(Από το Λεξικό των Λαών του Αρχαίου Κόσμου του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη)
Ἲβηρες: Ονομασία δύο παλαιότατων λαών, που εντοπίζονται στα δύο αντίθετα άκρα του αρχαίου Ελληνο-Ρωμαϊκού κόσμου, στην Ιβηρική χερσόνησο στην Δύση και στον Καύκασο στην Ανατολή. Ο Στράβων (ΙΑ΄ ΙΙ. 19), εικάζει ότι οι δύο λαοί ονομάσθηκαν Ίβηρες από τα χρυσωρυχεία που υπήρχαν και στις δύο χώρες.
Οι Ίβηρες της Δύσης αποτελούσαν έναν προϊστορικό λαό, εγκατεστημένο στις περιοχές των Μεσογειακών παραλίων της σημερινής νοτιοανατολικής Ισπανίας (βλ. Χάρτη), από τον οποίο πήρε αργότερα το όνομά της ολόκληρη η Ιβηρική χερσόνησος.
Ο Ηρόδοτος (Α΄ 163) αναφέρει ότι οι Φωκαείς ήσαν οι πρώτοι που ανακάλυψαν την Ιβηρία και άλλες περιοχές στην δυτική Μεσόγειο, καθώς και τις φιλικές σχέσεις τους με τον περίφημο βασιλιά του Ταρτησσού, τον Αργανθώνιο, ο οποίος εβασίλευσε ογδόντα χρόνια και έζησε εκατόν είκοσι.
Αυτόν ακριβώς τον μακρόβιο βασιλέα του Ταρτησσού υπονοούν οι στίχοι του λυρικού ποιητή του 6ου π.Χ. αιώνα Ανακρέοντα, από την Τέω της Ιωνίας, ο οποίος έγραψε: «…εγώ δ’ ούτ’ αν Αμαλθείης βουλοίμην κέρας ούτ’ έτεα πεντήκοντά τε και εκατόν Ταρτησσού βασιλεύσαι…» (…Εγώ ούτε της Αμαλθείας ήθελα το κέρας, ούτε να βασιλεύσω εκατόν πενήντα χρόνια στον Ταρτησσό…).
Ο Στράβων, έχοντας αφιερώσει το τρίτο Βιβλίο των «Γεωγραφικών» του στην Ιβηρία, αναφέρει (Γ΄ Ι. 6) ότι οι Τουρδητανοί, ένα από τα ιβηρικά φύλα (την χώρα τους διέρρε ο ποταμός Βαίτις, ο σημερινός Γουαδαλκιβίρ), ήσαν οι πιο σοφοί από τους Ίβηρες και ότι είχαν δικό τους αλφάβητο με το οποίο κατέγραφαν στοιχεία της Ιστορίας τους.
Πιθανόν ο Στράβων να αναφερόταν σε κάποια από τις λεγόμενες Ταρτησσο-Ιβηρικές (Tartesso-Iberian) γραφές. Οι ιθαγενείς αυτές γραφές διακρίνονται σε:
1) Βόρεια (ή Ανατολική-Levantine) Ιβηρική γραφή, που διαβάζεται από αριστερά προς τα δεξιά και τα περισσότερα σημεία της είχαν γεωμετρικά σχήματα. Τα 27 (ή 28) σημεία της είχαν ημισυλλαβικό-ημιαλφαβητικό χαρακτήρα και η πηγή τους αποτελεί ένα πρόβλημα.
2) Νότια (ή Μεσημβρινή-Meridional) Ιβηρική γραφή, που συνήθως είχε φορά από δεξιά προς τα αριστερά, με ημισυλλαβικό χαρακτήρα και
3) Νοτιολουσιτανική (Sudlusitanian or Tartessian) ή Ταρτησσιανή της σημερινής νότιας Πορτογαλίας σε επιγραφές του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. Στις γραφές αυτές θα πρέπει να προστεθούν και η λεγόμενη Ελληνο-Ιβηρική γραφή σε μια μορφή του Ιωνικού αλφαβήτου σε επιγραφές του 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. καθώς και η Λιβυο-Φοινικική γραφή του 2ου – 1ου αιώνα π.Χ. η οποία είναι μια Νεο-Καρχηδονιακή (φοινικική) γραφή.
Η ανάγνωσή τους, αλλά όχι η πλήρης ερμηνεία τους, έχει προχωρήσει σημαντικά μετά τις εργασίες των Gomar-Moreno και A. Tovar. Σύμφωνα με την γνώμη του τελευταίου, τα περισσότερα σημεία της Ταρτησσο-Ιβηρικής γραφής προέρχονται από τα ελληνικά και φοινικικά αλφάβητα και το συλλαβικό σύστημα πρέπει να είναι επιβίωση από μια προηγούμενη γραφή, εντελώς συλλαβική, με κρητο-κυπριακή παράδοση. (βλ. Charles Higounet: Η ΓΡΑΦΗ, στην σειρά “Que sais-je?” Νο 36 - σελ. 57). Νεώτερες απόψεις για την γραφή αυτήν (βλ. Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, στο λήμμα ιβηρική γλώσσα), υποστηρίζουν ότι αναπτύχθηκε αρχικά στην ΝΔ Ισπανία, με επίκεντρο την θαλάσσια περιοχή μεταξύ της σημερινής πόλης Ουέλβα (Huelva) και των στενών του Γιβραλτάρ. Διακρίνουμε μια παλαιότερη δυτική φάση που ονομάζουμε Ταρτησσιανή (Tartessian) και μια μεταγενέστερη ανατολική φάση, παράγωγη της πρώτης, που ονομάζουμε Ιβηρική (Iberian).
Η Ταρτησσο-Ιβηρική γραφή, όπως προαναφέραμε, διακρίνεται σε Βόρεια (βλ. Εικόνα), Νότια και Νοτιολουσιτανική, χρησιμοποιήθηκε δε για την γραφή όχι μόνον της μη-αριοευρωπαϊκής Ιβηρικής γλώσσας, αλλά και για την γραφή της αριοευρωπαϊκής Κελτιβηρικής γλώσσας (βλ. Χάρτη). Οι Ίβηρες διατήρησαν αυτό το σύστημα γραφής μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης.
Η Βόρεια παραλλαγή του Ιβηρικού αλφάβητου Η ανάγνωσή τους, αλλά όχι η πλήρης ερμηνεία τους, έχει προχωρήσει σημαντικά μετά τις εργασίες των Gomar-Moreno και A. Tovar. Σύμφωνα με την γνώμη του τελευταίου, τα περισσότερα σημεία της Ταρτησσο-Ιβηρικής γραφής προέρχονται από τα ελληνικά και φοινικικά αλφάβητα και το συλλαβικό σύστημα πρέπει να είναι επιβίωση από μια προηγούμενη γραφή, εντελώς συλλαβική, με κρητο-κυπριακή παράδοση. (βλ. Charles Higounet: Η ΓΡΑΦΗ, στην σειρά “Que sais-je?” Νο 36 - σελ. 57). Νεώτερες απόψεις για την γραφή αυτήν (βλ. Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, στο λήμμα ιβηρική γλώσσα), υποστηρίζουν ότι αναπτύχθηκε αρχικά στην ΝΔ Ισπανία, με επίκεντρο την θαλάσσια περιοχή μεταξύ της σημερινής πόλης Ουέλβα (Huelva) και των στενών του Γιβραλτάρ. Διακρίνουμε μια παλαιότερη δυτική φάση που ονομάζουμε Ταρτησσιανή (Tartessian) και μια μεταγενέστερη ανατολική φάση, παράγωγη της πρώτης, που ονομάζουμε Ιβηρική (Iberian).
Η Ταρτησσο-Ιβηρική γραφή, όπως προαναφέραμε, διακρίνεται σε Βόρεια (βλ. Εικόνα), Νότια και Νοτιολουσιτανική, χρησιμοποιήθηκε δε για την γραφή όχι μόνον της μη-αριοευρωπαϊκής Ιβηρικής γλώσσας, αλλά και για την γραφή της αριοευρωπαϊκής Κελτιβηρικής γλώσσας (βλ. Χάρτη). Οι Ίβηρες διατήρησαν αυτό το σύστημα γραφής μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης.
Γύρω στον 9ο / 8ο αιώνα π.Χ. θα σημειωθεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στην Ιστορία της Ιβηρικής χερσονήσου, η έναρξη των εισβολών των Κελτικών φύλων (βλ. λήμμα Κέλτες), προερχομένων από την σημερινή νότια Γαλλία, που θα υποτάξουν τους αυτόχθονες και θα εγκατασταθούν στο ανατολικό και κεντρικό τμήμα της Ιβηρικής (βλ. C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 765). Από την συγχώνευση των δύο αυτών φυλετικών στοιχείων θα προκύψουν οι λεγόμενοι Κελτίβηρες, στους οποίους αναφέρεται επίσης ο Στράβων (Γ΄ ΙΙ. 1) και που τους τοποθετεί στα βόρεια της χώρας των Τουρδητανών (της σημερινής Ανδαλουσίας) τονίζοντας (Γ΄ ΙΙ. 15) ότι σε αντίθεση με τους ήρεμους και πολιτισμένους Τουρδητανούς, οι Κελτίβηρες «…είχαν θεωρηθεί απ’ όλους ως οι πιο θηριώδεις άνθρωποι…».
Παρά το γεγονός ότι η κελτική επίδραση στο νότιο τμήμα της χερσονήσου ήταν περισσότερο σημαντική απ’ όσο υπέθεταν οι παλαιότεροι ερευνητές, εν τούτοις ο αυτόχθων Μεσογειακός πληθυσμός όχι μόνον κατάφερε να επιζήσει, αλλά δημιούργησε και τον αξιόλογο πολιτισμό που είναι γνωστός στους αρχαιολόγους ως «Ιβηρικός», αν και δέχθηκε σοβαρές επιρροές από τους Φοίνικες, τους Κέλτες και κυρίως τους Έλληνες, όπως απεκάλυψαν τα στοιχεία που ήλθαν στο φως.
Η αριστοτεχνική Ιβηρική γραπτή Κεραμική είναι μάλλον όψιμο επίτευγμα, του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ. αλλά αισθητικά είναι εντυπωσιακή και υψηλής ποιότητας.
Εξ ίσου εξαιρετική είναι και η Ιβηρική Γλυπτική που αναπτύχθηκε για θρησκευτικούς σκοπούς, αλλά ανήλθε σε ένα υψηλό επίσης επίπεδο δεξιοτεχνίας, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας είναι η περίφημη «Κυρία του Έλτσε» (Dama de Elche), η οποία αναπαριστά πιθανότατα κάποια ιέρεια.
Παρά το γεγονός ότι η κελτική επίδραση στο νότιο τμήμα της χερσονήσου ήταν περισσότερο σημαντική απ’ όσο υπέθεταν οι παλαιότεροι ερευνητές, εν τούτοις ο αυτόχθων Μεσογειακός πληθυσμός όχι μόνον κατάφερε να επιζήσει, αλλά δημιούργησε και τον αξιόλογο πολιτισμό που είναι γνωστός στους αρχαιολόγους ως «Ιβηρικός», αν και δέχθηκε σοβαρές επιρροές από τους Φοίνικες, τους Κέλτες και κυρίως τους Έλληνες, όπως απεκάλυψαν τα στοιχεία που ήλθαν στο φως.
Η αριστοτεχνική Ιβηρική γραπτή Κεραμική είναι μάλλον όψιμο επίτευγμα, του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ. αλλά αισθητικά είναι εντυπωσιακή και υψηλής ποιότητας.
Εξ ίσου εξαιρετική είναι και η Ιβηρική Γλυπτική που αναπτύχθηκε για θρησκευτικούς σκοπούς, αλλά ανήλθε σε ένα υψηλό επίσης επίπεδο δεξιοτεχνίας, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας είναι η περίφημη «Κυρία του Έλτσε» (Dama de Elche), η οποία αναπαριστά πιθανότατα κάποια ιέρεια.
Η Κυρία του Έλτσε
Η αργυροχρυσοχοΐα και η κατασκευή κοσμημάτων, με κέντρο πιθανόν την περιοχή της σημερινής ΝΑ Ισπανίας όπου τοποθετείται το φημισμένο Βασίλειο του Ταρτησσού που προαναφέραμε, θα φθάσουν παρομοίως σε υψηλό επίπεδο καλλιτεχνίας και θα αναπτύξουν έναν χαρακτηριστικό «ανατολικίζοντα» ρυθμό (orientalizing style), ανάλογο με τον σύγχρονό τους ελληνικό (750-650 π.Χ.) και πρώϊμο ετρουσκικό, δεχόμενες επιρροές από την Ανατολή.
Οι Ίβηρες έθαβαν τους νεκρούς τους όχι μόνον με έναν τρόπο. Το έθιμο της καύσης των νεκρών (cremation) ήταν βέβαια το πλέον διαδεδομένο, αλλά εξ ίσου σχεδόν χρησιμοποιούσαν και την ταφή (inhumation), σε δοχεία που έθαβαν στην γη.
Οι Ίβηρες ήσαν τρομεροί πολεμιστές με εξαίρετο οπλισμό, χαρακτηριστικό του οποίου ήταν το μικρό ξίφος που παρέλαβαν από τους Έλληνες (βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο C.A.H. Vol. II part 2, σελ. 767-768).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθούμε με συντομία στο μυθικό Βασίλειο του Ταρτησσού, οι παραδόσεις για το οποίο έχουν διαφυλαχθεί στις διηγήσεις και τις αναφορές πολλών αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Από πολλούς ερευνητές ταυτίζεται με την μακρινή και εξωτική Ταρσίδα (Tarshish), που συχνά μνημονεύεται στην Βίβλο και πιθανόν σε κείμενο του Ασσύριου αυτοκράτορα Εσαρχαδδών (680-669 π.Χ.), όπου ισχυρίζεται ότι όλοι οι βασιλείς της θάλασσας, έγιναν υποτελείς του. Η σύγχρονη έρευνα τοποθετεί αυτό το αρχαίο και πλούσιο Βασίλειο στην περιοχή της σημερινής δυτικής Ανδαλουσίας, όπου σύμφωνα με την παράδοση είχε ιδρυθεί το 1100 π.Χ. η φοινικική αποικία του Γκάντες (Gades), το σημερινό Κάδιθ (Cádiz), τα Γάδειρα των αρχαιοελληνικών πηγών.
Η Βίβλος αναφέρει ότι «πλοία της Ταρσίδος» μετέφεραν στον Σολομώντα ασήμι και κασσίτερο από την Δύση στην Παλαιστίνη, τον 10ο αιώνα π.Χ.
Η αρχαιολογική έρευνα όμως κατέρριψε αυτούς τους ισχυρισμούς, δεδομένου ότι όπως αποδείχθηκε, η αρχαιότερη παρουσία των Φοινίκων στην περιοχή χρονολογείται στην καλύτερη περίπτωση μόλις στον 8ο αιώνα π.Χ.
Όπως μνημονεύει ο Στράβων (Γ΄ ΙΙ. 11): «…οι αρχαίοι έλεγαν τον ποταμό Βαίτι (σημερινός Γουαδαλκιβίρ, Guadalquivir σ.σ.) Ταρτησσό, ενώ τα Γάδειρα και τα κοντινά τους νησιά τα έλεγαν Ερύθεια…» και παρακάτω: «…ήσαν δύο οι εκβολές του ποταμού και ανάμεσά τους λένε ότι υπήρχε κατοικημένη πόλη που λεγόταν Ταρτησσός, ομώνυμη με το ποτάμι και η περιοχή λεγόταν Ταρτησσίς…». Η πόλη εντοπίζεται πλέον από την σύγχρονη έρευνα στην θέση της σημερ. πόλης Ουέλβα (Huelva) και όχι με το Κάδιθ, όπως υπέθεταν παλαιότερα (βλ. C.A.H. Vol. III part 2 σελ. 520). Τα Ερύθεια νησιά, ήσαν τα νησιά όπου κατά την Μυθολογία έβοσκε τα βόδια του ο Γηρυόνης και που τα άρπαξε ο Ηρακλής στον σχετικό άθλο του. Όπως ισχυρίζεται ο Στράβων (Γ΄ ΙΙ. 12), με αφορμή κάποιους στίχους του Ομήρου (Ιλιάς, Θ 485), ο ποιητής γνώριζε την ύπαρξη του Ταρτησσού, που ήταν στην απώτατη Δύση και για τον λόγο αυτόν ονόμασε τον Άδη και τα απώτατα μέρη από τους υπόγειους τόπους, Τάρταρον, από τον Ταρτησσό, παραλλάσσοντας κάπως την λέξη. Οι Ίβηρες, όπως είχε διαπιστώσει ήδη από τον 1ο αιώνα π.Χ. ο Στράβων (Γ΄ΙΙ. 15), είχαν εκρωμαϊστεί πλήρως και δεν θυμόντουσαν την γλώσσα τους. Τους επόμενους αιώνες οι Ίβηρες της Δύσης θα αφομοιωθούν πλήρως και θα εξαφανισθούν μέσα στην λαίλαπα των πολέμων και των διαφόρων επιδρομέων, Βανδάλων, Αλανών (βλ. για λεπτομέρειες στα λήμματα Αλανοί και Κελτίβηρες), Βησιγότθων και Αράβων, που εγκαταστάθηκαν διαδοχικά στην περιοχή.
Οι Ίβηρες της Ανατολής (του Καυκάσου) ήσαν επίσης ένας πανάρχαιος λαός της περιοχής. Από τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνος και πάλι, έχει διασωθεί μια σημαντική περιγραφή της χώρας και των κατοίκων της (ΙΑ΄ ΙΙΙ. 1-6).
Σύμφωνα με αυτήν, η χώρα τους εκτεινόταν στα νότια του Καυκάσου και «…την διαρρέουν ποτάμια…». Το μεγαλύτερο από αυτά είναι ο Κύρος (σημερ. Kuras), που πηγάζει από την Αρμενία. Κατά τον Στράβωνα (ΙΓ΄ ΙΙΙ. 3): «…την Ιβηρική πεδιάδα κατοικούν οι πιο νοικοκύρηδες και ειρηνικοί άνθρωποι. Φοράνε Αρμένικα και Μηδικά ρούχα. Στα βουνά της χώρας κατοικούν οι πιο πολλοί που είναι ικανοί πολεμιστές και ζουν σαν τους Σκύθες και τους Σαρμάτες. Είναι εξ άλλου γείτονες με αυτούς και συγγενικό τους γένος. Μπορούν να επιστρατεύσουν πολλές δεκάδες χιλιάδες δικούς τους, όσο και οι Σκύθες και οι Σαρμάτες όταν σημάνει κίνδυνος…».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι παρακάτω πληροφορίες (ΙΓ΄ ΙΙΙ. 6) για την κοινωνική δομή των Ιβήρων: «…τέσσερα είναι και τα γένη των ανθρώπων που κατοικούν την χώρα. Πρωτα-πρώτα αυτό που δίνει τους βασιλείς, συνήθως τον μεγαλύτερο σε ηλικία και πλησιέστερο συγγενή με τον προηγούμενο (βασιλιά). Ο δεύτερος στην τάξη ασκεί δικαστική εξουσία και είναι αρχηγός του στρατού. Δεύτερο γένος είναι των ιερέων, που φροντίζουν και τις υποθέσεις με τους γείτονες. Τρίτο γένος είναι των στρατευομένων και των γεωργών. Τέταρτο είναι ο απλός λαός, που είναι δούλοι των βασιλέων και φροντίζουν όλα τα ζητήματα του βίου. Τα υπάρχοντα είναι κοινά σε κάθε σόϊ. Στο καθένα έχει τον πρώτο λόγο και διαχειρίζεται τα οικονομικά ο μεγαλύτερος σε ηλικία…».
Ένα από τα προγονικά φύλα των Ιβήρων, όπως υποστηρίζεται (βλ. Λεξικό Π-Λ-Μπ) ήσαν και οι αναφερόμενοι από τον Ηρόδοτο (Α΄ 104, 110 - Γ΄ 94 – Δ΄ 37,40 – Ζ΄ 79) Σάσπειρες (ή Σάπειρες), που ήσαν εγκατεστημένοι από τους προϊστορικούς χρόνους στην χώρα, η οποία ονομαζόταν Σασπειρίτις ή Συσπιρίτις και που μετά τον 1ο αιώνα π.Χ. μετονομάσθηκαν σε Ίβηρες. Η χώρα τους κατακτήθηκε από τους Πέρσες και εντάχθηκε στην 18η Σατραπεία της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Στην συνέχεια θα ενταχθεί στην αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου και στο βασίλειο των Σελευκιδών, ενώ στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα π.Χ. θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της επωφελούμενη των εμφυλίων πολέμων μεταξύ των Επιγόνων. Στην διάρκεια του 2ου αιώνα π.Χ. τμήματα της Ιβηρίας θα κατακτηθούν από τους Οροντίδες βασιλείς της Αρμενίας (βλ. λεπτομέρειες στις παλαιότερες αναρτήσεις Ἀρμένιοι (1) και Αρμένιοι (2)). Στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. η περιοχή θα υπαχθεί στο Βασίλειο της Αρμενίας του Τιγράνη ΙΙ του Μέγα (95-55 π.Χ.), ο οποίος θα πάρει ως σύζυγο την Κλεοπάτρα, την κόρη του περίφημου Μιθριδάτη VI του Ευπάτορα (συχνά αναφερόμενος στα κείμενα ως Μιθριδάτης ο Μέγας), βασιλέα του Πόντου (120-63 π.Χ.). Ο Τιγράνης ΙΙ θα συμμαχήσει με το Παρθικό Βασίλειο (βλ. Πάρθοι) και το Βασίλειο του Πόντου και θα κατακτήσει τεράστιες εκτάσεις, φθάνοντας στα σύνορα σχεδόν της Αιγύπτου, ενώ θα καταλύσει και τα υπολείμματα του Βασιλείου των Σελευκιδών στην Συρία. Θα εμπλακεί όμως στους Μιθριδατικούς πολέμους εναντίον της Ρώμης και αυτή υπήρξε η αρχή του τέλους του. Το 65 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήϊος θα κατακτήσει την περιοχή και ο Τιγράνης ΙΙ θα χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κατακτήσεών του μετά την αναδιάταξη της πολιτικής γεωγραφίας που πραγματοποίησε ο Πομπήϊος στην Ανατολή.
Η Ιβηρία εκχριστιανίσθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. και από την εποχή εκείνη οι σχέσεις της με το Βυζάντιο θα αποτελέσουν τον σημαντικότερο παράγοντα της Ιστορίας της. Οι Ίβηρες θεωρούνται το βασικότερο στοιχείο στην εθνολογική διαμόρφωση των σημερινών κατοίκων της ανεξάρτητης πλέον Δημοκρατίας της Γεωργίας (βλ. και λήμματα Αρμένιοι, Κόλχοι), η γλώσσα των οποίων δεν ανήκει στην αριοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών, αλλά στις λεγόμενες Καυκασιανές γλώσσες.
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
Η Τιφλίδα έγινε πρωτεύουσα του ενωμένου γεωργιανού βασιλείου όταν ο Δαβίδ Β' ο ''Κτίστης'' την ανεκατέλαβε από τους Σελτζούκους,το 1221/1222.Το 1225 την κατέλαβε ο Χορεσμιανός σάχης Τζελαλεντίν Μανγκομπιρντί και το 1236 οι Μογγόλοι,ενώ ο Ταμερλάνος μεταξύ 1386 και 1403 επιτέθηκε κατά της πόλης οκτώ φορές!
ΑπάντησηΔιαγραφή[περιοδικό ''Ιστορικά Θέματα'',τεύχος 58-Ιανουάριος 2007,σελίδα 45,από τις σημειώσεις άρθρου του Αλεξίου Γ.Κ. Σαββίδη,καθηγητή Βυζαντινής και Μεσαιωνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών (Ρόδος),με τίτλο ''Η βασίλισσα Ταμάρα και ο Πόντος'' και υπότιτλο ''Η περιπετειώδης ίδρυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας'']