Πίνακας του σπουδαίου Γάλλου ζωγράφου Jacques Louis DAVID
(Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη "Μη-συμβατικές" θεωρίες: Οι κερδοσκόποι του "ελληνισμού" και ο φενακισμός των αφελών)
Ένα από τα πλέον ταλαιπωρημένα τμήματα της αρχαιοελληνικής παράδοσης όπου τσαλαβουτούν ανενδοίαστα οι «μη-συμβατικοί συγγραφείς» είναι και η Ελληνική Μυθολογία, η οποία όχι μόνον κακοποιείται βάναυσα από δεκάδες άσχετους και αγράμματους που την επικαλούνται δια «πάσαν νόσον και πάσαν μ……», αλλά χρησιμοποιείται ασύδοτα και ασύστολα ως πραγματική Ιστορία!
Όπως είχε τονίσει και ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός Μιχ. Σακελλαρίου για το θέμα των αρχαιοελληνικών παραδόσεων γενικότερα (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Α΄ σελ. 356):
«…Απέναντι σ’ αυτό το υλικό οι νεώτεροι επιστήμονες έχουν υιοθετήσει τρεις διαφορετικές στάσεις: δύο διαμετρικά αντίθετες και μία ενδιάμεση. Η μία αποδέχεται τις αρχαίες πληροφορίες με την πεποίθηση ότι απηχούν γνήσιες παραδόσεις. Η αντίθετη τις απορρίπτει υποστηρίζοντας ότι είναι μεταγενέστερες κατασκευές ποιητών, γενεαλόγων, τοπικών λογίων, άλλοτε αφελών και άλλοτε στρατευμένων. Η ενδιάμεση τις υποβάλλει στον συνηθισμένο έλεγχο κριτικής των γραπτών ιστορικών πηγών. Όπως είναι αυτονόητο η πρώτη δίνει την ίδια πίστη στα γνήσια και στα πλαστά στοιχεία, η δευτέρα εξοστρακίζει αξιόλογες μαρτυρίες και μόνον η τρίτη επιχειρεί και κατορθώνει σε σημαντικό βαθμό να εκκαθαρίση το έδαφος και να αξιοποιήσει φωνές που έρχονται από τα βάθη των αιώνων…
…Η συμβολή της Μυθολογίας και της ιστορίας των θρησκειών των Εποχών του Λίθου και του Χαλκού είναι πολύ περιωρισμένη, γιατί σε πάρα πολύ λίγες περιπτώσεις έχουμε άμεση μαρτυρία ή έμμεσες ενδείξεις για το ότι ένας μύθος ή μία λατρεία ανήκε αποκλειστικά σε ένα συγκεκριμένο λαό ή φύλο…»
Αυτή η εξαιρετικά κατατοπιστικά και τεκμηριωμένη άποψη ποτέ δεν λαμβάνεται σοβαρά από τους αχαλίνωτους τυμβωρύχους των αρχαιοελληνικών παραδόσεων με αποτέλεσμα η Μυθολογία να ευτελίζεται σε τερατολογίες και παραμύθια, που οι συγγραφείς τους επιμένουν ότι αποτελούν την μοναδική ιστορική αλήθεια!
Θα επιχειρήσουμε να ξεκαθαρίσουμε λίγο το θέμα αναφέροντας τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις γενικά και ειδικότερα για την ελληνική Μυθολογία :
Ο όρος Μυθολογία, δηλώνει τόσο την μελέτη των μύθων, όσο και το σύνολο, το σώμα (corpus) των μύθων, που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση ή σε άλλης μορφής (ηρωϊκό κ.λ.π.) μυθικό κύκλο (Εγκυκλοπαίδεια Π-Λ-Μπ).
Παράλληλα, ο όρος Μύθος (αγγλ. Myth, γαλλ. Mythe, γερμ. der Mythus), προέρχεται από την αντίστοιχη ελληνική λέξη (*), η οποία έχει ένα ευρύτατο σημασιολογικό φάσμα, που ξεκινάει από την «λέξη» ή τον «λόγο» και αφού δηλώσει την «διήγηση», την «αφήγηση», φθάνει στο «πλάσμα, το επινόημα ή το αποκύημα της φαντασίας», στην «μυθοπλασία».
_______________________________
(*) Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, η αρχαιοελληνική λέξη επιλέχθηκε για να εκφράσει τον επιστημονικό όρο προς αποφυγή σύγχυσης στην περίπτωση που είχε επιλεχθεί η αντίστοιχη λέξη αυτής της γλώσσας π.χ. legend, lore, tradition στην Αγγλική ή Sage, Fabel, Μärchen στην Γερμανική. Από κάτι τέτοιες περιπτώσεις γράφονται βιβλία όπου υποστηρίζεται ότι όλες οι γλώσσες προέρχονται από την Ελληνική!
Όπως είχε τονίσει και ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός Μιχ. Σακελλαρίου για το θέμα των αρχαιοελληνικών παραδόσεων γενικότερα (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Α΄ σελ. 356):
«…Απέναντι σ’ αυτό το υλικό οι νεώτεροι επιστήμονες έχουν υιοθετήσει τρεις διαφορετικές στάσεις: δύο διαμετρικά αντίθετες και μία ενδιάμεση. Η μία αποδέχεται τις αρχαίες πληροφορίες με την πεποίθηση ότι απηχούν γνήσιες παραδόσεις. Η αντίθετη τις απορρίπτει υποστηρίζοντας ότι είναι μεταγενέστερες κατασκευές ποιητών, γενεαλόγων, τοπικών λογίων, άλλοτε αφελών και άλλοτε στρατευμένων. Η ενδιάμεση τις υποβάλλει στον συνηθισμένο έλεγχο κριτικής των γραπτών ιστορικών πηγών. Όπως είναι αυτονόητο η πρώτη δίνει την ίδια πίστη στα γνήσια και στα πλαστά στοιχεία, η δευτέρα εξοστρακίζει αξιόλογες μαρτυρίες και μόνον η τρίτη επιχειρεί και κατορθώνει σε σημαντικό βαθμό να εκκαθαρίση το έδαφος και να αξιοποιήσει φωνές που έρχονται από τα βάθη των αιώνων…
…Η συμβολή της Μυθολογίας και της ιστορίας των θρησκειών των Εποχών του Λίθου και του Χαλκού είναι πολύ περιωρισμένη, γιατί σε πάρα πολύ λίγες περιπτώσεις έχουμε άμεση μαρτυρία ή έμμεσες ενδείξεις για το ότι ένας μύθος ή μία λατρεία ανήκε αποκλειστικά σε ένα συγκεκριμένο λαό ή φύλο…»
Αυτή η εξαιρετικά κατατοπιστικά και τεκμηριωμένη άποψη ποτέ δεν λαμβάνεται σοβαρά από τους αχαλίνωτους τυμβωρύχους των αρχαιοελληνικών παραδόσεων με αποτέλεσμα η Μυθολογία να ευτελίζεται σε τερατολογίες και παραμύθια, που οι συγγραφείς τους επιμένουν ότι αποτελούν την μοναδική ιστορική αλήθεια!
Θα επιχειρήσουμε να ξεκαθαρίσουμε λίγο το θέμα αναφέροντας τις σύγχρονες επιστημονικές αντιλήψεις γενικά και ειδικότερα για την ελληνική Μυθολογία :
Ο όρος Μυθολογία, δηλώνει τόσο την μελέτη των μύθων, όσο και το σύνολο, το σώμα (corpus) των μύθων, που ανήκουν σε μια συγκεκριμένη θρησκευτική παράδοση ή σε άλλης μορφής (ηρωϊκό κ.λ.π.) μυθικό κύκλο (Εγκυκλοπαίδεια Π-Λ-Μπ).
Παράλληλα, ο όρος Μύθος (αγγλ. Myth, γαλλ. Mythe, γερμ. der Mythus), προέρχεται από την αντίστοιχη ελληνική λέξη (*), η οποία έχει ένα ευρύτατο σημασιολογικό φάσμα, που ξεκινάει από την «λέξη» ή τον «λόγο» και αφού δηλώσει την «διήγηση», την «αφήγηση», φθάνει στο «πλάσμα, το επινόημα ή το αποκύημα της φαντασίας», στην «μυθοπλασία».
_______________________________
(*) Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, η αρχαιοελληνική λέξη επιλέχθηκε για να εκφράσει τον επιστημονικό όρο προς αποφυγή σύγχυσης στην περίπτωση που είχε επιλεχθεί η αντίστοιχη λέξη αυτής της γλώσσας π.χ. legend, lore, tradition στην Αγγλική ή Sage, Fabel, Μärchen στην Γερμανική. Από κάτι τέτοιες περιπτώσεις γράφονται βιβλία όπου υποστηρίζεται ότι όλες οι γλώσσες προέρχονται από την Ελληνική!
Ο όρος δηλώνει γενικά μια αφήγηση της οποίας η προέλευση συνήθως είναι άγνωστη και (τουλάχιστον κατά ένα μέρος της) αποτελεί τμήμα ευρύτερης παράδοσης, η οποία με τρόπο σχηματικό συνδέει πραγματικά γεγονότα ή πλάσματα της φαντασίας ή ταυτόχρονα και τα δύο, προκειμένου να ερμηνεύσει κάποια πρακτική, κάποια πίστη ή κάποιον θεσμό ή φυσικό φαινόμενο και η οποία συνδέεται ιδιαίτερα με την θρησκεία. Στην ιδιαίτερη αυτή θρησκευτική λειτουργία του, ο Μύθος αποτελεί ένα είδος επικοινωνίας μέσω Συμβόλων, που διακρίνεται από άλλες μορφές θρησκευτικής συμβολικής συμπεριφοράς (λατρεία, τελετουργικό) και από τους θρησκευτικούς συμβολικούς χώρους (ναούς) η συμβολικά θρησκευτικά αντικείμενα (εικόνες, αγάλματα). Με μεταφορά της αρχικής αυτής θρησκευτικής σημασίας στο επίπεδο της ιδεολογίας, η λέξη Μύθος μπορεί να αναφέρεται σε μια ιδεολογική κοσμοθεώρηση ή πεποίθηση, όταν αυτές έχουν χαρακτήρα ανάλογο με εκείνον της θρησκευτικής πίστης. Παράδειγμα θα μπορούσε να αποτελέσει ο μαρξιστικός εσχατολογικός μύθος για την κατάργηση του Κράτους.
Μύθοι υπήρξαν σε κάθε ανθρώπινη Κοινωνία και φαίνεται ότι αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο του Πολιτισμού. Η μελέτη των Μύθων έχει συνεπώς θεμελιώδη σημασία για την κατανόηση τόσο των μεμονωμένων Κοινωνιών, όσο και του ανθρώπινων πολιτισμών συνολικά (Για περισσότερα βλ. το εξαιρετικά κατατοπιστικό και με πλούσια βιβλιογραφία τομίδιο του K. K. Routhven: «Ο Μύθος», Αθήνα 1977 - «Ερμής», στην σειρά «Η Γλώσσα της Κριτικής» - Νο 18).
Κατά τον Ρόμπερτ Γκραίηβς, τον συγγραφέα του ανυπέρβλητου έργου «Οι ελληνικοί Μύθοι» Ρ. Γκραίηβς: Οι ελληνικοί μύθοι (Robert Graves: The Greek Myths), oι αρχαιοελληνικοί Μύθοι αποτελούσαν αυστηρές καταγραφές παμπάλαιων θρησκευτικών εθίμων ή γεγονότων (βλ. Ρ. Γκραίηβς: «Η Λευκή Θεά» Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 1998 – Πρόλογος, σελ. 17) και στην ιδιαίτερη αυτή θρησκευτική λειτουργία συνιστούσαν ένα είδος επικοινωνίας μέσω Συμβόλων, που διακρίνονταν από άλλες μορφές θρησκευτικής συμβολικής συμπεριφοράς (λατρείες, τελετουργίες).
Ο Μύθος επομένως με την ειδικότερη έννοια που περιγράψαμε παραπάνω, διαφέρει από:
1.Την φιλοσοφική αλληγορία, όπως στην Κοσμογονία του Ησιόδου.
2.Την αιτιολογική ερμηνεία ενός μύθου που δεν είναι πλέον κατανοητός (π.χ. ο λέων και ο αγριόχοιρος που έζεψε στο άρμα του ο βασιλεύς των Φερών, Άδμητος).
3.Την σάτιρα ή την παρωδία, όπως η αφήγηση του Σειληνού για την Ατλαντίδα.
4.Το αισθηματικό παραμύθι, όπως στην αφήγηση του Νάρκισσου και της Ηχούς.
5.Την πεποικιλμένη ιστορία, όπως στην περιπέτεια του Αρίωνα με τα δελφίνια.
6.Το μυθιστόρημα των ραψωδών, όπως στην ιστορία Κέφαλου-Προκρίδος.
7.Την πολιτική προπαγάνδα, όπως στην ομοσπονδία που συνέπηξε ο Θησεύς.
8.Τους ηθικούς θρύλους, όπως το περιδέραιο της Εριφύλης.
9. Το χιουμοριστικό ανέκδοτο, όπως στην φάρσα της κρεβατοκάμαρας Ηρακλή, Ομφάλης και Πάνα.
10. Το θεατρικό μελόδραμα, όπως στην ιστορία του Θέστορα και των θυγατέρων του.
11. Το ηρωϊκό έπος, όπως η Ιλιάδα.
12. Την ρεαλιστική μυθοπλασία, όπως στην επίσκεψη του Οδυσσέα στους Φαίακες.
(Ρ. Γκραίηβς: Οι ελληνικοί Μύθοι, «ΠΛΕΙΑΣ» 1979 – Εισαγωγή, σελ. ιδ΄)
Μύθοι υπήρξαν σε κάθε ανθρώπινη Κοινωνία και φαίνεται ότι αποτελούν βασικό συστατικό στοιχείο του Πολιτισμού. Η μελέτη των Μύθων έχει συνεπώς θεμελιώδη σημασία για την κατανόηση τόσο των μεμονωμένων Κοινωνιών, όσο και του ανθρώπινων πολιτισμών συνολικά (Για περισσότερα βλ. το εξαιρετικά κατατοπιστικό και με πλούσια βιβλιογραφία τομίδιο του K. K. Routhven: «Ο Μύθος», Αθήνα 1977 - «Ερμής», στην σειρά «Η Γλώσσα της Κριτικής» - Νο 18).
Κατά τον Ρόμπερτ Γκραίηβς, τον συγγραφέα του ανυπέρβλητου έργου «Οι ελληνικοί Μύθοι» Ρ. Γκραίηβς: Οι ελληνικοί μύθοι (Robert Graves: The Greek Myths), oι αρχαιοελληνικοί Μύθοι αποτελούσαν αυστηρές καταγραφές παμπάλαιων θρησκευτικών εθίμων ή γεγονότων (βλ. Ρ. Γκραίηβς: «Η Λευκή Θεά» Εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ 1998 – Πρόλογος, σελ. 17) και στην ιδιαίτερη αυτή θρησκευτική λειτουργία συνιστούσαν ένα είδος επικοινωνίας μέσω Συμβόλων, που διακρίνονταν από άλλες μορφές θρησκευτικής συμβολικής συμπεριφοράς (λατρείες, τελετουργίες).
Ο Μύθος επομένως με την ειδικότερη έννοια που περιγράψαμε παραπάνω, διαφέρει από:
1.Την φιλοσοφική αλληγορία, όπως στην Κοσμογονία του Ησιόδου.
2.Την αιτιολογική ερμηνεία ενός μύθου που δεν είναι πλέον κατανοητός (π.χ. ο λέων και ο αγριόχοιρος που έζεψε στο άρμα του ο βασιλεύς των Φερών, Άδμητος).
3.Την σάτιρα ή την παρωδία, όπως η αφήγηση του Σειληνού για την Ατλαντίδα.
4.Το αισθηματικό παραμύθι, όπως στην αφήγηση του Νάρκισσου και της Ηχούς.
5.Την πεποικιλμένη ιστορία, όπως στην περιπέτεια του Αρίωνα με τα δελφίνια.
6.Το μυθιστόρημα των ραψωδών, όπως στην ιστορία Κέφαλου-Προκρίδος.
7.Την πολιτική προπαγάνδα, όπως στην ομοσπονδία που συνέπηξε ο Θησεύς.
8.Τους ηθικούς θρύλους, όπως το περιδέραιο της Εριφύλης.
9. Το χιουμοριστικό ανέκδοτο, όπως στην φάρσα της κρεβατοκάμαρας Ηρακλή, Ομφάλης και Πάνα.
10. Το θεατρικό μελόδραμα, όπως στην ιστορία του Θέστορα και των θυγατέρων του.
11. Το ηρωϊκό έπος, όπως η Ιλιάδα.
12. Την ρεαλιστική μυθοπλασία, όπως στην επίσκεψη του Οδυσσέα στους Φαίακες.
(Ρ. Γκραίηβς: Οι ελληνικοί Μύθοι, «ΠΛΕΙΑΣ» 1979 – Εισαγωγή, σελ. ιδ΄)
Θα πρέπει πάντως να υπενθυμίσουμε ότι η υποβάθμιση και ο ευτελισμός των μυθολογικών παραδόσεων είχε αρχίσει ήδη από την εποχή του Ευήμερου του Μεσσήνιου (*), ο οποίος δίδασκε ότι οι Μύθοι ήσαν απλώς παραφθορές της Ιστορίας. Σήμερα, από τις υπερβολές και γελοιότητες του Ευημερισμού και των ανά τους αιώνες οπαδών και αντιγραφέων του περάσαμε στο άλλο άκρο όπου οι μυθολογικές καταγραφές και γενεαλογίες λαμβάνονται «τοις μετρητοίς» ως πραγματική Ιστορία και οι μυθικοί γενάρχες και πρωταγωνιστές των μύθων ως αληθινά ιστορικά πρόσωπα στα οποία με απίθανους «μπακαλίστικους» υπολογισμούς τοποθετούνται σε συγκεκριμένα χρονολογικά πλαίσια!!!
Κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε και στο έργο «Περί απίστων» (=απίστευτες ιστορίες) κάποιου Παλαίφατου (πιθανόν 4ος αι. π.Χ.).
____________________________________
(*) Φιλόσοφος από την Μεσσήνη της Σικελίας, ο οποίος έζησε μεταξύ των ετών 340-260 π.Χ. σε πολλούς τόπους και ιδίως στην Αίγυπτο. Περί το 280 π.Χ. δημοσίευσε το περίφημο σύγγραμμά του «Ιερά Αναγραφή» (από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν), μια μεταφορική αφήγηση ενός ταξιδιού του στο φανταστικό νησί της Παγχαίας. Στο έργο αυτό υποστηρίζεται η βασική ιδέα ότι οι νομιζόμενοι ως θεοί ήσαν στην πραγματικότητα «δυνατοί άνθρωποι» που έζησαν σε παλαιότατες εποχές και στην συνέχεια θεοποιήθηκαν. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Ευήμερος να θεωρηθεί ως εκπρόσωπος του αθεϊσμού, παρά το γεγονός ότι ο φιλόσοφος διαιρούσε τους θεούς σε «ουράνιους» και «επίγειους», από τους οποίους οι μεν πρώτοι ήσαν «αΐδιοι και αθάνατοι», ενώ οι δεύτεροι θνητοί, αλλά παλαιότατοι ευεργέτες της ανθρωπότητος και «λίαν συνετοί». Από τις απόψεις αυτές προέκυψε η θεωρία του «Ευημερισμού» δηλ. η ερμηνεία των αρχαίων θεών ως ανθρώπων θεοποιηθέντων.
Κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε και στο έργο «Περί απίστων» (=απίστευτες ιστορίες) κάποιου Παλαίφατου (πιθανόν 4ος αι. π.Χ.).
____________________________________
(*) Φιλόσοφος από την Μεσσήνη της Σικελίας, ο οποίος έζησε μεταξύ των ετών 340-260 π.Χ. σε πολλούς τόπους και ιδίως στην Αίγυπτο. Περί το 280 π.Χ. δημοσίευσε το περίφημο σύγγραμμά του «Ιερά Αναγραφή» (από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν), μια μεταφορική αφήγηση ενός ταξιδιού του στο φανταστικό νησί της Παγχαίας. Στο έργο αυτό υποστηρίζεται η βασική ιδέα ότι οι νομιζόμενοι ως θεοί ήσαν στην πραγματικότητα «δυνατοί άνθρωποι» που έζησαν σε παλαιότατες εποχές και στην συνέχεια θεοποιήθηκαν. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο Ευήμερος να θεωρηθεί ως εκπρόσωπος του αθεϊσμού, παρά το γεγονός ότι ο φιλόσοφος διαιρούσε τους θεούς σε «ουράνιους» και «επίγειους», από τους οποίους οι μεν πρώτοι ήσαν «αΐδιοι και αθάνατοι», ενώ οι δεύτεροι θνητοί, αλλά παλαιότατοι ευεργέτες της ανθρωπότητος και «λίαν συνετοί». Από τις απόψεις αυτές προέκυψε η θεωρία του «Ευημερισμού» δηλ. η ερμηνεία των αρχαίων θεών ως ανθρώπων θεοποιηθέντων.
Ένα ακόμη ζήτημα που νομίζω ότι πρέπει να ξεκαθαρισθεί είναι η χρήση, κατά κόρον, των μυθολογικών παραδόσεων ως αδιαμφισβήτητων ιστορικών γεγονότων στα οποία μάλιστα προσάπτουν και συγκεκριμένες χρονολογίες, καθώς και η ανάμιξη μυθολογικών κατασκευασμάτων, όπως οι «Άτλαντες», ως απόλυτα υπαρκτών λαών !!
Η κατάσταση αυτή έχει προκύψει από την αλαλάζουσα ημιμάθεια διαφόρων επίδοξων γραφιάδων, που αντί να ασχοληθούν με την συγγραφή λογοτεχνικών έργων στα οποία η αχαλίνωτη φαντασία συχνά αποτελεί προσόν, παριστάνουν τους ιστορικούς, αρχαιολόγους, εθνολόγους, γλωσσολόγους και δεν ξέρω τι άλλο, επιχειρώντας να αποκαλύψουν «κρυφές πτυχές» της «Άγνωστης Προϊστορίας», να «αναχρονολογήσουν» (!) την Ιστορία, να μας διδάξουν το πραγματικό παρελθόν της ελληνικής γλώσσας, που κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι προσπαθούν να αποκρύψουν, τα παραγνωρισμένα τεχνολογικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων, που κάποιοι αποσιωπούν και μύριες άλλες ανοησίες και παλαβομάρες.
Αξίζει τον κόπο στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στο ζήτημα των «Πελασγών», για το οποίο έχουν χυθεί τόνοι μελάνης και στο οποίο υποχρεωτικά θα επανέλθουμε, μια και αποτελεί το εφαλτήριο για την διατύπωση κάθε βλακώδους «μη-συμβατικής» θεωρίας για την ελληνική Ιστορία και Προϊστορία, όχι μόνον από ελληνικούς «εγκέφαλους», αλλά και από πολυάριθμους αλλοδαπούς, εξ ίσου διαταραγμένους. Όπως αναφέρει και ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός Μιχ. Σακελλαρίου (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 358-360):
«Για την ταυτότητα των Πελασγών και την σχέση τους με άλλους λαούς έχουν διατυπωθεί όχι λιγότερες από δέκα επτά υποθέσεις. Μία είναι αρνητική: δηλαδή αμφισβητεί την ύπαρξη των Πελασγών ως ιστορικού λαού. Μία άλλη δέχεται ότι αυτό το εθνικό ανήκε κάποτε σε ένα συγκεκριμένο λαό, αλλά στα αρχαία κείμενα που σώθηκαν έχει πάρει ένα γενικό και αόριστο περιεχόμενο, δηλώνοντας διάφορα προελληνικά φύλα. Και οι δύο αυτές υποθέσεις εκφράζουν την αμηχανία που δοκιμάζει κανείς, όταν για πρώτη φορά μελετήση τις αρχαίες μαρτυρίες για τους Πελασγούς και διαπιστώση τις αοριστίες και τις αντιφάσεις που περιέχουν. Οι πιο πολλοί από τους νεώτερους ερευνητάς προσπάθησαν να δώσουν στους Πελασγούς κάποια φυσιογνωμία, χρησιμοποιώντας, έξω από τις αρχαίες μαρτυρίες, γλωσσικά, αρχαιολογικά, και θρησκειολογικά δεδομένα. Αλλά κατέληξαν σε ποικίλα αποτελέσματα, τα πιο πολλά απροσδόκητα. Αφήνοντας κατά μέρος τις υποθέσεις που είτε είναι προϊόντα φαντασίας και αυθαιρέτων συνδυασμών, είτε στηρίχθηκαν σε στενές βάσεις, ικανοποιητικές για την εποχή τους, που ξεπεράσθηκαν με την πρόοδο της επιστήμης, αναφέρουμε τις δύο νεώτερες:Η πρώτη, σύμφωνα με την οποία οι Πελασγοί ήταν ένας ινδοευρωπαϊκός (=αριοευρωπαϊκός Σημ. ΔΕΕ) λαός, που η γλώσσα του άφησε πολλά κατάλοιπα στην ελληνική, άρχισε να διαδίδεται τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια…
…Η δεύτερη από τις νεώτερες υποθέσεις έχει συνάψει τους Πελασγούς με τους Ιλλυριούς. Η επιχειρηματολογία είναι πλούσια, αλλά όχι πειστική…».
Η κατάσταση αυτή έχει προκύψει από την αλαλάζουσα ημιμάθεια διαφόρων επίδοξων γραφιάδων, που αντί να ασχοληθούν με την συγγραφή λογοτεχνικών έργων στα οποία η αχαλίνωτη φαντασία συχνά αποτελεί προσόν, παριστάνουν τους ιστορικούς, αρχαιολόγους, εθνολόγους, γλωσσολόγους και δεν ξέρω τι άλλο, επιχειρώντας να αποκαλύψουν «κρυφές πτυχές» της «Άγνωστης Προϊστορίας», να «αναχρονολογήσουν» (!) την Ιστορία, να μας διδάξουν το πραγματικό παρελθόν της ελληνικής γλώσσας, που κάποιοι σκοτεινοί κύκλοι προσπαθούν να αποκρύψουν, τα παραγνωρισμένα τεχνολογικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων, που κάποιοι αποσιωπούν και μύριες άλλες ανοησίες και παλαβομάρες.
Αξίζει τον κόπο στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στο ζήτημα των «Πελασγών», για το οποίο έχουν χυθεί τόνοι μελάνης και στο οποίο υποχρεωτικά θα επανέλθουμε, μια και αποτελεί το εφαλτήριο για την διατύπωση κάθε βλακώδους «μη-συμβατικής» θεωρίας για την ελληνική Ιστορία και Προϊστορία, όχι μόνον από ελληνικούς «εγκέφαλους», αλλά και από πολυάριθμους αλλοδαπούς, εξ ίσου διαταραγμένους. Όπως αναφέρει και ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός Μιχ. Σακελλαρίου (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 358-360):
«Για την ταυτότητα των Πελασγών και την σχέση τους με άλλους λαούς έχουν διατυπωθεί όχι λιγότερες από δέκα επτά υποθέσεις. Μία είναι αρνητική: δηλαδή αμφισβητεί την ύπαρξη των Πελασγών ως ιστορικού λαού. Μία άλλη δέχεται ότι αυτό το εθνικό ανήκε κάποτε σε ένα συγκεκριμένο λαό, αλλά στα αρχαία κείμενα που σώθηκαν έχει πάρει ένα γενικό και αόριστο περιεχόμενο, δηλώνοντας διάφορα προελληνικά φύλα. Και οι δύο αυτές υποθέσεις εκφράζουν την αμηχανία που δοκιμάζει κανείς, όταν για πρώτη φορά μελετήση τις αρχαίες μαρτυρίες για τους Πελασγούς και διαπιστώση τις αοριστίες και τις αντιφάσεις που περιέχουν. Οι πιο πολλοί από τους νεώτερους ερευνητάς προσπάθησαν να δώσουν στους Πελασγούς κάποια φυσιογνωμία, χρησιμοποιώντας, έξω από τις αρχαίες μαρτυρίες, γλωσσικά, αρχαιολογικά, και θρησκειολογικά δεδομένα. Αλλά κατέληξαν σε ποικίλα αποτελέσματα, τα πιο πολλά απροσδόκητα. Αφήνοντας κατά μέρος τις υποθέσεις που είτε είναι προϊόντα φαντασίας και αυθαιρέτων συνδυασμών, είτε στηρίχθηκαν σε στενές βάσεις, ικανοποιητικές για την εποχή τους, που ξεπεράσθηκαν με την πρόοδο της επιστήμης, αναφέρουμε τις δύο νεώτερες:Η πρώτη, σύμφωνα με την οποία οι Πελασγοί ήταν ένας ινδοευρωπαϊκός (=αριοευρωπαϊκός Σημ. ΔΕΕ) λαός, που η γλώσσα του άφησε πολλά κατάλοιπα στην ελληνική, άρχισε να διαδίδεται τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια…
…Η δεύτερη από τις νεώτερες υποθέσεις έχει συνάψει τους Πελασγούς με τους Ιλλυριούς. Η επιχειρηματολογία είναι πλούσια, αλλά όχι πειστική…».
Οι νηφάλιες αυτές απόψεις ενός εξέχοντος και διεθνούς κύρους επιστήμονος, είναι προφανώς άγνωστες στους «Πελασγολόγους» τσαρλατάνους, οι οποίοι είτε δεν ενδιαφέρονται για επιστημονικές αλήθειες και διαπιστώσεις, είτε δεν τους συμφέρουν και φροντίζουν να τις σπιλώσουν ως … προϊόντα συνωμοσίας «σκοτεινών κύκλων».
Ας εμβαθύνουμε όμως λίγο περισσότερο στο θέμα :
Όπως έχει διαπιστωθεί από ειδικούς επιστήμονες-ερευνητές (βλ. Edith Hall: When a Myth is not a Myth? στο εξαιρετικό συλλογικό έργο “Black Athena Revisited” - «Η αναθεώρηση της Μαύρης Αθηνάς» – London 1996 σελ. 340, στο οποίο θα αναφερθούμε διεξοδικά παρακάτω), η «εφεύρεση» των Πελασγών προήλθε ουσιαστικά από ένα απόσπασμα του σπουδαίου Γεωγράφου και Ιστορικού του 6ου / 5ου αιώνα π.Χ. Εκαταίου του Μιλήσιου, ο οποίος πιθανόν ανέπτυξε διεξοδικότερα τις σχετικές ομηρικές αναφορές περί Πελασγών (Ιλιάς, Β 681-684). Υπενθυμίζουμε ότι στην Ιλιάδα οι Πελασγοί ήσαν σύμμαχοι των Τρώων, άρα εχθροί των Ελλήνων.
Εκείνος όμως που διέδωσε την θεωρία περί «αυτοχθόνων» Πελασγών (κατά τον Ησίοδο ο γενάρχης τους Πελασγός ήταν αυτόχθων – Απολλόδωρος Β΄ 1.1) ήταν ο Ηρόδοτος, ο οποίος ανέφερε (Ιστοριών, Α΄ 57) ότι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος ήσαν οι Πελασγοί, οι οποίοι δεν μιλούσαν ελληνικά και οι οποίοι εκτοπίσθηκαν στην συνέχεια από τα διάφορα ελληνικά φύλα, όπως π.χ. στην Σπάρτη όπου εκτοπίσθηκαν από τους Δωριείς, οι οποίοι ήσαν γνήσιοι Έλληνες (Α΄ 56). Στην συνέχεια, στον μεν κυρίως ελλαδικό χώρο, η ελληνική γλώσσα διαδόθηκε στους αυτόχθονες Πελασγούς, αλλά σε άλλες περιοχές, όπως ο Ελλήσποντος, η Θράκη, η Σαμοθράκη, η Λήμνος, η Ίμβρος και η Τρωάδα (Β΄ 51, Δ΄ 145, Ε΄ 26, Ζ΄ 42), οι Πελασγοί εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν την «βάρβαρη» γλώσσα τους. Επί πλέον σε έργα του Σοφοκλή και του Ελλάνικου οι «βάρβαροι» Πελασγοί ταυτίζονται με τους Τυρρηνούς / Τυρσηνούς (Ετρούσκους).
Ένας μυθογράφος, ο Ακουσίλαος από το Άργος, σύγχρονος περίπου με τον Ηρόδοτο, ήταν ο πρώτος που νομιμοποίησε την παλαιότητα των Πελασγών αναφέροντας τον Πελασγό, τον γενάρχη των Πελασγών (αντίθετα από τον Ησίοδο), ως γιο του Δία και αδελφό του Άργου, μυθικού βασιλέα της πόλης, με στόχο να αποδείξει την αρχαιότητα του Άργους και των κατοίκων του. Έτσι, το Άργος αναφέρεται συχνά στις τραγωδίες ως «Πελασγικόν», ενώ οι Αρκάδες και οι Αθηναίοι για να αποδείξουν τo «αυτόχθον» της προέλευσής τους ανήγαγαν την καταγωγή τους σε Πελασγούς προγόνους.
Αργότερα, ο κορυφαίος Ιστορικός της αρχαιότητος, ο Θουκυδίδης, υποστήριξε (Ιστορία, Α΄ 2) ότι η χώρα «η νυν Ελλάς καλουμένη» δεν ήταν μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλά υπήρχαν συχνές μεταναστεύσεις λαών και ότι (Α΄ 3) διάφοροι λαοί, όπως ο Πελασγικός, είχαν δώσει το όνομά τους σε μεγάλες περιοχές της χώρας, που αργότερα ονομάσθηκε Ελλάς, από τον Έλληνα, τον γιο του Δευκαλίωνος.
Τέλος, ο Ιστορικός Έφορος (400-330 π.Χ.) από την μικρασιατική Κύμη, ανέπτυξε μια θεωρία για τους Πελασγούς παρουσιάζοντάς τους ως έναν πολεμικό λαό που ξεκίνησε από την «Πελασγική πατρίδα» για να κατακτήσει και αποικίσει όλες εκείνες τις περιοχές της Ελλάδος στις οποίες προηγούμενοι συγγραφείς είχαν ανακαλύψει μνείες γι’ αυτούς, από την Δωδώνη μέχρι την Κρήτη και την Τρωάδα..
Η νομαδικότητα των Πελασγών υπήρξε αφορμή για παρετυμολογίες, όπως του Αθηναίου Φιλόχωρου (3ος αιώνας π.Χ.), ο οποίος, παίρνοντας αφορμή από την ονομασία «Πελαργοί», μια λαϊκή παρετυμολογία των Πελασγών, διατύπωσε την θεωρία ότι οι Πελασγοί μετακινούνταν εποχιακά, όπως οι πελαργοί.
Από αυτές τις αλλοπρόσαλλες απόψεις των αρχαίων πηγών φθάνουμε στους νεώτερους χρόνους όπου διατυπώθηκαν πλήθος αναξιόπιστων και φαιδρών θεωριών, όχι μόνον από Έλληνες, για τις οποίες θα χρειάζονταν αμέτρητες σελίδες για μια λεπτομερή αναφορά τους. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι εξωφρενικοί ισχυρισμοί του Ρουμάνου δικηγόρου Nicolae Densusianu (1846-1911) στο ογκώδες έργο του «Η Προϊστορική Δακία», περί της «πελασγικής αυτοκρατορίας» που δημιούργησαν οι νεολιθικοί Πελασγοί!
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, όλοι οι λαοί της Ευρώπης κατάγονται από αυτούς τους Πελασγούς, που με κέντρο την σημερινή Ρουμανία όπου εγκαταστάθηκαν προερχόμενοι από την κεντρική Ασία, μετανάστευσαν σε διάφορες χώρες και δημιούργησαν τον πολιτισμό, ιδρύοντας μεταξύ των άλλων την Τροία, τις Μυκήνες και την Ρώμη! Ο βασικός κλάδος αυτών των προϊστορικών Πελασγών μιλούσε μια προγονική γλώσσα που ο συγγραφέας αποκαλεί «πρωτο-Λατινική», από την οποία προήλθαν αργότερα όλες οι λατινογενείς γλώσσες, όπως δε «αποδεικνύει» σε δεκάδες σελίδες, ολόκληρη η ελληνική μυθολογία γεννήθηκε στην Ρουμανία, στα βουνά της Δακίας (=η ρωμαϊκή ονομασία της σημερινής Ρουμανίας).
Ανάλογες υπήρξαν και οι θεωρίες της σύγχρονης Αλβανίδας ποιήτριας (!) Nermin Vlora Falaschi, η οποία στηριζόμενη στην θεωρία κάποιου Γάλλου συγγραφέα (Zacharie Mayani, 1899 - ; ), ταυτίζει τους Πελασγούς με τους Ετρούσκους (*) της κεντρικής Ιταλίας, ισχυριζόμενη ότι μιλούσαν την ίδια γλώσσα, απόγονος της οποίας είναι η σημερινή Αλβανική! Δημοσίευσε μάλιστα και μια καταγέλαστη μετάφραση (με την βοήθεια της Αλβανικής γλώσσας!), των επιγραφών της περίφημης στήλης της Λήμνου.
Ο πλέον απίθανος όμως είναι ασφαλώς ο Τούρκος πανεπιστημιακός Polat Kaya, ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστήριξε σε σχετική «διατριβή» (1997) ότι οι Πελασγοί ήλθαν από την κεντρική Ασία και ότι μιλούσαν μια τουρκική διάλεκτο και όπως ήταν αναμενόμενο παρουσίασε και αυτός την δική του μετάφραση των επιγραφών της στήλης της Λήμνου!!! (Για τους γνώστες της Αγγλικής γλώσσας προτείνω να επισκεφθούν την εξαιρετική ιστοσελίδα
www.carolandray.plus.com/Eteocretan/LemnianTrans.html όπου θα βρουν ενδιαφέροντα και κυρίως αξιόπιστα στοιχεία για το θέμα).
Αντίστοιχες παλαβομάρες έχουν να επιδείξουν και δικοί μας «συγγραφείς» στους οποίους θα αναφερθούμε διεξοδικά στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο.
Εκείνο πάντως που θα πρέπει να τονισθεί είναι ότι οι αντικρουόμενες εκδοχές πολλών αρχαιοελληνικών μυθολογικών διηγήσεων περί Πελασγών δεν ήσαν τυχαίες, αλλά όπως αποδείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις, ήταν μια επιδέξια αλλοίωση ή σκόπιμη διαστρέβλωση παλαιοτέρων παραδόσεων για καθαρά προπαγανδιστικούς σκοπούς, κυρίως για την επικύρωση εδαφικών διεκδικήσεων.
Εξ άλλου οι περιορισμένες γνώσεις των αρχαίων σε ζητήματα Εθνολογίας τους οδηγούσαν συχνά σε παρανοήσεις και σύγχυση λαών, τόπων, φυλετικών συγγενειών κ.λπ. με αποτέλεσμα να μη υπάρχει σοβαρός ερευνητής σήμερα που να δέχεται άκριτα και χωρίς διασταύρωση των στοιχείων που αναφέρονται σε πηγές της αρχαιότητος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Κιμμέριοι, αυτός ο ιρανόφωνος νομαδικός λαός που είχε εγκατασταθεί στην Ποντική στέππα (τις εκτάσεις στα βόρεια των ακτών του Ευξείνου Πόντου) πριν εκδιωχθεί, γύρω στο 800 π.Χ., από τους Σκύθες που τους αντικατέστησαν στην περιοχή. Οι Κιμμέριοι αναφέρονται μεν από τον Όμηρο (Οδύσσεια, Λ 14 – 19), αλλά σήμερα είναι σχεδόν βέβαιο ότι στο ομηρικό κείμενο αρχικά αναφέρονταν οι Χειμέριοι, οι κάτοικοι του παραλιακού Χειμέριου της Ηπείρου, κοντά στον ποταμό Αχέροντα και το περίφημο Νεκυομαντείο της Θεσπρωτίας. Όταν αργότερα οι Έλληνες γνώρισαν τους Κιμμέριους είτε στην Κριμαία όπου υπήρχαν κάποια υπολείμματά τους είτε στην Μ. Ασία, την οποία οι Κιμμέριοι δήωσαν με τις καταστρεπτικές επιδρομές τους στην διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. οι Χειμέριοι έγιναν Κιμμέριοι (βλ. J. H. Finley: Homer’s Odyssey – Harvard University Press 1978, σελ. 58).
______________________________
(*) Οι θεωρίες του Mayani περί ιλλυρικής συγγένειας της ετρουσκικής γλώσσας και περί της σημερινής Αλβανικής γλώσσας ως μοναδικής γνήσιας απογόνου της Ιλλυρικής, υιοθετήθηκαν ενθουσιωδώς από τον αλησμόνητο εκείνον δικτατορίσκο Εμβέρ Χότζα και το καθεστώς του, που προέβαλλαν ως κεντρικό σημείο της προπαγάνδας τους το ιδεολόγημα της καταγωγής των Αλβανών από τους Ιλλυριούς, οι οποίοι, σύμφωνα με τους καθοδηγούμενους Αλβανούς ιστορικούς, προϋπήρξαν των ελληνικών φύλων στην χερσόνησο του Αίμου και επομένως τα δικαιώματα των Αλβανών στην περιοχή έχουν σαφές προβάδισμα έναντι των Ελλήνων και των Σλάβων.
Μια άλλη κραυγαλέα περίπτωση σύγχυσης είναι και αυτή που σχετίζεται με την παρανόηση των αρχαίων συγγραφέων μεταξύ μιας λατρευτικής ονομασίας και ενός εθνικού ονόματος. Πρόκειται για την περίπτωση της Αρτέμιδος Ταυροπόλου (=η «θηρεύουσα ταύρους»), που θεωρήθηκε ότι σχετίζεται με τους Ταύρους, έναν πανάρχαιο λαό της Κριμαίας (Ταυρική χερσόνησος), δίνοντας έτσι αφορμή για την δημιουργία του σχετικού μύθου, από τον οποίο ο Ευριπίδης εμπνεύσθηκε την «Ιφιγένεια εν Ταύροις».
Ένα ανάλογο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μυθική Μήδεια, ο χαρακτήρας της οποίας ενέπνευσε πολυάριθμους, λογοτέχνες, μουσικοσυνθέτες, ποιητές κ.λπ. ανά τους αιώνες, από τον μεγάλο τραγωδοποιό Ευριπίδη μέχρι τον Ιταλό μουσικοσυνθέτη του 18ου /19ου αιώνα Luigi Cherubini, συνθέτη της ομώνυμης όπερας.
Όπως αποδείχθηκε (βλ. Edith Hall ό.π. σελ. 344) ο αρχικός μύθος αναφερόταν στην μάγισσα Αγαμήδη (=πολυμήχανη) της Ηλείας, κόρη του βασιλέα των Επειών Αυγεία (γνωστού από τον 5ο άθλο του Ηρακλή), η οποία ήταν φημισμένη για τις γνώσεις της στα θεραπευτικά βότανα (Ιλιάς, Λ 739-741). Αργότερα ο Εύμηλος (Επικός ποιητής του 8ου αιώνα π.Χ. από την Κόρινθο, ο οποίος συνέγραψε «Τιτανομαχία») την μεταμόρφωσε στο έπος του στην Μήδεια, την Κορίνθια θυγατέρα του βασιλιά Αιήτη, ο οποίος μετανάστευσε στον Πόντο (Παυσανίας-Κορινθιακά, Β΄ 3.10). Η λαθροχειρία αυτή στον αρχικό μύθο έγινε, σύμφωνα με τους ερευνητές, για να νομιμοποιηθούν οι βλέψεις των Κορινθίων στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου. Τέλος, στην διάσημη τραγωδία του Ευριπίδη «Μήδεια» μεταμορφώθηκε και πάλι στην βάρβαρη πριγκίπισσα / μάγισσα της Κολχίδος, η οποία ερωτεύθηκε τον Ιάσονα και κατέφυγε μαζί του στην Ελλάδα.
Εκείνο όμως που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι ο Ευριπίδης δωροδοκήθηκε αδρά (αναφέρεται το τεράστιο ποσό των 15 αργυρών ταλάντων – Σχολιαστής στην «Μήδεια» 1387) από τους Κορινθίους για να παραποιήσει το αναφερόμενο στην παράδοση συμβάν της δολοφονίας των παιδιών της Μήδειας και του Ιάσονα με λιθοβολισμό από τους κατοίκους της Κορίνθου, ένα αποτρόπαιο γεγονός καταγραμμένο στις αρχαίες πηγές (βλ. Απολλόδωρος Α΄ 9,28). Έτσι, μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της, με αποτέλεσμα να μείνει στην παράδοση ως ένα ανόσιο παράδειγμα μάνας που δολοφονεί τα ίδια της τα παιδιά.Κλείνουμε αναφέροντας ορισμένα στοιχεία για τον γνωστό μύθο του Δαναού και των Δαναΐδων, ο οποίος χρησιμοποιείται από ποικίλης σοβαρότητας «συγγραφείς» ως ιστορικό γεγονός (!) κατά το δοκούν, για να υποστηριχθούν διάφορες θεωρίες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, χωρίς ποτέ να ξεκαθαρισθεί από αυτούς – έστω και από στοιχειώδη σεβασμό προς τους αναγνώστες τους - ότι για τον ίδιο μύθο υπάρχουν διαφορετικές παραλλαγές στις αρχαίες πηγές, οφειλόμενες σε λαθροχειρίες και χειραγώγηση των παραδόσεων προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την «Βιβλιοθήκη Μυθολογική» (που όπως αποδείχθηκε αποδιδόταν λανθασμένα στον επιφανή Αθηναίο Γραμματικό του 2ου αιώνα π.Χ. Απολλόδωρο) από τον Δία και την Νιόβη (την κόρη του Φορωνέως και της Τηλεδίκης) γεννήθηκε ο Άργος (δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο ναυπηγό της Αργούς ή τον Πανόπτη Άργο, τον γιο του Αγήνορος), ο τρίτος κατά σειράν βασιλεύς του πελοποννησιακού Άργους, από τον οποίον η πόλη πήρε και το όνομά της. Από τον Άργο και την Ισμήνη (την κόρη του θεού-ποταμού Ασωπού) γεννήθηκε ο Ίασος, από τον οποίο γεννήθηκε η περίφημη Ιώ, που μεταμορφώθηκε σε αγελάδα από τον Δία (Απολλόδωρος Β΄ 1,3). Σύμφωνα όμως με άλλες αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος Α΄ Ι. 2, Παυσανίας Α΄ 25.1, Κάστωρ ο Ρόδιος, χρονικογράφος του 1ου αιώνα π.Χ., αλλά και πολλοί τραγικοί), η Ιώ ήταν κόρη του θεού-ποταμού Ίναχου, που είναι και η επικρατέστερη εκδοχή. Τέλος, κατά τον Ησίοδο και τον Ακουσίλαο, η Ιώ ήταν κόρη του Πειρήνος, γιου του θεού-ποταμού Γλαύκου.
Η Ιώ θα γεννήσει από την σχέση της με τον Δία τον Έπαφο στην Αίγυπτο, στις εκβολές του Νείλου, κατά την πλέον διαδεδομένη άποψη, (Απολλόδ. Β΄ 1.3), αλλά σύμφωνα με άλλη πιθανόν γνησιότερη εκδοχή, στην Εύβοια («Αιγιμιός» απόσπ. 296). Η Ιώ έγινε σύζυγος του Τηλέγονου που βασίλευε τότε στην Αίγυπτο και κατασκεύασε άγαλμα της Δήμητρας, που από τους Αιγυπτίους αποκλήθηκε Ίσις, όπως και η ίδια η Ιώ. Οι απόγονοί της θα επιστρέψουν αργότερα στην Ελλάδα, όπου ο μεν Δαναός θα ιδρύσει τον βασιλικό οίκο του Άργους, ο δε Κάδμος των Θηβών της Βοιωτίας.
Όπως εύκολα διαπιστώνεται από τα παραπάνω, υπάρχουν αρκετές αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές για βασικά στοιχεία του μύθου, γεγονός που προβληματίζει ώστε να είμαστε επιφυλακτικοί σε οποιαδήποτε επιπόλαια εθνολογικά, γλωσσολογικά, πολιτιστικά κ.λπ. συμπεράσματα. Επί πλέον έχει υποστηριχθεί (από ειδικευμένους επιστήμονες, για να μη παρεξηγούμαι), ότι η Ιώ και οι απόγονοί της μετατράπηκαν σε Αιγυπτίους στην διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. επί της βασιλείας του Φαραώ Ψαμμήτιχου Ι (664-610 π.Χ.) και των διαδόχων του, της Σαϊτικής (26ης) Δυναστείας, οι οποίοι προσέλαβαν Ίωνες μισθοφόρους και άνοιξαν ουσιαστικά την Αίγυπτο στους Έλληνες. Η ταύτιση επομένως της κόρης – αγελάδας Ιούς με την αγελαδόμορφη θεά των Αιγυπτίων Ίσιδα, ήταν μια φυσική και αναμενόμενη διαδικασία θρησκευτικού συγκρητισμού (βλ. Edith Hall ό.π. σελ. 338).
Ανάλογες διαδικασίες σημειώθηκαν σε σχέση και με άλλους μύθους τους οποίους ποιητές-γενεαλόγοι μετέτρεψαν κατάλληλα, ώστε οι Έλληνες άποικοι, διασκορπισμένοι σε κάθε γωνιά της Μεσογείου, να διαθέτουν προγόνους και ιδρυτές πόλεων (άρα και σχετικά δικαιώματα), που προηγήθηκαν στις αντίστοιχες περιοχές εγκατάστασής τους, σύμφωνα με ανάλογα χειραγωγημένους μύθους.
Ελπίζω να μη κούρασα τους αναγνώστες με τα μακροσκελή παραδείγματα και τις παρεκβάσεις που χρησιμοποίησα στην προσπάθειά μου να μεταδώσω κάποιες λεπτομέρειες των επιστημονικών διεργασιών που εφαρμόζονται στην διερεύνηση των μυθικών παραδόσεων και των εγγενών δυσκολιών που ενυπάρχουν λόγω της ασάφειας των αρχαίων πηγών. Ο στόχος μου ήταν να δείξω το πόσο γελοία είναι τα γραφόμενα των «μη-συμβατικών» ημιμαθών «συγγραφέων» του ποδαριού, όταν από μια μυθική παράδοση π.χ. ότι η Αρμενία πήρε το όνομά της από κάποιον Θεσσαλό Άρμενο (!), την οποία αναφέρει ο Στράβων (IA΄ XIV), είναι σε θέση να γράψουν ολόκληρο βιβλίο ισχυριζόμενοι ότι οι Αρμένιοι είναι απόγονοι Ελλήνων, αγνοώντας λόγω αγραμματοσύνης, ιδιωτείας ή κουτοπονηριάς, το πόσο τρομακτικά δύσκολα και ακανθώδη είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με το ιδιαίτερα περίπλοκο πρόβλημα της εθνογένεσης ενός λαού.Παρ’ όλα αυτά κυκλοφορούν «βιβλία για ηλιθίους» (βλ. για αυτήν την έκφραση παρακάτω Κεφ. 2γ) όπου υποστηρίζεται με σοβαρότητα και τεκμηριώνεται σε ανάλογης βαρύτητας έργα, επιβεβαιώνοντας έτσι το «φαυλοκυκλικό αεικίνητο», ότι οι Αιγαίοι-Άριοι-Πρωτοέλληνες αποίκισαν και διέδωσαν τον πολιτισμό στην Σουμερία, στην Αίγυπτο, στην Κίνα, στις Ινδίες, ανακάλυψαν την Αμερική, την πυρηνική ενέργεια, τον χωροχρόνο, την αντι-ύλη, το DNA, τους Γαλαξίες, την φύση του Σύμπαντος και με λίγα λόγια τα πάντα. Δυστυχώς όλα αυτά χάθηκαν όταν το 9564 π.Χ. (προσέξτε, όχι το 9565, ούτε το 9563) ένας αστεροειδής προσέκρουσε στην Γη (πού ακριβώς ;) και κατέστρεψε τον πολιτισμό. Αλλά δεν υπάρχει λόγος στενοχώριας μια και οι «μετακατακλυσμιαίοι» Έλληνες ανέκτησαν τον πολιτισμό με την βοήθεια διασωθέντων σοφών που προσέτρεξαν «στις Πυραμίδες και τα άλλα Μουσεία» όπου είχαν διαφυλαχθεί τα «αρχεία γνώσεων» και έτσι «…επανάρχισε η επίμονη αναρρίχηση στον πολιτισμό…» !!!
Με τέτοιου είδους πνευματικά σκουπίδια δυστυχώς τροφοδοτείται σήμερα ο μέσος Έλληνας, διότι αυτό το μορφωτικό επίπεδο του καλλιέργησε ένα ανίκανο κράτος και ένα παταγωδώς αποτυχημένο «εκπαιδευτικό σύστημα», που μάταια «μεταρρυθμίζεται» κάθε λίγο και λιγάκι από διαβόητα ημιμαθείς πολιτικούς και παρατρεχάμενους. Φοβάμαι όμως ότι η σημερινή κατάσταση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, θα χειροτερεύει διαρκώς και θα επιτείνεται από τέτοιου είδους «βιβλία» εύκολου εντυπωσιασμού και αποχαύνωσης.Τραγωδία…
Ένα ανάλογο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μυθική Μήδεια, ο χαρακτήρας της οποίας ενέπνευσε πολυάριθμους, λογοτέχνες, μουσικοσυνθέτες, ποιητές κ.λπ. ανά τους αιώνες, από τον μεγάλο τραγωδοποιό Ευριπίδη μέχρι τον Ιταλό μουσικοσυνθέτη του 18ου /19ου αιώνα Luigi Cherubini, συνθέτη της ομώνυμης όπερας.
Όπως αποδείχθηκε (βλ. Edith Hall ό.π. σελ. 344) ο αρχικός μύθος αναφερόταν στην μάγισσα Αγαμήδη (=πολυμήχανη) της Ηλείας, κόρη του βασιλέα των Επειών Αυγεία (γνωστού από τον 5ο άθλο του Ηρακλή), η οποία ήταν φημισμένη για τις γνώσεις της στα θεραπευτικά βότανα (Ιλιάς, Λ 739-741). Αργότερα ο Εύμηλος (Επικός ποιητής του 8ου αιώνα π.Χ. από την Κόρινθο, ο οποίος συνέγραψε «Τιτανομαχία») την μεταμόρφωσε στο έπος του στην Μήδεια, την Κορίνθια θυγατέρα του βασιλιά Αιήτη, ο οποίος μετανάστευσε στον Πόντο (Παυσανίας-Κορινθιακά, Β΄ 3.10). Η λαθροχειρία αυτή στον αρχικό μύθο έγινε, σύμφωνα με τους ερευνητές, για να νομιμοποιηθούν οι βλέψεις των Κορινθίων στην περιοχή του Ευξείνου Πόντου. Τέλος, στην διάσημη τραγωδία του Ευριπίδη «Μήδεια» μεταμορφώθηκε και πάλι στην βάρβαρη πριγκίπισσα / μάγισσα της Κολχίδος, η οποία ερωτεύθηκε τον Ιάσονα και κατέφυγε μαζί του στην Ελλάδα.
Εκείνο όμως που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι ο Ευριπίδης δωροδοκήθηκε αδρά (αναφέρεται το τεράστιο ποσό των 15 αργυρών ταλάντων – Σχολιαστής στην «Μήδεια» 1387) από τους Κορινθίους για να παραποιήσει το αναφερόμενο στην παράδοση συμβάν της δολοφονίας των παιδιών της Μήδειας και του Ιάσονα με λιθοβολισμό από τους κατοίκους της Κορίνθου, ένα αποτρόπαιο γεγονός καταγραμμένο στις αρχαίες πηγές (βλ. Απολλόδωρος Α΄ 9,28). Έτσι, μέχρι σήμερα, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της, με αποτέλεσμα να μείνει στην παράδοση ως ένα ανόσιο παράδειγμα μάνας που δολοφονεί τα ίδια της τα παιδιά.Κλείνουμε αναφέροντας ορισμένα στοιχεία για τον γνωστό μύθο του Δαναού και των Δαναΐδων, ο οποίος χρησιμοποιείται από ποικίλης σοβαρότητας «συγγραφείς» ως ιστορικό γεγονός (!) κατά το δοκούν, για να υποστηριχθούν διάφορες θεωρίες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, χωρίς ποτέ να ξεκαθαρισθεί από αυτούς – έστω και από στοιχειώδη σεβασμό προς τους αναγνώστες τους - ότι για τον ίδιο μύθο υπάρχουν διαφορετικές παραλλαγές στις αρχαίες πηγές, οφειλόμενες σε λαθροχειρίες και χειραγώγηση των παραδόσεων προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την «Βιβλιοθήκη Μυθολογική» (που όπως αποδείχθηκε αποδιδόταν λανθασμένα στον επιφανή Αθηναίο Γραμματικό του 2ου αιώνα π.Χ. Απολλόδωρο) από τον Δία και την Νιόβη (την κόρη του Φορωνέως και της Τηλεδίκης) γεννήθηκε ο Άργος (δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο ναυπηγό της Αργούς ή τον Πανόπτη Άργο, τον γιο του Αγήνορος), ο τρίτος κατά σειράν βασιλεύς του πελοποννησιακού Άργους, από τον οποίον η πόλη πήρε και το όνομά της. Από τον Άργο και την Ισμήνη (την κόρη του θεού-ποταμού Ασωπού) γεννήθηκε ο Ίασος, από τον οποίο γεννήθηκε η περίφημη Ιώ, που μεταμορφώθηκε σε αγελάδα από τον Δία (Απολλόδωρος Β΄ 1,3). Σύμφωνα όμως με άλλες αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος Α΄ Ι. 2, Παυσανίας Α΄ 25.1, Κάστωρ ο Ρόδιος, χρονικογράφος του 1ου αιώνα π.Χ., αλλά και πολλοί τραγικοί), η Ιώ ήταν κόρη του θεού-ποταμού Ίναχου, που είναι και η επικρατέστερη εκδοχή. Τέλος, κατά τον Ησίοδο και τον Ακουσίλαο, η Ιώ ήταν κόρη του Πειρήνος, γιου του θεού-ποταμού Γλαύκου.
Η Ιώ θα γεννήσει από την σχέση της με τον Δία τον Έπαφο στην Αίγυπτο, στις εκβολές του Νείλου, κατά την πλέον διαδεδομένη άποψη, (Απολλόδ. Β΄ 1.3), αλλά σύμφωνα με άλλη πιθανόν γνησιότερη εκδοχή, στην Εύβοια («Αιγιμιός» απόσπ. 296). Η Ιώ έγινε σύζυγος του Τηλέγονου που βασίλευε τότε στην Αίγυπτο και κατασκεύασε άγαλμα της Δήμητρας, που από τους Αιγυπτίους αποκλήθηκε Ίσις, όπως και η ίδια η Ιώ. Οι απόγονοί της θα επιστρέψουν αργότερα στην Ελλάδα, όπου ο μεν Δαναός θα ιδρύσει τον βασιλικό οίκο του Άργους, ο δε Κάδμος των Θηβών της Βοιωτίας.
Όπως εύκολα διαπιστώνεται από τα παραπάνω, υπάρχουν αρκετές αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές για βασικά στοιχεία του μύθου, γεγονός που προβληματίζει ώστε να είμαστε επιφυλακτικοί σε οποιαδήποτε επιπόλαια εθνολογικά, γλωσσολογικά, πολιτιστικά κ.λπ. συμπεράσματα. Επί πλέον έχει υποστηριχθεί (από ειδικευμένους επιστήμονες, για να μη παρεξηγούμαι), ότι η Ιώ και οι απόγονοί της μετατράπηκαν σε Αιγυπτίους στην διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. επί της βασιλείας του Φαραώ Ψαμμήτιχου Ι (664-610 π.Χ.) και των διαδόχων του, της Σαϊτικής (26ης) Δυναστείας, οι οποίοι προσέλαβαν Ίωνες μισθοφόρους και άνοιξαν ουσιαστικά την Αίγυπτο στους Έλληνες. Η ταύτιση επομένως της κόρης – αγελάδας Ιούς με την αγελαδόμορφη θεά των Αιγυπτίων Ίσιδα, ήταν μια φυσική και αναμενόμενη διαδικασία θρησκευτικού συγκρητισμού (βλ. Edith Hall ό.π. σελ. 338).
Ανάλογες διαδικασίες σημειώθηκαν σε σχέση και με άλλους μύθους τους οποίους ποιητές-γενεαλόγοι μετέτρεψαν κατάλληλα, ώστε οι Έλληνες άποικοι, διασκορπισμένοι σε κάθε γωνιά της Μεσογείου, να διαθέτουν προγόνους και ιδρυτές πόλεων (άρα και σχετικά δικαιώματα), που προηγήθηκαν στις αντίστοιχες περιοχές εγκατάστασής τους, σύμφωνα με ανάλογα χειραγωγημένους μύθους.
Ελπίζω να μη κούρασα τους αναγνώστες με τα μακροσκελή παραδείγματα και τις παρεκβάσεις που χρησιμοποίησα στην προσπάθειά μου να μεταδώσω κάποιες λεπτομέρειες των επιστημονικών διεργασιών που εφαρμόζονται στην διερεύνηση των μυθικών παραδόσεων και των εγγενών δυσκολιών που ενυπάρχουν λόγω της ασάφειας των αρχαίων πηγών. Ο στόχος μου ήταν να δείξω το πόσο γελοία είναι τα γραφόμενα των «μη-συμβατικών» ημιμαθών «συγγραφέων» του ποδαριού, όταν από μια μυθική παράδοση π.χ. ότι η Αρμενία πήρε το όνομά της από κάποιον Θεσσαλό Άρμενο (!), την οποία αναφέρει ο Στράβων (IA΄ XIV), είναι σε θέση να γράψουν ολόκληρο βιβλίο ισχυριζόμενοι ότι οι Αρμένιοι είναι απόγονοι Ελλήνων, αγνοώντας λόγω αγραμματοσύνης, ιδιωτείας ή κουτοπονηριάς, το πόσο τρομακτικά δύσκολα και ακανθώδη είναι τα ζητήματα που σχετίζονται με το ιδιαίτερα περίπλοκο πρόβλημα της εθνογένεσης ενός λαού.Παρ’ όλα αυτά κυκλοφορούν «βιβλία για ηλιθίους» (βλ. για αυτήν την έκφραση παρακάτω Κεφ. 2γ) όπου υποστηρίζεται με σοβαρότητα και τεκμηριώνεται σε ανάλογης βαρύτητας έργα, επιβεβαιώνοντας έτσι το «φαυλοκυκλικό αεικίνητο», ότι οι Αιγαίοι-Άριοι-Πρωτοέλληνες αποίκισαν και διέδωσαν τον πολιτισμό στην Σουμερία, στην Αίγυπτο, στην Κίνα, στις Ινδίες, ανακάλυψαν την Αμερική, την πυρηνική ενέργεια, τον χωροχρόνο, την αντι-ύλη, το DNA, τους Γαλαξίες, την φύση του Σύμπαντος και με λίγα λόγια τα πάντα. Δυστυχώς όλα αυτά χάθηκαν όταν το 9564 π.Χ. (προσέξτε, όχι το 9565, ούτε το 9563) ένας αστεροειδής προσέκρουσε στην Γη (πού ακριβώς ;) και κατέστρεψε τον πολιτισμό. Αλλά δεν υπάρχει λόγος στενοχώριας μια και οι «μετακατακλυσμιαίοι» Έλληνες ανέκτησαν τον πολιτισμό με την βοήθεια διασωθέντων σοφών που προσέτρεξαν «στις Πυραμίδες και τα άλλα Μουσεία» όπου είχαν διαφυλαχθεί τα «αρχεία γνώσεων» και έτσι «…επανάρχισε η επίμονη αναρρίχηση στον πολιτισμό…» !!!
Με τέτοιου είδους πνευματικά σκουπίδια δυστυχώς τροφοδοτείται σήμερα ο μέσος Έλληνας, διότι αυτό το μορφωτικό επίπεδο του καλλιέργησε ένα ανίκανο κράτος και ένα παταγωδώς αποτυχημένο «εκπαιδευτικό σύστημα», που μάταια «μεταρρυθμίζεται» κάθε λίγο και λιγάκι από διαβόητα ημιμαθείς πολιτικούς και παρατρεχάμενους. Φοβάμαι όμως ότι η σημερινή κατάσταση, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, θα χειροτερεύει διαρκώς και θα επιτείνεται από τέτοιου είδους «βιβλία» εύκολου εντυπωσιασμού και αποχαύνωσης.Τραγωδία…
Δ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish