Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
ΓΛΩΣΣΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ
Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση στο παρελθόν για το θέμα των γεωγραφικών ονομασιών ξένων πόλεων, περιοχών, χωρών κ.λπ. Θα πρέπει άραγε να τα γράφουμε και να τα προφέρουμε σύμφωνα με την γλώσσα του κάθε λαού ή θα πρέπει να τα εξελληνίζουμε; Θα πρέπει να τα γράφουμε με το ελληνικό αλφάβητο ή με την γραφή του λαού της συγκεκριμένης χώρας; Tο τελευταίο, προφανώς, είναι μάλλον τραβηγμένο, μια και θα έπρεπε ο καθένας να γνωρίζει και την κυριλλική γραφή, την αραβική, τα κινεζικά ιδεογράμματα ή τις συλλαβικές γραφές της ΝΑ Ασίας για να αποδώσει τα ανάλογα ονόματα χωρών, πόλεων κ.λπ.; Απορρίπτοντας έτσι αυτήν την εκδοχή, θα πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής γραφής. Επειδή αυτός ο προβληματισμός φτάνει μέχρι το ζήτημα της φωνητικής γραφής της γλώσσας μας, αλλά και της κατάργησης του ελληνικού αλφάβητου και της αντικατάστασής του από το λατινικό, όπως με μεγάλη σοβαρότητα είχε υποστηριχθεί από μερίδα «προοδευτικών» διανοούμενων στο παρελθόν, νομίζω ότι θα πρέπει να τον αφήσουμε για κάποια άλλη φορά, μια και ο χώρος αυτών των σημειωμάτων είναι περιορισμένος.
Ερχόμαστε λοιπόν να θίξουμε το ζήτημα της μεταφοράς στην γλώσσα μας των ξένων γεωγραφικών ονομασιών.
Πριν από μερικές δεκαετίες και στις επικρατούσες τότε συνθήκες του γλωσσοπολιτικού φανατισμού, είχαν υποστηριχθεί διάφορες, όχι πάντα σοβαρές, απόψεις για απλοποιήσεις, για υιοθέτηση αυτούσιων των ξένων ονομασιών, για προσαρμογές στην Δημοτική και άλλα πολλά. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να γράφει σήμερα ο καθένας ό,τι θέλει και όπως του επιτρέπει η γλωσσική του παιδεία και αισθητική. Φυσικά, πλην σπανίων και τιμητικών εξαιρέσεων, οι πανεπιστημιακοί μας, οι ακαδημαϊκοί, φιλόλογοι, γλωσσολόγοι κ.λπ. ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να ασχοληθούν με τέτοιες «λεπτομέρειες» (σε αντίθεση με τους Γάλλους συναδέλφους τους, οι οποίοι επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία και αγάπη για την γλώσσα τους), ώστε να εκδώσουν κάποιο βοήθημα, κάποιο γλωσσάρι ή οτιδήποτε τέλος πάντων.
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις και προβληματισμούς υπήρξε ο τίτλος αφιερώματος σε κάποιο έντυπο και μάλιστα προβαλλόμενος και στο εξώφυλλό του, που διαφήμιζε την «ΑΝΑΤΟΛΙΑ» ως την «άγνωστη Τουρκία». Είμαι βέβαιος ότι πολλοί από αυτούς που είδαν το εξώφυλλο θα αναρωτήθηκαν τι είναι αυτή η ΑΝΑΤΟΛΙΑ (Ανατολία ή Ανατόλια άραγε;), κάποια πόλη, κάποιος τόπος, κάποια απομακρυσμένη περιοχή της Τουρκίας; Προφανώς τίποτε απ’ όλα αυτά, μια και ο αγράμματος ή ημιμαθής (ξενομανής ή εθνομηδενιστής αδιάφορο) συντάκτης του «αφιερώματος» δεν έκανε τον κόπο να ψάξει λίγο, ώστε να ανακαλύψει ότι πρόκειται για την Μικρά Ασία, την οποία οι Τούρκοι αποκαλούν στην γλώσσα τους Anadolu και οι δυτικοευρωπαίοι Anatolia (Είμαι περίεργος πώς αποκαλείται στο άρθρο η Κωνσταντινούπολη. Μάλλον Ισταμπούλ φαντάζομαι).
Αντίστοιχα σε προσόψεις ταξιδιωτικών γραφείων της Β. Ελλάδας διαβάζω συχνά: «Εκδρομή στην Οχρίδα» και εκνευρίζομαι για την επιπόλαιη αυτήν και ανιστόρητη αλλαγή ονόματος, που κάποιοι «τουριστικοί» πράκτορες, επεφύλαξαν για την υπερήφανη βυζαντινή Αχρίδα, την οποία πρόσφατα η κρατική ΝΕΤ σε υπότιτλο την έγραψε ως Ωχρήδα, όπως με φρίκη διάβασα μη πιστεύοντας στα μάτια μου!!!
Γιατί όχι; Θα σου απαντήσουν με θράσος χιλίων πιθήκων ορισμένοι, που δεν το κάνουν από αγραμματοσύνη, αλλά συνειδητά, από υπερχειλίζοντα ψευτοαριστερό «προοδευτισμό» και αχαλίνωτη ελαφρότητα. Γιατί, ανόητοι, τότε θα έπρεπε όλοι μας να γράφαμε και να προφέρουμε:
«Ο Υπουργός τάδε θα παραμείνει στο London για να συμμετάσχει……..» και όχι στο Λονδίνο ή «Ο ποδοσφαιρικός αγώνας ορίστηκε να γίνει στο München…….» και όχι στο Μόναχο κ.ο.κ.
Θα συνιστούσα για μια ακόμα φορά για όσους ενδιαφέρονται, ειδικά για το ζήτημα που θίγω στο σημείωμα αυτό, να μελετήσουν το εκπληκτικό και περιεκτικότατο βιβλιαράκι του Γιάννη Καλιόρη: Ο γλωσσικός αφελληνισμός – Πέραν του μισοξενισμού και της υποτέλειας.Είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσουν με τα γραφόμενά του.
Το θέμα όμως που μας απασχόλησε παραπάνω είναι αρκετά σημαντικό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ώστε να αξίζει να επανέλθουμε…
ΓΛΩΣΣΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΗΜΙΜΑΘΕΙΑ
Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση στο παρελθόν για το θέμα των γεωγραφικών ονομασιών ξένων πόλεων, περιοχών, χωρών κ.λπ. Θα πρέπει άραγε να τα γράφουμε και να τα προφέρουμε σύμφωνα με την γλώσσα του κάθε λαού ή θα πρέπει να τα εξελληνίζουμε; Θα πρέπει να τα γράφουμε με το ελληνικό αλφάβητο ή με την γραφή του λαού της συγκεκριμένης χώρας; Tο τελευταίο, προφανώς, είναι μάλλον τραβηγμένο, μια και θα έπρεπε ο καθένας να γνωρίζει και την κυριλλική γραφή, την αραβική, τα κινεζικά ιδεογράμματα ή τις συλλαβικές γραφές της ΝΑ Ασίας για να αποδώσει τα ανάλογα ονόματα χωρών, πόλεων κ.λπ.; Απορρίπτοντας έτσι αυτήν την εκδοχή, θα πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής γραφής. Επειδή αυτός ο προβληματισμός φτάνει μέχρι το ζήτημα της φωνητικής γραφής της γλώσσας μας, αλλά και της κατάργησης του ελληνικού αλφάβητου και της αντικατάστασής του από το λατινικό, όπως με μεγάλη σοβαρότητα είχε υποστηριχθεί από μερίδα «προοδευτικών» διανοούμενων στο παρελθόν, νομίζω ότι θα πρέπει να τον αφήσουμε για κάποια άλλη φορά, μια και ο χώρος αυτών των σημειωμάτων είναι περιορισμένος.
Ερχόμαστε λοιπόν να θίξουμε το ζήτημα της μεταφοράς στην γλώσσα μας των ξένων γεωγραφικών ονομασιών.
Πριν από μερικές δεκαετίες και στις επικρατούσες τότε συνθήκες του γλωσσοπολιτικού φανατισμού, είχαν υποστηριχθεί διάφορες, όχι πάντα σοβαρές, απόψεις για απλοποιήσεις, για υιοθέτηση αυτούσιων των ξένων ονομασιών, για προσαρμογές στην Δημοτική και άλλα πολλά. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να γράφει σήμερα ο καθένας ό,τι θέλει και όπως του επιτρέπει η γλωσσική του παιδεία και αισθητική. Φυσικά, πλην σπανίων και τιμητικών εξαιρέσεων, οι πανεπιστημιακοί μας, οι ακαδημαϊκοί, φιλόλογοι, γλωσσολόγοι κ.λπ. ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν να ασχοληθούν με τέτοιες «λεπτομέρειες» (σε αντίθεση με τους Γάλλους συναδέλφους τους, οι οποίοι επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία και αγάπη για την γλώσσα τους), ώστε να εκδώσουν κάποιο βοήθημα, κάποιο γλωσσάρι ή οτιδήποτε τέλος πάντων.
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις και προβληματισμούς υπήρξε ο τίτλος αφιερώματος σε κάποιο έντυπο και μάλιστα προβαλλόμενος και στο εξώφυλλό του, που διαφήμιζε την «ΑΝΑΤΟΛΙΑ» ως την «άγνωστη Τουρκία». Είμαι βέβαιος ότι πολλοί από αυτούς που είδαν το εξώφυλλο θα αναρωτήθηκαν τι είναι αυτή η ΑΝΑΤΟΛΙΑ (Ανατολία ή Ανατόλια άραγε;), κάποια πόλη, κάποιος τόπος, κάποια απομακρυσμένη περιοχή της Τουρκίας; Προφανώς τίποτε απ’ όλα αυτά, μια και ο αγράμματος ή ημιμαθής (ξενομανής ή εθνομηδενιστής αδιάφορο) συντάκτης του «αφιερώματος» δεν έκανε τον κόπο να ψάξει λίγο, ώστε να ανακαλύψει ότι πρόκειται για την Μικρά Ασία, την οποία οι Τούρκοι αποκαλούν στην γλώσσα τους Anadolu και οι δυτικοευρωπαίοι Anatolia (Είμαι περίεργος πώς αποκαλείται στο άρθρο η Κωνσταντινούπολη. Μάλλον Ισταμπούλ φαντάζομαι).
Αντίστοιχα σε προσόψεις ταξιδιωτικών γραφείων της Β. Ελλάδας διαβάζω συχνά: «Εκδρομή στην Οχρίδα» και εκνευρίζομαι για την επιπόλαιη αυτήν και ανιστόρητη αλλαγή ονόματος, που κάποιοι «τουριστικοί» πράκτορες, επεφύλαξαν για την υπερήφανη βυζαντινή Αχρίδα, την οποία πρόσφατα η κρατική ΝΕΤ σε υπότιτλο την έγραψε ως Ωχρήδα, όπως με φρίκη διάβασα μη πιστεύοντας στα μάτια μου!!!
Γιατί όχι; Θα σου απαντήσουν με θράσος χιλίων πιθήκων ορισμένοι, που δεν το κάνουν από αγραμματοσύνη, αλλά συνειδητά, από υπερχειλίζοντα ψευτοαριστερό «προοδευτισμό» και αχαλίνωτη ελαφρότητα. Γιατί, ανόητοι, τότε θα έπρεπε όλοι μας να γράφαμε και να προφέρουμε:
«Ο Υπουργός τάδε θα παραμείνει στο London για να συμμετάσχει……..» και όχι στο Λονδίνο ή «Ο ποδοσφαιρικός αγώνας ορίστηκε να γίνει στο München…….» και όχι στο Μόναχο κ.ο.κ.
Θα συνιστούσα για μια ακόμα φορά για όσους ενδιαφέρονται, ειδικά για το ζήτημα που θίγω στο σημείωμα αυτό, να μελετήσουν το εκπληκτικό και περιεκτικότατο βιβλιαράκι του Γιάννη Καλιόρη: Ο γλωσσικός αφελληνισμός – Πέραν του μισοξενισμού και της υποτέλειας.Είμαι βέβαιος ότι θα συμφωνήσουν με τα γραφόμενά του.
Το θέμα όμως που μας απασχόλησε παραπάνω είναι αρκετά σημαντικό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ώστε να αξίζει να επανέλθουμε…
ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΕΥΡΥΧΩΡΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ
Έχει αναγνωρισθεί εδώ και καιρό ότι η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από μια γόνιμη πολυτυπία, όχι μόνον στην διαχρονική της διάσταση (αρχαίες διάλεκτοι, ελληνιστική κοινή, μεσαιωνική ελληνική, νεοελληνική), αλλά και στην τωρινή συγχρονία της (λογία, καθομιλουμένη). Βεβαίως και εδώ έχουν καταγραφεί απόψεις κάποιων «μεταμοντέρνων», δήθεν προοδευτικών γλωσσολόγων, σύμφωνα με τις οποίες η νεοελληνική δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαία ελληνική (!) και επομένως η διδασκαλία της στα σχολεία πρέπει να διακοπεί ολοκληρωτικά. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι αυτές οι επιστημονικά καταγέλαστες θεωρίες όχι μόνον έχουν καταρριφθεί προ πολλού, αλλά και προκαλούν απορίες για τους στόχους των υποστηρικτών τους, όταν μάλιστα προσφάτως η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών άρχισε να επανέρχεται σε σχολεία της Γερμανίας.Εν πάση περιπτώσει, η γλώσσα μας απέδειξε την ζωντάνια που εμπεριέχει, προϊόν συσσωρευμένης δυναμικής μιας αργόσυρτης πορείας ανά τους αιώνες και παρά την απόπειρα βιασμού της από ιδεόπληκτους φανατικούς και ανεγκέφαλους γλωσσοδιορθωτές (δημοτικιστές αυτήν την φορά) κατάφερε να επιβιώσει, ανανεωμένη και σφριγηλή. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν κάποιοι άμυαλοι να επιμένουν ότι η νεοελληνική πρέπει να αποβάλει πλήρως την λόγια κληρονομιά της και να περιοριστεί σε μια θεωρητική δημοτική, απόλυτα ομοιογενή και εξ ίσου εξαμβλωματική με την μακαρίτισσα καθαρεύουσα.
Όσες φορές όμως η γλώσσα μας εξαναγκάστηκε να εμφανιστεί απόλυτα ομοιογενής και «τετραγωνισμένη», υπήρξε κατασκεύασμα του γραφείου από κάποιους καθαρολόγους αρχαϊστές ή μαλλιαριστές, που προσπαθούσαν εν ονόματι γλωσσοπολιτικών φανατισμών να την προσαρμόσουν στην κλίνη του Προκρούστη, με κίνδυνο να αχρηστευθεί ως γλωσσικό όργανο της νεοελληνικής πνευματικής ζωής.Ο κίνδυνος όμως δεν έχει περάσει, μια και συγκεκριμένοι πανεπιστημιακοί κύκλοι φιλόλογων και γλωσσολόγων, επικουρούμενοι από αφελείς ψευτοπροοδευτικούς διανοούμενους, εξακολουθούν να επιμένουν στην διδασκαλία μιας «πετσοκομμένης» γλώσσας, αρκεί αυτή να έχει υποταχθεί στις ιδεοληψίες και ιδεοπληξίες τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε εξ άλλου ότι οι παραπάνω κύκλοι εξακολουθούν να ελέγχουν πανεπιστημιακές σχολές και παιδαγωγικά τμήματα, όπου συνεχίζουν να «διδάσκουν» τις ανοησίες τους.Όπως έχει ήδη τονιστεί :
«…ενώ η δημοτική προσάρμοζε απλώς τις ξένες λέξεις στη μορφολογία και στη φωνητική της (γαζέτα, σπιτάλι, ντουάνα, καπιτάλι, μπανκανότα, κοντρεμπάντο), η λογία επινοούσε τα ελληνολεκτικά ισοδύναμα (εφημερίδα, νοσοκομείο, τελωνείο, κεφάλαιο, χαρτονόμισμα, λαθρεμπόριο), επιτελώντας έτσι μέγιστον έργο ονοματουργίας, που μας χάρισε τα ¾ του συγχρόνου λεξιλογίου…» (Γ. Μ. Καλιόρη: Παρεμβάσεις ΙΙ – Αθήνα 1986, σελ. 304).
Φαίνεται πάντως ότι οι οργανωμένες προσπάθειες των γλωσσοδιορθωτών απέτυχαν παταγωδώς και η γλώσσα μας, απελευθερωμένη από καταστροφικές μονιστικές αντιλήψεις και καταναγκασμούς, αποτελεί ένα μοναδικό πνευματικό εργαλείο, όπου το άλογο συνυπάρχει με τον ίππο, αλλά και με το άτι, προσδίδοντας τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες στον καθένα μας.
Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από κείμενο του κ. Σωτήρη Σόρογκα, ζωγράφου, ομότιμου καθηγητή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 21/10/2007:
«…Ο Νίκος Εγγονόπουλος, μέγας λάτρης του Ελληνισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, με βοήθησε να κατανοήσω, ανάμεσα και σε άλλα συμβαίνοντα εκείνον τον καιρό, το μέγεθος της σπουδαιότητος μιας γλώσσας, που δεν δίσταζε να ενσωματώνει λόγιες λέξεις στη δημοτική, λέξεις-παλίμψηστα, που εγκλείουν σημασίες και μνήμες μιας ξεχασμένης καταγωγής και στοιχεία ταυτότητος που μας συγκροτούν και μας συνέχουν. Να κατανοήσω ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας αλλά και τρόπος οργάνωσης του κόσμου μέσα στη συνείδηση, καθώς και της ίδιας της συνείδησης. Δεν αποκλείεται λοιπόν η συχνή αναφορά στον Ροΐδη - «σέβομαι τους ζωντανούς, ακόμα κι όταν είναι πεθαμένοι» - να απευθυνόταν και προς εκείνους που, με τις ακλόνητες βεβαιότητες του αριστερού διανοουμένου, έτειναν να ποινικοποιούν και να καταδικάζουν ως “αντιδραστικό” οτιδήποτε παρεξέκλινε από τις δικές τους μονολιθικές αντιλήψεις…»
Δ.Ε.Ε.
Έχει αναγνωρισθεί εδώ και καιρό ότι η ελληνική γλώσσα χαρακτηρίζεται από μια γόνιμη πολυτυπία, όχι μόνον στην διαχρονική της διάσταση (αρχαίες διάλεκτοι, ελληνιστική κοινή, μεσαιωνική ελληνική, νεοελληνική), αλλά και στην τωρινή συγχρονία της (λογία, καθομιλουμένη). Βεβαίως και εδώ έχουν καταγραφεί απόψεις κάποιων «μεταμοντέρνων», δήθεν προοδευτικών γλωσσολόγων, σύμφωνα με τις οποίες η νεοελληνική δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαία ελληνική (!) και επομένως η διδασκαλία της στα σχολεία πρέπει να διακοπεί ολοκληρωτικά. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι αυτές οι επιστημονικά καταγέλαστες θεωρίες όχι μόνον έχουν καταρριφθεί προ πολλού, αλλά και προκαλούν απορίες για τους στόχους των υποστηρικτών τους, όταν μάλιστα προσφάτως η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών άρχισε να επανέρχεται σε σχολεία της Γερμανίας.Εν πάση περιπτώσει, η γλώσσα μας απέδειξε την ζωντάνια που εμπεριέχει, προϊόν συσσωρευμένης δυναμικής μιας αργόσυρτης πορείας ανά τους αιώνες και παρά την απόπειρα βιασμού της από ιδεόπληκτους φανατικούς και ανεγκέφαλους γλωσσοδιορθωτές (δημοτικιστές αυτήν την φορά) κατάφερε να επιβιώσει, ανανεωμένη και σφριγηλή. Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν κάποιοι άμυαλοι να επιμένουν ότι η νεοελληνική πρέπει να αποβάλει πλήρως την λόγια κληρονομιά της και να περιοριστεί σε μια θεωρητική δημοτική, απόλυτα ομοιογενή και εξ ίσου εξαμβλωματική με την μακαρίτισσα καθαρεύουσα.
Όσες φορές όμως η γλώσσα μας εξαναγκάστηκε να εμφανιστεί απόλυτα ομοιογενής και «τετραγωνισμένη», υπήρξε κατασκεύασμα του γραφείου από κάποιους καθαρολόγους αρχαϊστές ή μαλλιαριστές, που προσπαθούσαν εν ονόματι γλωσσοπολιτικών φανατισμών να την προσαρμόσουν στην κλίνη του Προκρούστη, με κίνδυνο να αχρηστευθεί ως γλωσσικό όργανο της νεοελληνικής πνευματικής ζωής.Ο κίνδυνος όμως δεν έχει περάσει, μια και συγκεκριμένοι πανεπιστημιακοί κύκλοι φιλόλογων και γλωσσολόγων, επικουρούμενοι από αφελείς ψευτοπροοδευτικούς διανοούμενους, εξακολουθούν να επιμένουν στην διδασκαλία μιας «πετσοκομμένης» γλώσσας, αρκεί αυτή να έχει υποταχθεί στις ιδεοληψίες και ιδεοπληξίες τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε εξ άλλου ότι οι παραπάνω κύκλοι εξακολουθούν να ελέγχουν πανεπιστημιακές σχολές και παιδαγωγικά τμήματα, όπου συνεχίζουν να «διδάσκουν» τις ανοησίες τους.Όπως έχει ήδη τονιστεί :
«…ενώ η δημοτική προσάρμοζε απλώς τις ξένες λέξεις στη μορφολογία και στη φωνητική της (γαζέτα, σπιτάλι, ντουάνα, καπιτάλι, μπανκανότα, κοντρεμπάντο), η λογία επινοούσε τα ελληνολεκτικά ισοδύναμα (εφημερίδα, νοσοκομείο, τελωνείο, κεφάλαιο, χαρτονόμισμα, λαθρεμπόριο), επιτελώντας έτσι μέγιστον έργο ονοματουργίας, που μας χάρισε τα ¾ του συγχρόνου λεξιλογίου…» (Γ. Μ. Καλιόρη: Παρεμβάσεις ΙΙ – Αθήνα 1986, σελ. 304).
Φαίνεται πάντως ότι οι οργανωμένες προσπάθειες των γλωσσοδιορθωτών απέτυχαν παταγωδώς και η γλώσσα μας, απελευθερωμένη από καταστροφικές μονιστικές αντιλήψεις και καταναγκασμούς, αποτελεί ένα μοναδικό πνευματικό εργαλείο, όπου το άλογο συνυπάρχει με τον ίππο, αλλά και με το άτι, προσδίδοντας τεράστιες εκφραστικές δυνατότητες στον καθένα μας.
Κλείνουμε με ένα απόσπασμα από κείμενο του κ. Σωτήρη Σόρογκα, ζωγράφου, ομότιμου καθηγητή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 21/10/2007:
«…Ο Νίκος Εγγονόπουλος, μέγας λάτρης του Ελληνισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, με βοήθησε να κατανοήσω, ανάμεσα και σε άλλα συμβαίνοντα εκείνον τον καιρό, το μέγεθος της σπουδαιότητος μιας γλώσσας, που δεν δίσταζε να ενσωματώνει λόγιες λέξεις στη δημοτική, λέξεις-παλίμψηστα, που εγκλείουν σημασίες και μνήμες μιας ξεχασμένης καταγωγής και στοιχεία ταυτότητος που μας συγκροτούν και μας συνέχουν. Να κατανοήσω ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας αλλά και τρόπος οργάνωσης του κόσμου μέσα στη συνείδηση, καθώς και της ίδιας της συνείδησης. Δεν αποκλείεται λοιπόν η συχνή αναφορά στον Ροΐδη - «σέβομαι τους ζωντανούς, ακόμα κι όταν είναι πεθαμένοι» - να απευθυνόταν και προς εκείνους που, με τις ακλόνητες βεβαιότητες του αριστερού διανοουμένου, έτειναν να ποινικοποιούν και να καταδικάζουν ως “αντιδραστικό” οτιδήποτε παρεξέκλινε από τις δικές τους μονολιθικές αντιλήψεις…»
Δ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish