρακλής εξοργισμένος από την σύληση του Ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς από τους Δρύοπες, τους νίκησε αφού σκότωσε τον βασιλιά τους Φύλα. Στην συνέχεια, τους έδιωξε από την πόλη τους στο όρος Παρνασσός και την έδωσε στους Μαλιείς, που τον είχαν βοηθήσει. Τους ηγέτες των Δρυόπων τους έφερε για δούλους στο Ιερό των Δελφών, αλλά ο Απόλλων τους έδιωξε, επειδή δεν τους χρειαζόταν και τους έστειλε στην Πελοπόννησο, στον βασιλιά Ευρυσθέα. Με την εντολή του Ευρυσθέα και με την βοήθεια και άλλων φυγάδων συμπατριωτών τους, οι Δρύοπες θα ιδρύσουν τρείς πόλεις στην Ερμιονίδα, την Ασίνη, την Ερμιόνη και την Ειόνη (;). Από τους υπόλοιπους Δρύοπες, άλλοι κατέφυγαν στην νότια Εύβοια (Στύρα, Κάρυστος), άλλοι στην Κύπρο, άλλοι στην Μ. Ασία και άλλοι στο νησί της Κύθνου. Οι παραπάνω μυθολογικές παραδόσεις απηχούν τις μετακινήσεις και τις συγκρούσεις αυτού του προ-ελληνικού φύλου με τα ελληνικά φύλα κατά την διάρκεια της Εποχής του Ορειχάλκου.
Στους Αρχαϊκούς χρόνους, οι Δρύοπες της Ασίνης θα βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες όταν θα εισβάλουν, στα τέλη περίπου του 8ου αιώνα π.Χ., στην Αργολίδα και θα την δηώσουν. Μετά την αποχώρηση των Σπαρτιατών, οι Αργείοι θα εκστρατεύσουν εναντίον της Ασίνης, θα την καταλάβουν και θα την κατεδαφίσουν, εξαναγκάζοντας τους κατοίκους της να αναζητήσουν άλλη περιοχή εγκατάστασης. Θα καταφύγουν στους Σπαρτιάτες και θα τους βοηθήσουν στους Μεσσηνιακούς πολέμους. Για να τους ανταμείψουν θα τους παραχωρήσουν εκτάσεις στην Μεσσηνία όπου οι Δρύοπες θα ιδρύσουν την μεσσηνιακή Ασίνη, στην δυτική πλευρά του Μεσσηνιακού κόλπου.
Ως προς το όνομα Δρύοπες, είναι αριοευρωπαϊκό και κατά τον καθηγητή Μιχ. Σακελλαρίου (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 362) «… αναλύεται στο θέμα δρυ- “δένδρο, δρυς” και στο επίθημα – οπ -, γνωστό από πολλά εθνικά και τοπωνύμια στην Ελλάδα, στην Ιλλυρία, στη Θράκη, αλλά και από λέξεις της ελληνικής που δηλώνουν διάφορα είδη πουλιών και εντόμων. Ένα πολύ όμοιο όνομα έφεραν οι Δευρίοπες ή Δουρίοπες στην Ιλλυρία (δρυ-, δευρ-, δουρ-, ανάγονται όλα στο ίδιο ινδοευρωπαϊκό θέμα)…».
Καύκωνες: Προελληνικό αριοευρωπαϊκό φύλο, το οποίο εντοπίζεται κυρίως στην δυτική Πελοπόννησο και ειδικά στην Μεσσηνία την οποία κατείχαν μέχρι την εισβολή των Αχαιών (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 362) στις αρχές της Μυκηναϊκής Εποχής (Υστεροελλαδική 1600-1100 π.Χ.). Στα ομηρικά έπη αναφέρονται τόσο στην Ιλιάδα (Κ 429), ως σύμμαχοι των Τρώων, αλλά και σε μια σκηνή όπου παρεμβαίνει ο θεός Απόλλων στην μάχη μεταξύ του Αχιλλέα και του Αινεία (που τον πετάει για να τον σώσει, πέρα) «…εκεί που οπλίζονταν οι Καύκωνες για τον πόλεμο…» (Υ 329), όσο και στην Οδύσσεια (Γ 366), όπου η θεά Αθηνά με την μορφή του Μέντορα δηλώνει στον Νέστορα ότι θα ταξιδέψει με ένα καράβι «…ανάμεσα στους μεγάθυμους Καύκωνες…».
Ο Ηρόδοτος μνημονεύει επίσης τους Καύκωνες (Α΄ 147) και ιδιαίτερα αυτούς της Τριφυλίας (παραλιακή χώρα της Ηλείας, στα νότια της Πισάτιδος, μέχρι τα σύνορα της Μεσσηνίας) και την εκδίωξή τους από την χώρα τους (Δ΄ 148), από ένα τμήμα Μινύων, που είχαν καταφύγει αρχικά στην Λακωνία, μετά την κατάκτηση της Βοιωτίας από στίφη Πελασγών και Θρακών (γύρω στο 1200 π.Χ.).
Αρκετά στοιχεία για τους Καύκωνες αναφέρονται από τον Στράβωνα, ο οποίος τους μνημονεύει ανάμεσα στους παλαιότερους κατοίκους του ελλαδικού χώρου (Ζ΄ VII. 1 ), ενώ σε άλλα σημεία δίνει σημαντικές πληροφορίες για τις περιοχές εγκατάστασής τους, που όπως προαναφέραμε εντοπίζονται στην δυτική Πελοπόννησο - Η΄ ΙΙΙ. 11,17 και 30, καθώς και VΙΙ. 5). Καταγράφει μάλιστα και την παράδοση ότι ολόκληρη η Ηλεία, από την Μεσσηνία μέχρι την πόλη Δύμη (στα σύνορα Ηλείας και Αχαΐας) και ιδιαίτερα η Τριφυλία, ονομαζόταν παλαιότερα Καυκωνία, από τους Καύκωνες που κατοικούσαν εκεί (Η΄ ΙΙΙ. 17). Επίσης ότι οι αναφερόμενοι ως σύμμαχοι των Τρώων Καύκωνες, έφθασαν μάλλον από την Παφλαγονία (στις βόρειες ακτές της Μ. Ασίας, στον Εύξεινο Πόντο), όπου υπήρχε (την εποχή του Στράβωνα) ένας λαός με την ονομασία Καυκωνιάται, γείτονες με τους Μαριανδυνούς, ένα φύλο Παφλαγόνων. Προφανώς αυτά τα στοιχεία είχε υπόψη και ο συντάκτης του "Λεξικού Κυρίων Ονομάτων", στο οποίο αναφέρεται: «Καύκωνες = λαός της Βιθυνίας, κατά τα σύνορα της Παφλαγονίας, οὗ μία φυλή κατώκησεν εις την εν Πελοποννήσω Καυκωνίαν μεταξύ Ήλιδος και Μεσσηνίας».
Τέλος ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρει στο λήμμα Δ ύ μ η: «…πόλις Αχαΐας, εσχάτη προς δύσιν … και Δ ύ μ η, η χώρα πάλαι εκαλείτο, η δε πόλις Σ τ ρ ά τ ο ς, ύστερον δε και η πόλις και η χώρα Δύμη εκλήθησαν … Αντίμαχος Καυκωνίδα φησίν αυτήν από Καύκωνος ποταμού…».
Οι Καύκωνες θα συγχωνευθούν με τα ελληνικά φύλα που κατέκτησαν τις περιοχές εγκατάστασής τους και θα αφομοιωθούν μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής Εποχής, οπότε και θα εξαφανισθούν.
Πρωτο - Ἀχαιοί: Συμβατική ονομασία ενός πανάρχαιου προελληνικού Αριοευρωπαϊκού φύλου, που εντοπίζεται κυρίως στην ΝΑ Θεσσαλία, στο τμήμα της που ήταν γνωστό ως Αχαΐα Φθιώτις (βλ. Χάρτη στην ανάρτηση Αρχαία Θεσσαλία. Οι Αχαιοί της Μυκηναϊκής Εποχής ήσαν ένα ελληνικό φύλο, αλλά το όνομά τους δεν ήταν ελληνικό και το πήραν όπως αποδείχθηκε από τον προελληνικό λαό που έφερε αυτό το όνομα και τον οποίο ονομάζουμε συμβατικά Πρωτο-Αχαιούς για να τους διακρίνουμε από τους ελληνόγλωσσους Αχαιούς.
Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες για το όνομα Αχαιοί, αλλά επικρατέστερη θεωρείται αυτή που το ανάγει στην αριοευρωπαϊκή ρίζα akw- «νερό», γιατί είναι η μόνη που επιδέχεται σημασιολογική επιβεβαίωση. Αυτό συνάγεται και από συγκεκριμένα στοιχεία πανάρχαιων παραδόσεων όπως το γεγονός ότι μια πηγή στην Μεσσηνία λεγόταν Αχαΐα και ένας ποταμός που χύνεται στον ανατολικό Εύξεινο Πόντο ονομαζόταν Αχαιοῦς. Αλλά και γενικότερα η ρίζα αχ- απαντά σε πολλά ονόματα ποταμών: Αχ-ελώος, Ίν-αχ-ος, Αχ-άμας, Αχ-άτης, Αχ-έλης, Αχ-άρδεος. Ο Αχιλλεύς επίσης αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα μια παμπάλαια θεότητα του υγρού στοιχείου και πέρα από τις μαρτυρίες για λατρείες του Αχιλλέως ως θεού σε διάφορα μέρη της κυρίως Ελλάδος, σε μερικές αποικίες του Ευξείνου Πόντου τιμούσαν ως θεό τον Αχιλλέα Ποντάρχη.
Όπως έχει διευκρινισθεί «…Η ρίζα akw- στην ελληνική θα είχε δώσει απ- ή ατ- (ανάλογα με τα φωνήεντα που θα ακολουθούσαν και ανάλογα με την διάλεκτο). Από την άλλη μεριά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι :
α) το προελληνικό ινδοευρωπαϊκό υπόστρωμα μετέτρεψε το kw- σε κ
β) μια τουλάχιστον γλώσσα ή διάλεκτος αυτού του υποστρώματος μετέτρεψε το κ σε χ. Αυτή η γλώσσα θα ήταν λοιπόν εκείνη που κληροδότησε στους Έλληνες τα ονόματα Αχαιοί, Αχιλλεύς, Αχελώος, Αχάμας, Αχάτης, Αχέλης, Ίναχος.
[…] Οι Έλληνες Αχαιοί απλώθηκαν σε διάφορες ελληνικές χώρες από την Αχαΐα Φθιώτιδα. Άρα σ’ αυτή την περιοχή επεκάθισαν σε ένα πληθυσμό πρωτο-αχαϊκό, από τον οποίο πήραν και το όνομα και μερικές λατρείες. Άλλα τμήματα Πρωτο – Αχαιών ίσως κατείχαν την Αθαμανία και την Αιτωλία, χώρες όπου απαντούν τα υδρωνύμια Ίναχος και Αχελώος. Πολλά ονόματα ποταμών και άλλων τόπων, καθώς και θεών, με ρίζα αχ- μαρτυρούνται επίσης στην κεντρική και ανατολική Στερεά, στην Πελοπόννησο, σε νησιά του Αιγαίου, στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά είναι δύσκολο να αποφανθούμε ποια από αυτά ανάγονται σε εγκαταστάσεις Πρωτο-Αχαιών και δεν έχουν δοθεί από Έλληνες Αχαιούς.
…Έξω από την Ελλάδα βρίσκουμε λαό με όνομα Αχαιοί στα ανατολικά παράλια του Ευξείνου. Στην ίδια περιοχή εντοπίζονται ονόματα ποταμών Αχαιοῦς και Ἀχάρδεος, καθώς και ένας οικισμός Ἀχαΐα […] Αυτός ο λαός θα ήταν ίσως ένα παρακλάδι των Πρωτο-Αχαιών και τα τοπωνύμια που αναφέραμε πιο πάνω, ισάριθμα ίχνη παλαιών εγκαταστάσεων των ιδίων…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 361).
Τέμμικες: Αρχαιότατος προελληνικός Αριοευρωπαϊκός λαός, που κατά την παράδοση και συγκεκριμένα σύμφωνα με τον αρχαίο Ιστορικό και Γεωγράφο του 6ου αιώνα π.Χ. Εκαταίο τον Μιλήσιο, κατοικούσε στην Βοιωτία, πριν από την κατάκτησή της από τους Καδμείους. Κατά το "Λεξικόν Κυρίων Ονομάτων": «…αρχαίοι κάτοικοι της Βοιωτίας, μετοικήσαντες εκεί εκ των αρκτώων μερών της Ελλάδος…». Στο "Λεξικόν Ελληνικής Αρχαιολογίας" αναφέρονται ως Τέμμινες «…αρχαίοι κάτοικοι της Βοιωτίας, εξ αρκτώων μερών εις αυτήν μετοικήσαντες (Αριστοφάνους Αχαρνής 477)…».
Ο Στράβων τους μνημονεύει ως κατακτητές της Βοιωτίας (Ζ΄ VII.1) και ως παλαιότερους κατοίκους της που έφθασαν εκεί μαζί με τους Άονες (Θ΄ ΙΙ.3) από το Σούνιο. Τέλος, στον Στέφανο Βυζάντιο, λεξικογραφούνται στον Ενικό ως Τέμμιξ με τα ακόλουθα σχόλια: «…έθνος πρώτον οικήσαν εν Βοιωτία. Λυκόφρων “Άρνης παλαιάς γέννα, Τεμμίκων πρόμοι”. το θηλυκόν Τεμμικία παρά τω αυτώ "όν Βομβύλεια κλιτύς η Τεμμικία". και Τεμμίκιος το κτητικόν· Μενέλαος δε δια του ῑ “Τεμμίκιον ἄστυ” ἐν πρώτῳ Θηβαΐδος φησίν…».
Ὕαντες: Αρχαιότατος προελληνικός αριοευρωπαϊκός λαός, τμήματα του οποίου εντοπίζονται στην Βοιωτία κοντά στην λίμνη Κωπαΐδα, στην Φωκίδα, στην Δυτική Λοκρίδα (στην περιοχή που θα γίνει γνωστή στους ιστορικούς χρόνους ως Οζολία Λοκρίς) και στην Αιτωλία. Σύμφωνα με το Λ.Κ.Ο. «…οι πρώτοι και αρχαιότατοι κάτοικοι της Βοιωτίας, εκδιωχθέντες εκείθεν υπό του Κάδμου και των Φοινίκων αυτού και μεταβάντες οι μεν εις Φωκίδα, ένθα έκτισαν την Υάμπολιν, οι δε εις Αιτωλίαν, ήτις αρχαιότατα απ’ αυτών εκλήθη Υαντίς, ένθα κατώκησαν την Πλευρώνα…». Τα παραπάνω σχετικά με την εκδίωξη των Υάντων από την Βοιωτία και την εγκατάστασή τους στην Φωκίδα και Αιτωλία, αναφέρει ο Στράβων (Θ΄ ΙΙ. 3 και ΙΙΙ. 15 καθώς και Ι΄ ΙΙΙ. 4). Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο οι Ύαντες ήσαν: «…έθνος περί Αλαλκομένιον. λέγονται και Υάντειοι… έστι και Υαντία πόλις Λοκρών…». Σημειώνουμε ότι το Αλαλκομένιον ήταν πανάρχαιο ιερό της Αθηνάς, κοντά στην βοιωτική πόλη Αλαλκομεναί, στην νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Κωπαΐδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish