Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη
Ὀρέσται: Σύμφωνα με το "Λεξικόν Ελληνικής Αρχαιολογίας": «…Λαός Ηπειρωτικός εν Μολοσσίδι, εν τη μεταξύ των ποταμών Αώου και Αλιάκμονος χώρα, ήτις κατ’ αυτήν εκαλείτο Ορεστίς ή Ορεστιάς. Ανεξάρτητοι το πριν, υπετάγησαν έπειτα εις τους Μακεδόνας, αλλ’ οι Ρωμαίοι τοις απέδωκαν την ελευθερίαν. Ελέγοντο δε την επωνυμίαν λαβόντες εκ του Ορέστου, καταφυγόντος παρ’ αυτοίς αφ’ ου εφόνευσε την μητέραν του…».
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε σήμερα για τους Ορέστες, δυστυχώς δεν είναι σημαντικά περισσότερες από όσες αναφέρονται στο παραπάνω λήμμα, παρ’ όλο που έχει περάσει παραπάνω από ένας αιώνας από την συγγραφή του. Έτσι, αυτά που είναι γνωστά με βεβαιότητα είναι ότι οι Ορέστες αποτελούσαν ένα ορεσίβιο φύλο, όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους, αλλά και το όνομα της χώρας τους, που σημαίνει «ορεινή περιοχή/ χώρα». Επιβεβαιώθηκε επίσης ότι ανήκαν στα φύλα των Μολοσσών της Ηπείρου, κάτι που ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. είχε επισημάνει ο περίφημος Γεωγράφος της αρχαιότητος, Εκαταίος ο Μιλήσιος (απόσπασμα 107).
Οι Ορέστες ήσαν εγκατεστημένοι στις περιοχές της λίμνης Ορεστιάδος (Καστοριάς), των πηγών και του άνω ρου του Αλιάκμονα, ενώ στα δυτικά μοιράζονταν τις εκτάσεις μέχρι τον ποταμό Αώο με τους Παραυαίους βόρεια και τους Τυμφαίους νότια, επίσης ορεσίβια ποιμενικά φύλα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ορέστης, μετά τον φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας και του εραστή της Αίγισθου, που είχαν δολοφονήσει τον πατέρα του Αγαμέμνονα μετά την επιστροφή του από την Τροία, καταδιωκόμενος από τις Ερινύες, εγκατέλειψε τις Μυκήνες και μετά από περιπλάνηση θα καταλήξει στην άνω Μακεδονία όπου θα ιδρύσει την πόλη Άργος Ορεστικόν και θα ονομάσει την περιοχή Ορεστίδα (Στράβων, Ζ΄ VII. 8).
Όπως προαναφέραμε όμως, Ορεστίς σημαίνει ορεινή χώρα, μάλλον αρχική ονομασία της περιοχής, παρά τον προαναφερθέντα μύθο.
Οι Ορέστες, αποσπάσθηκαν από τους Μολοσσούς και πέρασαν στην επικυριαρχία των Μακεδόνων, στην διάρκεια της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α΄ (498/497-454 π.Χ.). Οι διάδοχοί του όμως δεν θα μπορέσουν να επιβάλουν την πλήρη εξουσία τους και οι Ορέστες, όπως και τα άλλα φύλα της άνω Μακεδονίας, θα αποτελέσουν ημιανεξάρτητες ηγεμονίες με ιθαγενείς δυναστείες.
Σε μια επιγραφή του 415 π.Χ. (βλ. Hammond: Macedonian State, σελ. 85) η οποία αναφέρεται σε μια συνθήκη μεταξύ των Αθηναίων, του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα Β΄ και των συμμάχων του και του ηγεμόνα των Λυγκηστών Αρραβαίου και των συμμάχων του, μνημονεύονται ως σύμμαχοι του Περδίκκα Β΄, εκτός από τον ηγεμόνα των Ελιμιωτών, Δέρδα και ο ηγεμών των Ορεστών Αντίοχος.
Το όνομα του ηγεμόνα των Ορεστών Αντιόχου αναφέρεται και από τον Θουκυδίδη (Β΄ 80), σε σχέση με τα γεγονότα του έτους 429 π.Χ. στην Ακαρνανία, στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Μεταξύ των ετών 370 και 365 π.Χ. οι Ορέστες θα αποχωρήσουν επισήμως από την (σκιώδη ούτως ή άλλως) επικυριαρχία του βασιλέα της Μακεδονίας και θα αποτελέσουν τμήμα του Μολοσσικού κράτους (=φυλετικής ομοσπονδίας) και από Ορέστες Μακεδόνες θα ξαναγίνουν Ορέστες Μολοσσοί.
Το 350 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄, μετά την νίκη του επί του βασιλέως των Μολοσσών Αρύββα, θα προσαρτήσει οριστικά στην Μακεδονία την Παραυαία, την Τυμφαία και την Ορεστίδα. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, υπήρχε στην περιοχή η Ορεστία: «…πόλις εν Ορέσταις, εν όρει υπερκειμένω της Μακεδονικής γης, εξ ης Πτολεμαίος ο Λάγου πρώτος βασιλεύσας Αιγύπτου…».
Άλλη πόλη της περιοχής ήταν και το Κέλετρον [Celetrum, κατά τον Τίτο Λίβιο: oppidum (ΧΧΧΙ. 40.1)] ή Κήλητρον (σημερινή Καστοριά), αιολική αποικία και πρωτεύουσα της Ορεστίδος, η οποία πολιορκήθηκε το 200 π.Χ. και παραδόθηκε στους Ρωμαίους, στην διάρκεια του Β΄ Μακεδονικού πολέμου (200-197 π.Χ.). Στην συνέχεια ο Ρωμαίος στρατηγός και Ύπατος Π. Σουλπίκιος Γάλβας προσπαθεί να διεισδύσει στην άνω Μακεδονία και παραβιάζοντας μια ορεινή δίοδο διατρέχει στη Λυγκηστίδα και φτάνει στην Εορδαία όπου επιδίδεται σε καταστροφές και λεηλασίες. Τον προλαβαίνει όμως ο Φίλιππος ο Ε΄ και μετά από σφοδρότατη σύγκρουση τον εξαναγκάζει να εκκενώσει την περιοχή. Αργότερα ο Φίλιππος Ε' αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αφήσει την περιοχή του ποταμού Εριγώνος και κατέλαβε τα στενά μεταξύ Λυγκηστίδος και Εορδαίας, Στο μέρος εκείνο των στενών μετά από πολλές αψιμαχίες συνήφθη μάχη, κατά την οποία οι Μακεδόνες έπαθαν φοβερή καταστροφή, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν χρήση όλων των δυνάμεων που είχαν λόγω της στενότητας και του δασώδους του τόπου.
Μετά την μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. και την διάλυση του Μακεδονικού Βασιλείου από τους Ρωμαίους, οι Ορέστες θα αποσπασθούν και πάλι από την Μακεδονία σκόπιμα, με στόχο την εξασθένιση των Μακεδόνων. Ήδη όμως οι Ορέστες είχαν συγχωνευθεί με τους Μακεδόνες σε μεγάλο ποσοστό και τους επόμενους αιώνες θα παύσουν να εμφανίζονται ως ξεχωριστά φύλα.
Σίθωνες ἤ Σιθωνοί: Αρχαίο φύλο, εγκατεστημένο στην Χαλκιδική και ειδικότερα στην χερσόνησο της Σιθωνίας που πήρε το όνομά της από αυτούς.
Κατά μία μυθολογική παράδοση (Τζέτζης, εις Λυκόφρονα, 583), η Σιθωνία ονομάσθηκε έτσι από τον βασιλέα του θρακικού φύλου των Οδομάντων, Σίθωνα, γιο του θεού Ποσειδώνα και της Όσσας. Ο Σίθων, απέκτησε από την νύμφη Μενδηΐδα δύο κόρες, την Παλλήνη και την Ροιτεία. Την Παλλήνη, θα κερδίσει ως σύζυγο σε μονομαχία με έναν από τους μνηστήρες, ο Κλείτος, ο οποίος θα διαδεχθεί τον Σίθωνα στον θρόνο. Από την Παλλήνη ονομάσθηκε αργότερα η ομώνυμη χερσόνησος της Χαλκιδικής (σημερινή χερσόνησος Κασσάνδρας).
Οι Σίθωνες μνημονεύονται και από τον Στράβωνα (αποσπ. 11, εκ του Ζ΄): «…Οι Ηδωνοί και οι Βισάλτες κατείχαν την υπόλοιπη Μακεδονία έως τον Στρυμόνα. Από τους λαούς αυτούς, οι Βισάλτες ονομάζονταν έτσι, Βισάλτες, ενώ από τους Ηδωνούς, άλλοι λέγονταν Μύγδονες, άλλοι Ήδωνες κι άλλοι Σίθωνες…».
Σύμφωνα με τα πορίσματα νεωτέρων ερευνών, υποστηρίζεται σήμερα ότι οι Σίθωνες υπήρξαν αρχικά ένα φρυγικό φύλο (βλ. τόμο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ «Εκδοτικής Αθηνών» σελ. 48-49), το οποίο στην συνέχεια συγχωνεύθηκε με τους Θράκες (ίσως με ένα συγκεκριμένο θρακικό φύλο, τους Δέρρωνες), που είτε ήσαν εγκατεστημένοι ήδη στην περιοχή είτε εγκαταστάθηκαν αργότερα εκεί, πιθανότατα τον 8ο αιώνα π.Χ. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Σίθωνες παλαιότερα αναφέρονταν ως θρακικό φύλο.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ορέστης, μετά τον φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας και του εραστή της Αίγισθου, που είχαν δολοφονήσει τον πατέρα του Αγαμέμνονα μετά την επιστροφή του από την Τροία, καταδιωκόμενος από τις Ερινύες, εγκατέλειψε τις Μυκήνες και μετά από περιπλάνηση θα καταλήξει στην άνω Μακεδονία όπου θα ιδρύσει την πόλη Άργος Ορεστικόν και θα ονομάσει την περιοχή Ορεστίδα (Στράβων, Ζ΄ VII. 8).
Όπως προαναφέραμε όμως, Ορεστίς σημαίνει ορεινή χώρα, μάλλον αρχική ονομασία της περιοχής, παρά τον προαναφερθέντα μύθο.
Οι Ορέστες, αποσπάσθηκαν από τους Μολοσσούς και πέρασαν στην επικυριαρχία των Μακεδόνων, στην διάρκεια της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α΄ (498/497-454 π.Χ.). Οι διάδοχοί του όμως δεν θα μπορέσουν να επιβάλουν την πλήρη εξουσία τους και οι Ορέστες, όπως και τα άλλα φύλα της άνω Μακεδονίας, θα αποτελέσουν ημιανεξάρτητες ηγεμονίες με ιθαγενείς δυναστείες.
Σε μια επιγραφή του 415 π.Χ. (βλ. Hammond: Macedonian State, σελ. 85) η οποία αναφέρεται σε μια συνθήκη μεταξύ των Αθηναίων, του βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκκα Β΄ και των συμμάχων του και του ηγεμόνα των Λυγκηστών Αρραβαίου και των συμμάχων του, μνημονεύονται ως σύμμαχοι του Περδίκκα Β΄, εκτός από τον ηγεμόνα των Ελιμιωτών, Δέρδα και ο ηγεμών των Ορεστών Αντίοχος.
Το όνομα του ηγεμόνα των Ορεστών Αντιόχου αναφέρεται και από τον Θουκυδίδη (Β΄ 80), σε σχέση με τα γεγονότα του έτους 429 π.Χ. στην Ακαρνανία, στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Μεταξύ των ετών 370 και 365 π.Χ. οι Ορέστες θα αποχωρήσουν επισήμως από την (σκιώδη ούτως ή άλλως) επικυριαρχία του βασιλέα της Μακεδονίας και θα αποτελέσουν τμήμα του Μολοσσικού κράτους (=φυλετικής ομοσπονδίας) και από Ορέστες Μακεδόνες θα ξαναγίνουν Ορέστες Μολοσσοί.
Το 350 π.Χ. ο Φίλιππος Β΄, μετά την νίκη του επί του βασιλέως των Μολοσσών Αρύββα, θα προσαρτήσει οριστικά στην Μακεδονία την Παραυαία, την Τυμφαία και την Ορεστίδα. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο, υπήρχε στην περιοχή η Ορεστία: «…πόλις εν Ορέσταις, εν όρει υπερκειμένω της Μακεδονικής γης, εξ ης Πτολεμαίος ο Λάγου πρώτος βασιλεύσας Αιγύπτου…».
Άλλη πόλη της περιοχής ήταν και το Κέλετρον [Celetrum, κατά τον Τίτο Λίβιο: oppidum (ΧΧΧΙ. 40.1)] ή Κήλητρον (σημερινή Καστοριά), αιολική αποικία και πρωτεύουσα της Ορεστίδος, η οποία πολιορκήθηκε το 200 π.Χ. και παραδόθηκε στους Ρωμαίους, στην διάρκεια του Β΄ Μακεδονικού πολέμου (200-197 π.Χ.). Στην συνέχεια ο Ρωμαίος στρατηγός και Ύπατος Π. Σουλπίκιος Γάλβας προσπαθεί να διεισδύσει στην άνω Μακεδονία και παραβιάζοντας μια ορεινή δίοδο διατρέχει στη Λυγκηστίδα και φτάνει στην Εορδαία όπου επιδίδεται σε καταστροφές και λεηλασίες. Τον προλαβαίνει όμως ο Φίλιππος ο Ε΄ και μετά από σφοδρότατη σύγκρουση τον εξαναγκάζει να εκκενώσει την περιοχή. Αργότερα ο Φίλιππος Ε' αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να αφήσει την περιοχή του ποταμού Εριγώνος και κατέλαβε τα στενά μεταξύ Λυγκηστίδος και Εορδαίας, Στο μέρος εκείνο των στενών μετά από πολλές αψιμαχίες συνήφθη μάχη, κατά την οποία οι Μακεδόνες έπαθαν φοβερή καταστροφή, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν χρήση όλων των δυνάμεων που είχαν λόγω της στενότητας και του δασώδους του τόπου.
Μετά την μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ. και την διάλυση του Μακεδονικού Βασιλείου από τους Ρωμαίους, οι Ορέστες θα αποσπασθούν και πάλι από την Μακεδονία σκόπιμα, με στόχο την εξασθένιση των Μακεδόνων. Ήδη όμως οι Ορέστες είχαν συγχωνευθεί με τους Μακεδόνες σε μεγάλο ποσοστό και τους επόμενους αιώνες θα παύσουν να εμφανίζονται ως ξεχωριστά φύλα.
Σίθωνες ἤ Σιθωνοί: Αρχαίο φύλο, εγκατεστημένο στην Χαλκιδική και ειδικότερα στην χερσόνησο της Σιθωνίας που πήρε το όνομά της από αυτούς.
Κατά μία μυθολογική παράδοση (Τζέτζης, εις Λυκόφρονα, 583), η Σιθωνία ονομάσθηκε έτσι από τον βασιλέα του θρακικού φύλου των Οδομάντων, Σίθωνα, γιο του θεού Ποσειδώνα και της Όσσας. Ο Σίθων, απέκτησε από την νύμφη Μενδηΐδα δύο κόρες, την Παλλήνη και την Ροιτεία. Την Παλλήνη, θα κερδίσει ως σύζυγο σε μονομαχία με έναν από τους μνηστήρες, ο Κλείτος, ο οποίος θα διαδεχθεί τον Σίθωνα στον θρόνο. Από την Παλλήνη ονομάσθηκε αργότερα η ομώνυμη χερσόνησος της Χαλκιδικής (σημερινή χερσόνησος Κασσάνδρας).
Οι Σίθωνες μνημονεύονται και από τον Στράβωνα (αποσπ. 11, εκ του Ζ΄): «…Οι Ηδωνοί και οι Βισάλτες κατείχαν την υπόλοιπη Μακεδονία έως τον Στρυμόνα. Από τους λαούς αυτούς, οι Βισάλτες ονομάζονταν έτσι, Βισάλτες, ενώ από τους Ηδωνούς, άλλοι λέγονταν Μύγδονες, άλλοι Ήδωνες κι άλλοι Σίθωνες…».
Σύμφωνα με τα πορίσματα νεωτέρων ερευνών, υποστηρίζεται σήμερα ότι οι Σίθωνες υπήρξαν αρχικά ένα φρυγικό φύλο (βλ. τόμο ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ «Εκδοτικής Αθηνών» σελ. 48-49), το οποίο στην συνέχεια συγχωνεύθηκε με τους Θράκες (ίσως με ένα συγκεκριμένο θρακικό φύλο, τους Δέρρωνες), που είτε ήσαν εγκατεστημένοι ήδη στην περιοχή είτε εγκαταστάθηκαν αργότερα εκεί, πιθανότατα τον 8ο αιώνα π.Χ. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Σίθωνες παλαιότερα αναφέρονταν ως θρακικό φύλο.
Πελαγόνες: Αρχαίο Ηπειρωτικό φύλο της ομάδας των Μολοσσών, σύμφωνα με τον Γεωγράφο του 6ου π.Χ. αιώνα Εκαταίο (Μολοσσικά έθνη), τις απόψεις του οποίου ενστερνίζεται και ο Στράβων στα Γεωγραφικά του (C.A.H. Vol. III part 3 - σελ. 266). Ο Λατίνος Ιστορικός Τίτος Λίβιος, αναφέρει ότι υπήρχε η Πελαγονική Τρίπολις που την αποτελούσαν οι πόλεις Άζωρον, Πύθιον και Δολίχη (XLII 53), κάτι που επαναλαμβάνει και ο Στράβων (Ζ΄ VII. 9), αλλά μάλλον λανθασμένα αφού οι πόλεις αυτές ανήκαν στην Περραιβική Τρίπολι (βλ. "An Inventory of Archaic and Classical Poleis"-Oxford University Press, 2004 σελ. 1402).
Κατά τον N. G. L. Hammond (Macedonian State, σελ. 38-39) οι Πελαγόνες, αποτελούσαν ένα ορεσίβιο ποιμενικό φύλο, το οποίο μαζί με τους Ελιμιώτες, τους Τυμφαίους, τους Ορέστες και τους Λυγκηστές, ανήκε στην ομοσπονδία (=φυλετική ομάδα) των Ηπειρωτικών φύλων, κάτω από την ηγεσία των Μολοσσών. Όλα τα παραπάνω φύλα είχαν τους δικούς τους ηγεμόνες και μιλούσαν την βορειοδυτική διάλεκτο της Ελληνικής.
Την περίοδο των Περσικών πολέμων, ο Αλέξανδρος Α΄ της Μακεδονίας θα θέσει αυτά τα φύλα κάτω από την επικυριαρχία του, κάτι που θα διεκδικήσουν στην συνέχεια και οι διάδοχοί του.
Πάντως, μεταξύ των ετών 454 π.Χ. (θάνατος Αλεξάνδρου Α΄) και 359 π.Χ. (άνοδος στον θρόνο της Μακεδονίας του Φιλίππου Β΄), οι Πελαγόνες ήσαν ουσιαστικά ανεξάρτητοι και συχνά συμμαχούσαν με τους εχθρούς των Μακεδόνων.
Οι Πελαγόνες αποτελούσαν το βορειότερα εγκατεστημένο αρχαιοελληνικό φύλο, γεγονός που οδήγησε παλαιότερους ερευνητές να τους θεωρούν ως ένα παιονικό ή ιλλυρικό φύλο.
Στα νότια των Πελαγόνων ήταν εγκατεστημένο το μικρό φύλο των Δευριόπων ή Δουριόπων, το οποίο συμμαχούσε άλλοτε με τους Πελαγόνες και άλλοτε με τους Λυγκηστές (Hammond - Macedonian State, σελ. 89).
Οι Πελαγόνες θα ενσωματωθούν οριστικά το 359 π.Χ. στο Βασίλειο της Μακεδονίας και στην διάρκεια των χρόνων του Φιλίππου Β΄ και του Μ. Αλεξάνδρου θα αφομοιωθούν από τους Μακεδόνες.
Πίερες: Θρακικό φύλο, που πήρε το όνομά του από την Πιερία, μια περιοχή της Μακεδονίας, στους πρόποδες του Ολύμπου.
Σύμφωνα με το Λεξ. Ελλ. Αρχ. οι Πίερες ήσαν «…αρχαίος λαός Θρακικός, οικών εν τη Πιερία, είτα δε επί του Παγγαίου, πλησίον των Αβδήρων. Οι Πίερες εξώσθησαν υπό των Μακεδόνων, τη ζ΄ εκατονταετηρίδι, μετέβησαν προς ανατολάς και κατέλαβον τα παρά το όρος Πάγγαιον, πέραν του Στρυμόνος ποταμού ένθα ίδρυσαν πόλεις…».
Υπενθυμίζουμε, ότι γύρω στο 1200 π.Χ. σημειώθηκε στον χώρο της Μακεδονίας, η Φρυγική εισβολή και η εγκατάσταση φρυγικών φύλων σε διάφορες περιοχές της. Λίγο νωρίτερα, καταγράφονται και εισβολές Θρακικών και Πελασγικών ομάδων από τα ανατολικά, οι οποίες θα προχωρήσουν μέχρι την Ανατολική Στερεά και την Ανατολική Πελοπόννησο.
Στην Μακεδονία, ένα τουλάχιστον θρακικό φύλο θα εγκατασταθεί στην Πιερία όπως συνάγεται από παραδόσεις, διαφόρους μύθους αλλά και αρχαιολογικές ενδείξεις. Το όνομα όμως της περιοχής (Πιερία=πλούσια γη) είναι αναμφισβήτητα Ελληνικό, γεγονός που δηλώνει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί προηγουμένως (περίπου 1400-1200 π.Χ.) από κάποιο ελληνικό φύλο, πιθανότατα τους Μάγνητες, τους οποίους ο Ησίοδος τοποθετούσε στην Πιερία.
Κατά τον N. G. L. Hammond (Macedonian State, σελ. 38-39) οι Πελαγόνες, αποτελούσαν ένα ορεσίβιο ποιμενικό φύλο, το οποίο μαζί με τους Ελιμιώτες, τους Τυμφαίους, τους Ορέστες και τους Λυγκηστές, ανήκε στην ομοσπονδία (=φυλετική ομάδα) των Ηπειρωτικών φύλων, κάτω από την ηγεσία των Μολοσσών. Όλα τα παραπάνω φύλα είχαν τους δικούς τους ηγεμόνες και μιλούσαν την βορειοδυτική διάλεκτο της Ελληνικής.
Την περίοδο των Περσικών πολέμων, ο Αλέξανδρος Α΄ της Μακεδονίας θα θέσει αυτά τα φύλα κάτω από την επικυριαρχία του, κάτι που θα διεκδικήσουν στην συνέχεια και οι διάδοχοί του.
Πάντως, μεταξύ των ετών 454 π.Χ. (θάνατος Αλεξάνδρου Α΄) και 359 π.Χ. (άνοδος στον θρόνο της Μακεδονίας του Φιλίππου Β΄), οι Πελαγόνες ήσαν ουσιαστικά ανεξάρτητοι και συχνά συμμαχούσαν με τους εχθρούς των Μακεδόνων.
Οι Πελαγόνες αποτελούσαν το βορειότερα εγκατεστημένο αρχαιοελληνικό φύλο, γεγονός που οδήγησε παλαιότερους ερευνητές να τους θεωρούν ως ένα παιονικό ή ιλλυρικό φύλο.
Στα νότια των Πελαγόνων ήταν εγκατεστημένο το μικρό φύλο των Δευριόπων ή Δουριόπων, το οποίο συμμαχούσε άλλοτε με τους Πελαγόνες και άλλοτε με τους Λυγκηστές (Hammond - Macedonian State, σελ. 89).
Οι Πελαγόνες θα ενσωματωθούν οριστικά το 359 π.Χ. στο Βασίλειο της Μακεδονίας και στην διάρκεια των χρόνων του Φιλίππου Β΄ και του Μ. Αλεξάνδρου θα αφομοιωθούν από τους Μακεδόνες.
Πίερες: Θρακικό φύλο, που πήρε το όνομά του από την Πιερία, μια περιοχή της Μακεδονίας, στους πρόποδες του Ολύμπου.
Σύμφωνα με το Λεξ. Ελλ. Αρχ. οι Πίερες ήσαν «…αρχαίος λαός Θρακικός, οικών εν τη Πιερία, είτα δε επί του Παγγαίου, πλησίον των Αβδήρων. Οι Πίερες εξώσθησαν υπό των Μακεδόνων, τη ζ΄ εκατονταετηρίδι, μετέβησαν προς ανατολάς και κατέλαβον τα παρά το όρος Πάγγαιον, πέραν του Στρυμόνος ποταμού ένθα ίδρυσαν πόλεις…».
Υπενθυμίζουμε, ότι γύρω στο 1200 π.Χ. σημειώθηκε στον χώρο της Μακεδονίας, η Φρυγική εισβολή και η εγκατάσταση φρυγικών φύλων σε διάφορες περιοχές της. Λίγο νωρίτερα, καταγράφονται και εισβολές Θρακικών και Πελασγικών ομάδων από τα ανατολικά, οι οποίες θα προχωρήσουν μέχρι την Ανατολική Στερεά και την Ανατολική Πελοπόννησο.
Στην Μακεδονία, ένα τουλάχιστον θρακικό φύλο θα εγκατασταθεί στην Πιερία όπως συνάγεται από παραδόσεις, διαφόρους μύθους αλλά και αρχαιολογικές ενδείξεις. Το όνομα όμως της περιοχής (Πιερία=πλούσια γη) είναι αναμφισβήτητα Ελληνικό, γεγονός που δηλώνει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί προηγουμένως (περίπου 1400-1200 π.Χ.) από κάποιο ελληνικό φύλο, πιθανότατα τους Μάγνητες, τους οποίους ο Ησίοδος τοποθετούσε στην Πιερία.
Αξίζει να επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο σημείο αυτό. Το όνομα Πιερία προέρχεται από την ίδια ρίζα με το πίαρ=πάχος, είναι δε ιδιαίτερα εύστοχο σε σχέση με την παχειά, εύφορη γη, την σχεδόν λιπαρή πεδιάδα της Πιερίας, αλλά και την πλούσια γη των ορεινών της περιοχών με τα πυκνά δάση. Στον Όμηρο εξ άλλου συναντούμε το επίθετο πίων-πίειρα-πίον=παχύς, εύφορος πλούσιος [(Ιλιάς) Α40, Β549, Ε 710, Ι 577, Μ 283, Μ 319, Σ 342, Σ 541, Τα 180, Ψ 750, Ψ 832 (Οδύσσεια) δ 757, δ 764, μ 346, ν 322, ρ 180, τ 173, ω 66].
Ανάλογα είναι τα αναφερόμενα στις μυκηναϊκές πινακίδες: pi-we-ri-di και pi-we-ri-ja-ta. Το τελευταίο υπενθυμίζει το «Πιεριώτας», μακεδονικό εθνικό της Πιερίας, που αναφέρεται στα λεξικά του Στεφάνου Βυζαντίου (Πιερία=πόλις εν ομωνύμω χωρίω. Ο πολίτης Πιεριώτης και Πιερίτης και Πιεριεύς) και Σούδα (Σουΐδα), καθώς και από τον Στράβωνα (Γεωγραφικά, Θ΄ V.22), ο οποίος, αναφερόμενος στους Μάγνητες της Ιλιάδος, μνημονεύει ότι ήσαν γείτονες με τους Μακεδόνες Πίερες, που τους ονομάζει Πιεριώτας, διαφοροποιώντας τους από τους ακόμα παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, τους Πίερες [«Θράκες»], εκείνους που απώθησαν και εξεδίωξαν οι Μακεδόνες. Εκτός από την χώρα «Πιερία» παραδίδεται μια ομώνυμη πόλη και χώρα [Πιερία και Πιερίς] και συχνότερα ένα όρος με το ίδιο ακριβώς όνομα, από το οποίο προφανώς πήραν το όνομά τους στα νεώτερα χρόνια και τα Πιέρια.
Οι ερευνητές δέχονται ότι αυτό το θρακικό φύλο θα παραμείνει στην Πιερία μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. (βλ. Macedonian State, σελ. 8) και στην συνέχεια θα εκδιωχθεί από τους Μακεδόνες, οι οποίοι κατέλαβαν την περιοχή, ενώ οι επιζήσαντες Πίερες κατέφυγαν «…πέραν του Στρυμόνος εις την πόλιν Φάγρητα και άλλους τόπους εις τους πρόποδας του Παγγαίου…» (Θουκυδίδης Β΄ 99), όπου μνημονεύεται η ύπαρξή τους τον 5ο π.Χ. αιώνα και από τον Ηρόδοτο (Ζ΄ 112).
Από τότε η Πιερία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Μακεδονίας.
Σίντοι ἤ Σιντοί: Θρακικό φύλο το οποίο σύμφωνα με το Λ.Ε.Α. κατοικούσε στην Σιντική, την περιοχή ανατολικώς της Κρηστωνίας και βορείως της Βισαλτίας, μέχρι τον Στρυμόνα και την λίμνη Πρασιάδα (Κερκινίτις), στο ΒΑ τμήμα περίπου του σημερινού Νομού Σερρών, στην ανατολική Μακεδονία (βλ. Αρχαία Μακεδονία). Η άποψη ότι κατείχαν και την περιοχή της κοιλάδας του Στρυμόνα βορείως των στενών του Ρούπελ, όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα (βλ. Fanoula Papazoglou: The Macedonian Cities in the Roman Period, Skopje 1957) δεν γίνεται πλέον αποδεκτή από την νεώτερη έρευνα (βλ. G. Mihailov: Thrace – C.A.H. Vol. III part 2, σελ. 601).
Ο Θουκυδίδης (Β΄ 98) μάλιστα, διευκρινίζει ότι το όρος Κερκίνη (σημερινό Μπέλες), χωρίζει τους Σιντούς από τους Παίονες.
Κατά τον Στράβωνα, οι Σιντοί, όπως τους αναφέρει (Αποσπ. 45 εκ του Ζ΄), ταυτίζονται με τους ομηρικούς Σίντιες, κάτι που είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί από την έρευνα. Αξίζει να μνημονευθεί το αξιοπερίεργο γεγονός που καταγράφεται από τον Στέφανο Βυζάντιο στο λήμμα Σιντία (μια πόλη των Σιντών), όπου παραθέτει την παρατήρηση του Αριστοτέλη (Ψευδο-Αριστοτέλης, Περί Θαυμασίων Ακουσμάτων), σχετικά με κάποιες πέτρες που κατεβάζει ο ποταμός της περιοχής, Πόντος και οι οποίες όταν καίονται συμπεριφέρονται αντίθετα από τα ξυλοκάρβουνα δηλ. όταν τις φυσάς σβήνουν, ενώ όταν ραντίζονται με νερό ανάβουν περισσότερο και μάλιστα καιόμενες, μυρίζουν όπως η άσφαλτος τόσο άσχημα, ώστε κανένα ερπετό δεν μπορεί να αντέξει.
Ανάλογα είναι τα αναφερόμενα στις μυκηναϊκές πινακίδες: pi-we-ri-di και pi-we-ri-ja-ta. Το τελευταίο υπενθυμίζει το «Πιεριώτας», μακεδονικό εθνικό της Πιερίας, που αναφέρεται στα λεξικά του Στεφάνου Βυζαντίου (Πιερία=πόλις εν ομωνύμω χωρίω. Ο πολίτης Πιεριώτης και Πιερίτης και Πιεριεύς) και Σούδα (Σουΐδα), καθώς και από τον Στράβωνα (Γεωγραφικά, Θ΄ V.22), ο οποίος, αναφερόμενος στους Μάγνητες της Ιλιάδος, μνημονεύει ότι ήσαν γείτονες με τους Μακεδόνες Πίερες, που τους ονομάζει Πιεριώτας, διαφοροποιώντας τους από τους ακόμα παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, τους Πίερες [«Θράκες»], εκείνους που απώθησαν και εξεδίωξαν οι Μακεδόνες. Εκτός από την χώρα «Πιερία» παραδίδεται μια ομώνυμη πόλη και χώρα [Πιερία και Πιερίς] και συχνότερα ένα όρος με το ίδιο ακριβώς όνομα, από το οποίο προφανώς πήραν το όνομά τους στα νεώτερα χρόνια και τα Πιέρια.
Οι ερευνητές δέχονται ότι αυτό το θρακικό φύλο θα παραμείνει στην Πιερία μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. (βλ. Macedonian State, σελ. 8) και στην συνέχεια θα εκδιωχθεί από τους Μακεδόνες, οι οποίοι κατέλαβαν την περιοχή, ενώ οι επιζήσαντες Πίερες κατέφυγαν «…πέραν του Στρυμόνος εις την πόλιν Φάγρητα και άλλους τόπους εις τους πρόποδας του Παγγαίου…» (Θουκυδίδης Β΄ 99), όπου μνημονεύεται η ύπαρξή τους τον 5ο π.Χ. αιώνα και από τον Ηρόδοτο (Ζ΄ 112).
Από τότε η Πιερία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Μακεδονίας.
Σίντοι ἤ Σιντοί: Θρακικό φύλο το οποίο σύμφωνα με το Λ.Ε.Α. κατοικούσε στην Σιντική, την περιοχή ανατολικώς της Κρηστωνίας και βορείως της Βισαλτίας, μέχρι τον Στρυμόνα και την λίμνη Πρασιάδα (Κερκινίτις), στο ΒΑ τμήμα περίπου του σημερινού Νομού Σερρών, στην ανατολική Μακεδονία (βλ. Αρχαία Μακεδονία). Η άποψη ότι κατείχαν και την περιοχή της κοιλάδας του Στρυμόνα βορείως των στενών του Ρούπελ, όπως υποστηρίχθηκε παλαιότερα (βλ. Fanoula Papazoglou: The Macedonian Cities in the Roman Period, Skopje 1957) δεν γίνεται πλέον αποδεκτή από την νεώτερη έρευνα (βλ. G. Mihailov: Thrace – C.A.H. Vol. III part 2, σελ. 601).
Ο Θουκυδίδης (Β΄ 98) μάλιστα, διευκρινίζει ότι το όρος Κερκίνη (σημερινό Μπέλες), χωρίζει τους Σιντούς από τους Παίονες.
Κατά τον Στράβωνα, οι Σιντοί, όπως τους αναφέρει (Αποσπ. 45 εκ του Ζ΄), ταυτίζονται με τους ομηρικούς Σίντιες, κάτι που είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί από την έρευνα. Αξίζει να μνημονευθεί το αξιοπερίεργο γεγονός που καταγράφεται από τον Στέφανο Βυζάντιο στο λήμμα Σιντία (μια πόλη των Σιντών), όπου παραθέτει την παρατήρηση του Αριστοτέλη (Ψευδο-Αριστοτέλης, Περί Θαυμασίων Ακουσμάτων), σχετικά με κάποιες πέτρες που κατεβάζει ο ποταμός της περιοχής, Πόντος και οι οποίες όταν καίονται συμπεριφέρονται αντίθετα από τα ξυλοκάρβουνα δηλ. όταν τις φυσάς σβήνουν, ενώ όταν ραντίζονται με νερό ανάβουν περισσότερο και μάλιστα καιόμενες, μυρίζουν όπως η άσφαλτος τόσο άσχημα, ώστε κανένα ερπετό δεν μπορεί να αντέξει.
Δ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish