Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2009

Ἀρμένιοι-Armenians-Hayk (2)

Η Αρμενία του Τιγράνη του Μέγα

Η άνοδος στον θρόνο της νέας Δυναστείας (Αρταξιάδες, Artashessian Dynasty), αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ορόσημα της Ιστορίας της Αρμενίας. Η σπουδαιότερη πάντως επίπτωση στις τύχες της Αρμενίας από αυτήν την αλλαγή Δυναστείας ήταν ασφαλώς η επεκτατική πολιτική που εγκαινίασαν οι ηγεμόνες της και της οποίας το αποκορύφωμα θα σημειωθεί μετά από έναν αιώνα περίπου, με την δημιουργία ενός εκτεταμένου Βασιλείου, που έστω πρόσκαιρα και για τα μέτρα της εποχής, θα προσεγγίσει τα όρια Αυτοκρατορίας. Αυτό υπήρξε έργο του Τιγράνη ΙΙ του Μέγα (95-55 π.Χ.), ο οποίος θα πάρει ως σύζυγο την Κλεοπάτρα, την κόρη του περίφημου Μιθριδάτη VI του Ευπάτορα (γνωστός στην Ιστορία και ως Μιθριδάτης ο Μέγας), βασιλέα του Πόντου (120-63 π.Χ.).
Ο Τιγράνης ΙΙ θα συμμαχήσει με το Παρθικό Βασίλειο και το Βασίλειο του Πόντου και θα κατακτήσει τεράστιες εκτάσεις, φθάνοντας στα σύνορα σχεδόν της Αιγύπτου, ενώ θα καταλύσει και τα υπολείμματα του Βασιλείου των Σελευκιδών στην Συρία. Θα εμπλακεί όμως στους Μιθριδατικούς πολέμους εναντίον της Ρώμης και αυτή υπήρξε η αρχή του τέλους του. Ο Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Λικίνιος Λούκουλλος θα πολιορκήσει και θα καταλάβει (69 π.Χ.) την πρωτεύουσα του Τιγράνη ΙΙ, τα Τιγρανόκερτα (στα βόρεια του άνω ρου του ποταμού Τίγρη, στις όχθες ενός παραποτάμου του), την οποία θα λεηλατήσει και καταστρέψει. Ο Τιγράνης ΙΙ θα συνεχίσει τον πόλεμο και τον επόμενο χρόνο θα επιτύχει να εκδιώξει τον Λούκουλλο από τα Αρτάξατα. Μέχρι το 66 π.Χ. θα επανακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα του Βασιλείου του, αλλά η χαριστική βολή εναντίον του Τιγράνη ΙΙ υπήρξε η ανταρσία του γιου του, που ονομαζόταν επίσης Τιγράνης, ο οποίος θα συμμαχήσει με τους Ρωμαίους και τον στρατηγό Πομπήϊο. Τελικά θα υποχρεωθεί να συνάψει ειρήνη με την Ρώμη, χάνοντας το μεγαλύτερο μέρος των κατακτήσεών του μετά την αναδιάταξη της πολιτικής γεωγραφίας που πραγματοποίησε ο Πομπήϊος στην Ανατολή. Ο Τιγράνης ΙΙ θα αποβιώσει γύρω στο 55 π.Χ. και θα τον διαδεχθεί ο νεώτερος γιος του, Αρταβάσδης ΙΙ (55-34 π.Χ.), ο οποίος θα κατηγορηθεί ως υπαίτιος της αποτυχίας της Ρωμαϊκής εκστρατείας στην Ατροπατινή Μηδία εναντίον των Πάρθων από τον Μάρκο Αντώνιο, θα συλληφθεί μαζί με άλλα μέλη της οικογενείας του και θα σταλεί ως δώρο στην Κλεοπάτρα της Αιγύπτου. Εκεί θα θανατωθεί το 31 π.Χ. (βλ. και Στράβων ΙΑ΄ ΧIV. 15).
Στον θρόνο της Αρμενίας θα ανέλθει με την βοήθεια των Πάρθων, στους οποίους είχε καταφύγει, ο γιος του Αρταβάσδη ΙΙ, ο Αρταξίας ΙΙ (34-20 π.Χ.), αλλά το 20 π.Χ. θα εκδιωχθεί και δολοφονηθεί από τους Ρωμαίους, οι οποίοι θα ανεβάσουν στον θρόνο τον αδελφό του, Τιγράνη ΙΙΙ (20-8 π.Χ.), που είχε παραμείνει στην Αίγυπτο.
Τον Τιγράνη ΙΙΙ θα τον διαδεχθεί το 8 π.Χ. ο γιος του Τιγράνης IV, χωρίς την συγκατάθεση της Ρώμης και γι’ αυτό θα εκθρονισθεί και στην θέση του θα αναγορευθεί βασιλιάς το 6 π.Χ. μετά από εντολή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, ο Αρταβάσδης ΙΙΙ (6-2 π.Χ.), ο τρίτος γιος του Αρταβάσδη ΙΙ. Οι Ρωμαίοι θα επαναφέρουν τελικά στον θρόνο και πάλι τον Τιγράνη IV, ο οποίος θα βασιλεύσει μέχρι το 1 μ.Χ. μαζί με την αδελφή και σύζυγό του Ερατώ. Ο Τιγράνης IV θα χάσει την ζωή του σε μια μάχη εναντίον κάποιων βαρβάρων επιδρομέων (πιθανότατα Αλανών) και η Ερατώ θα βασιλεύσει για ελάχιστο διάστημα μέχρι την εκδίωξή της από τους Ρωμαίους. Αυτό υπήρξε και το τέλος της ένδοξης και φημισμένης Δυναστείας των Αρταξιαδών.
Μέχρι το 34 μ.Χ. από τον θρόνο της Αρμενίας θα παρελάσουν διάφοροι «βασιλείς», σύμφωνα με τις επιθυμίες των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, αλλά την χρονιά εκείνη, ο βασιλιάς των Πάρθων Αρτάβανος ΙΙ (10/11-38 μ.Χ.), έχοντας αναδιοργανώσει το Βασίλειό του και επωφελούμενος της αδυναμίας των Ρωμαίων, θα επεκτείνει την επιρροή του και στην Αρμενία, όπου θα τοποθετήσει βασιλιά τον μεγαλύτερο γιο του, τον Αρσάκη (34-35 μ.Χ.).
Οι Ρωμαίοι όμως σύντομα θα αντιδράσουν και με την βοήθεια του βασιλιά της Ιβηρίας (βλ. λήμμα Ίβηρες στο Λ.Λ.Α.Κ.) Φαρασμάνη Ι (1-58 μ.Χ.), θα εκδιώξουν τον Αρσάκη και θα τοποθετήσουν στον θρόνο της Αρμενίας τον αδελφό του Φαρασμάνη, τον Μιθριδάτη. Ο Μιθριδάτης (35-37 και 42-51 μ.Χ.) θα φυλακισθεί στην διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Καλιγούλα (37-41 μ.Χ.), αλλά ο επόμενος αυτοκράτορας, Κλαύδιος (41-54), θα τον αποκαταστήσει στον θρόνο. Τελικά θα δολοφονηθεί το 51 μ.Χ. από τον γιο του βασιλιά της Ιβηρίας, τον Ραδάμιστο, ο οποίος υποκίνησε γενική εξέγερση των Αρμενίων που δεν άντεχαν άλλο την σκληρότητα και την ανικανότητα του Μιθριδάτη.
Ο Ραδάμιστος θα κρατήσει για λίγα χρόνια τον θρόνο ο ίδιος (51-54), αλλά θα αναγκασθεί να παραιτηθεί υποκύπτοντας στις απαιτήσεις του βασιλιά των Πάρθων Βολογάση Ι (Vologases, 51-77/78 μ.Χ.), ο οποίος θα τοποθετήσει στον θρόνο τον αδελφό του, Τιριδάτη. Οι Ρωμαίοι θα επιτύχουν αρχικά να απομακρύνουν τον Τιριδάτη και θα καταλάβουν τόσο τα Τιγρανόκερτα, όσο και τα Αρτάξατα.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Νέρων (54-68 μ.Χ.) θα αναγορεύσει τότε τον Τιγράνη VI ως βασιλιά της Αρμενίας. Όμως ο Τιγράνης VI, με την επιπόλαια ενέργειά του να εισβάλει στην παρθική επαρχία της Αδιαβηνής, θα δώσει την αφορμή στους Πάρθους να κηρύξουν τον πόλεμο, στον οποίο θα υποχρεωθούν να εμπλακούν και οι Ρωμαίοι. Τελικώς με την Συνθήκη της Ράντειας το 63 μ.Χ. θα συναφθεί ειρήνη, ο Τιγράνης VI θα εκθρονισθεί, η Αρμενία θα περάσει στην σφαίρα επιρροής των Πάρθων και ο Νέρων θα αναγκασθεί να δεχθεί την άνοδο στον θρόνο της Αρμενίας του Τιριδάτη Ι (63-96; μ.Χ.) υπό τον όρο να μεταβεί στην Ρώμη και να στεφθεί βασιλιάς από τον ίδιο, όπως και έγινε (66 μ.Χ).
Η Αρμενία, κάτω από την νέα Δυναστεία των Αρσακιδών (Arshakuni Dynasty) θα απολαύσει αρχικά σχεδόν μισόν αιώνα ειρήνης, που θα διακοπεί για λίγο το 78/79 μ.Χ. όταν θα σημειωθεί μια επιδρομή του πολεμοχαρούς και επίφοβου σαρματικού φύλου των Αλανών, στην διάρκεια της οποίας ο Τιριδάτης Ι, κινδύνεψε να αιχμαλωτισθεί.

Η Αρμενία των Αρσακιδών

Γύρω στο 96 μ.Χ. στον θρόνο της Αρμενίας βρίσκεται ο Σανατρούκης (Sanatruk), για τον οποίον υπάρχουν κάποιες πληροφορίες που αναφέρονται στα ελάχιστα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί από το έργο του Αρριανού «Παρθικά».
Το 110 μ.Χ. στον θρόνο θα ανέλθει ο Αξιδάρης (Ashkhadar), γιος του βασιλιά των Πάρθων Πάκωρου (78-80 και 81-105 μ.Χ.). Ένα ανακτορικό πραξικόπημα θα ανατρέψει τον διάδοχο του Πάκωρου, τον Βολογάση ΙΙΙ (105-109 μ.Χ.) και θα ανεβάσει στον θρόνο του Βασιλείου των Πάρθων τον Οσρόη (109/110-130 μ.Χ.). Η αλλαγή αυτή όμως θα έχει ως συνέπεια και την απομάκρυνση του Αξιδάρη και την αντικατάστασή του στον θρόνο της Αρμενίας από τον νεώτερο αδελφό του, τον Παρθαμασίρη (Partamasir).
Αυτή υπήρξε και η αφορμή που αναζητούσε ο ικανός Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός (98-117), ο οποίος επεδίωκε την ανατροπή της δυσμενούς για τα ρωμαϊκά συμφέροντα Συνθήκης της Ράντειας που αναφέραμε παραπάνω.
Το 114 ο Τραϊανός θα εισβάλει στην περιοχή, θα κυριεύσει τα Αρσαμόσατα και στην συνέχεια ολόκληρη την Αρμενία. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Δίων Κάσσιος (LXVIII 18. 2), ο Τραϊανός θα επισκεφθεί την Μελιτηνή και την Μικρή Αρμενία (στα ΒΔ της Μεγάλης Αρμενίας, μεταξύ Πόντου και Καππαδοκίας), καθώς και περιοχές του Καυκάσου, όπου θα επισφραγίσει τις καλές σχέσεις της Ρώμης με τους βασιλείς της Ιβηρίας, της Κολχίδος, των "Σαρματών" (προφανώς με την ονομασία αυτήν εννοούνται οι Αλανοί, ένα από τα σαρματικά φύλα) και των Ηνιόχων.
Τέλος, θα δεχθεί να συναντήσει τον Παρθαμασίρη, στον οποίον αρνήθηκε το στέμμα της Αρμενίας, διατάζοντας πιθανόν την δολοφονία του, που έγινε από έναν Ρωμαίο, επικεφαλής της συνοδείας του Παρθαμασίρη. Η Αρμενία θα ενσωματωθεί σε μια τεράστια Επαρχία που δημιούργησε ο Τραϊανός, η οποία περιελάμβανε επίσης την Καππαδοκία και την Μικρή Αρμενία. Αυτές όμως οι διευθετήσεις που επέβαλαν οι Ρωμαϊκές επιτυχίες δεν θα διατηρηθούν για πολύ και το 116 μ.Χ. θα ξεσπάσει μια ευρύτατη εξέγερση που θα φέρει στον θρόνο τον γιο του προαναφερθέντα Σανατρούκη, τον Βολογάση I (Vologases, Vagharsh).
Το 135/136 μ.Χ. θα σημειωθεί και πάλι μια μεγάλης κλίμακας εισβολή Αλανών στην Αρμενία και στις γειτονικές της χώρες, Αλβανία, Ατροπατινή Μηδία και Καππαδοκία, την οποία υπέθαλψε, όπως φαίνεται, ο ηγεμόνας της Ιβηρίας.
Ο Βολογάσης I θα επιτύχει να πείσει τελικά τους Αλανούς να αποχωρήσουν, προσφέροντάς τους πλούσια δώρα και σύμφωνα με την παράδοση, θα πάρει ως σύζυγο την κόρη του Αλανού βασιλιά, βοηθώντας μάλιστα αργότερα τον αδελφό της να κερδίσει τον θρόνο των Αλανών.
Φαίνεται ότι αυτός ο θρυλικός γάμος βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, παρ’ όλο που οι ερευνητές δεν έχουν αποσαφηνίσει σε ποιόν ηγεμόνα αντιστοιχεί ο «Βολόγαισος» της παράδοσης που αναφέρεται από τον περίφημο Αρμένιο ιστορικό του 8ου αιώνα μ.Χ. Μωυσή της Χωρηνής. Είναι εξ άλλου γνωστό ότι οι μεγάλες φεουδαρχικές οικογένειες των Αραβελιάν και Ντιμακσιάν του 7ου αιώνα μ.Χ. θεωρούνται ως Αλανικής βασιλικής καταγωγής (βλ. Redgate 2000 σελ. 101).
Τα επόμενα εκατό χρόνια περίπου, θα κυλήσουν με συνεχείς πολέμους μεταξύ Ρωμαίων και Πάρθων και η Αρμενία, όπως ήταν αναμενόμενο, σχεδόν πάντα αποτελούσε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων.
Οι Αρμένιοι θα εκχριστιανισθούν στις αρχές του 4ο αιώνα (το 301 σύμφωνα με την παράδοση και το 314 σύμφωνα με τις νεώτερες επιστημονικές απόψεις), στην διάρκεια της βασιλείας του Τιριδάτη IV (298/299-330).
Παλαιότερα και μέχρι το 1970 περίπου, υπήρχε αρκετή σύγχυση ως προς τα γεγονότα και τα πρόσωπα του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα μ.Χ. και αυτός είναι ο λόγος που ο Τιριδάτης IV αναφερόταν ως Τιριδάτης ΙΙΙ (βλ. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα, καθώς και Jean-Pierre Alem: Η Αρμενία 1973). Η νεώτερη έρευνα ξεκαθάρισε πλέον τα πράγματα (βλ. Toumanoff, C. 1969 “The third-century Arsacids”, αναφέρεται στο Α.Ε. Redgate, 2000), με αποτέλεσμα να έχει αποκατασταθεί η σωστή σειρά των ηγεμόνων της Αρμενίας στην παραπάνω περίοδο. Έτσι, ξεκινώντας από τον Τιριδάτη ΙΙ (218-253 μ.Χ.), γνωρίζουμε ότι αυτός έλαβε το στέμμα της Αρμενίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Μακρίνο (Macrinus 217-218 μ.Χ.), μετά από την Συνθήκη Ειρήνης του 218 μεταξύ Ρώμης και Πάρθων.
Το 224 ο τελευταίος Αρσακίδης βασιλεύς των Πάρθων, Αρτάβανος IV θα εκθρονισθεί από τον Αρντασσίρ Ι (Ardashir = Αρταξέρξης), τον ιδρυτή της Δυναστείας των Σασσανιδών στην Περσία.
Ο Τιριδάτης ΙΙ, ανήκοντας στον ίδιο κλάδο (Αρσακίδες) με την βασιλική οικογένεια των Πάρθων και όντας μάλιστα ανιψιός του Αρτάβανου IV, θα κηρύξει τον πόλεμο στους Σασσανίδες, έχοντας την υποστήριξη των Μήδων της Ατροπατινής Μηδίας και θα επιχειρήσει να επαναφέρει στον θρόνο τον Αρταβάσδη, γιο του Αρτάβανου IV (βλ. Καταγ. Αρ. τομ. Α΄ τ. 2 – Κεφ. 7 ε΄). Ο Τιριδάτης ΙΙ όχι μόνον θα αποτύχει στις προσπάθειές του αυτές, αλλά θα χάσει τελικά και τον θρόνο του αφού ολόκληρη η Αρμενία θα υποταχθεί το 253 στον Σασσανίδη βασιλιά Σαπώρ Ι (Shapur 241-272).
Ο Σαπώρ Ι θα τοποθετήσει στον θρόνο της Αρμενίας τον γιο του Ορμίσδα (253-272), ο οποίος μετά την άνοδό του στον περσικό θρόνο ως Ορμίσδας Ι (Hormizd 272-273), θα εγκαταστήσει στον θρόνο της Αρμενίας τον αδελφό του, Ναρσή (Narseh). Το 279/280 ο Ναρσής, μετά την ήττα του Σασσανίδη βασιλιά Βαραράνη ΙΙ (Bahram 276-293) από τους Ρωμαίους, θα εξαναγκασθεί να παραχωρήσει την Δυτική Αρμενία στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Πρόβο (Probus 276-282), ο οποίος θα τοποθετήσει ως ηγεμόνα της τον γιο του Τιριδάτη ΙΙ, τον Χοσρόη ΙΙ (Khosrov 279/280-287).
Ο Χοσρόης θα δολοφονηθεί και θα αντικατασταθεί από τον αδελφό του, τον Τιριδάτη ΙΙΙ (287-298), ο οποίος θα επιχειρήσει να αποσπάσει και την υπόλοιπη Αρμενία από τον Ναρσή, που έχοντας εκθρονίσει τον Βαραράνη ΙΙΙ (293), είχε στεφθεί βασιλιάς της Περσίας (293-302). Ο Ναρσής το 298 μ.Χ. θα ηττηθεί από τους Ρωμαίους και με την Συνθήκη της Νίσιβης* (298 ή 299) που συνομολόγησε με τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Διοκλητιανό (284-305), θα παραιτηθεί από οποιαδήποτε διεκδίκηση επί του θρόνου της Αρμενίας.

________________________________________
(*) Η αρχαία πόλη Νίσιβις (αρχ. Ασσυρ. Nasipina/Naşibina, Αραβ. Nisibin, Κουρδ. Nisebin, Τουρκ. Nusaybin και πρόσφατα, στα πλαίσια του πλήρους εκτουρκισμού της περιοχής, Bahçebaşi), στον άνω ρου του μεγαλύτερου παραπόταμου του Ευφράτη, του Χαμπούρ (Habur, Khabur), αναφέρεται για πρώτη φορά στα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. στην διάρκεια της βασιλείας του τελευταίου αυτοκράτορα της Αρχαίας Ασσυριακής αυτοκρατορίας Τιγλάθ-πιλεσέρ ΙΙ (Tiglath-pileser, 967-935), σε σχέση με τις πρώτες εγκαταστάσεις Αραμαίων νομάδων στην περιοχή. Ο Σέλευκος Β΄ (246-225 π.Χ.) θα την μετονομάσει σε Αντιόχεια της Μυγδονίας, προς τιμήν του πατέρα του Αντίοχου Β΄. Αργότερα πέρασε στην εξουσία των Πάρθων και θα αναδειχθεί σε σπουδαίο εμπορικό και στρατηγικό κέντρο. Κατακτήθηκε στην συνέχεια από τους Ρωμαίους, οι οποίοι εγκατέστησαν αποικία και σημαντικό οχυρό των ανατολικότατων συνόρων τους. Θα περάσει αργότερα στα χέρια των Σασσανιδών (363 μ.Χ.) μετά τον θάνατο στην μάχη της Νίσιβης του αυτοκράτορα Ιουλιανού και τελικώς θα καταληφθεί από τους Άραβες (639 μ.Χ.). Υπήρξε σπουδαιότατο κέντρο του χριστιανισμού και καταφύγιο των Νεστοριανών διδασκάλων, ιδίως μετά από το κλείσιμο της Θεολογικής Σχολής στην Έδεσσα (της Μεσοποταμίας) το 489 μ.Χ. όπου είχαν επικρατήσει οι Μονοφυσίτες οπαδοί του Νεστορίου. Περίφημη υπήρξε η «Σχολή της Νισίβεως», η οποία ιδρύθηκε από Νεστοριανούς κατά το πρότυπο της Σχολής της Εδέσσης. Σήμερα η Νίσιβις είναι μια μικρή κωμόπολη που ανήκει διοικητικά στην Τουρκία, πολύ κοντά στα σύνορά της με την Συρία. Έχει αραβόφωνο πληθυσμό μουσουλμάνων και νεστοριανών χριστιανών. Οι τελευταίοι αποκαλούνται «Ασσύριοι» χωρίς βεβαίως να έχουν σχέση άμεσης καταγωγής με τους αρχαίους Ασσυρίους.
______________________________________________________________


Ο Διοκλητιανός θα τοποθετήσει τότε στον θρόνο της, τον γιο του δολοφονηθέντος Χοσρόη ΙΙ, τον Τιριδάτη (που είχε καταφέρει να διαφύγει στους Ρωμαίους μετά την δολοφονία του πατέρα του και να σταδιοδρομήσει στον ρωμαϊκό στρατό), που θα βασιλεύσει ως Τιριδάτης IV (298/299-330). Τα γεγονότα της μεταστροφής και του προσηλυτισμού του Τιριδάτη IV στον Χριστιανισμό μας είναι γνωστά από τα κείμενα του Αρμένιου ιστοριογράφου με το όνομα Αγαθάγγελος, που έζησε τον 5ο αιώνα μ.Χ. και ο οποίος γύρω στο 460 (βλ. Redgate 2000, σελ. 108) συνέγραψε μια «Ιστορία των Αρμενίων» στα ελληνικά. Το έργο του αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών όχι μόνον για τα γεγονότα του 3ου μ.Χ. αιώνα, αλλά και για την προ-χριστιανική θρησκεία της Αρμενίας.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις του Αγαθάγγελου, αλλά και τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από άλλες πηγές, η επικράτηση του Χριστιανισμού στην Αρμενία και η μεταστροφή του βασιλιά της Τιριδάτη IV, υπήρξαν έργα της μεγαλύτερης προσωπικότητας της χριστιανικής Αρμενίας, του ελληνοσπουδαγμένου Αγίου Γρηγορίου του Φωτιστή. Ο Γρηγόριος, μετά την αποδοχή του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της χώρας, θα αναδειχθεί από μια συνέλευση προκρίτων, ανώτατος ηγέτης της Αρμενικής Εκκλησίας («Καθολικός») και θα χειροτονηθεί από τον Επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, αρχιερέας της Αρμενίας. Αρχική έδρα του υπήρξε η πόλη Αστισσάτ (Ashtishat), ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της Ζωροαστρικής θρησκείας στην Αρμενία, τους ειδωλολατρικούς ναούς της οποίας κατέστρεψε ο Γρηγόριος, σύμφωνα με την παράδοση.
Στην συνέχεια η έδρα του «Καθολικού» θα μεταφερθεί βορειοανατολικά, στην Καινέπολη (=Νέα πόλη), όπως είχε μετονομασθεί από τους Ρωμαίους το 163 μ.Χ. η Βαλαρσσαπάτ (Valarshapat), η πόλη που είχε ιδρύσει πριν από έναν αιώνα περίπου ο Πάρθος βασιλεύς Βολογάσης Ι (=Βαλάρς, στην αρμενική) στην περιοχή του άνω ρου του ποταμού Αράξη. Αργότερα θα γίνει γνωστή ως Ετζμιατσίν (Ejmiatsin) και μέχρι σήμερα αποτελεί το μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο της Γρηγοριανής Εκκλησίας, όπως έγινε γνωστή η Αρμενική Εκκλησία μετά το σχίσμα που την χώρισε από τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες.
Η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της Αρμενίας υπήρξε από τα σημαντικότερα ορόσημα στην Ιστορία της. Καθόρισε αποφασιστικά την πορεία του Αρμενικού λαού στους επόμενους αιώνες και μέχρι σήμερα διεδραμάτισε σοβαρότατο ρόλο στην διατήρηση της ταυτότητας και στην διαμόρφωση του Αρμενικού Έθνους. Ακόμη και η εφεύρεση του αρμενικού αλφαβήτου (βλ. Εικόνα) αποδίδεται παραδοσιακά σε ενέργειες της Εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση, στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. μεταξύ του 404 και 406, ο λόγιος μοναχός και μετέπειτα Άγιος Μεσρώπ (Mesrop) με την προτροπή και ενεργό συμπαράσταση του «Καθολικού» Σαχάκ (Sahak), θα δημιουργήσει ένα σύστημα γραφής για τον αρμενικό λαό.
Η νέα γραφή που επεξεργάσθηκε από τον Μεσρώπ στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας [η αρχαία Όρρα-Ourhoi, η ελληνιστική Έδεσσα και μετέπειτα Αντιόχεια Καλλιρρόη, η σημερινή Ούρφα (τουρκ. Sanli Urfa)]. Είναι κτισμένη κοντά στον παραπόταμο του Ευφράτη, τον Μπαλίχ (Balikh), στις όχθες ενός κλάδου του που διαρρέει την πόλη, θυμίζοντας την Έδεσσα της Μακεδονίας], αρχικά είχε 36 γράμματα εμπνευσμένα από το Ελληνικό αλφάβητο. Η παράδοση αναφέρει ότι το αρμενικό αλφάβητο θα τελειοποιηθεί στα Σαμόσατα της Κομμαγηνής, με την συνεργασία ενός Έλληνα γραφέα, πριν διαδοθεί στην Αρμενία.
Ο Άγιος Μεσρώπ θα προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες με την εφεύρεση του αλφάβητου όχι μόνον στην διάδοση του Χριστιανισμού και στην άνοδο του μορφωτικού επιπέδου του λαού, αλλά πρωταρχικά στην προσφορά ενός ακόμη στοιχείου της εθνικής ενότητας των Αρμενίων.


Το αρμενικό αλφάβητο

(Από το σχετικό λήμμα του "Λεξικού των Λαών του Αρχαίου Κόσμου", όπου υπάρχουν πληροφορίες για τους λαούς και τα φύλα που μνημονεύονται στην παραπάνω ανάρτηση, καθώς και η βιβλιογραφία)

Δ.Ε.Ε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish