Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Κελτίβηρες


Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησής μας Ίβηρες, στην οποία περιγράψαμε τους αρχαίους λαούς της Ιβηρικής χερσονήσου, θα αναφερθούμε σήμερα στους Κελτίβηρες, έναν πολυάριθμο και πολεμοχαρή λαό της περιοχής. Σε επόμενη ανάρτηση θα αναφερθούμε στους Βάσκους, για να κλείσουμε αυτήν την σειρά αναρτήσεων. Αφορμή για τις αναρτήσεις αυτές υπήρξαν οι φαιδρές θεωρίες (βλ. σχετικά http://history-of-macedonia.com/wordpress/2010/01/02/rosetta-stone-skopianoi/) κάποιου ανεκδιήγητου Βάσκου "ερευνητή" για την καταγωγή των αρχαίων Μακεδόνων.
Δ.Ε.Ε.

Κελτίβηρες: Αρχαίος λαός της Ιβηρικής χερσονήσου που προέκυψε από την συγχώνευση του αυτόχθονος πληθυσμού της χώρας, ο οποίος αναφέρεται στις πηγές με την ονομασία Ίβηρες, με τα πρώτα κύματα των Κελτών εισβολέων, η άφιξη των οποίων (ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην Ιστορία της Ιβηρικής χερσονήσου), τοποθετείται στα τέλη της Εποχής του Ορειχάλκου (900/800 π.Χ.). Γύρω στα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. θα σημειωθεί η έναρξη των μαζικών εισβολών των κελτικών φύλων, προερχομένων από την σημερινή νότια Γαλλία, που θα υποτάξουν τους αυτόχθονες και θα εγκατασταθούν στο δυτικό και κεντρικό τμήμα της Ιβηρικής (βλ. C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 765).
Η παλαιότερη αναφορά στους Κέλτες της Ιβηρικής χερσονήσου είναι αυτή του Ηροδότου (Β΄ 33 και Δ΄ 49), αλλά γίνεται εντελώς περιπτωσιακά και σε σχέση με τις πηγές του Δούναβη, τις οποίες ο Ηρόδοτος πίστευε ότι βρίσκονταν στα Πυρηναία, «στην χώρα των Κελτών». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρατηρήσεις του, ότι οι «Κελτοί» βρίσκονται πέρα από τις στήλες του Ηρακλέους και ότι συνορεύουν με τους Κινησίους ή Κύνητες, τους οποίους θεωρούσε ως τον δυτικότερα εγκατεστημένο λαό της Ευρώπης, κάτι που έχει επιβεβαιωθεί από την νεώτερη έρευνα, που τους εντόπισε πράγματι στην σημερινή νότια Πορτογαλία (βλ. T.G.E. Powell: The Celts, London 1980, σελ. 13).
Οι Κελτίβηρες μνημονεύονται από τον Στράβωνα (Γ΄ ΙΙ. 11 και 15, IV. 12-14), ο οποίος αναφέρει αρκετές πληροφορίες για τα φύλα τους, τις πόλεις τους και το ότι σύμφωνα με τον Ποσειδώνιο (Φιλόσοφος και Ιστορικός του 2ου /1ου αιώνα π.Χ. από την Απάμεια της Συρίας), οι κάτοικοι ήσαν πλούσιοι παρ’ όλο που κατοικούσαν σε φτωχή χώρα. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιό του, ότι «…οι Κελτίβηρες είχαν θεωρηθεί από όλους ως οι πλέον θηριώδεις άνθρωποι…».
Σημαντικές πληροφορίες για τους Κελτίβηρες αναφέρει και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (Ε΄ 33-34), ο οποίος επικεντρώνεται κυρίως στις πολεμικές αρετές τους και στον στρατιωτικό τους εξοπλισμό, μνημονεύοντας και την αηδιαστική συνήθεια που έχουν (αναφέρεται και από τον Στράβωνα Γ΄ IV. 16), να λούζουν το σώμα τους με ούρα που συγκεντρώνουν σε δοχεία και να τρίβουν τα δόντια τους με αυτά, γιατί θεωρούν ότι αυτή είναι η σωστή φροντίδα! Η ονομασία Κελτίβηρες χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον σημαντικό Ιστορικό και Γεωγράφο Τίμαιο (περίπου 356-260 π.Χ.), από το Ταυρομένιο της Σικελίας. Οι αρχαίες πηγές πάντως έκαναν διάκριση μεταξύ των κατοίκων της Ιβηρικής χερσονήσου αναλόγως της περιοχής που διέμεναν σε σχέση με την Μεσόγειο θάλασσα, σε Παράλιους (Κοντινούς) (citeriores), που κατοικούσαν κοντά στις ακτές και στους Μακράν της ακτής (ulteriores), του εσωτερικού της χώρας. Οι αρχαίοι κάτοικοι της σημερινής Πορτογαλίας, ονομάζονταν σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο Λουσιτανοί (Λυσιτανοί κατά τον Στράβωνα) και από ορισμένους συγγραφείς είχε υποστηριχθεί ότι ήσαν γνήσιοι Ίβηρες, αλλά υπάρχει η κατηγορηματική διευκρίνιση του Πλίνιου του πρεσβύτερου (23/24 – 79 μ.Χ.) ότι οι Λουσιτανοί ήσαν Κέλτες και ομιλούσαν Κελτικά.
Η Ιβηρική χερσόνησος θα κατακτηθεί αρχικά από τους Καρχηδονίους το 237 π.Χ. για γεωπολιτικούς λόγους στην διαμάχη τους με τους Ρωμαίους, ως αντιστάθμισμα της απώλειας της Σικελίας και των μεγαλονήσων Σαρδηνίας και Κορσικής, μετά τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο (264-241 π.Χ.). Οι Ρωμαίοι θα κατακτήσουν μετά από σκληρή προσπάθεια την Ιβηρική και τελικώς το 206 π.Χ. θα εκδιώξουν τους Καρχηδονίους. Μετά την λήξη του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου (218-201 π.Χ.), η Ιβηρική χερσόνησος θα διαιρεθεί το 197 π.Χ. σε δύο Επαρχίες, την παραλιακή «Κοντινή» Ισπανία (Hispania citerioris) και την «Μακρινή» Ισπανία (Hispania ulterioris) και θα επιβληθούν φόροι στους τοπικούς πληθυσμούς. Αυτή η φορολόγηση όμως θα αποβεί πηγή συνεχούς αναταραχής. Έτσι, το 196 π.Χ. θα ξεσηκωθούν οι Τουρδητανοί, ένα φύλο των Ιβήρων, που παρά την ήττα τους, θα συνεχίσουν με ανταρτοπόλεμο. Η Ρώμη θα αναγκασθεί να στείλει το 196 π.Χ. τον Ύπατο Μάρκο Πόρκιο Κάτωνα (Marcus Porcius Cato), ο οποίος θα χρειαστεί αρκετά χρόνια για να ειρηνεύσει πλήρως την χώρα.
Το 190 π.Χ. θα εξεγερθούν οι Λουσιτανοί (βλ. τις ενδιαφέρουσες πληροφορίες του Στράβωνος Γ΄ ΙΙΙ. 3-6 για τους κατοίκους και τις πολεμικές τακτικές τους), αλλά θα ηττηθούν τον ίδιο χρόνο και η περιοχή θα ειρηνεύσει προσωρινά.
Οι Ρωμαίοι θα στείλουν στρατεύματα το 179 π.Χ. στην «Κοντινή» Ισπανία εναντίον των Κελτιβήρων της περιοχής του ποταμού Έβρου (Ebro) και μετά από συνεχείς συγκρούσεις, η περιοχή θα ειρηνεύσει μόνο μετά από νέες συμφωνίες με τους τοπικούς φυλάρχους και την στρατολόγηση αρκετών ιθαγενών στον ρωμαϊκό στρατό. Το 154 π.Χ. θα σημειωθεί η μεγάλη εξέγερση των Λουσιτανών, οι οποίοι μάλιστα θα πραγματοποιήσουν πολλές επιδρομές έξω από την περιοχή τους, στην υπόλοιπη Ισπανία, πείθοντας μάλιστα και πολλά κελτιβηρικά φύλα της κεντρικής Ιβηρικής να ενωθούν μαζί τους εναντίον των Ρωμαίων. Ο πόλεμος θα κρατήσει μέχρι το 151 π.Χ. και οι Ρωμαίοι τελικώς θα επιβληθούν, εφαρμόζοντας τακτικές εξόντωσης του πληθυσμού με σφαγές και πώληση των υπολοίπων σε δουλεμπόρους. Περίφημος θα γίνει ο νεαρός ηγέτης των Λουσιτανών, ο Βιρίαθος (Viriathos), ο οποίος έχοντας επιζήσει των ρωμαϊκών αντιποίνων, θα ηγηθεί ενός συστηματικού ανταρτοπολέμου, συγκεντρώνοντας όσους είχαν επιζήσει από τον λαό του. Το 148 π.Χ. ο Ρωμαίος Κυβερνήτης της περιοχής θα χάσει την ζωή του μαζί με μεγάλο μέρος των στρατευμάτων του, μετά από μια σοβαρή ήττα. Το 141 π.Χ. ο Ρωμαίος Ύπατος που είχε σταλεί να συντρίψει τους Λουσιτανούς, βρέθηκε περικυκλωμένος και αναγκάσθηκε να συνάψει μια ταπεινωτική συμφωνία με τον Βιρίαθο. Η Ρώμη θα επιβληθεί τελικώς το 140 π.Χ. με την δολοφονία του Βιρίαθου από κάποιους Λουσιτανούς φυλάρχους, τους οποίους είχε δωροδοκήσει αδρά. Οι Λουσιτανοί θα υποταχθούν οριστικά το 138 π.Χ. αλλά οι υπόλοιποι Κελτίβηρες θα συνεχίσουν να πολεμούν εναντίον των Ρωμαίων και το 136 π.Χ. θα καταστρέψουν ένα ρωμαϊκό στράτευμα, συλλαμβάνοντας περίπου 20.000 Ρωμαίους, οι οποίοι αναγκάσθηκαν να παραδοθούν.
Οι Κελτίβηρες θα υποταχθούν μόνον μετά την άλωση της Νουμαντίας (Numantia), που ήταν μια πραγματική πόλη-φρούριο και η οποία αποτελούσε το κέντρο της αντίστασής τους. Η Νουμαντία θα καταληφθεί το 133 π.Χ. μετα από μια πολύμηνη πολιορκία, που θα μείνει στην Ιστορία λόγω του γεγονότος ότι οι λιμοκτονούντες πολιορκημένοι κάτοικοι αναγκάσθηκαν να επιδοθούν σε καννιβαλισμό. Η πόλη θα πυρποληθεί και οι κάτοικοί της θα πωληθούν ως σκλάβοι. Αυτό υπήρξε και το ουσιαστικό τέλος των σκληρών πολέμων με τους Κελτίβηρες, οι οποίοι θα διατηρήσουν ένα είδος αυτονομίας κάτω από τοπικούς φυλάρχους, υπό την επικυριαρχία της Ρώμης.
Το 105 π.Χ. οι Κίμβροι με τους Τεύτονες συμμάχους τους (βλ. για λεπτομέρειες στα λήμματα Γαλάτες, Ρωμαίοι), έχοντας καταστρέψει τρεις ρωμαϊκές στρατιές και δηώσει την Γαλατία, θα στραφούν δυτικά και θα εισβάλουν στην Ιβηρική, όπου προφανώς αναζητούσουν περιοχή για να εγκατασταθούν. Μετά από δύο χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών, θα εκδιωχθούν από τους κατοίκους της χερσονήσου, τους Κελτίβηρες, με την βοήθεια των Ρωμαίων. Το επόμενο σημαντικό κεφάλαιο στην Ιστορία της περιοχής, αποτελούν τα γεγονότα της διακυβέρνησης της χώρας από τον Ρωμαίο (Σαβίνο στην καταγωγή) Κυβερνήτη της Ισπανίας, Κόϊντο Σερτώριο (Quintus Sertorius, 171-73 π.Χ.), ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση το 84/83 π.Χ.
Ο Σερτώριος ανήκε στην δημοκρατική παράταξη και είχε εμπλακεί στις κοινωνικές συγκρούσεις της Ρώμης της εποχής του. Εφάρμοσε τις αρχές του στην Ιβηρική, δημιουργώντας ένα είδος τοπικής ρωμαϊκής Γερουσίας και θα αποκτήσει την εμπιστοσύνη των κατοίκων. Το 82 π.Χ. ο διαβόητος ηγέτης των ολιγαρχικών Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (Lucius Cornelius Sulla, 136-78 π.X.), θα καταλάβει την Ρώμη και θα αρχίσει εκτεταμένες προγραφές και εκτελέσεις των αντιπάλων του, έχοντας λάβει τον τίτλο του Δικτάτορα, έναν αρχαϊκό θεσμό που ανέσυρε και αναβίωσε από το παρελθόν και με αυτόν θα ασκήσει την απόλυτη εξουσία. Στον Σερτώριο θα καταφύγουν για να γλυτώσουν από τον Σύλλα πολλοί εξέχοντες Ρωμαίοι και η όλη κατάσταση θα τον οδηγήσει να τεθεί επί κεφαλής των εξεγερμένων και πάλι Λουσιτανών, ενώ θα ενωθούν μαζί του όλοι οι εξόριστοι Ρωμαίοι (που έφθασαν τις 20.000), οι Ρωμαίοι άποικοι της Ιβηρικής και πολλοί Κελτίβηρες φύλαρχοι. Ο Σερτώριος θα έχει τον πλήρη έλεγχο της χερσονήσου, από το 81 έως το 73 π.Χ. και θα αποκρούσει αρκετά εκστρατευτικά σώματα που έστειλε η Ρώμη εναντίον του.
Το 77 π.Χ. ο ικανότατος στρατηγός Πομπήϊος (Cnaeus Pompeius Magnus, 106-48 π.Χ.) θα σταλεί στην Ισπανία, αλλά δεν θα καταφέρει να επιτύχει θεαματικά αποτελέσματα εναντίον του Σερτώριου και θα αναγκασθεί να εφαρμόσει τακτική φθοράς. Τελικώς, το 73 π.Χ. ένας ασήμαντος υποδιοικητής του Σερτώριου, κάποιος Περπέννα (Perpenna), θα τον δολοφονήσει στην διάρκεια ενός συμποσίου. Ο Πομπήϊος δεν θα δυσκολευθεί τότε να συντρίψει τις δυνάμεις των οπαδών του Σερτώριου και ολόκληρη η Ιβηρική χερσόνησος σύντομα θα επανέλθει στην ρωμαϊκή Διοίκηση, την οποία θα αναλάβει το 68 π.Χ. ένας ανερχόμενος Ρωμαίος στρατιωτικός ηγέτης, ο μετέπειτα διάσημος Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος θα καταστείλει και τις τελευταίες εστίες αντιστάσεως, καταλαμβάνοντας το ορεινό φρούριο των Κελτιβήρων, το Βριγάντιον (Brigantium).
Η χώρα θα εκρωμαϊσθεί με γοργούς ρυθμούς από την εποχή του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου (63 π.Χ.-14 μ.Χ.), οπότε η Λατινική γλώσσα θα διαδοθεί σε ολόκληρη την χερσόνησο και οι τοπικές γλώσσες βαθμιαία θα εξαφανισθούν (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο P. B. Ellis: The Celtic Empire 1990, σελ. 43-57).
Οι Κελτίβηρες ομιλούσαν αρχικά γλώσσες και διαλέκτους της λεγόμενης Γοϊδελικής ή Γαελικής ομάδας (βλ. σχετικά στο λήμμα Κέλτες), στην οποία ανήκει και η σημερινή Ιρλανδική γλώσσα. Μετά την εισβολή και την εγκατάσταση των κελτικών φύλων από την σημερινή νότια Γαλλία στα μέσα της 1ης χιλιετίας, όπως προαναφέραμε, οι παλαιότερες κελτικές γλώσσες θα αντικατασταθούν από γλώσσες και διαλέκτους της λεγόμενης Βρυθονικής ή Βριττονικής ομάδας, στην οποία ανήκε η εξαφανισθείσα Γαλατική και η σημερινή Ουαλλική γλώσσα (βλ. λεπτομέρειες για τα αρχαιολογικά και γλωσσολογικά δεδομένα στο Barry Cunliffe: The Ancient Celts 1997, σελ. 133-144).
Γνωρίζουμε ότι στην διάρκεια του 1ου αιώνα π.Χ. σε πολλά μέρη της Ισπανίας ομιλούσαν ακόμη μια κελτική γλώσσα, όπως βεβαιώνει ο Ρωμαίος Ιστορικός Τάκιτος (56/57-117 μ.Χ.), η αναφορά του οποίου είναι και η τελευταία ένδειξη για κελτικές επιβιώσεις στην χερσόνησο. Η ονομασία Κελτιβηρία φαίνεται ότι από τον 2ο αιώνα μ.Χ. αποτελούσε απλώς έναν αναχρονισμό, αφού η Κελτική γλώσσα και τα κελτικά πολιτιστικά στοιχεία είχαν πλέον χαθεί από την περιοχή.
Οι Κελτίβηρες χρησιμοποίησαν για την καταγραφή της γλώσσας τους την Ταρτησσο-Ιβηρική γραφή (βλ. λεπτομέρειες στο λήμμα Ίβηρες) και ειδικότερα την Βόρεια παραλλαγή της. Χρησιμοποιήθηκε για την γραφή όχι μόνον της μη-αριοευρωπαϊκής Ιβηρικής γλώσσας, αλλά και για την γραφή της αριοευρωπαϊκής Κελτιβηρικής γλώσσας από τον 2ο αιώνα π.Χ. (βλ. Εικόνα στην ανάρτηση Ίβηρες).


Κελτιβηρική επιγραφή

(Η εκτενέστερη επιγραφή της Κελτιβηρικής γλώσσας, γραμμένη στην Ταρτησσο-Ιβηρική γραφή. Ανακαλύφθηκε το 1970 στην Botorrita κοντά στην Σαραγόσα της Ισπανίας. Έχει χαραχθεί στις δύο πλευρές μιας ορειχάλκινης πλάκας και αποτελεί ένα είδος συμβολαίου σχετικό με την ιδιοκτησία γης – 1ος αιώνας π.Χ.)

Κλείνοντας το θέμα, θεωρούμε ότι πρέπει να διευκρινίσουμε μια εκλαϊκευμένη, αλλά και διαδεδομένη ευρύτατα αντίληψη, ότι στις περιοχές της ΒΔ Ισπανίας, τις σημερινές Επαρχίες της Γαλικίας (Galicia-Γκαλίθια) και Αστουρίας (Asturias-Αστούριας), εξακολουθούν να υπάρχουν Κέλτες. Οι αντιλήψεις αυτές προέρχονται προφανώς από το γεγονός ότι στην περιοχή είχαν ζήσει Κέλτες, τα υλικά κατάλοιπα των οποίων υπάρχουν ακόμα στις περιοχές αυτές, καθώς και από την ύπαρξη κάποιων λέξεων κελτικής προέλευσης στην Γαλικιανή (Galician, Gallegos-Γκαγιέγος), την επίσημα αναγνωρισμένη διάλεκτο του 80% περίπου των σημερινών κατοίκων. Βεβαίως, η Γαλικιανή, στενά συγγενής με την Πορτογαλική (ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για διαλέκτους της ίδιας γλώσσας) ανήκει σαφέστατα στις λεγόμενες Ρωμανικές γλώσσες και διαλέκτους, που προέρχονται από την Λατινική, όπως η Ιταλική, η Γαλλική, η Ισπανική (Καστιλλιανική), η Πορτογαλική κ.λπ. και δεν έχει καμια σχέση με τις Κελτικές γλώσσες. Η λεγόμενη Πορτογαλο-Γαλικιανή αποσπάσθηκε από τον κοινό κορμό της «Λαϊκής» Λατινικής (Vulgar Latin) τον 11ο αιώνα π.Χ. και αποκρυσταλλώθηκε σε ξεχωριστή γλώσσα από τα Ισπανικά. Μετά το 1400 η Πορτογαλική και η Γαλικιανή άρχισαν να εξελίσσονται σε διαφορετικές γλώσσες (ή διαλέκτους).
Μια αξιόλογη ερμηνεία των προαναφερθέντων λαϊκών αντιλήψεων (βλ. P. B. Ellis: The Celtic Empire, ό.π. σελ. 56), υποστηρίζει ότι προήλθαν από το γεγονός ότι τον 5ο αιώνα μ.Χ. πολλοί Κέλτες από τα Βρεταννικά νησιά βρήκαν καταφύγιο, μεταξύ άλλων και στο ΒΔ άκρο της Ισπανίας, για να γλυτώσουν από τις ειδωλολατρικές ορδές των Αγγλο-Σαξώνων, που εκείνη την περίοδο μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στην Βρεταννία. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των Κελτών προσφύγων, εγκαταστάθηκε βεβαίως στην χερσόνησο της Αρμορικής, στην σημερινή ΒΔ Γαλλία, η οποία από τότε έγινε γνωστή ως Βρεττάνη (Brittany στα Αγγλικά, δηλ. μικρή Βρεταννία, Bretagne στα Γαλλικά). (*)
______________________
(*) Σύμφωνα όμως με τον John Davies: A History of Wales - 1993, σελ. 58, το πρώτο κύμα προσφύγων στην Βρεττάνη μεταξύ 460-480 μ.Χ. προερχόταν από τις περιοχές του Ντέβον και της Κορνουάλλης και προκλήθηκε από τις επιδρομές των Ιρλανδών στις δυτ. ακτές της Βρεταννίας.


Τα κελτικά φύλα από την νότιο Βρεταννία, που εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή μεταξύ των σημερινών πόλεων Λούγκο-Lugo (ΒΑ Γαλικία) και Οβιέδο-Oviedo (Δυτική Αστουρία), είχαν ήδη ασπασθεί τον Χριστιανισμό και οι οικισμοί τους θα αποτελέσουν την Επισκοπή της Μπριτόνια (Britoña) δηλ. των Βρεταννών, η οποία το 567 μ.Χ. αναγνωρίσθηκε επισήμως από την Σύνοδο του Lugo. Οι κελτικοί οικισμοί θα ευημερήσουν και θα επεκταθούν στην ευρύτερη περιοχή, η οποία από το 137 π.Χ. (όταν κατακτήθηκε οριστικά από τα ρωμαϊκά στρατεύματα), είχε ονομασθεί από το κελτιβηρικό φύλο των Gallaeci που ζούσε εκεί, Γαλικία (Gallaecia), ονομασία που προέρχεται από την ίδια ρίζα με την ονομασία Γαλατία (Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα).
Οι κελτικοί αυτοί πληθυσμοί όμως, θα απορροφηθούν σύντομα και θα συγχωνευθούν με τους παλαιούς κατοίκους των περιοχών, με αποτέλεσμα να χάσουν σύντομα και την κελτική διάλεκτο που ομιλούσαν. Η Γαλικία θα αποτελέσει ανεξάρτητο Βασίλειο (410-585 μ.Χ.), κάτω από τους Σουήβους (βλ. λήμμα Αλανοί), μέχρι την κατάκτησή της και την υπαγωγή της στο Βησιγοτθικό Βασίλειο της Ισπανίας, το 585 μ.Χ. Η επισκοπική έδρα της Μπριτόνια θα διατηρηθεί πάντως μέχρι το 830 μ.Χ. οπότε η περιοχή θα λεηλατηθεί και θα καταστραφεί από τους Άραβες εισβολείς της Ιβηρικής χερσονήσου.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι οι ελάχιστες επιδράσεις στην Γαλικιανή διάλεκτο και τα κελτικά κατάλοιπα στην σημερινή Γαλικία και Αστουρία, προέρχονται από τους προαναφερθέντες Κέλτες πρόσφυγες της Βρεταννίας του 5ου αιώνα μ.Χ. και δεν έχουν σχέση με την περίοδο της κελτικής κυριαρχίας πριν από την ρωμαϊκή κατάκτηση της χώρας.

(Από το Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου  του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη)

2 σχόλια:

  1. ειναι γεγονος παντως οτι στην Γαλικία παίζουν την κελτική γκάιντα ακόμη και σήμερα, βλέπεις παντού τα Κελτικά σύμβολα, ακόμη και η ποδ. ομάδα του Βίγκο λέγεται θέλτα Celta...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Είναι πράγματι γεγονός ότι η κελτική παράδοση είναι ακόμα ζωντανή στην περιοχή της Γαλικίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish