1. ΟΙ ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ
Με τις σημερινές μας γνώσεις και τις πραγματικά αξιόλογες προόδους που έχουν επιτευχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, έχει πλέον διαμορφωθεί ένα σημαντικό σώμα (corpus) στοιχείων και ευρημάτων, το οποίο μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε σε γενικές γραμμές τις πληθυσμιακές μεταβολές του ελλαδικού χώρου και να κατέχουμε κάποιες ενδείξεις για τις γλώσσες που μιλήθηκαν στην διάρκεια της 3ης και της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Φυσικά, είναι απόλυτα λογικό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και επιστημονικές διαφωνίες σε κάποιες λεπτομέρειες και στην ερμηνεία κάποιων ευρημάτων, αλλά σε γενικές γραμμές γνωρίζουμε πλέον αρκετά στοιχεία τα οποία μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε την εξέλιξη των γεγονότων και να διαθέτουμε μια έστω και αδρή εικόνα των πανάρχαιων εκείνων χρόνων.
Έτσι, τα νεώτερα ανασκαφικά δεδομένα και η συστηματική (εξαντλητική θα έλεγα) διερεύνηση του ελλαδικού χώρου σε Μεσολιθικές θέσεις από πολλούς επιστήμονες (Βλ. λεπτομέρειες στο εξαιρετικό βιβλίο της Καθηγήτριας του Τμήματος Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο «Παρίσι Χ» Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα»[1]), απέδειξαν ότι:
α. Ο ελλαδικός χώρος ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένος στην διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου (8700-7000 π.Χ.), λόγω δυσμενών κλιματικών συνθηκών που περιόρισαν δραματικά τις οικολογικές ζώνες, τις οποίες εκμεταλλεύονταν για την εξεύρεση τροφής οι ομάδες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Παλαιολιθικής.
Λόγω της μακρόχρονης διάρκειας αυτού του φαινομένου, που κράτησε από το τέλος της Ωρινάκιας (Aurignacian) πολιτιστικής φάσεως (γύρω στο 27.000 π.Χ.) μέχρι την αρχή της Νεολιθικής (7000 π.Χ.), σημειώθηκε σημαντικότατη συρρίκνωση (ορισμένοι την χαρακτηρίζουν «δημογραφική κατάρρευση») του ακμαιότατου πληθυσμού, που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο κατά την Μέση Παλαιολιθική. Πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι αυτές οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες παρατηρήθηκαν όχι μόνον στην Ελλάδα και τις γειτονικές της περιοχές, αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν ένα «Παν-Μεσογειακό» φαινόμενο.
β. Θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, οι έστω και απλές τεχνικές γνώσεις που απαιτούνται για την άσκηση της γεωργίας και κτηνοτροφίας και η ταυτόχρονη εισαγωγή στον ελλαδικό χώρο πολυάριθμων εξημερωμένων φυτών και ζώων να πραγματοποιήθηκε χωρίς την συμμετοχή πεπειραμένων ατόμων και ομάδων, που προφανώς έφεραν τις γνώσεις αυτές από αλλού.
γ. Αποδείχθηκε λανθασμένη η παλαιότερη παρουσίαση και εκτίμηση δεδομένων με αποτέλεσμα σήμερα να απορρίπτεται η περίπτωση της εξημέρωσης των ζώων και φυτών της Νεολιθικής εποχής όχι μόνον στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης (Βλ. σχετικά την λεπτομερειακή, αλλά και «αποστομωτική» μελέτη της Αμερικανίδας Παλαιοβοτανολόγου J. Hansen “Agriculture in the Prehistoric Aegean: Data versus speculation” «Η Γεωργία στο Προϊστορικό Αιγαίο: Δεδομένα εναντίον εικοτολογίας» American Journal of Archaeology, 92 – 1988).
______________________________[1] Catherine Perlès: «The Early Neolithic in Greece» – Cambridge University Press, 2001
Όπως λοιπόν υποδεικνύουν τα στοιχεία της έρευνας, καθώς και πρόσφατες μελέτες, φαίνεται ότι μεταναστευτικές ομάδες από την Εγγύς Ανατολή (Near East = Μ. Ασία, Μεσοποταμία, Συρία, Παλαιστίνη, Υπεριορδανία) έφθασαν στον ελλαδικό χώρο είτε για να εγκατασταθούν, είτε για να συνεχίσουν, άλλες μεν δυτικότερα (πιθανότατα μέσω Δαλματικών ακτών), προς την Ιταλική χερσόνησο και άλλες προς βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Με ποιόν τρόπο όμως έφθασαν στον ελλαδικό χώρο αυτές οι μεταναστευτικές ομάδες; Τα στοιχεία της έρευνας μέχρι στιγμής αποκλείουν μάλλον το ενδεχόμενο η διαδρομή από την Μ. Ασία προς την Θεσσαλία και νοτιότερα να πραγματοποιήθηκε μέσω Δαρδανελλίων - ανατολικής Θράκης - ανατολικής και κεντρικής Μακεδονίας. Σήμερα πάντως η πλειονότητα των ειδικών[2] δέχεται ότι η εμφάνιση του νεολιθικού τρόπου ζωής στον ελλαδικό χώρο (Θεσσαλία, ανατολική Στερεά, Πελοπόννησος) ήταν αποτέλεσμα άμεσου αποικισμού (demic diffusion) από τολμηρές ομάδες νεολιθικών θαλασσοπόρων από τις μικρασιατικές ή ακόμα και από τις συρο-παλαιστινιακές ακτές, με διαδοχικούς ενδιάμεσους νησιωτικούς σταθμούς.[3]
Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοηθεί και η συμμετοχή στην όλη διαδικασία «νεολιθικοποίησης» (neolithization) της χώρας, των έστω και ολιγάριθμων πληθυσμών μεσολιθικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που υπήρχαν ήδη στον ελλαδικό χώρο. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των δύο διαφορετικών ομάδων και η τελική συγχώνευσή τους θα έχει ως αποτέλεσμα την άνθιση του πρώτου πραγματικού Πολιτισμού (civilization) της ευρωπαϊκής ηπείρου (Πολιτισμός Σέσκλου), όπως αποδεικνύουν τα εκπληκτικά νεολιθικά ευρήματα της Θεσσαλίας, πού έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Η συγχώνευση λοιπόν των νεοφερμένων αποίκων με τους προϋπάρχοντες ολιγάριθμους μεσολιθικούς κατοίκους, αποτέλεσε το πρώτο ουσιαστικά ανθρωπολογικό υπόστρωμα ενός μόνιμου πληθυσμού του ελλαδικού χώρου κατά την διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής.
Το τέλος της Νεολιθικής και η έναρξη της Εποχής του Ορειχάλκου, στο νότιο τμήμα του Ελλαδικού χώρου και στο Αιγαίο (Κυκλάδες, Κρήτη), τοποθετούνται γύρω στο 2800 π.Χ., ενώ για τις βορειότερες περιοχές (Μακεδονία, ελληνική Θράκη, Τρωάδα) στο 3100/3000 π.Χ.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις, δεχόμαστε ότι οι περιοχές που προαναφέραμε, κατοικούνται προς το τέλος της Νεολιθικής, κυρίως από λαούς του λεγομένου «Μεσογειακού» ανθρωπολογικού υποστρώματος, φορείς των αντίστοιχων γλωσσών, για τις οποίες διαθέτουμε μόνον κάποιες ενδείξεις. Μια από αυτές τις ενδείξεις είναι και η αναφορές του Ηροδότου για την ύπαρξη αλλόγλωσσων πληθυσμών σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως π.χ. στην Κρήτη.[4]
_________________________________________________
[2] Βλ. σχετικά J. L. Davis: Review of the Aegean Prehistory I – the islands of the Aegean (A.J.A. 1992, 96 – 4), T. W. Jacobsen: Maritime mobility in the Prehistoric Aegean (XXth Meeting on Maritime Archaeology, 23 σελίδες – Ναύπλιο 1993), Colin Renfrew: Sitagroi in European Prehistory στο συλλογικό έργο C. Renfrew-M. Gibutas-E. Elster (eds.): Excavations at Sitagroi. A Prehistoric Village in Northeast Greece, Vol. I – Los Angeles, 1986, M. Wijnen: Early ceramics – local manufacture versus widespread distribution στο συλλογικό έργο J. Roodenberg (ed.): Anatolia and the Balkans, Anatolica 19, 1993 και πρόσφατα, το προαναφερθέν έργο της Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα»
[3] Βλ. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 60
[4] Βλ. Ἡροδότου Ἱστορίαι Α΄ 173.1 (…τὴν γὰρ Κρήτην εἶχον τὸ παλαιὸν πᾶσαν βάρβαροι…)
Στους λαούς του «Μεσογειακού υποστρώματος» ανήκαν, εκτός από τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδος και των γύρω χωρών (Λέλεγες, Τυρρηνοί, Έκτηνες, Κυλικράνες) και οι αρχαιότατοι κάτοικοι της Κρήτης, οι λεγόμενοι Μινωΐτες, οι δημιουργοί του Μινωϊκού πολιτισμού (2800/2700 – 1450 π.Χ.), καθώς και οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου, που με κέντρο τις Κυκλάδες θα δημιουργήσουν τον αντίστοιχο Κυκλαδικό πολιτισμό (2800/2700 – 1600 π.Χ.).
Θα επιστρέψουμε όμως τώρα χρονικά για να αναφερθούμε στις εκτεταμένες μεταναστεύσεις που σημειώθηκαν κατά την διάρκεια της 4ης χιλιετίας, με αντίστροφη φορά πλέον από τις προηγούμενες, δηλ. από την Ποντική περιοχή (τις απέραντες εκτάσεις στα βόρεια του Ευξείνου Πόντου) προς την Κεντρική Ευρώπη και την χερσόνησο του Αίμου, πληθυσμών-φορέων των λεγομένων Αριοευρωπαϊκών (Ινδοευρωπαϊκών) γλωσσών, θα προκαλέσουν αξιοσημείωτες πολιτιστικές εξελίξεις και ανθρωπολογικές μεταβολές, που συνεχώς επιβεβαιώνονται από τις αρχαιολογικές έρευνες. Έτσι, οι νεώτερες έρευνες[5] έχουν εντοπίσει δύο τουλάχιστον «μεταβατικούς» πολιτισμούς, στους οποίους έχουν εντοπιστεί ευρήματα, η μελέτη των οποίων αποδεικνύει αυτές τις μετακινήσεις πληθυσμιακών στοιχείων από την τις περιοχές των βορείων ακτών του Ευξείνου Πόντου προς την χερσόνησο του Αίμου .
Χρονολογικά, ο αρχαιότερος από τους τοπικούς αυτούς πολιτισμούς (3400-2800 π.Χ.) είναι ο λεγόμενος πολιτισμός Ουσάτοβο (Usatovo), ο οποίος κάλυπτε την περιοχή μεταξύ των εκβολών των ποταμών Δούναβη και Δνείστερου. Σύμφωνα με μια υπόθεση[5α], ο πολιτισμός αυτός δημιουργήθηκε από πρωτο–ελληνικά φύλα (σωστότερα πρωτο–ελληνόφωνα), τα οποία αργότερα μετακινήθηκαν νοτιότερα για να εγκατασταθούν τελικώς στην περιοχή της Πίνδου, γύρω στο 2200/2100 π.Χ.
Πολιτισμοί Ουσάτοβο (ανοικτό γκρίζο) και Έζερο (σκούρο)
Περισσότερο όμως αξιόλογος είναι ο σημαντικός αρχαιολογικός πολιτισμός της Πρώϊμης Εποχής του Ορειχάλκου (περίπου 3300-2700 π.Χ.), ο οποίος εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της θρακικής πεδιάδας και είναι γνωστός ως πολιτισμός Έζερο (Ezero culture). Η ονομασία του προέρχεται από την ομώνυμη θέση κοντά στην πόλη Νόβα Ζαγκόρα της σημερινής κεντρικής Βουλγαρίας, με εντυπωσιακούς τύμβους (=τεχνητοί γήλοφοι, τελλ), οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τους διαδοχικούς οικισμούς που ξεκινούν από την Νεολιθική Εποχή. Γύρω στο 3700 π.Χ. οι οικισμοί εγκαταλείπονται και η περιοχή θα ξανακατοικηθεί μετά από 400 χρόνια περίπου (γύρω στο 3300 π.Χ.) από τους δημιουργούς του πολιτισμού Έζερο. Η Κεραμική του Έζερο εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες με την Κεραμική της Τροίας, γεγονός που οδήγησε πολλούς ερευνητές να υποστηρίξουν ότι ο πολιτισμός του Έζερο προήλθε από την ανάμειξη τοπικών νεολιθικών πληθυσμών με φύλα προερχόμενα από την Ποντική στέππα, δηλ. Αριοευρωπαϊκά φύλα.
Η ιδιαίτερη σημασία του πολιτισμού Έζερο έγκειται στο ότι αποτελεί τον πιθανότερο πολιτιστικό και ανθρωπολογικό συνδετικό κρίκο μεταξύ των στεππών της σημερινής νότιας Ρωσσίας και Ουκρανίας (Ποντική στέππα), της Χερσονήσου του Αίμου και της Μικράς Ασίας, όπου θα καταλήξουν οι πρώτοι Αριοευρωπαίοι εισβολείς.
_____________________________________________________[5] Βλ. λεπτομέρειες στο: Mallory, J.P. & Adams, D.Q. (ed.): Encyclopedia of Indo-European Culture – “Fitzroy Dearborn”, London 1997
[5α] Βλ. Mallory, J.P. & Adams, D.Q. (ed.) ό.π. σελ. 614 και την ιστοσελίδα http://freepages.genealogy.rootsweb.ancestry.com/~jamesdow/resume.htm
Το σπουδαιότερο πάντως γεγονός που σημειώνεται στον ελλαδικό χώρο κατά την διάρκεια της Πρώϊμης Χαλκοκρατίας ή (σωστότερα) Πρώϊμης Εποχής του Ορειχάλκου (2800/2700-1900 π.Χ.), είναι ασφαλώς η εγκατάσταση ενός νέου πληθυσμού στις περιοχές γύρω από τον ορεινό όγκο της Βόρειας Πίνδου (Δυτική Μακεδονία, Β.Δ. Θεσσαλία, Ανατολική Ήπειρος), όπως ήδη αναφέρθηκε. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, οι εγκαταστάσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν γύρω στο 2200 / 2100 π.Χ.[6]
Οι νεοφερμένοι (Πρωτοέλληνες, αλλά σωστότερα Πρωτοελληνόφωνοι), μιλούσαν μια πρώτη μορφή της Ελληνικής γλώσσας και στην διάρκεια των επόμενων αιώνων, μεταναστεύοντας νοτιότερα, θα αφομοιώσουν τους παλαιότερους κατοίκους του «Μεσογειακού» και του «Αριοευρωπαϊκού» υποστρώματος[7], για να προκύψουν τα γνωστά μας Ελληνικά φύλα των Ιστορικών χρόνων, οι Ίωνες, οι Αιολείς, οι Μακεδόνες κ.λ.π., καθώς και αντίστοιχες διάλεκτοι (Ιωνική, Αιολική, Αρκαδική, Δυτικές διάλεκτοι).
Τον τίτλο όμως των πραγματικών «Πρωτοελλήνων» πρέπει να απονείμουμε σε δύο άλλα φύλα, στους Άβαντες και Δαναούς, οι οποίοι, όπως υποστηρίζεται[8], έφθασαν στην Αργολίδα την ίδια περίπου εποχή (2100 π.Χ.).
Στα μέσα της Εποχής του Ορειχάλκου οι νεολιθικοί πληθυσμοί του «μεσογειακού υποστρώματος», όπως χαρακτηρίζονται, θα έχουν συγχωνευθεί γλωσσικά και πολιτιστικά με τους νεοφερμένους ελληνόφωνους σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, όπου βέβαια εξακολουθούν να υπάρχουν νησίδες παλαιότερων πληθυσμών. Οι λατρείες της Μητέρας-Γης θα αποχωρήσουν από το προσκήνιο και θα μετασχηματιστούν σε μυστηριακές τελετουργίες (π.χ. Ελευσίνια Μυστήρια), ενώ κάποιες θεότητες (π.χ. Δήμητρα = Γη Μήτηρ) θα ενταχθούν στο δωδεκάθεο. Οι μητροδομικές, μητρογραμμικές και ίσως μητριαρχικές κοινωνίες των νεολιθικών «μεσογειακών» πληθυσμών, θα αντικατασταθούν από τις πατριαρχικές κοινωνίες των νεοφερμένων.
Για όσους πάντως ενδιαφέρονται για το ζήτημα των Προελλήνων (που πολλοί τους συγχέουν με τους Πρωτοέλληνες!) θεωρώ ότι η πλέον αξιόπιστη και ενημερωμένη άποψη είναι αυτή που υπάρχει στο Κεφάλαιο «Οι Γλωσσικές και Εθνικές ομάδες της Ελληνικής Προϊστορίας» της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» (Εκδοτική Αθηνών) τομ. Α΄ σελ. 356-379.
_________________________________________
[6] Βλ. «Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών – τομ. Α΄, σελ. 364, αλλά και D. Q. Mallory (ed.): Encyclopedia of Indo-European Culture, ό.π. σελ. 243-245
[7] Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές απόψεις, πριν από την εμφάνιση των πρώτων ελληνόγλωσσων φύλων στον ελλαδικό χώρο, είχαν προηγηθεί άλλα Αριοευρωπαϊκά φύλα, μεταξύ των οποίων και οι πολυσυζητημένοι Πελασγοί. Υπολογίζεται ότι η εμφάνισή των Πελασγών στον Ελλαδικό χώρο πρέπει να έγινε στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής (γύρω στο 2900/2800 π.Χ.), την ίδια περίοδο με την εμφάνιση και εγκατάσταση και των υπόλοιπων προελληνικών Αριοευρωπαϊκών φύλων όπως οι Αίμονες, Καδμείοι, Δρύοπες, Άονες, Ύαντες, Τέμμικες, Καύκωνες κ.λ.π. Για λεπτομέρειες βλ. Ι.Ε.Ε. τόμ. Α΄ σελ. 358-362, καθώς και τα αντίστοιχα λήμματα στο Δ. Ε. Ευαγγελίδη: «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων» – Β΄ Έκδοση συμπληρωμένη, Θεσσαλονίκη 2004. Ιδιαίτερα για τους Πελασγούς και τις διάφορες εξωφρενικές μυθοπλασίες που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, βλ. στο Δ. Ε. Ευαγγελίδη: «Μη-συμβατικές θεωρίες» - Οι κερδοσκόποι του «ελληνισμού» και ο φενακισμός των αφελών, Θεσσαλονίκη 2007
[8] Βλ. Ι.Ε.Ε. ό.π. σελ. 362–363
Μια πιο συνοπτική και περιληπτική παρουσίαση, αλλά κάπως ξεπερασμένη, υπάρχει στο βιβλιαράκι του αείμνηστου καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ν. Π. Ανδριώτη «Οι Προέλληνες» (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1953), ενώ για πιο εξειδικευμένους αναγνώστες υπάρχει το κλασσικό έργο των Hoffmann-Debrunner-Scherer «Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας» (2 τόμοι «Κυριακίδης», Θεσσαλονίκη 1983).
Με το τέλος της Υστεροελλαδικής ή Μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1100 π.Χ. και το καταλάγιασμα των αναταράξεων που δημιούργησε η κατάρρευση της μυκηναϊκής ισχύος και η Δωρική εισβολή, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι σε μεγάλο βαθμό η εθνογένεση (ένα δυναμικό και όχι στατικό φαινόμενο και διαδικασία) των Αρχαίων Ελλήνων είχε πλέον συντελεσθεί σε μεγάλο βαθμό. Νησίδες προελληνικών πληθυσμών θα επιβιώσουν μέχρι τους κλασσικούς χρόνους σε δυσπρόσιτες περιοχές και νησιά. Στην κατηγορία αυτήν υπάγονται διάφοροι λαοί που μνημονεύουν οι πηγές με τις ονομασίες Ετεόκρητες, Ετεοκαρπάθιοι κ.λπ. (ετεός=γνήσιος).
2. ΟΙ ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Ποιες όμως ήσαν οι γλώσσες που μιλήθηκαν στον ελλαδικό χώρο αυτήν την τεράστια χρονική περίοδο για τα ιστορικά μέτρα, από την αρχή της Νεολιθικής (περίπου 7000 π.Χ.) μέχρι το τέλος της Υστεροελλαδικής;
Όπως αναφέρει ο Καθηγητής κ. Μ. Σακελλαρίου:
«…Τα ονόματα των Λελέγων, των Τυρρηνών, των Εκτήνων και των Κυλικράνων, μπορούν να αποδοθούν στο μεσογειακό υπόστρωμα γιατί δεν προσφέρονται σε ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία και γιατί το επίθημα –αν- που περιέχουν δεν είναι ινδοευρωπαϊκό, αλλά μεσογειακό, γεγονός που δεν εμπόδισε βέβαια να χρησιμοποιηθεί αργότερα στον σχηματισμό ονομάτων ινδοευρωπαϊκών φύλων, μεταξύ άλλων και ελληνικών. Από το ίδιο υπόστρωμα έχουν διασωθή τοπωνύμια διαδεδομένα στην Ιβηρική χερσόνησο, στη Ν. Γαλλία, στην Ιταλία, στη Βαλκανική μαζί με την Ελλάδα, στη Μ. Ασία, στον Καύκασο. Όλα έχουν μονοσύλλαβες ρίζες με ένα φωνήεν που αποδίδεται άλλοτε με α και άλλοτε με ε, π.χ. Καρ- / Κερ-, Καλ- / Κελ-, Γαρ- / Γερ-, Σαλ- / Σελ-, Ταβ- / Τεβ- : φαίνεται ότι οι Ινδοευρωπαίοι που διετήρησαν αυτά τα τοπωνύμια δυσκολεύθηκαν να προφέρουν με ακρίβεια ένα ξένο φωνήεν που ήταν ανάμεσα σε α και ε. Κάθε μια από αυτές τις ρίζες περιέχεται κατά κανόνα σε ονόματα τόπων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Από αυτή τη παρατήρηση εξάγεται το συμπέρασμα ότι κάθε τέτοια ρίζα ήταν το όνομα του αντιστοίχου πράγματος στην πανάρχαιη αυτή γλώσσα…
…Η άφιξη των πρώτων Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, χρονολογείται στην αρχή της Χαλκοκρατίας. Άρα οι λαοί που μιλούσαν αυτή τη γλώσσα θα επεκράτησαν στην Ελλάδα ενωρίτερα, έως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, σε μερικά μέρη και έως την αρχή της Χαλκοκρατίας…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 356-357).
…Η άφιξη των πρώτων Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, χρονολογείται στην αρχή της Χαλκοκρατίας. Άρα οι λαοί που μιλούσαν αυτή τη γλώσσα θα επεκράτησαν στην Ελλάδα ενωρίτερα, έως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, σε μερικά μέρη και έως την αρχή της Χαλκοκρατίας…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 356-357).
Το αποφασιστικό πάντως επιχείρημα για το ότι οι γλώσσες και οι διάλεκτοι των λαών του προελληνικού «Μεσογειακού» υποστρώματος όχι μόνον δεν είχαν σχέση με την αρχαία ελληνική γλώσσα και τις διαλέκτους της, αλλά ούτε και με την Ινδοευρωπαϊκή (ή Αριοευρωπαϊκή, όπως επιμένω να την αποκαλώ, θεωρώντας σωστότερο αυτόν τον όρο) οικογένεια γλωσσών, είναι το γεγονός ότι δεν έγινε δυνατή μέχρι σήμερα η αποκρυπτογράφηση (και κατά πάσα πιθανότητα ουδέποτε θα γίνει) τόσο των επιγραφών της λεγόμενης Γραμμικής γραφής Α και πολύ περισσότερο του μυστηριώδους Δίσκου της Φαιστού. Όπως γνωρίζουμε από τις ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες, η Γραμμική Α είχε χρησιμοποιηθεί για καταγραφές στην γλώσσα των Μινωϊτών, των αρχικών κατοίκων της Κρήτης. Η γλώσσα των Μινωϊτών ανήκε στις γλώσσες των λαών του «μεσογειακού» υποστρώματος, αλλά αγνοούμε παντελώς εάν ήταν η ίδια ή συγγενής με τις γλώσσες και διαλέκτους των Λελέγων, των Τυρρηνών ή Τυρσηνών (Ετρούσκων) των Εκτήνων και των Κυλικράνων. Από τις γλώσσες αυτές μόνον η Μινωϊκή είχε καταγραφεί χάρη στην εφεύρεση της Γραμμικής Α, ενώ για τους υπόλοιπους κατοίκους του ελλαδικού χώρου έχουν διασωθεί μόνον τα ονόματά τους. Πιθανότατα υπήρχαν και άλλοι λαοί και φύλα του «μεσογειακού» υποστρώματος, αλλά από αυτά δεν διασώθηκε ούτε το όνομά τους. Υπάρχει τέλος και η περίφημη επιγραφή της Λήμνου (γνωστή από το 1885), του 6ου αιώνα π.Χ., στην οποία χρησιμοποιήθηκε ένα είδος γραφής στενά συγγενικής με την ετρουσκική γραφή, η οποία προήλθε ως γνωστόν από ένα δυτικό ελληνικό (Ευβοϊκό) αλφάβητο. Εικάζεται ότι η γλώσσα των πανάρχαιων κατοίκων της Λήμνου (Τυρρηνών, κατά την παράδοση) ήταν συγγενική με την γλώσσα των Ετρούσκων.
Για όποιον έχει ασχοληθεί με τα θέματα των διαφόρων ειδών γραφών (εικονογραφικές, συλλαβικές, αλφαβητικές), καθώς και με ζητήματα Συγκριτικής και Ιστορικής Γλωσσολογίας, είμαι βέβαιος ότι θα αντιληφθεί το παραπάνω επιχείρημα, ότι δηλ. η Μινωϊκή γλώσσα, λόγω της αδυναμίας αποκρυπτογράφησης των επιγραφών της με βάση την ελληνική αποκλείεται να σχετίζεται μαζί της.
Για τις γλώσσες τώρα του μη-ελληνικού αριοευρωπαϊκού υποστρώματος, ελάχιστα είναι γνωστά, κυρίως ονόματα λαών, γεωγραφικών σχηματισμών, φυτών κ.λπ. Για τον πλέον συζητημένο από τους λαούς αυτού του υποστρώματος, τους Πελασγούς, ο Καθηγητής Μ. Σακελλαρίου αναφέρει:
«…Για την ταυτότητα των Πελασγών και την σχέση τους με άλλους λαούς έχουν διατυπωθεί όχι λιγότερες από δέκα επτά υποθέσεις. Μία είναι αρνητική: δηλαδή αμφισβητεί την ύπαρξη των Πελασγών ως ιστορικού λαού. Μία άλλη δέχεται ότι αυτό το εθνικό ανήκε κάποτε σε ένα συγκεκριμένο λαό, αλλά στα αρχαία κείμενα που σώθηκαν έχει πάρει ένα γενικό και αόριστο περιεχόμενο, δηλώνοντας διάφορα προελληνικά φύλα. Και οι δύο αυτές υποθέσεις εκφράζουν την αμηχανία που δοκιμάζει κανείς, όταν για πρώτη φορά μελετήση τις αρχαίες μαρτυρίες για τους Πελασγούς και διαπιστώση τις αοριστίες και τις αντιφάσεις που περιέχουν. Οι πιο πολλοί από τους νεώτερους ερευνητάς προσπάθησαν να δώσουν στους Πελασγούς κάποια φυσιογνωμία, χρησιμοποιώντας, έξω από τις αρχαίες μαρτυρίες, γλωσσικά, αρχαιολογικά, και θρησκειολογικά δεδομένα. Αλλά κατέληξαν σε ποικίλα αποτελέσματα, τα πιο πολλά απροσδόκητα. Αφήνοντας κατά μέρος τις υποθέσεις που είτε είναι προϊόντα φαντασίας και αυθαιρέτων συνδυασμών, είτε στηρίχθηκαν σε στενές βάσεις, ικανοποιητικές για την εποχή τους, που ξεπεράσθηκαν με την πρόοδο της επιστήμης, αναφέρουμε τις δύο νεώτερες:
Η πρώτη, σύμφωνα με την οποία οι Πελασγοί ήταν ένας ινδοευρωπαϊκός (=αριοευρωπαϊκός σ.σ.) λαός, που η γλώσσα του άφησε πολλά κατάλοιπα στην ελληνική, άρχισε να διαδίδεται τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια…
…Η δεύτερη από τις νεώτερες υποθέσεις έχει συνάψει τους Πελασγούς με τους Ιλλυριούς. Η επιχειρηματολογία είναι πλούσια, αλλά όχι πειστική…».[9]
_______________________________Η πρώτη, σύμφωνα με την οποία οι Πελασγοί ήταν ένας ινδοευρωπαϊκός (=αριοευρωπαϊκός σ.σ.) λαός, που η γλώσσα του άφησε πολλά κατάλοιπα στην ελληνική, άρχισε να διαδίδεται τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια…
…Η δεύτερη από τις νεώτερες υποθέσεις έχει συνάψει τους Πελασγούς με τους Ιλλυριούς. Η επιχειρηματολογία είναι πλούσια, αλλά όχι πειστική…».[9]
[9] Βλ. Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 358-360
Οι Πελασγοί, όπως πρέπει να υπενθυμίσουμε, αποτελούν το αγαπημένο θέμα σχεδόν όλων των μη-συμβατικών «συγγραφέων» και «μελετητών».
Θα χρειαζόμουν πάμπολλες σελίδες για να αναφερθώ, έστω και συνοπτικά, στις παραδοξολογίες διαφόρων μη-συμβατικών «Πελασγολογούντων», δικών μας και ξένων. Η πλέον διαδεδομένη πάντως θεωρία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι η ελληνική και αλβανική είναι άμεσες απόγονοι της «αυτόχθονης» Πελασγικής «πρωτογλώσσας» και μάλιστα η αλβανική προβάλλεται ως η γνησιότερη! Με βάση αυτήν την επιστημονικά καταγέλαστη θέση (αφού αγνοούμε σχεδόν πλήρως την Πελασγική γλώσσα) έχουν αναπτυχθεί απόψεις ήκιστα σοβαρές, οι οποίες όμως γνωρίζουν ευρύτατη διάδοση σε κύκλους «ελληνοφρόνων» και «αυτοχθονιστών».
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι προελληνικές γλώσσες και διάλεκτοι βαθμιαία θα αφομοιωθούν και θα εξαφανισθούν μέχρι τους κλασσικούς χρόνους, με αποτέλεσμα οι ερευνητές να αγωνίζονται να αποσπάσουν στοιχεία και πληροφορίες από τα ελάχιστα ψήγματα που διατηρήθηκαν είτε ως μεμονωμένες λέξεις σε αρχαιοελληνικά κείμενα, είτε στα ονόματα γεωγραφικών σχηματισμών.
Ας ευχηθούμε νεώτερες έρευνες και οι εξειδικευμένες σύγχρονες τεχνολογίες να μας προσφέρουν περισσότερα στοιχεία στο μέλλον. Ελπίζω τέλος, αυτό το άρθρο να φανεί χρήσιμο σε αρκετούς.
Δ.Ε.Ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δεν γίνονται δεκτά σχόλια σε greeklish