Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Προϊστορία της Χερσονήσου του Αίμου (1)


ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ από το βιβλίο του Δ. Ε. Ευαγγελίδη

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ
(ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΘΝΟΓΕΝΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ)
Ἐθνολογική Μελέτη

1. Προϊστορία της Χερσονήσου του Αίμου

α. Η Παλαιολιθική και η Μεσολιθική Εποχή
Πριν ασχοληθούμε με το κυρίως θέμα αυτού του βιβλίου θεωρώ σκόπιμη και επιβεβλημένη μια σύντομη ανασκόπηση της Προϊστορίας της ευρύτερης περιοχής, δεδομένου ότι κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα σημειώθηκαν σημαντικότατες εξελίξεις στην αρχαιολογική έρευνα της Χερσονήσου του Αίμου, που είχαν ως αποτέλεσμα πολλές από τις παλαιότερες απόψεις και δοξασίες σχετικά με τις ανθρωπολογικές εξελίξεις, που συναντούμε σε παλαιότερα βιβλία, να χαρακτηρίζονται σήμερα αν όχι «γραφικές», σίγουρα «ξεπερασμένες».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτό το τμήμα της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, αναφερόμενο κατά το παρελθόν στην ελληνική (αλλά και στην ξένη) βιβλιογραφία ως «Ελληνική Χερσόνησος» (“Halbinsel Griechenland”, σύμφωνα με τον μεγάλο Γερμανό γεωγράφο Karl Ritter 1779-1859) ή «Χερσόνησος του Αίμου», από την ομώνυμη επιβλητική οροσειρά που δεσπόζει στην θρακική πεδιάδα, σήμερα αναφέρεται κυρίως ως «Βαλκανική χερσόνησος» από την τουρκική ονομασία Μπαλκάν (Balkan) της προαναφερθείσης οροσειράς, ενώ τελευταία χρησιμοποιείται ο πιο «κομψός» και εξ ίσου αόριστος όρος «Νοτιοανατολική Ευρώπη»!
Οι γνώσεις πάντως, που έχουν συσσωρευθεί από τις αρχαιολογικές ανασκαφές και τα σχετικά ευρήματα στην περιοχή, μας επιτρέπουν πλέον να ανασυνθέσουμε αρκετά αξιόπιστα το απώτερο παρελθόν της. Σύμφωνα λοιπόν με τις πιο πρόσφατες και έγκυρες απόψεις της πλειονότητας των επιστημόνων και ερευνητών διαφόρων συναφών κλάδων, η μεγάλη αυτή χερσόνησος κατοικήθηκε κατά τους προϊστορικούς χρόνους, όχι μόνον από τον σύγχρονο άνθρωπο (Homo sapiens) και το στενά συγγενικό είδος του «Ανθρώπου του Νεάντερταλ» (Homo neanderthalensis), αλλά ως φαίνεται και από ένα αρχαιότερο, προγονικό είδος των Νεαντερτάλιων, που είχε προηγηθεί, όπως αποδείχθηκε από την ανακάλυψη (στις 16 Σεπτεμβρίου 1960) ενός απολιθωμένου κρανίου στο σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής. Το κρανίο αυτό, ανήκε στο είδος «Άνθρωπος της Χαϊδελβέργης» (Homo heidelbergensis), όπως οριστικά και αναμφισβήτητα είναι πλέον γνωστό και χρονολογείται γύρω στις 200-250.000 χρόνια πριν από σήμερα.1
Αρκετά νεώτερα είναι τα ευρήματα απολιθωμένων ανθρωπίνων οστών από το σπήλαιο της Κραπίνα (Krapina cave) της βόρειας Κροατίας, ηλικίας 130.000 ετών περίπου και τα οποία ανήκαν σε ανθρώπους του Νεάντερταλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα ανακαλυφθέντα (1899-1905) οστά βρέθηκαν σημάδια καννιβαλισμού2, γεγονός που έχει προκαλέσει πάμπολλες συζητήσεις και επιστημονικές αντιπαραθέσεις μέχρι σήμερα.
Οι συστηματικές λοιπόν αρχαιολογικές/ανθρωπολογικές ανασκαφές και έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έχουν φέρει στο φως, όπως προαναφέραμε, σημαντικά στοιχεία για την Παλαιολιθική Εποχή στην χερσόνησο του Αίμου.
Θα ξεκινήσουμε τις αναφορές μας από τις ΒΑ περιοχές (σημερινή Ρουμανία), όπου η έρευνα αποκάλυψε την ύπαρξη Παλαιολιθικών εργαλειοτεχνιών (εργοτεχνίες ή λιθοτεχνίες), που χρονολογήθηκαν στην Μέση Παλαιολιθική (200.000 - 30.000) και ανήκουν στην λεγόμενη Μουστιαία ή Μουστέριο (Mousterian) περίοδο (σπήλαιο Ohaba Ponor της Τρανσυλβανίας, στην κεντροδυτική Ρουμανία). Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με το χρονικό διάστημα της ύπαρξης ανθρώπων του Νεάντερταλ, οι οποίοι θεωρούνται και οι κατασκευαστές της προαναφερθείσης Μουστιαίας εργαλειοτεχνίας.
Απολιθώματα κρανίου και άλλων οστών της ίδιας περιόδου ανακαλύφθηκαν σε ένα άλλο σπήλαιο (Baia de Fier της Ολτένια - Oltenia, περίπου 70 χλμ. στα ΝΑ από το προηγούμενο) και παρά τις αρχικές επιφυλάξεις, σήμερα πιστεύεται ότι ανήκουν και αυτά σε Νεαντερτάλιους.3
Η επόμενη προϊστορική περίοδος ανήκει πλέον στην Ανώτερη (Νεώτερη) Παλαιολιθική, η οποία σχετίζεται με ευρήματα (λίθινα εργαλεία και απολιθωμένα οστά), τα οποία συνδέονται με τους σύγχρονους ανατομικά ανθρώπους του τύπου Κρο-Μανιόν (*), που ανήκαν στο είδος Homo sapiens και ως εκ τούτου ήσαν άμεσοι πρόγονοι των σημερινών ευρωπαϊκών πληθυσμών.
Η παλαιότερη εργαλειοτεχνία (βλ. Πίνακα 1) αυτής της περιόδου είναι γνωστή ως Ωρινιάκιος (Aurignacian, περίπου 32.000-27.000 π.Χ.) και η μόνη θέση όπου εργαλεία αυτού του τύπου βρέθηκαν μαζί με απολιθωμένα οστά (η μελέτη των οποίων έδειξε ότι ανήκαν σε γυναίκα ηλικίας 30-40 ετών), είναι ένα σπήλαιο στην περιοχή της Τρανσυλβανίας (Cioclovina cave), σε μικρή απόσταση από το σπήλαιο Ohaba Ponor που προαναφέραμε. Ωρινιάκια εργαλεία ανακαλύφθηκαν και σε αρκετές ακόμη τοποθεσίες, αλλά χωρίς να συνοδεύονται από ευρήματα απολιθωμάτων.

Πίνακας 1

Νεώτερη Παλαιολιθική
(Δυτική-Κεντρική Ευρώπη)
     Φάση                      Διάρκεια                         Δημιουργός

Σατελπερρόνια
(Châtelperronian)     35.000 - 29.000          Homo neanderthalensis

                                                    (Μεταβατική φάση)
Ωρινιάκια
(Aurignacian)       32/30.000 - 27.000         Homo sapiens (Cro-Magnon)

Γκραβέττια
(Gravettian)           27.000 - 20.000                 Homo sapiens

Σολουτραία
(Solutréan)          20.000 - 15.000                   Homo sapiens

Μαγδαληναία
(Magdalenian)     15.000 - 8500 π.Χ.              Homo sapiens

                                                                    
Πρέπει να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι, σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες απόψεις των Παλαιοανθρωπολόγων, η Ωρινιάκιος εργοτεχνία δεν προήλθε από την εξέλιξη της Μουστιαίας, αλλά έφθασε στον Ευρωπαϊκό χώρο μαζί με τους φορείς της, οι οποίοι ήσαν σύγχρονοι ανατομικώς άνθρωποι (Homo sapiens), προερχόμενοι από την περιοχή της Μέσης Ανατολής (ευρήματα απολιθωμένων οστών στην Παλαιστίνη, σε σπήλαιο του όρους Κάρμηλος – Skhul cave – και σε έναν λόφο κοντά στην Ναζαρέτ – Jebel Qafzeh). Τα ευρήματα είχαν αρχικά χρονολογηθεί (μέσα δεκαετίας 1980) στα 40.000 χρόνια πριν από σήμερα, αλλά επαναχρονολογήθηκαν με σύγχρονες μεθόδους και σήμερα η ηλικία τους προσδιορίζεται στα 100.000 - 90.000 έτη πριν από σήμερα.4
Ανάλογα ευρήματα Νεάντερταλ (σπήλαιο Tabun, Όρος Κάρμηλος) της ίδιας περίπου ηλικίας αποδεικνύουν αφ’ ενός μεν ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν κατάγονται από τους Νεάντερταλ και αφ’ ετέρου ότι τα δύο είδη έζησαν στην Παλαιστίνη το ένα δίπλα στο άλλο για τουλάχιστον 30.000 χρόνια, κάτι που επαναλήφθηκε και στην Ευρώπη, για μικρότερο βέβαια χρονικό διάστημα. Επί πλέον η ύπαρξη της λεγόμενης Σσατελπερρόνιας (Châtelperronian, 35.000-29.000 πριν από σήμερα) εργοτεχνίας στην δυτική Ευρώπη (Γαλλία-Ισπανία), που αποδίδεται σε Νεαντερτάλιους κατασκευαστές και η οποία λόγω των εξελιγμένων τεχνολογικά εργαλείων τοποθετείται στην αρχή της Νεώτερης Παλαιολιθικής, θεωρείται ως αποτέλεσμα πολιτιστικών επαφών μεταξύ πληθυσμών Νεάντερταλ και Homo sapiens.
Η Ωρινιάκιος εργοτεχνία, που χαρακτηρίζει το αποκαλούμενο «Ωρινιάκιο φαινόμενο», κάλυψε το μεγαλύτερο τμήμα της νότιας και κεντρικής Ευρώπης γύρω στο 30.000 π.Χ. και όπως έχει παρατηρηθεί: «…Η εκπληκτική ομοιομορφία αυτής της τεχνολογίας, που επεκτάθηκε σε μια απόσταση τουλάχιστον 4000 χλμ., ήταν πάντοτε δύσκολο να ερμηνευθεί από οποιοδήποτε πρότυπο τοπικής εξέλιξης σε τόσες πολλές και διαφορετικές περιοχές της Ευρασίας και συμφωνεί πολύ περισσότερο με την υπόθεση μιας ταχύτατης πληθυσμιακής διασποράς σε όλες αυτές τις περιοχές…».5
Επανερχόμενοι στις εξελίξεις στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας, η επόμενη φάση, χαρακτηρίζεται από την λεγόμενη Γκραβέττιο εργοτεχνία (Gravettian, περίπου 27/26.000-20.000 π.Χ.), η οποία ήταν ευρύτατα διαδεδομένη, κυρίως στην περιοχή της σημερινής Μολδαβίας. Είναι σήμερα βέβαιο ότι συνδέεται άμεσα με τους Γκραβέττιους πληθυσμούς του μέσου Δνείστερου (Dniester) και μέσω αυτών με τους πληθυσμούς της ρωσσικής πεδιάδας.6
______________________________
(*) Cro-Magnon, από την περίφημη ομώνυμη τοποθεσία της ΝΔ Γαλλίας όπου ανακαλύφθηκαν αρχικώς τα πρώτα, αλλά αρκετά νεώτερα – γύρω στο 30.000 π.Χ. – σε σύγκριση με τα ευρήματα της Παλαιστίνης, απολιθώματα αυτού του ανθρωπολογικού τύπου.

Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των Γκραβέττιων πληθυσμών της ευρωπαϊκής ηπείρου7:
α. Ο περίτεχνος τρόπος ταφής των νεκρών και
β. Τα ειδώλια ζώων και γυναικών
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι τα παραπάνω, όπως και η λεγόμενη «τέχνη των σπηλαίων» δεν εμφανίσθηκαν ποτέ στην χερσόνησο του Αίμου, πιθανότατα λόγω διαφορετικών (ηπιότερων) κλιματολογικών συνθηκών, όπως έχει υποστηριχθεί.8 Στην δυτική Ευρώπη την Γκραβέττια φάση θα διαδεχθεί η Σολουτραία (20.000-15.000 π.Χ.) από την ομώνυμη γαλλική τοποθεσία Solutré) και στην συνέχεια η Μαγδαληναία (15.000-8.500 π.Χ. από την γαλλική τοποθεσία Μαντλέν - La Madaleine), ενώ στην Χερσόνησο του Αίμου δεν υπάρχουν αντίστοιχες πολιτιστικές βαθμίδες και ευρήματα με αποτέλεσμα να αναφερόμαστε απλώς σε μια Επιγκραβέττια φάση, η οποία θα κρατήσει μέχρι την έναρξη της Μεσολιθικής περιόδου* (γύρω στο 8.500 π.Χ.).
___________________________
(*) Όπως έχει υποστηριχθεί (Ι.Ε.Ε. τόμ. Α΄ σελ. 45-46), «…Πολιτιστικά η Μεσολιθική είναι η ίδια η τελική Παλαιολιθική προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες περιβάλλοντος […] Δεν είναι λοιπόν η Μεσολιθική μια χρονική περίοδος, αλλά μια πολιτιστική φάση, που η χρονική της διάρκεια είναι άνιση…».

Η Μεσολιθική (ή Επιπαλαιολιθική, βλ. Πίνακα 2) αντιπροσωπεύεται στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας από δύο πολιτιστικές ομάδες: Η πρώτη αποτελείτο από τοπικούς πολιτισμούς της Ανωτέρας Παλαιολιθικής που επιβίωσαν και στην μετα – παγετώδη περίοδο και η δεύτερη από επείσακτους πολιτισμούς που διείσδυσαν στην περιοχή της Ρουμανίας από διάφορες κατευθύνσεις.9

Πίνακας 2

Πολιτιστικές φάσεις της Μεσολιθικής
Δυτική Ευρώπη                                            Έναρξη
Αζίλια (Azilian)                                            8300 π.Χ.
Σωβετέρρεια (Sauveterrian)
Ταρντενουάσια (Tardenoisian)

Βόρεια Ευρώπη
Μαγκλεμόσεια (Maglemosian)                    7500 π.Χ.
Καρστενμίντε (Carstenminde)
Ερτεμπέλλε (Ertebolle)

Νοτιοανατολική Ευρώπη
(Χερσόνησος του Αίμου)

Επιπαλαιολιθική                                        8500 π.Χ.


Μετά το 6.500 π. Χ. σημειώνεται η έναρξη της Νεολιθικής περιόδου στην περιοχή της σημερινής Ρουμανίας και η οποία θα διαδοθεί ταχύτατα, όπως και στις γειτονικές της περιοχές.10 Όπως έχει επισημανθεί, οι αρχαιότερες πολιτιστικές ομάδες στα βόρεια του Δούναβη (Gura Baciului – Transylvania, Circea – Oltenia), εμπεριείχαν «Γραπτή κεραμική» (painted pottery) του ιδίου τύπου που χαρακτηρίζει και τον λεγόμενο πολιτισμό Πρωτο-Σέσκλο (Θεσσαλία), γεγονός που επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτά τα πολιτιστικά στοιχεία μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Δούναβη με την προώθηση προς βορειότερες περιοχές, πληθυσμιακών ομάδων από την Θεσσαλία, μια υπόθεση που επιβεβαιώθηκε από ανάλογα ευρήματα τόσο στις ΒΑ περιοχές της τέως Γιουγκοσλαβίας, όσο και στην περιοχή της σημερινής ΒΔ Βουλγαρίας. Στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε παρακάτω. Όπως αποδείχθηκε, ο προσανατολισμός κάποιων Μεσολιθικών–Επιπαλαιολιθικών ομάδων προς την νεολιθική οικονομία (παραγωγή τροφής και όχι συλλογή) διακόπηκε λόγω της εισόδου και νέων Νεολιθικών πληθυσμών από τον Νότο.11
Πριν όμως ασχοληθούμε με την Νεολιθική Εποχή, μια περίοδο δραματικών αλλαγών στην Χερσόνησο του Αίμου, θα πρέπει να παρουσιάσουμε και τα υπάρχοντα στοιχεία για την Παλαιολιθική και Μεσολιθική που έχει φέρει στο φως η έρευνα και από τις υπόλοιπες περιοχές.
Έτσι στην σημερινή Βουλγαρία υπάρχουν διάσπαρτα ευρήματα της Παλαιολιθικής Εποχής από ορισμένες περιοχές, κυρίως σπήλαια, τα οποία ανήκαν σε Αχίλιες (Acheulian) εργοτεχνίες (βλ. Εικόνα παρακάτω) της Kατώτερης Παλαιολιθικής. Υπενθυμίζουμε ότι κατά την περίοδο αυτή, που το τέλος της τοποθετείται πριν από 200.000 χρόνια περίπου, ζούσε το είδος Homo heidelbergensis, όπως έχουμε προαναφέρει.
Στο σπήλαιο Κρεμένιστε (Kremenište), στο ανατολικό τμήμα της Ροδόπης και σε υψόμετρο 1700 μέτρων ανακαλύφθηκαν λείψανα της Μουστιαίας περιόδου, η οποία ανήκει στην Μέση παλαιολιθική και ταυτίζεται με τους Νεαντερτάλιους (Homo neanderthalensis).
Γκραβέττιος εργοτεχνία της Νεώτερης Παλαιολιθικής ανακαλύφθηκε στο γνωστό και από ευρήματα νεώτερων εργοτεχνιών σπήλαιο της Temnata Dupka, καθώς και σε ορισμένες άλλες τοποθεσίες.12
Η πλέον σημαντική όμως προϊστορική θέση στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας είναι ασφαλώς το περίφημο σπήλαιο Bacho Kiro, στις βόρειες παρυφές της οροσειράς του Αίμου (Βουλγ. Stara Planina), κοντά στην κωμόπολη Ντρυάνοβο, περίπου 200 χλμ. ανατολικά της Σόφιας. Η σπουδαιότητα αυτής της αρχαιολογικής θέσης έγκειται στο γεγονός ότι ανακαλύφθηκε εκεί μια μακρά και αδιάσπαστη αλληλουχία 14 ανασκαφικών στρωμάτων, που χαρακτηρίζονται από ανάλογες εργοτεχνίες. Το βαθύτερα (άρα αρχαιότερα) στρώματα (14-12) ανήκαν στην Μέση Παλαιολιθική (Νεαντερτάλιοι, Homo neanderthalensis) και η αρχή τους χρονολογήθηκε γύρω στα 45.000 χρόνια π.Χ. Περιείχαν εργοτεχνίες του Λεβαλλουαζιανού (Levalloisian) – Μουστιαίου τύπου, ενώ τα ανώτερα (νεώτερα) ανήκαν στην Ανώτερη Παλαιολιθική (σύγχρονοι ανατομικά άνθρωποι, Homo sapiens) και περιείχαν Ωρινιάκια και Επιγκραβέττια εργοτεχνία (στρώματα 7-4) και έφθαναν μέχρι τις αρχές της Νεολιθικής περιόδου (στρώματα 2-1).
Ένα ιδιαίτερο γνώρισμα αυτής της προϊστορικής θέσης είναι ο προσδιορισμός στα ανασκαφικά στρώματα 11-7 μιας χαρακτηριστικής τοπικής εργοτεχνίας, που ονομάσθηκε Bachokirian, και η οποία ταυτοποιήθηκε ως μεταβατική από την Μέση προς την Νεώτερη Παλαιολιθική. Ένα αξιοσημείωτο γεγονός αυτής της εργοτεχνίας είναι οι εκπληκτική ομοιότητα με τα ευρήματα των κατώτερων ανασκαφικών στρωμάτων μιας άλλης προϊστορικής τοποθεσίας, στην σημερινή Ουγγαρία (Istàllösko) πάνω από 800 χλμ. μακριά, τα οποία χρονολογήθηκαν γύρω στο 42.000 π.Χ. περίπου, ηλικία συμβατή με την χρονολόγηση του στρώματος 11 (41.000 π.Χ.), όπου συναντούμε τα πρώτα ευρήματα της εργοτεχνίας Bachokirian.13
Τα τελευταία πάντως παλαιολιθικά ευρήματα προέρχονται από το προαναφερθέν σπήλαιο Temnata Dupka και χρονολογούνται στα 13.600 χρόνια πριν από σήμερα (περίπου 11.500 π.Χ.). Νεώτερα ευρήματα δεν έχουν επισημανθεί στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα χάσμα περίπου 5.500 ετών μέχρι την εμφάνιση των πρώτων Νεολιθικών ευρημάτων.
Ευρήματα της Μεσολιθικής Εποχής στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας εντοπίσθηκαν στην θέση Pobiti Kameni κοντά στην Βάρνα. Η θέση αυτή ήταν ένα είδος προϊστορικού λατομείου πυριτόλιθου, ενός ορυκτού που αποτελούσε μια ευρύτατα διαδεδομένη πρώτη ύλη για την κατασκευή κάθε είδους εργαλείων. Χρησιμοποιήθηκε ως πηγή προμήθειας πυριτόλιθου για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, από την Μέση και Νεώτερη Παλαιολιθική μέχρι το τέλος περίπου της Νεολιθικής. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι τα «Μεσολιθικά» ευρήματα αυτής της τοποθεσίας είναι αμφιλεγόμενα δεδομένου ότι δεν έχουμε απόλυτες χρονολογίες παρά μόνον σχετικές που προκύπτουν από την τυπολογική εξέταση ορισμένων ευρημάτων.
Φαίνεται λοιπόν ότι επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά η άποψη για την δημογραφική «κατάρρευση» της Νεώτερης Παλαιολιθικής, που αποκορυφώθηκε στην διάρκεια της Μεσολιθικής, όχι μόνον στην περιοχή αυτήν, αλλά και σε ολόκληρη την χερσόνησο του Αίμου, όπως προκύπτει και από την σπανιότητα ευρημάτων σε άλλες περιοχές, όπως π.χ. στον ελλαδικό χώρο.14 Στο ζήτημα αυτό όμως θα επανέλθουμε και παρακάτω.
Στο δυτικό τώρα τμήμα της χερσονήσου του Αίμου, που κάλυπτε η πρώην ενιαία Γιουγκοσλαβία, έχουμε ήδη αναφερθεί στα σημαντικά ευρήματα απολιθωμένων οστών ανθρώπων από το σπήλαιο της Κραπίνα (Krapina cave) της βόρειας Κροατίας, τα οποία ανήκουν στην Μέση Παλαιολιθική.
Τα πολυάριθμα (πάνω από 1000) όμως τεχνουργήματα (artifacts), που επίσης ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές του σπηλαίου δεν έχουν ακόμα αξιολογηθεί συνολικά, δεδομένου ότι έχουν μελετηθεί μόνο 150 περίπου από αυτά και τα οποία ανήκουν στην Μουστιαία εργοτεχνία.
Σε ορισμένα άλλα σπήλαια π.χ. στο σπήλαιο Vindija της βόρειας Κροατίας, στο σπήλαιο Ražanec κοντά στην πόλη Ζαντάρ (Zadar) των Δαλματικών ακτών κ.λπ. έχουν ανακαλυφθεί επίσης ευρήματα της Μουστιαίας φάσης. Στην περιοχή της Κροατίας γενικότερα, έχουν εντοπισθεί τοποθεσίες που απέδωσαν ευρήματα της Νεώτερης Παλαιολιθικής, από την Ωρινιάκιο και Γκραβέττιο περίοδο.
Ιδιαίτερα σημαντικού ενδιαφέροντος αποδείχθηκαν τα ευρήματα από μια άλλη τοποθεσία, το περίφημο σπήλαιο Crvena Stijena (=Κόκκινος Βράχος), στα σύνορα Μαυροβουνίου και Βοσνίας – Ερζεγοβίνης. Οι αποθέσεις εντός του σπηλαίου έχουν πάχος πάνω από 20 μέτρα και καλύπτουν χωρίς διακοπή το χρονικό διάστημα από την Ρίσσιο (Riss) παγετώδη περίοδο (200.000 έως 125.000 έτη πριν από σήμερα) μέχρι την αρχή της Ολοκαίνου (περίπου 10.000 π.Χ.). Γεωγραφικώς, η περιοχή ανήκει στην Αδριατική ζώνη, ένα γεγονός που είχε επιπτώσεις στον προϊστορικό «πολιτισμό»15 της Παλαιολιθικής και ιδιαίτερα στα πολιτιστικά στοιχεία της πρώϊμης Νεολιθικής.
Όπως προκύπτει από τα ευρήματα, αυτό το ενδιαίτημα των Παλαιολιθικών κυνηγών, είχε κατοικηθεί από την Μέση Παλαιολιθική, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα εργοτεχνίας Λεβαλλουαζιανού (Levalloisian) τύπου, μέχρι την Ανώτερη Παλαιολιθική, με ευρήματα Γκραβέττιας εργοτεχνίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ορισμένα ανασκαφικά στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής είναι σαφώς διακριτά από τα επόμενα λόγω καταστροφικών πτώσεων υλικών από την οροφή του σπηλαίου.
Το σημαντικότερο πάντως χαρακτηριστικό αυτού του προϊστορικού «πολιτισμού» του σπηλαίου Crvena Stijena, είναι ότι (σε αντίθεση με ευρήματα από βορειότερες θέσεις της Βοσνίας, που είναι πλησιέστερα στα πολιτιστικά δεδομένα της Αλπικής Παλαιολιθικής) συνδέονται με Μεσογειακά πολιτιστικά στοιχεία αυτής της περιόδου και συγκεκριμένα με τα ευρήματα του σπηλαίου Σεϊντί της Βοιωτίας. 16
Ασφαλώς, η πλέον γνωστή προϊστορική τοποθεσία των κεντρικών περιοχών της χερσονήσου του Αίμου, είναι η πολυσυζητημένη θέση του Λεπένσκι Βιρ (Lepenski Vir), σε ένα σημείο της νότιας όχθης του Δούναβη κοντά στις «Σιδηρές Πύλες», στην ανατολική Σερβία, περίπου 120 χλμ. ανατολικώς του Βελιγραδίου.17
Οι πρώτες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν το 1965 από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου Dragoslav Srejović (1931-1996), αλλά η σπουδαιότητα της θέσης αναγνωρίσθηκε πλήρως μόνον μετά το 1967, όταν ήλθαν στο φως τα πρώτα εκπληκτικά ιχθυόμορφα Μεσολιθικά γλυπτά (βλ. Εικόνες), κατασκευασμένα από ψαμμιτικές κροκάλες. Όπως αποκαλύφθηκε, υπήρχε ένας μεγάλος οικισμός με δέκα δορυφορικά «χωριά» γύρω από αυτόν. Τα ευρήματα πάντως από σπήλαια γειτονικών περιοχών υποδεικνύουν ότι η πρώτη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας εκεί χρονολογείται από το 20.000 π.Χ. Η εγκατάσταση όμως του πρώτου οικισμού στο Λεπένσκι Βιρ προσδιορίζεται γύρω στο 7.000 π.Χ., όταν το κλίμα είχε αλλάξει ήδη προς το θερμότερο, ενώ η ακμή του «πολιτισμού» Λεπένσκι Βιρ σημειώθηκε μεταξύ 5300 και 4800 π.Χ.



Εικόνα 1
Χαρακτηριστικά ιχθυόμορφα γλυπτά
από τον Μεσολιθικό οικισμό Λεπένσκι Βιρ

Η κυρίως θέση αποτελείται από αρκετές αλληλοδιάδοχες αρχαιολογικές φάσεις, οι οποίες ξεκινούν από την αρχική φάση «Πρωτο-Λεπένσκι Βιρ». Ακολουθούν η φάση Ι με πέντε υποδιαιρέσεις (a-e), η φάση ΙΙ και η φάση ΙΙΙ, που εκτείνονται συνολικά από την Μεσολιθική (αρκετά καθυστερημένη σε σύγκριση με τις εξελίξεις της ευρύτερης περιοχής), μέχρι τις αρχές της Νεολιθικής.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι δημιουργοί του «πολιτισμού» Λεπένσκι Βιρ, ήσαν απόγονοι ενός πρώϊμου κεντροευρωπαϊκού πληθυσμού κυνηγών-τροφοσυλλεκτών του τέλους της Εποχής των Παγετώνων (9.000 π.Χ.).
Η ανάπτυξη του οικισμού επηρεάστηκε σημαντικά από την τοπογραφία της περιοχής, ένα στενό πλάτωμα στην όχθη του ποταμού, συμπιεσμένο μεταξύ των βράχων και της κοίτης του Δούναβη. Αυτή η διαμόρφωση της τοποθεσίας παρείχε πολύ περιορισμένες δυνατότητες τροφής, πρώτων υλών και ζωτικού χώρου, γεγονός που αντανακλάται στα ευρήματα των βαθύτερων (άρα αρχαιότερων) ανασκαφικών στρωμάτων. Ο οικισμός της φάσεως «Πρωτο-Λεπένσκι Βιρ» αντιπροσωπεύει μια μικρή εγκατάσταση, ίσως 4-5 οικογενειών (στην πραγματικότητα κάθε μία από αυτές αποτελούσε μια «διευρυμένη όμαιμη οικογένεια») με λιγότερα από 100 μέλη συνολικά. Η πρωταρχική πηγή τροφής αυτών των κατοίκων ήταν κατά πάσα πιθανότητα η αλιεία. Εξ άλλου αλιευτικές κοινότητες αυτού του τύπου ήσαν τυπικές στην ευρύτερη περιοχή του Δούναβη αυτήν την προϊστορική Εποχή.
Σε επόμενες φάσεις πάντως αυτού του «πολιτισμού» τα προβλήματα υπερπληθυσμού του αρχικού οικισμού γίνονται καταφανή, με αποτέλεσμα σημαντικές κοινωνικο-πολιτιστικές αλλαγές, οι οποίες αναδεικνύουν το Λεπένσκι Βιρ σε έναν εκπληκτικό «πολιτισμό» της Μεσολιθικής. Σύμφωνα με μια άποψη (αρκετά αμφιλεγόμενη) ο «πολιτισμός» αυτός μας παρέχει μια σπάνια ευκαιρία να παρατηρήσουμε την βαθμιαία μετάβαση από τον «κυνηγητικό-τροφοσυλλεκτικό» τρόπο ζωής των προϊστορικών ανθρώπων στην γεωργική οικονομία της Νεολιθικής. Από την στιγμή που τα γεωργικά προϊόντα αποτέλεσαν «κοινό αγαθό», ένας νέος τρόπος ζωής αντικατέστησε τις παλιές κοινωνικές δομές.
Τα εντελώς διακριτά χαρακτηριστικά του «πολιτισμού» Λεπένσκι Βιρ, όπως η ιδιόμορφη αρχιτεκτονική και η ιχθυόμορφη γλυπτική του, εξαφανίσθηκαν βαθμιαία, με αποτέλεσμα η τελευταία φάση (Λεπένσκι Βιρ ΙΙΙ) να αντιπροσωπεύει μια τυπική Νεολιθική προϊστορική τοποθεσία, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ερευνητές, κάτι όμως που αμφισβητείται έντονα. Σύμφωνα μάλιστα με έναν από τους γνωστούς αρχαιολόγους της χερσονήσου της Αίμου και εξέχον μέλος της Σερβικής Ακαδημίας Επιστημών, τον Μιλούτιν Γκαρασάνιν (M. Garašanin, 1920-2002), ο οποίος είχε μελετήσει τα ευρήματα, δεν υπάρχουν αποδείξεις αγροτικών ενασχολήσεων στο Λεπένσκι Βιρ. Όπως μάλιστα τονίζει: «…Είναι ανακριβές να συμπεραίνουμε από την εξημέρωση του σκύλου (στον οικισμό, ότι έχουμε) την έναρξη Κτηνοτροφίας …» (σ.σ. άρα και νεολιθικό τρόπο ζωής).18
Παρ’ όλα αυτά, ο αρχικός ανασκαφέας (Dragoslav Srejović) και ορισμένοι άλλοι ερευνητές εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι οι ενδείξεις από τα ευρήματα υποδεικνύουν την αυτόχθονα εξέλιξη και όχι εξωτερική εισβολή, μια παλαιότερη θεωρία (Εξελικτισμός-Αυτοχθονισμός)19, την οποία σήμερα ελάχιστοι πλέον υποστηρίζουν. Είναι πάντως γεγονός ότι ο ακριβής μηχανισμός αυτής της μετάβασης στον υποτιθέμενο Νεολιθικό τρόπο ζωής παραμένει ακαθόριστος με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διαφορετικές ερμηνείες.
Σύμφωνα πάντως με τις πλέον πρόσφατες εκτιμήσεις της πλειονότητας των αρχαιολόγων, ο ιδιόμορφος αυτός πολιτισμός του Λεπένσκι Βιρ και των άλλων οικισμών τροφοσυλλεκτών της περιοχής, αποτελεί κλασσικό πρότυπο μελέτης της αλληλεπίδρασης μεταξύ των μεσολιθικών τροφοσυλλεκτών και των πρώτων νεολιθικών γεωργών που εγκαταστάθηκαν στις γύρω περιοχές και μετέδωσαν τις γνώσεις τους στην τεχνική εξημέρωσης φυτών και ζώων.20
To πλέον εύστοχο πάντως σχόλιο και γενικώς αποδεκτό σήμερα συμπέρασμα από την πλειονότητα των ειδικών για τους περίεργους αυτούς μεσολιθικούς οικισμούς της κοιλάδας του Δούναβη, ανήκει στην Αγγλίδα αρχαιολόγο και Καθηγήτρια στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ της Καλιφόρνιας Ρουθ Τρίγκαμ (Ruth Tringham):
«…υπήρχαν κυνηγοί-συλλέκτες στην Ν. Α. Ευρώπη, οι οποίοι ήδη είχαν υιοθετήσει τις πολυπλοκότητες του τρόπου ζωής μιας μόνιμης εγκατάστασης, αλλά αυτός ο τρόπος διαβίωσης αναστατώθηκε, αν δεν καταστράφηκε κιόλας, πολύ γρήγορα λόγω των άμεσων ή έμμεσων επαφών και της γειτονίας των γεωργών…».20α
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι ανασκαφές διακόπηκαν οριστικά το 1971 και ο χώρος των ευρημάτων μεταφέρθηκε σε ένα κοντινό σημείο 30 μέτρα ψηλότερα, ώστε να διασωθεί από τα νερά που κατέκλυσαν την περιοχή μετά την κατασκευή ενός φράγματος και την δημιουργία τεχνητής λίμνης στην κοιλάδα των «Σιδηρών Πυλών».
Στον ελλαδικό χώρο τώρα, όπως ήδη έχει αναφερθεί, υπάρχουν στοιχεία παρουσίας Ανθρωπιδών (σπήλαιο Πετραλώνων και σπήλαιο Απήδημα21 Μάνης) από την Κατώτερη (Αρχαιότερη) Παλαιολιθική. Τα αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα της περιόδου αυτής είναι εξαιρετικά αποσπασματικά, γεγονός που οφείλεται αφ’ ενός στην ελλιπή έρευνα και δημοσίευση του υλικού και αφ’ ετέρου στις γεωλογικές ανακατατάξεις του ελλαδικού χώρου, που είχαν ως συνέπεια την εξαφάνιση πολλών θέσεων. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της Κατώτερης Παλαιολιθικής είναι κυρίως λίθινα εργαλεία, πελεκημένες κροκάλες (πυγμές, δίεδρα – bifaces) και χειροπελέκεις (hand-axes), που βρέθηκαν μεμονωμένα σε υπαίθριες θέσεις, γι' αυτό και είναι δύσκολο να χρονολογηθούν με ακρίβεια.
Ενδεικτικά αναφέρονται τα λίθινα εργαλεία της Αχίλιας (*) πολιτισμικής φάσης από την λιμνοθάλασσα Κορισίων της νότιας Κέρκυρας και την Ροδιά της Θεσσαλίας, που μπορούν να χρονολογηθούν μεταξύ 400 και 300 χιλιάδων χρόνων πριν από σήμερα, καθώς και ο λίθινος χειροπέλεκυς, ο οποίος εντοπίστηκε στην θέση «Παλαιόκαστρο» κοντά στην Σιάτιστα Κοζάνης το 1963. Είναι από πρασινωπό τραχύτη λίθο και έχει μήκος 15,3 εκ. και πλάτος 10 εκ. (Μουσείο Βέροιας). Τέλος, αξίζει να σημειωθούν τα εργαλεία του τέλους της Κατώτερης Παλαιολιθικής από τον Κοκκινόπηλο Ηπείρου, από το σπήλαιο στην θέση «Ασπροχάλικο» της Ηπείρου (κοντά στον Άγιο Γεώργιο Πρεβέζης) και το Μεγάλο Μοναστήρι Θεσσαλίας.
____________________________
(*) Acheulian, από την προϊστορική θέση St. Acheul της βόρειας Γαλλίας, η οποία κακώς μεταφράζεται συχνά ως Αχελαία, με αποτέλεσμα να συγχέεται με την προηγηθείσα, λιγότερο εξελιγμένη και κάπως ακατέργαστη, Χελλαία (Chelles) ή Αμπεβιλλιανή (Abbeville) εργοτεχνία χειροπελέκεων (hand-axes).

Εικόνα 2
Αχίλιοι χειροπελέκεις

Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία, η κατοίκηση της Κατώτερης Παλαιολιθικής εντοπίζεται σε σπήλαια, όπου βρέθηκαν και ίχνη φωτιάς (Πετράλωνα), σε βραχοσκεπές και σε υπαίθριες θέσεις. Πρόκειται για καταφύγια και πρόχειρα καταλύματα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που επιβίωναν με το κυνήγι αρκτιδών, ελαφοειδών και άλλων αγρίων ζώων και με τη συλλογή φυτών και καρπών της περιοχής τους.
Η Μέση Παλαιολιθική περίοδος στην Ελλάδα είναι γνωστή από πολλές υπαίθριες θέσεις, αρκετά ανασκαμμένα σπήλαια και βραχοσκεπές και καλύπτει το διάστημα 200.000-30.000 πριν από σήμερα.
Η Ελλάδα αποτέλεσε πιθανότατα το σταυροδρόμι της Μέσης Παλαιολιθικής, στο οποίο συνυπήρξαν για κάποιο χρονικό διάστημα δύο ανθρωπολογικοί τύποι: ο Homo sapiens και ο Homo neanderthalensis. Σκελετικά κατάλοιπα του ανθρωπολογικού τύπου του Νεάντερταλ βρέθηκαν στο σπήλαιο Καλαμάκια22 της Μάνης και χρονολογούνται 80.000 - 40.000 χρόνια πριν από σήμερα. Επιπλέον, στο σπήλαιο Θεόπετρα23 της Καλαμπάκας βρέθηκαν ίχνη από ανθρώπινα βήματα, χρονολογημένα περίπου στα 46.000 πριν από σήμερα.
Τα πλέον αξιόπιστα πάντως αρχαιολογικά δεδομένα για την εξεταζόμενη περίοδο προέρχονται από τα σπήλαια Αγγίτη Δράμας και Θεόπετρα Καλαμπάκας, τις βραχοσκεπές Ασπροχάλικο και Κοκκινόπηλο Ηπείρου, και τα σπήλαια Καλαμάκια και Λακωνίς24 Μάνης. Εξαιρετική σημασία έχουν, τέλος, τα σχετικά πρόσφατα ευρήματα από την Αλόνησο25 των Βορείων Σποράδων, τα οποία επιβεβαιώνουν την επέκταση της κατοίκησης, πέραν της ηπειρωτικής Ελλάδας και στο νησιωτικό Αιγαίο.
Στα σπήλαια και τις βραχοσκεπές που κατέλυσαν οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της Μέσης Παλαιολιθικής βρέθηκαν απλές (Λακωνίς, Θεόπετρα) ή και λιθόκτιστες (Καλαμάκια) εστίες, που εξασφάλιζαν θέρμανση και δυνατότητα προετοιμασίας της τροφής, αλλά και πρόχειρα λιθόστρωτα (Καλαμάκια).
Το κυνήγι και την περαιτέρω επεξεργασία των θηραμάτων (εκδορά, τεμαχισμός) πραγματοποιούσαν, στην διάρκεια της Κατώτερης Παλαιολιθικής, κυρίως με λίθινα εργαλεία Λεβαλλουαζιανού (Levalloisian) τύπου, ενώ στην διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής με εργαλεία Μουστιαίου τύπου. Η εργαλειοτεχνία αυτής της περιόδου περιλαμβάνει χειροπελέκεις και φολίδες (θραύσματα), τυπικές μουστιαίες αιχμές, μονά ή διπλά ξέστρα, εγκοπές, οδοντωτά και λεπίδες με φυσική ράχη.
Η μετάβαση πάντως από την Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, καθώς και η άφιξη και επικράτηση του σημερινού ανθρωπολογικού τύπου (Homo sapiens) στον ελλαδικό χώρο, παραμένει λόγω της αποσπασματικότητας του υλικού όχι καλώς τεκμηριωμένη.
Η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος στον ελλαδικό χώρο καλύπτει το διάστημα από 35/30.000 χρόνια περίπου μέχρι 11.000 χρόνια πριν από σήμερα, δηλαδή μέχρι το τέλος του Πλειστοκαίνου. Ελάχιστα είναι μέχρι στιγμής τα στοιχεία για την μετάβαση από την Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, την περίοδο δηλαδή κατά την οποία εκλείπει σταδιακά ο ανθρωπολογικός τύπος του Νεάντερταλ και επικρατεί ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens). Έτσι, παραμένουν ακόμη ανοιχτά τα ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο της Ελλάδας ως διαδρόμου πληθυσμιακών μετακινήσεων και εν γένει πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ Ευρώπης και Εγγύς Ανατολής.
Η έλλειψη αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών δεδομένων αφορά στην περίοδο 35.000-25.000 πριν από σήμερα. Αντίθετα, για την Προχωρημένη και την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) παρέχονται ασφαλέστερα στοιχεία από ανασκαμμένες και στρωματογραφημένες θέσεις, όπως τα σπήλαια Θεόπετρα Θεσσαλίας και Φράγχθι26 Ερμιονίδος, οι βραχοσκεπές Μποΐλα, Κλειδί και Καστρίτσα Ηπείρου και η υπαίθρια θέση Λεπτός Γιαλός Αλονήσου.
Ανθρωπολογικά ευρήματα του Homo sapiens βρέθηκαν σε ταφές, στο προαναφερθέν σπήλαιο Απήδημα Μάνης (30.000 πριν από σήμερα) και στην Θεόπετρα (14.500 π.Χ.). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν τις πρώτες βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους νεκρούς στον ελλαδικό χώρο.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις παραπάνω θέσεις τεκμηριώνουν για πρώτη φορά την κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα). Κυρίως όμως πιστοποιούν μεγαλύτερη ποικιλία στη λιθοτεχνία, που διαφαίνεται τόσο στην μορφή των εργαλείων, όσο και στην επιλογή της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους.
Στις λιθοτεχνίες του Κλειδιού και της Μποΐλας, χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, ένα είδος σκληρού πυριτόλιθου, η πηγή του οποίου εντοπίζεται πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Τα αντιπροσωπευτικότερα εργαλεία ήταν αιχμές βελών και δοράτων, φολίδες, ξέστρα, οπείς, λεπίδες και μικρολεπίδες.
Η εργαλειοτεχνία επεκτείνεται την περίοδο αυτή με την χρήση οργανικών υλικών, όπως οστών και ελαφοκέρατου. Αιχμές βελών, βελόνες, οπείς και σπάτουλες προστίθενται στον εργαλειακό εξοπλισμό των κυνηγών της περιόδου. Τέλος, σφήνες από ελαφοκέρατο χρησιμοποιούνται για την εξόρυξη κόκκινης ώχρας από κοιτάσματα αιματίτη στην Θάσο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως χρωστική ύλη, ή για να εναποτεθεί σε ανθρώπινες ταφές.
Από την Προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική αρχίζουν και πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ’ επέκταση κοινωνικού συμβολισμού. Στην Θεόπετρα, στο Κλειδί και την Μποΐλα βρέθηκαν διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, καθώς και οστό ζώου με εννέα εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές. Πρόκειται για τα πρωιμότερα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης στην Ελλάδα. Την πανίδα της εποχής αποτελούσαν λεοντάρια των σπηλαίων, λύγκες, λύκοι, ελαφοειδή, αιγαγροειδή, άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι, αλλά και μικρά θηλαστικά (όπως νυφίτσα, ασβός, κάστορας), τρωκτικά, καθώς και πτηνά, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα.
Η κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη (Ήπειρος), παραπόταμου του Αώου, αποτελεί μοναδικό παλαιοπεριβάλλον για την μελέτη της εμβέλειας των παλαιολιθικών κυνηγών στις παράκτιες πεδινές εκτάσεις. Η τροφοσυλλογή περιλάμβανε την περίοδο αυτή μεταξύ άλλων φακή, βελανιδιά, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι και λιθόσπερμο.
Η μετάβαση από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική στην Μεσολιθική εποχή θέτει ακόμη πολλά ανεπίλυτα προβλήματα. Η έναρξη της Μεσολιθικής εποχής αντιστοιχεί με την αρχή της γεωλογικής περιόδου του Ολοκαίνου, η οποία χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών, με άμεσες επιπτώσεις στην κατοίκηση και την οικονομία. Στον ελλαδικό χώρο η Μεσολιθική καλύπτει το χρονικό διάστημα από 11.000 χρόνια πριν από σήμερα (περίπου 8700 π.Χ.) μέχρι το 6900/6800 π.Χ. Οι λιγοστές, μέχρι στιγμής, γνωστές μεσολιθικές θέσεις είναι παράλια σπήλαια και υπαίθριες θέσεις. Η μελέτη και δημοσίευση ορισμένων ευρημάτων από τις παλαιότερα γνωστές (Φράγχθι, Σιδάρι, σπήλαιο Ulbrich, σπήλαιο Ζαΐμη) δεν επαρκούσαν για μια συνολική θεώρηση της μεσολιθικής κατοίκησης στην Ελλάδα. Όμως, οι επιφανειακές (φαράγγι Κλεισούρας, νομός Πρέβεζας) και ανασκαφικές (Θεόπετρα, Γιούρα, Αλόνησος, Μαρουλάς Κύθνου) έρευνες των τελευταίων δεκαπέντε ετών διεύρυναν σημαντικά τις γνώσεις μας για την κατοίκηση και την οικονομία της εποχής.
Το πέρασμα από την Ανώτερη Παλαιολιθική στην Μεσολιθική δεν σημειώνεται ταυτόχρονα στον ελλαδικό χώρο. Στην ανατολική ηπειρωτική χώρα και στα νησιά του Αιγαίου εντοπίστηκαν αρχαιότερες μεσολιθικές θέσεις από εκείνες της δυτικής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι θέσεις της Μέσης ή της Ανώτερης Παλαιολιθικής κατοικήθηκαν και πάλι, μετά από διακοπή εκατοντάδων ετών, κατά την Μεσολιθική (Αλόνησος, Θεόπετρα, Φράγχθι). Οι αρχαιολογικές ενδείξεις κάνουν σαφή την προτίμηση των μεσολιθικών ανθρώπων στις παράλιες ανοιχτές θέσεις (Σιδάρι, Μαρουλάς της Κύθνου) και τα παράκτια σπήλαια (Φράγχθι), πράγμα που έχει εμφανή αποτελέσματα στις οικονομικές τους δραστηριότητες:
Συστηματική αλιεία, ναυσιπλοΐα στην ανοιχτή θάλασσα με στόχο την αλιεία τόνου και την εξόρυξη οψιανού της Μήλου για την κατασκευή ανθεκτικών εργαλείων, καθώς και μεταφορά ανδεσίτη από τα νησιά του Σαρωνικού στο σπήλαιο Φράγχθι για την κατασκευή μυλόλιθων, κατάλληλων για το άλεσμα καρπών.
Τέλος, η ανεύρεση λιθόκτιστων θεμελίων καταλυμάτων (Σιδάρι, Μαρουλάς) και η ύπαρξη νεκροταφείων ή και κάποιων μεμονωμένων ταφών έξω από σπήλαια (Φράγχθι) ή σε άμεση γειτνίαση με ανοιχτές θέσεις (Μαρουλάς Κύθνου) αποτελούν τις πρώτες ενδείξεις για εγκατάσταση των μεσολιθικών κυνηγών-ψαράδων σε μόνιμη βάση.
Κλείνουμε τις αναφορές μας για την Παλαιολιθική και Μεσολιθική περίοδο στην χερσόνησο του Αίμου με την περιοχή της σημερινής Αλβανίας, όπου δυστυχώς τα υπάρχοντα στοιχεία για τις προαναφερθείσες περιόδους είναι πολύ σπάνια.
Αυτό προκύπτει και από το σχετικό κείμενο (γραμμένο γύρω στο 1980) του θεωρούμενου ως «πατριάρχη» της Αλβανικής αρχαιολογίας Φράνο Πρέντι, στην παγκοσμίου κύρους «Αρχαία Ιστορία» του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ (Cambridge Ancient History), όπου τονίζει ότι: «…Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον Παλαιολιθικό πολιτισμό στην Αλβανία, επειδή αυτή η πρωτόγονη περίοδος δεν έχει ακόμα ενταχθεί σε κάποιο οργανικό σχήμα έρευνας…».
Στην συνέχεια αναφέρεται σε κάποια μεμονωμένα και αποσπασματικά ευρήματα από την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική, για να καταλήξει υποστηρίζοντας ότι «…Η Μεσολιθική περίοδος είναι σχεδόν ολότελα άγνωστη…».27
Αυτή η κατάσταση όμως ευτυχώς άρχισε να ανατρέπεται χάρη στις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν τα τελευταία χρόνια διεθνείς επιστημονικές ομάδες (όπως π.χ. το ICAA = Διεθνές Κέντρο Αλβανικής Αρχαιολογίας), οι οποίες έφεραν εις πέρας συγκεκριμένες ερευνητικές αποστολές.
Η πλέον αξιόλογη από αυτές τις προσπάθειες είναι ασφαλώς η διερεύνηση, μεταξύ των ετών 1992 – 1994, του σπηλαίου της Κονίσπολης (αγγλ. Κonispol Cave – αλβ. Shpella e Kërçmoit) στην περιοχή των ελληνοαλβανικών συνόρων, στο αλβανικό έδαφος (βλ. Χάρτη 1). Στις σχετικές ανασκαφές εντοπίσθηκαν επτά στρωματογραφικοί ορίζοντες (Konispol I – Konispol VII), που εκτείνονται από την Ανώτερη Παλαιολιθική (Konispol I) μέχρι τους ιστορικούς χρόνους (Konispol VII - Αρχαϊκοί χρόνοι-Ελληνιστική περίοδος). 28

Χάρτης 1

Ένα από τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της έρευνας είναι ότι τα ευρεθέντα τεχνουργήματα (artifacts) από πυριτόλιθο, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και χρήσεων, ανήκουν σε δύο ξεχωριστές ομάδες, που οι ερευνητές χαρακτήρισαν ως «Ανώτερο Σύνολο» (Upper Ensemble) και «Κατώτερο Σύνολο» (Lower Ensemble). Τα τεχνουργήματα του πρώτου Συνόλου ανήκουν στις αρχές της Νεολιθικής, αλλά η κατασκευή τους άρχισε σε παλαιότερη εποχή και ανήκουν σε έναν τύπο που μας είναι γνωστός από ευρήματα της τελικής Ανώτερης Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής νοτιότερων περιοχών.
Στην Ελλάδα (ειδικότερα στο σπήλαιο Φράγχθι) αντίστοιχα τεχνουργήματα είναι χαρακτηριστικά της τελικής Επιπαλαιολιθικής (δηλ. μετά τα 13.000 χρόνια πριν από σήμερα) και της Μεσολιθικής, παρ’ όλο που συνεχίζονται και στην Νεολιθική.
Τα ευρήματα όμως του λεγομένου «Κατωτέρου Συνόλου» είναι τελείως διαφορετικά σε πολλά χαρακτηριστικά (χρώμα, ποιότητα, τεχνική κ.λπ.) από τα προηγούμενα. Όπως σημειώνεται στην Έκθεση «…δεν κατέστη ακόμη δυνατός ο συσχετισμός αυτού του συνόλου με κάποια συγκεκριμένη εργαλειοτεχνία…».
Οι ραδιοχρονολογήσεις πάντως από τα ανασκαφικά στρώματα που περιείχαν αυτά τα ευρήματα προσδιόρισαν ότι ανήκουν πιθανότατα στην περίοδο της τελικής Ανώτερης Παλαιολιθικής και σύμφωνα με τους ερευνητές:
«…μέχρι τώρα δεν έγινε δυνατή μια γόνιμη σύγκριση/αντιπαραβολή με ανάλογα ευρήματα από νοτιότερες περιοχές της Βαλκανικής, όπως π.χ. σπήλαιο Φράγχθι ή πλησιέστερα στην Κονίσπολη, από περιοχές στην ελληνική Ήπειρο, όπως Ασπροχάλικο, Καστρίτσα και Κλειδί. Η θεωρούμενη ως (πολιτιστική) απομόνωση (των κατοίκων) του σπηλαίου της Κονίσπολης έχει κάποια σημασία (για την περιοχή) της Ηπείρου …».29

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κεφάλαιο 1

1. Το σπήλαιο «Κόκκινες Πέτρες» των Πετραλώνων βρίσκεται 46 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, κοντά στον δρόμο που οδηγεί στην χερσόνησο της Κασσάνδρας, στην δυτική Χαλκιδική. Η ανακάλυψη του σπηλαίου το 1960 και η συστηματική ανασκαφική έρευνα που ακολούθησε, το ανέδειξαν ως τον πρώτο σημαντικό σταθμό για την μελέτη της Παλαιολιθικής στην Ελλάδα. Στο εσωτερικό του σπηλαίου ανακαλύφθηκε, μέσα σε σταλαγμιτική ύλη, απολιθωμένο ανθρώπινο κρανίο, που πιθανότατα ανήκε σε γυναίκα ηλικίας 25 ετών. Αρχικώς χρονολογήθηκε στα 70.000 έτη, ενώ στην συνέχεια του αποδόθηκε ηλικία 700.000 ετών! Nεώτερες και ακριβέστερες χρονολογήσεις, ανάγουν το κρανίο 200.000-250.000 χρόνια πριν από σήμερα (βλ. D. Johanson–B. Edgar: “From Lucy to Language” - New York 1996, σελ. 200). Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα υπάρχουν στο βιβλίο του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Roger Lewin: Human Evolution, “Blackwell” London, 20055. Για τις μυθοπλασίες που αναπτύχθηκαν γύρω από αυτό, βλ. το πρόσφατο βιβλίο μου «Μη-συμβατικές θεωρίες»: Οι κερδοσκόποι του «ελληνισμού» και ο φενακισμός των αφελών, Θεσσαλονίκη 2007

2. Βλ. σχετικές αναφορές στο προαναφερθέν (σημείωση 1) εξαιρετικό έργο των Donald Johanson–Blake Edgar: “From Lucy to Language” - New York 1996, σελ. 93 - 96 και 211. Για περισσότερες λεπτομέρειες στο G. Clark-S. Piggot: Προϊστορικές Κοινωνίες – «Καρδαμίτσας» - Αθήναι 1980, σελ. 65

3. Βλ. λεπτομέρειες στην «Αρχαία Ιστορία» του Πανεπιστημίου Καίμπριτζ Cambridge Ancient History (C.A.H.) - Vol. III, part 1: “The Prehistory of Balkans” 19822

4. Bλ. Λεπτομέρειες στο Human Evolution, ό.π. σελ. 192-194

5. Βλ. B. Cunliffe: The Oxford Illustrated Prehistory of Europe – London, 1994, σελ. 55-56

6. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 11

7. Βλ. λεπτομέρειες στο G. Clark-S. Piggot: Προϊστορικές Κοινωνίες - ό.π. σελ. 86-95

8. Βλ. Douglass W. Bailey: Balkan Prehistory, 2000 – σελ. 18 και 22

9. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 11

10. Βλ. T. Douglas Price (ed.): Europe’s First Farmers – “Cambridge University Press” 2000 σελ. 9

11. Βλ. σχετικά C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 17

12. Βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω C.A.H. Vol. III part 1 – σελ 80

13. Βλ. λεπτομέρειες στο D. W. Bailey: Balkan Prehistory – ό.π. σελ. 15-17

14. Βλ. λεπτομέρειες για τα παραπάνω στο D. W. Bailey: Balkan Prehistory – ό.π. σελ. 15-33, καθώς και στο εξαιρετικό βιβλίο της Καθηγήτριας του Τμήματος Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο «Παρίσι Χ» Catherine Perlès: «The Early Neolithic in Greece» (Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα») – Cambridge University Press, 2001

15. Για την διάκριση μεταξύ των πρωτόγονων προϊστορικών «πολιτισμών» (cultures) και των μετέπειτα (μετά τα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ.) ιστορικών «υψηλών» Πολιτισμών (civilization) βλ. την ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική ανάλυση του αείμνηστου Δ. Θεοχάρη στο κλασσικό έργο του «Νεολιθικός Πολιτισμός» - Αθήνα 19933, Κεφάλαιο 4. Πολιτισμός και «πολιτισμοί» της Προϊστορίας σελ. 18-21

16. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 78-80

17. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 85-86

18. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 86

19. Βλ. Δημ. Ευαγγελίδη: «Μη-συμβατικές θεωρίες» ό.π. Κεφάλαιο 3 μέρος δ΄ «Αυτοχθονισμός» και «πολιτιστική διάδοση»

20. Βλ. το έξοχο άρθρο της Ρουθ Τρίγκαμ (Ruth Tringham) «Southeastern Europe in the transition to agriculture in Europe» στο συλλογικό έργο «Europe’s First Farmers» - Cambridge 2000, για την διαδικασία μετασχηματισμού του πολιτισμού Λεπένσκι Βιρ «…του πλουσιότερου και πλέον επιτυχημένου πολιτισμού κυνηγών-συλλεκτών της νότιας Ευρώπης…» (σελ. 50), όπως σημειώνει ή ίδια, σε ένα κακό αντίγραφο, κατά την τελική του φάση (ΙΙΙb), των νεολιθικών γεωργικών εγκαταστάσεων της ευρύτερης περιοχής Μοράβα-Δούναβη.

20α. Ρουθ Τρίγκαμ ό.π. σελ. 34

21. Το σπήλαιο Απήδημα βρίσκεται στην απόκρημνη παραλία της δυτικής Μάνης, δυτικά της Aρεόπολης. Η συστηματική έρευνα του σπηλαίου, που άρχισε το 1978 απέδωσε σημαντικότατα στοιχεία τόσο για την απώτατη Προϊστορία της Πελοποννήσου, όσο και για την Παλαιοανθρωπολογία του ελλαδικού χώρου γενικότερα. Η ανασκαφική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τέσσερα καρστικά κοιλώματα, που βρίσκονται σε ύψος 4 έως 19 μέτρων από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη. Bρέθηκαν αρχαιολογικά κατάλοιπα και σημαντικότατα ανθρωπολογικά ευρήματα, που ανήκουν σε έξι ή οκτώ άτομα, χρονολογημένα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές της Παλαιολιθικής εποχής. Σε μια μικρή εσοχή του ασβεστολιθικού τοιχώματος του σπηλαίου Α βρέθηκαν δύο κρανία, ενσωματωμένα σε πλειστοκαινικό στρώμα. Τα κρανία αυτά, χρονολογήθηκαν αρχικά μεταξύ 100.000 και 300.000 χρόνων πριν από σήμερα και αποδόθηκαν, με καθαρά μορφολογικά κριτήρια, στον ίδιο ανθρωπολογικό τύπο με το κρανίο των Πετραλώνων, στο είδος Homo heidelbergensis. Σε στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής, ερευνήθηκαν απολιθωμένα ανθρώπινα σκελετικά υπολείμματα, αναγόμενα στον τύπο του Homo sapiens δηλαδή στον τύπο του σύγχρονου ανθρώπου. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα αποτελεί σκελετός, που βρέθηκε ενταφιασμένος σε στάση συνεσταλμένη, και ανήκει σε γυναίκα ηλικίας 20±3 ετών. O σκελετός αυτός χρονολογείται στα 30.000 χρόνια και παραβάλλεται με τον άνθρωπο του Cro Magnon.

22. «Η μεγάλη σπηλιά στα Kαλαμάκια» αποτελεί το μεγαλύτερο και μέχρι σήμερα καλύτερα μελετημένο σπήλαιο, από εκείνα που ερευνήθηκαν στην θέση "στα Καλαμάκια", στην απόκρημνη δυτική ακτή της Μάνης. Τα σπήλαια αυτά δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια του Πλειόκαινου ή τις αρχές του Πλειστόκαινου και ήσαν χερσαία ή υποθαλάσσια κατά τις παγετώδεις και μεταπαγετώδεις περιόδους του Πλειστόκαινου αντίστοιχα. Κατοικήθηκαν επομένως στις φάσεις εκείνες της Παλαιολιθικής εποχής, που η θαλάσσια στάθμη επέτρεπε στον άνθρωπο την πρόσβαση σε αυτά και τη χρήση τους ως καταφύγια. Tα αρχαιολογικά κατάλοιπα, πάχους περίπου τεσσάρων μέτρων, ανάγουν την πρώτη κατοίκηση του σπηλαίου αμέσως μετά την υποχώρηση της θάλασσας, 75.000-80.000 χρόνια πριν, από ανθρώπους του τύπου Νεάντερταλ και πιστοποιούν τη χρήση του μέχρι 40.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα, δηλαδή κατά τη διάρκεια της Μέσης Παλαιολιθικής. Το σπήλαιο στα Καλαμάκια δεν κατοικήθηκε μετά το 40.000 πριν από σήμερα, γιατί ένας σωρός από πέτρες σφράγισε την είσοδό του.

23. Στο δρόμο Τρικάλων-Καλαμπάκας, 3 χιλιόμετρα πριν από τα Μετέωρα, ορθώνεται πάνω από το χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος, στη βορειοανατολική πλευρά του οποίου βρίσκεται το ομώνυμο σπήλαιο.

Πρόκειται για τη δυτικότερη προϊστορική θέση της θεσσαλικής πεδιάδας, που βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς Χάσια, η οποία αποτελεί και το φυσικό όριο μεταξύ Θεσσαλίας και Hπείρου. Tο σπήλαιο βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 100 μέτρα από την επιφάνεια της πεδιάδας και 280 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα κατέγραψε αφ’ ενός γεωλογικές επιχώσεις του Πλειστόκαινου και του Ολοκαίνου, αφετέρου ανθρωπογενείς επιχώσεις, συνολικού πάχους περίπου 6 μέτρων. Aυτές βεβαιώνουν την αδιάκοπη χρήση του σπηλαίου κατά την Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και την Νεολιθική Εποχή.

Δείγματα (π.χ. κάρβουνο, ανθρώπινα οστά) προερχόμενα από τις επιχώσεις, που χρονολογήθηκαν, πιστοποιούν την κατοίκηση του σπηλαίου περίπου από το 50.000 μέχρι το 4000 π.X.

24. Στην παράκτια θέση Λακωνίς, που βρίσκεται στη νότια Πελοπόννησο, τρία χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Γυθείου, εντοπίστηκαν ίχνη κατοίκησης σε σύμπλεγμα πέντε σπηλαίων, που χρονολογούνται στην Μέση Παλαιολιθική περίοδο (200.000-30.000 πριν από σήμερα). Η ανθρώπινη παρουσία στην Mάνη ανάγεται, σύμφωνα με ανθρωπολογικά ευρήματα από το σπήλαιο Απήδημα (βλ. παραπάνω υποσημ. 21) της Aρεόπολης, στην Κατώτερη Παλαιολιθική (Homo heidelbergensis και Homo neanderthalensis) και τεκμηριώνεται και στην Aνώτερη Παλαιολιθική περίοδο (Homo sapiens). Όλα τα λίθινα τεχνουργήματα της Λακωνίδος κατασκευάστηκαν με την τεχνική Λεβαλλουά (Levallois), που χαρακτηρίζει τις εργαλειοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου. Όμοια τεχνουργήματα προέρχονται και από το σπήλαιο Kαλαμάκια, στον όρμο του Oίτυλου της δυτικής Mάνης, τα οποία χρονολογούνται 80.000-75.000 πριν από σήμερα.

25. Η Αλόνησος ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των βόρειων Σποράδων. Η συστηματική επιφανειακή έρευνα του νησιού οδήγησε στον εντοπισμό θέσεων κυρίως της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου και της Μεσολιθικής, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις τεκμηριώνεται η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Αλόνησο και τα παρακείμενα μικρά νησιά Περιστέρα, Κυρά Παναγιά, Γράμμιζα, Γιούρα και Ψαθούρα τεκμηριώνουν την κατοίκηση του νησιωτικού περιβάλλοντος των βόρειων Σποράδων από το τέλος του Πλειστόκαινου. Η επικοινωνία των νησιών αυτών τόσο με την Μαγνησία, όσο και μεταξύ τους, μέσω των θαλάσσιων περασμάτων, υποδηλώνει τέλος την χρήση κάποιων πρώϊμων πλωτών μέσων.

26. Το περίφημο σπήλαιο Φράγχθι βρίσκεται στην ακτή της νότιας Αργολίδας, στον κόλπο της Κοιλάδας, σε υψόμετρο 12 μέτρων από τη σημερινή θαλάσσια στάθμη. Κατά την τελευταία Παγετώδη περίοδο (Βούρμιος – Würm) βρισκόταν επτά χιλιόμετρα από την θάλασσα, ενώ στις αρχές του Ολόκαινου απείχε μόλις ένα χιλιόμετρο από την ακτογραμμή. Το βάθος του σπηλαίου φτάνει περίπου τα 150 μέτρα. Η ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του σπηλαίου βεβαιώνει την χρήση του κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, την Μεσολιθική και την Νεολιθική Εποχή (περίπου 30.000-5000 πριν από σήμερα). Παρά τις διακοπές χρήσης, από 18.000-13.000 και 11.000-9500 πριν από σήμερα, το σπήλαιο Φράγχθι αποτελεί μια από τις ελάχιστες γνωστές θέσεις (όπως και η Θεόπετρα), που κατοικήθηκαν σε όλες τις φάσεις της εποχής του Λίθου.

27. Βλ. C.A.H. Vol. III part 1, ό.π. σελ. 189-190

28. Βλ. την ενδιαφέρουσα Έκθεση για τα αποτελέσματα των ερευνών που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αλβανικής Ακαδημίας Επιστημών “Iliria”, vol. 26, nos. 1-2 (1996), σελ. 183-224

29. “Iliria” ό.π.

ΔΕΕ

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΣ



ΠΕΡΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΚΑΛΑΣ

Δημοσιεύθηκε προσφάτως στο εξαιρετικά τεκμηριωμένο επιστημονικά ιστολόγιο "Η Γενετική των Ελλήνων" http://greekgenetics.blogspot.com/2009/09/blog-post_18.html ένα σημαντικό κείμενο για τους Καλάς του Πακιστάν. Το αναδημοσιεύω ώστε να διαδοθεί ευρύτερα. Προτάσσω ένα δικό μου σχόλιο:
Το παραμύθι περί Καλάς δεν γνωρίζω ποιος ακριβώς το πρωτοξεκίνησε, αλλά είναι εν πολλοίς δημιούργημα του Δημ. Αλεξάνδρου (Σύλλογος ΜΑΚΕΔΝΟΣ), που έγραψε το γνωστό βιβλίο «Καλάς: Οι Έλληνες των Ιμαλαϊων», σε μια σειρά ανάλογων «έργων» που ανακάλυπτε χαμένους Έλληνες στα πιο απίθανα μέρη, κάτι αντίστοιχο με τις (ελάχιστα γνωστές στο πλατύ κοινό) κινήσεις των Εβραίων που «ανακαλύπτουν» χαμένες φυλές του Ισραήλ στην ΝΑ Ασία, Παταγωνία, Βραζιλία και δεν ξέρω που αλλού. Είναι στην ίδια κατηγορία με τα όσα υποστηρίζονται π.χ. στο διαβόητο βιβλίο «Οι Ίνκας Μιλούσαν Ελληνικά»!!!
Η πακιστανική κυβέρνηση το προώθησε στα πλαίσια της τουριστικής πολιτικής, αλλά και διαπιστώνοντας την εισροή κεφαλαίων στην περιοχή από Έλληνες. Αναμίχθηκαν πολλοί ανιδιοτελείς και ιδεαλιστές συμπατριώτες μας με πιο γνωστό τον προσφάτως απαχθέντα δάσκαλο Λερούνη. Η όλη υπόθεση ανήκει στις μη-συμβατικές αερολογίες, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι μας βόλευε όλους από πολλές πλευρές και η ιστορία προχώρησε παίρνοντας ευρύτερες διαστάσεις.
Το ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση ήταν γνωστό εδώ και καιρό και έχει αποδειχθεί επιστημονικά. Το επιχείρημα ότι χρησιμοποιούν ελληνικές λέξεις είναι γελοίο και αντιστοιχεί σε περιπτώσεις του τύπου Κιμονό=από την λέξη Χειμώνας! Οι άνθρωποι μιλούν μια ινδική (ινδοάρια για την ακρίβεια) διάλεκτο στην οποία προφανώς υπάρχουν κοινές ρίζες με τα ελληνικά, μια και ανήκουν στην οικογένεια των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και οι δύο, όπως εξ άλλου υπάρχουν κοινές ρίζες ελληνικής με γερμανικά, ρωσσικά, βουλγάρικα, ισπανικά, ιρλανδικά κλπ, κλπ.
Το κωμικοτραγικό της υπόθεσης ήταν η πρόσφατη πρόσκληση των Σκοπιανών στην φυλή Χούνζα του Κασμίρ, που θεωρούνται επίσης "απόγονοι" του Μ. Αλεξάνδρου και τα απίθανα καραγκιοζλίκια που συνέβησαν τότε με τον Γκρούεφσκι να τους υποδέχεται με τελετές στο αεροδρόμιο των Σκοπίων και άλλα τέτοια τρελλά.
Για τις μη-συμβατικές τερατολογίες βλ. Δ. Ε. Ευαγγελίδη: [«Μη-συμβατικές» Θεωρίες: Οι κερδοσκόποι του «Ελληνισμού» και ο φενακισμός των αφελών] «Κυρομάνος» (Νοέμβριος 2007). Για την παρα-γλωσσολογία και τις σχετικές ανυπόστατες θεωρίες βλ. Βασ. Αργυρόπουλου "Αρχαιολατρία και Γλώσσα" Εκδόσεις Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος 2009. Και τώρα το κείμενο:

Οι Καλάς δεν είναι Έλληνες
18.9.09

Είναι καιρός να σταματήσει πια το παραμύθι με την υποτιθέμενη καταγωγή των Καλάς από τους Έλληνες. Τα γενετικά στοιχεία είνα υπεραρκετά πλέον για να συμπεράνουμε πως οι Καλάς δεν έχουν απολύτως καμιά στενή σχέση με τους Έλληνες.
Εάν οι Καλάς προέρχονται από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου ή γενικότερα από Έλληνες στρατιώτες, τότε αυτή τους η καταγωγή θα ήταν καταγεγραμένη στα χρωματοσώματα Υ τους.
Οι Έλληνες ανήκουν σε αρκετές διαφορετικές απλοομάδες με τις κυριότερες να είναι οι εξής: E-V13, J-M172, R-M269, R-M17, I-M170
Η πλέον πρόσφατη μελέτη των Ελληνικών χρωματοσωμάτων Υ χρησιμοποιεί τους πλέον λεπτομερείς δείκτες και περιλαμβάνει τόσο ένα γενικό δείγμα Ελλήνων, όσο και ένα ειδικό δείγμα Μακεδόνων:
Τα χρωματοσώματα Υ των Καλάς έχουν μελετηθεί σε τουλάχιστον δύο σχετικά πρόσφατες μελέτες.
Η πρώτη (Firasat et al. 2007, pdf) δείχνει πως οι Καλάς δεν έχουν καθόλου απλοομάδες I-M170 και E-M78, οι οποίες είναι από τις συχνότερες στους Έλληνες αλλά και στα Βαλκάνια γενικότερα.
Εάν οι Καλάς είναι απόγονοι Ελλήνων τότε γιατί δεν έχουν καθόλου E-M78 και I-M170; Εάν επρόκειτο για απλοομάδες με μικρή συχνότητα στην Ελλάδα, τότε θα μπορούσαμε να πούμε πως τυχαία στο δείγμα δεν βρέθηκαν. Όμως αυτές οι δύο απλοομάδες έχουν συνολική συχνότητα περίπου 1/3 στους Έλληνες, και η πιθανότητα να μη βρεθεί ούτε μία σε δείγμα 44 ατόμων είναι περίπου μηδενική. Επιπλέον οι Καλάς έχουν κάποιες απλοομάδες Η1 (20.5%) και L3a (22.7%) που δεν βρίσκονται σε κανένα Έλληνα.
Δεύτερη μελέτη (Sengupta et al. 2006) χρησιμοποίησε αρκετά λεπτομερείς δείκτες, και ένα δείγμα 20 Καλάς τμήμα ενός μεγαλύτερου δείγματος από το Πακιστάν. Βλέπουμε και εδώ πως η συνολική συχνότητα του E-M78 είναι μόνο 1.1% και του I-M170 μόνο 0.57%. Ο δε αναλυτικός πίνακας των απλοτύπων της μελέτης (κωδικοί 774-793, αρκετά μεγάλο αρχείο) δείχνει πως αυτές δεν προέρχονται από τους Καλάς αλλά από τους άλλους πληθυσμούς του Πακιστάν. Οι Καλάς έχουν πολύ μεγαλύτερη συχνότητα R1a1-M17 από τους Έλληνες, και παρουσία απλοομάδων H και L που είναι σπανιότατες στους Έλληνες και πλήρη απουσία των I και E.
Τα γενετικά δεδομένα είναι σαφή: εάν οι Καλάς ήταν "καθαροί" απόγονοι Ελλήνων τότε οι παρουσία των Νοτιασιατικών απλοομάδων H και L σε αυτούς είναι δυσερμήνευτη. Αλλά ακόμα και αν ήταν απλοί απόγονοι Ελλήνων με Νοτιοασιατική πρόσμιξη, η απουσία των Ελληνικών απλοομάδων E και I αλλά και οι εντελώς διαφορετικές συχνότητες των υπολοίπων δεν μπορούν εύκολα να ερμηνευτούν.
Επιπλέον η γλώσσα των Καλάς δεν έχει καμιά σχέση με την Ελληνική, αλλά ανήκει στον Ινδο-Άριο κλάδο και συγγενεύει άρα με τις γλώσσες της Ινδίας και του Πακιστάν και όχι με τα Ελληνικά. (*)
Η υποτιθέμενη συγγένεια των Καλάς με τους Έλληνες μπορεί να αναχθεί είτε σε κάποιο ρομαντισμό, είτε σε συμφέροντα διάφορων συγγραφέων-εκδοτών-"ερευνητών" που αρέσκονται να δημιουργούν φανταστικές θεωρίες, είτε και στην δεκτικότητα ορισμένων από την ίδια την κοινότητα των Καλάς που αισθανόμενοι διαφορετικοί από τους Μουσουλμάνους που τους περιστοιχίζουν, προσπαθούν να βρουν κάποια διαφορετική καταγωγή, η οποία συνεπάγεται και οικονομική βοήθεια.
Οι Καλάς λοιπόν είναι ένας προ-Ισλαμικός Ινδο-Άριος λαός της Νότιας Ασίας ο οποίος δεν έχει καμιά συγκεκριμένη σχέση με τους Έλληνες.

(*) Ethnologue:
Kalasha A language of Pakistan
ISO 639-3: kls
Population
5,030 (2000).
Region
South Chitral District, Rumbur Valley, Balanguru village. Southern Kalasha in Urtsun Valley; Northern Kalasha in Rumbur, Bumboret, and Birir valleys.
Language map
Northern Pakistan, reference number 8
Alternate names
Kalash, Kalashamon, Kelash
Dialects
Southern Kalasha (Urtsun), Northern Kalasha (Rumbur, Bumboret, Birir). An eastern dialect may be on the east side of Chitral River, south of Drosh. Related to Khowar [khw]. Little contact between Northern and Southern dialects. Southern dialect has 75% lexical similarity with northern dialects.
Classification
Indo-European, Indo-Iranian, Indo-Aryan, Northwestern zone, Dardic, Chitral
Language use
Home and for in-group communication in the north. In the south Khowar or Kati [bsh] sometimes used in the home for ingroup communication. Also use some Urdu [urd].
Writing system
Arabic script.
Comments
SOV. Pastoralists: goats, sheep, cattle; agriculturalists: wheat, barley, corn, apples, mulberries, walnuts, grapes. Traditional religion, Muslim.
Αναρτήθηκε από Dienekes στις 22:48 1 σχόλια


ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΕΣ Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης

Η "στήλη της Λήμνου" 6ος αιώνας π.Χ.

1. ΟΙ ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΛΑΟΙ

Με τις σημερινές μας γνώσεις και τις πραγματικά αξιόλογες προόδους που έχουν επιτευχθεί τις τελευταίες δεκαετίες, έχει πλέον διαμορφωθεί ένα σημαντικό σώμα (corpus) στοιχείων και ευρημάτων, το οποίο μας επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε σε γενικές γραμμές τις πληθυσμιακές μεταβολές του ελλαδικού χώρου και να κατέχουμε κάποιες ενδείξεις για τις γλώσσες που μιλήθηκαν στην διάρκεια της 3ης και της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Φυσικά, είναι απόλυτα λογικό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις και επιστημονικές διαφωνίες σε κάποιες λεπτομέρειες και στην ερμηνεία κάποιων ευρημάτων, αλλά σε γενικές γραμμές γνωρίζουμε πλέον αρκετά στοιχεία τα οποία μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε την εξέλιξη των γεγονότων και να διαθέτουμε μια έστω και αδρή εικόνα των πανάρχαιων εκείνων χρόνων.
Έτσι, τα νεώτερα ανασκαφικά δεδομένα και η συστηματική (εξαντλητική θα έλεγα) διερεύνηση του ελλαδικού χώρου σε Μεσολιθικές θέσεις από πολλούς επιστήμονες (Βλ. λεπτομέρειες στο εξαιρετικό βιβλίο της Καθηγήτριας του Τμήματος Εθνολογίας στο Πανεπιστήμιο «Παρίσι Χ» Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα»[1]), απέδειξαν ότι:
α. Ο ελλαδικός χώρος ήταν εξαιρετικά αραιοκατοικημένος στην διάρκεια της Μεσολιθικής περιόδου (8700-7000 π.Χ.), λόγω δυσμενών κλιματικών συνθηκών που περιόρισαν δραματικά τις οικολογικές ζώνες, τις οποίες εκμεταλλεύονταν για την εξεύρεση τροφής οι ομάδες των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Παλαιολιθικής.
Λόγω της μακρόχρονης διάρκειας αυτού του φαινομένου, που κράτησε από το τέλος της Ωρινάκιας (Aurignacian) πολιτιστικής φάσεως (γύρω στο 27.000 π.Χ.) μέχρι την αρχή της Νεολιθικής (7000 π.Χ.), σημειώθηκε σημαντικότατη συρρίκνωση (ορισμένοι την χαρακτηρίζουν «δημογραφική κατάρρευση») του ακμαιότατου πληθυσμού, που υπήρχε στον ελλαδικό χώρο κατά την Μέση Παλαιολιθική. Πρέπει μάλιστα να τονίσουμε ότι αυτές οι δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες παρατηρήθηκαν όχι μόνον στην Ελλάδα και τις γειτονικές της περιοχές, αλλά όπως αποδείχθηκε ήταν ένα «Παν-Μεσογειακό» φαινόμενο.
β. Θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι απίθανο, οι έστω και απλές τεχνικές γνώσεις που απαιτούνται για την άσκηση της γεωργίας και κτηνοτροφίας και η ταυτόχρονη εισαγωγή στον ελλαδικό χώρο πολυάριθμων εξημερωμένων φυτών και ζώων να πραγματοποιήθηκε χωρίς την συμμετοχή πεπειραμένων ατόμων και ομάδων, που προφανώς έφεραν τις γνώσεις αυτές από αλλού.
γ. Αποδείχθηκε λανθασμένη η παλαιότερη παρουσίαση και εκτίμηση δεδομένων με αποτέλεσμα σήμερα να απορρίπτεται η περίπτωση της εξημέρωσης των ζώων και φυτών της Νεολιθικής εποχής όχι μόνον στον ελλαδικό χώρο, αλλά και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος της Ευρώπης (Βλ. σχετικά την λεπτομερειακή, αλλά και «αποστομωτική» μελέτη της Αμερικανίδας Παλαιοβοτανολόγου J. Hansen “Agriculture in the Prehistoric Aegean: Data versus speculation” «Η Γεωργία στο Προϊστορικό Αιγαίο: Δεδομένα εναντίον εικοτολογίας» American Journal of Archaeology, 92 – 1988).
______________________________
[1] Catherine Perlès: «The Early Neolithic in Greece» – Cambridge University Press, 2001

Όπως λοιπόν υποδεικνύουν τα στοιχεία της έρευνας, καθώς και πρόσφατες μελέτες, φαίνεται ότι μεταναστευτικές ομάδες από την Εγγύς Ανατολή (Near East = Μ. Ασία, Μεσοποταμία, Συρία, Παλαιστίνη, Υπεριορδανία) έφθασαν στον ελλαδικό χώρο είτε για να εγκατασταθούν, είτε για να συνεχίσουν, άλλες μεν δυτικότερα (πιθανότατα μέσω Δαλματικών ακτών), προς την Ιταλική χερσόνησο και άλλες προς βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Με ποιόν τρόπο όμως έφθασαν στον ελλαδικό χώρο αυτές οι μεταναστευτικές ομάδες; Τα στοιχεία της έρευνας μέχρι στιγμής αποκλείουν μάλλον το ενδεχόμενο η διαδρομή από την Μ. Ασία προς την Θεσσαλία και νοτιότερα να πραγματοποιήθηκε μέσω Δαρδανελλίων - ανατολικής Θράκης - ανατολικής και κεντρικής Μακεδονίας. Σήμερα πάντως η πλειονότητα των ειδικών[2] δέχεται ότι η εμφάνιση του νεολιθικού τρόπου ζωής στον ελλαδικό χώρο (Θεσσαλία, ανατολική Στερεά, Πελοπόννησος) ήταν αποτέλεσμα άμεσου αποικισμού (demic diffusion) από τολμηρές ομάδες νεολιθικών θαλασσοπόρων από τις μικρασιατικές ή ακόμα και από τις συρο-παλαιστινιακές ακτές, με διαδοχικούς ενδιάμεσους νησιωτικούς σταθμούς.[3]
Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοηθεί και η συμμετοχή στην όλη διαδικασία «νεολιθικοποίησης»  (neolithization) της χώρας, των έστω και ολιγάριθμων πληθυσμών μεσολιθικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, που υπήρχαν ήδη στον ελλαδικό χώρο. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών των δύο διαφορετικών ομάδων και η τελική συγχώνευσή τους θα έχει ως αποτέλεσμα την άνθιση του πρώτου πραγματικού Πολιτισμού (civilization) της ευρωπαϊκής ηπείρου (Πολιτισμός Σέσκλου), όπως αποδεικνύουν τα εκπληκτικά νεολιθικά ευρήματα της Θεσσαλίας, πού έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Η συγχώνευση λοιπόν των νεοφερμένων αποίκων με τους προϋπάρχοντες ολιγάριθμους μεσολιθικούς κατοίκους, αποτέλεσε το πρώτο ουσιαστικά ανθρωπολογικό υπόστρωμα ενός μόνιμου πληθυσμού του ελλαδικού χώρου κατά την διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής.
Το τέλος της Νεολιθικής και η έναρξη της Εποχής του Ορειχάλκου, στο νότιο τμήμα του Ελλαδικού χώρου και στο Αιγαίο (Κυκλάδες, Κρήτη), τοποθετούνται γύρω στο 2800 π.Χ., ενώ για τις βορειότερες περιοχές (Μακεδονία, ελληνική Θράκη, Τρωάδα) στο 3100/3000 π.Χ.
Σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις, δεχόμαστε ότι οι περιοχές που προαναφέραμε, κατοικούνται προς το τέλος της Νεολιθικής, κυρίως από λαούς του λεγομένου «Μεσογειακού» ανθρωπολογικού υποστρώματος, φορείς των αντίστοιχων γλωσσών, για τις οποίες διαθέτουμε μόνον κάποιες ενδείξεις. Μια από αυτές τις ενδείξεις είναι και η αναφορές του Ηροδότου για την ύπαρξη αλλόγλωσσων πληθυσμών σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως π.χ. στην Κρήτη.[4]

_________________________________________________
[2] Βλ. σχετικά J. L. Davis: Review of the Aegean Prehistory I – the islands of the Aegean (A.J.A. 1992, 96 – 4), T. W. Jacobsen: Maritime mobility in the Prehistoric Aegean (XXth Meeting on Maritime Archaeology, 23 σελίδες – Ναύπλιο 1993), Colin Renfrew: Sitagroi in European Prehistory στο συλλογικό έργο C. Renfrew-M. Gibutas-E. Elster (eds.): Excavations at Sitagroi. A Prehistoric Village in Northeast Greece, Vol. I – Los Angeles, 1986, M. Wijnen: Early ceramics – local manufacture versus widespread distribution στο συλλογικό έργο J. Roodenberg (ed.): Anatolia and the Balkans, Anatolica 19, 1993 και πρόσφατα, το προαναφερθέν έργο της Κατρίν Περλέ: «Η πρώϊμη Νεολιθική στην Ελλάδα»
[3] Βλ. Κ. Περλέ, ό.π. σελ. 60
[4] Βλ. Ἡροδότου Ἱστορίαι Α΄ 173.1 (…τὴν γὰρ Κρήτην εἶχον τὸ παλαιὸν πᾶσαν βάρβαροι…)


Στους λαούς του «Μεσογειακού υποστρώματος» ανήκαν, εκτός από τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδος και των γύρω χωρών (Λέλεγες, Τυρρηνοί, Έκτηνες, Κυλικράνες) και οι αρχαιότατοι κάτοικοι της Κρήτης, οι λεγόμενοι Μινωΐτες, οι δημιουργοί του Μινωϊκού πολιτισμού (2800/2700 – 1450 π.Χ.), καθώς και οι κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου, που με κέντρο τις Κυκλάδες θα δημιουργήσουν τον αντίστοιχο Κυκλαδικό πολιτισμό (2800/2700 – 1600 π.Χ.).
Θα επιστρέψουμε όμως τώρα χρονικά για να αναφερθούμε στις εκτεταμένες μεταναστεύσεις που σημειώθηκαν κατά την διάρκεια της 4ης χιλιετίας, με αντίστροφη φορά πλέον από τις προηγούμενες, δηλ. από την Ποντική περιοχή (τις απέραντες εκτάσεις στα βόρεια του Ευξείνου Πόντου) προς την Κεντρική Ευρώπη και την χερσόνησο του Αίμου, πληθυσμών-φορέων των λεγομένων Αριοευρωπαϊκών (Ινδοευρωπαϊκών) γλωσσών, θα προκαλέσουν αξιοσημείωτες πολιτιστικές εξελίξεις και ανθρωπολογικές μεταβολές, που συνεχώς επιβεβαιώνονται από τις αρχαιολογικές έρευνες. Έτσι, οι νεώτερες έρευνες[5] έχουν εντοπίσει δύο τουλάχιστον «μεταβατικούς» πολιτισμούς, στους οποίους έχουν εντοπιστεί ευρήματα, η μελέτη των οποίων αποδεικνύει αυτές τις μετακινήσεις πληθυσμιακών στοιχείων από την τις περιοχές των βορείων ακτών του Ευξείνου Πόντου προς την χερσόνησο του Αίμου .
Χρονολογικά, ο αρχαιότερος από τους τοπικούς αυτούς πολιτισμούς (3400-2800 π.Χ.) είναι ο λεγόμενος πολιτισμός Ουσάτοβο (Usatovo), ο οποίος κάλυπτε την περιοχή μεταξύ των εκβολών των ποταμών Δούναβη και Δνείστερου. Σύμφωνα με μια υπόθεση[], ο πολιτισμός αυτός δημιουργήθηκε από πρωτο–ελληνικά φύλα (σωστότερα πρωτο–ελληνόφωνα), τα οποία αργότερα μετακινήθηκαν νοτιότερα για να εγκατασταθούν τελικώς στην περιοχή της Πίνδου, γύρω στο 2200/2100 π.Χ.


Πολιτισμοί Ουσάτοβο (ανοικτό γκρίζο) και Έζερο (σκούρο)

Περισσότερο όμως αξιόλογος είναι ο σημαντικός αρχαιολογικός πολιτισμός της Πρώϊμης Εποχής του Ορειχάλκου (περίπου 3300-2700 π.Χ.), ο οποίος εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της θρακικής πεδιάδας και είναι γνωστός ως πολιτισμός Έζερο (Ezero culture). Η ονομασία του προέρχεται από την ομώνυμη θέση κοντά στην πόλη Νόβα Ζαγκόρα της σημερινής κεντρικής Βουλγαρίας, με εντυπωσιακούς τύμβους (=τεχνητοί γήλοφοι, τελλ), οι οποίοι δημιουργήθηκαν από τους διαδοχικούς οικισμούς που ξεκινούν από την Νεολιθική Εποχή. Γύρω στο 3700 π.Χ. οι οικισμοί εγκαταλείπονται και η περιοχή θα ξανακατοικηθεί μετά από 400 χρόνια περίπου (γύρω στο 3300 π.Χ.) από τους δημιουργούς του πολιτισμού Έζερο. Η Κεραμική του Έζερο εμφανίζει σημαντικές ομοιότητες με την Κεραμική της Τροίας, γεγονός που οδήγησε πολλούς ερευνητές να υποστηρίξουν ότι ο πολιτισμός του Έζερο προήλθε από την ανάμειξη τοπικών νεολιθικών πληθυσμών με φύλα προερχόμενα από την Ποντική στέππα, δηλ. Αριοευρωπαϊκά φύλα.
Η ιδιαίτερη σημασία του πολιτισμού Έζερο έγκειται στο ότι αποτελεί τον πιθανότερο πολιτιστικό και ανθρωπολογικό συνδετικό κρίκο μεταξύ των στεππών της σημερινής νότιας Ρωσσίας και Ουκρανίας (Ποντική στέππα), της Χερσονήσου του Αίμου και της Μικράς Ασίας, όπου θα καταλήξουν οι πρώτοι Αριοευρωπαίοι εισβολείς.
_____________________________________________________
[5] Βλ. λεπτομέρειες στο: Mallory, J.P. & Adams, D.Q. (ed.): Encyclopedia of Indo-European Culture – “Fitzroy Dearborn”, London 1997
[] Βλ. Mallory, J.P. & Adams, D.Q. (ed.) ό.π. σελ. 614 και την ιστοσελίδα http://freepages.genealogy.rootsweb.ancestry.com/~jamesdow/resume.htm

Το σπουδαιότερο πάντως γεγονός που σημειώνεται στον ελλαδικό χώρο κατά την διάρκεια της Πρώϊμης Χαλκοκρατίας ή (σωστότερα) Πρώϊμης Εποχής του Ορειχάλκου (2800/2700-1900 π.Χ.), είναι ασφαλώς η εγκατάσταση ενός νέου πληθυσμού στις περιοχές γύρω από τον ορεινό όγκο της Βόρειας Πίνδου (Δυτική Μακεδονία, Β.Δ. Θεσσαλία, Ανατολική Ήπειρος), όπως ήδη αναφέρθηκε. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, οι εγκαταστάσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν γύρω στο 2200 / 2100 π.Χ.[6]
Οι νεοφερμένοι (Πρωτοέλληνες, αλλά σωστότερα Πρωτοελληνόφωνοι), μιλούσαν μια πρώτη μορφή της Ελληνικής γλώσσας και στην διάρκεια των επόμενων αιώνων, μεταναστεύοντας νοτιότερα, θα αφομοιώσουν τους παλαιότερους κατοίκους του «Μεσογειακού» και του «Αριοευρωπαϊκού» υποστρώματος[7], για να προκύψουν τα γνωστά μας Ελληνικά φύλα των Ιστορικών χρόνων, οι Ίωνες, οι Αιολείς, οι Μακεδόνες κ.λ.π., καθώς και αντίστοιχες διάλεκτοι (Ιωνική, Αιολική, Αρκαδική, Δυτικές διάλεκτοι).
Τον τίτλο όμως των πραγματικών «Πρωτοελλήνων» πρέπει να απονείμουμε σε δύο άλλα φύλα, στους Άβαντες και Δαναούς, οι οποίοι, όπως υποστηρίζεται[8], έφθασαν στην Αργολίδα την ίδια περίπου εποχή (2100 π.Χ.).
Στα μέσα της Εποχής του Ορειχάλκου οι νεολιθικοί πληθυσμοί του «μεσογειακού υποστρώματος», όπως χαρακτηρίζονται, θα έχουν συγχωνευθεί γλωσσικά και πολιτιστικά με τους νεοφερμένους ελληνόφωνους σε ολόκληρο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο, όπου βέβαια εξακολουθούν να υπάρχουν νησίδες παλαιότερων πληθυσμών. Οι λατρείες της Μητέρας-Γης θα αποχωρήσουν από το προσκήνιο και θα μετασχηματιστούν σε μυστηριακές τελετουργίες (π.χ. Ελευσίνια Μυστήρια), ενώ κάποιες θεότητες (π.χ. Δήμητρα = Γη Μήτηρ) θα ενταχθούν στο δωδεκάθεο. Οι μητροδομικές, μητρογραμμικές και ίσως μητριαρχικές κοινωνίες των νεολιθικών «μεσογειακών» πληθυσμών, θα αντικατασταθούν από τις πατριαρχικές κοινωνίες των νεοφερμένων.
Για όσους πάντως ενδιαφέρονται για το ζήτημα των Προελλήνων (που πολλοί τους συγχέουν με τους Πρωτοέλληνες!) θεωρώ ότι η πλέον αξιόπιστη και ενημερωμένη άποψη είναι αυτή που υπάρχει στο Κεφάλαιο «Οι Γλωσσικές και Εθνικές ομάδες της Ελληνικής Προϊστορίας» της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» (Εκδοτική Αθηνών) τομ. Α΄ σελ. 356-379.
_________________________________________
[6] Βλ. «Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών – τομ. Α΄, σελ. 364, αλλά και D. Q. Mallory (ed.): Encyclopedia of Indo-European Culture, ό.π. σελ. 243-245
[7] Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές απόψεις, πριν από την εμφάνιση των πρώτων ελληνόγλωσσων φύλων στον ελλαδικό χώρο, είχαν προηγηθεί άλλα Αριοευρωπαϊκά φύλα, μεταξύ των οποίων και οι πολυσυζητημένοι Πελασγοί. Υπολογίζεται ότι η εμφάνισή των Πελασγών στον Ελλαδικό χώρο πρέπει να έγινε στο τέλος της Νεολιθικής Εποχής (γύρω στο 2900/2800 π.Χ.), την ίδια περίοδο με την εμφάνιση και εγκατάσταση και των υπόλοιπων προελληνικών Αριοευρωπαϊκών φύλων όπως οι Αίμονες, Καδμείοι, Δρύοπες, Άονες, Ύαντες, Τέμμικες, Καύκωνες κ.λ.π. Για λεπτομέρειες βλ. Ι.Ε.Ε. τόμ. Α΄ σελ. 358-362, καθώς και τα αντίστοιχα λήμματα στο Δ. Ε. Ευαγγελίδη: «Λεξικό των Αρχαίων Ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων» – Β΄ Έκδοση συμπληρωμένη, Θεσσαλονίκη 2004. Ιδιαίτερα για τους Πελασγούς και τις διάφορες εξωφρενικές μυθοπλασίες που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς, βλ. στο Δ. Ε. Ευαγγελίδη: «Μη-συμβατικές θεωρίες» - Οι κερδοσκόποι του «ελληνισμού» και ο φενακισμός των αφελών, Θεσσαλονίκη 2007
[8] Βλ. Ι.Ε.Ε. ό.π. σελ. 362–363


Μια πιο συνοπτική και περιληπτική παρουσίαση, αλλά κάπως ξεπερασμένη, υπάρχει στο βιβλιαράκι του αείμνηστου καθηγητή Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ν. Π. Ανδριώτη «Οι Προέλληνες» (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1953), ενώ για πιο εξειδικευμένους αναγνώστες υπάρχει το κλασσικό έργο των Hoffmann-Debrunner-Scherer «Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας» (2 τόμοι «Κυριακίδης», Θεσσαλονίκη 1983).
Με το τέλος της Υστεροελλαδικής ή Μυκηναϊκής περιόδου, γύρω στο 1100 π.Χ. και το καταλάγιασμα των αναταράξεων που δημιούργησε η κατάρρευση της μυκηναϊκής ισχύος και η Δωρική εισβολή, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι σε μεγάλο βαθμό η εθνογένεση (ένα δυναμικό και όχι στατικό φαινόμενο και διαδικασία) των Αρχαίων Ελλήνων είχε πλέον συντελεσθεί σε μεγάλο βαθμό. Νησίδες προελληνικών πληθυσμών θα επιβιώσουν μέχρι τους κλασσικούς χρόνους σε δυσπρόσιτες περιοχές και νησιά. Στην κατηγορία αυτήν υπάγονται διάφοροι λαοί που μνημονεύουν οι πηγές με τις ονομασίες Ετεόκρητες, Ετεοκαρπάθιοι κ.λπ. (ετεός=γνήσιος).

2. ΟΙ ΠΡΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ

Ποιες όμως ήσαν οι γλώσσες που μιλήθηκαν στον ελλαδικό χώρο αυτήν την τεράστια χρονική περίοδο για τα ιστορικά μέτρα, από την αρχή της Νεολιθικής (περίπου 7000 π.Χ.) μέχρι το τέλος της Υστεροελλαδικής;
Όπως αναφέρει ο Καθηγητής κ. Μ. Σακελλαρίου:
«…Τα ονόματα των Λελέγων, των Τυρρηνών, των Εκτήνων και των Κυλικράνων, μπορούν να αποδοθούν στο μεσογειακό υπόστρωμα γιατί δεν προσφέρονται σε ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία και γιατί το επίθημα –αν- που περιέχουν δεν είναι ινδοευρωπαϊκό, αλλά μεσογειακό, γεγονός που δεν εμπόδισε βέβαια να χρησιμοποιηθεί αργότερα στον σχηματισμό ονομάτων ινδοευρωπαϊκών φύλων, μεταξύ άλλων και ελληνικών. Από το ίδιο υπόστρωμα έχουν διασωθή τοπωνύμια διαδεδομένα στην Ιβηρική χερσόνησο, στη Ν. Γαλλία, στην Ιταλία, στη Βαλκανική μαζί με την Ελλάδα, στη Μ. Ασία, στον Καύκασο. Όλα έχουν μονοσύλλαβες ρίζες με ένα φωνήεν που αποδίδεται άλλοτε με α και άλλοτε με ε, π.χ. Καρ- / Κερ-, Καλ- / Κελ-, Γαρ- / Γερ-, Σαλ- / Σελ-, Ταβ- / Τεβ- : φαίνεται ότι οι Ινδοευρωπαίοι που διετήρησαν αυτά τα τοπωνύμια δυσκολεύθηκαν να προφέρουν με ακρίβεια ένα ξένο φωνήεν που ήταν ανάμεσα σε α και ε. Κάθε μια από αυτές τις ρίζες περιέχεται κατά κανόνα σε ονόματα τόπων που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. Από αυτή τη παρατήρηση εξάγεται το συμπέρασμα ότι κάθε τέτοια ρίζα ήταν το όνομα του αντιστοίχου πράγματος στην πανάρχαιη αυτή γλώσσα…
…Η άφιξη των πρώτων Ινδοευρωπαίων στην Ελλάδα, χρονολογείται στην αρχή της Χαλκοκρατίας. Άρα οι λαοί που μιλούσαν αυτή τη γλώσσα θα επεκράτησαν στην Ελλάδα ενωρίτερα, έως το τέλος της Νεολιθικής Εποχής, σε μερικά μέρη και έως την αρχή της Χαλκοκρατίας
…» (Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 356-357).
Το αποφασιστικό πάντως επιχείρημα για το ότι οι γλώσσες και οι διάλεκτοι των λαών του προελληνικού «Μεσογειακού» υποστρώματος όχι μόνον δεν είχαν σχέση με την αρχαία ελληνική γλώσσα και τις διαλέκτους της, αλλά ούτε και με την Ινδοευρωπαϊκή (ή Αριοευρωπαϊκή, όπως επιμένω να την αποκαλώ, θεωρώντας σωστότερο αυτόν τον όρο) οικογένεια γλωσσών, είναι το γεγονός ότι δεν έγινε δυνατή μέχρι σήμερα η αποκρυπτογράφηση (και κατά πάσα πιθανότητα ουδέποτε θα γίνει) τόσο των επιγραφών της λεγόμενης Γραμμικής γραφής Α και πολύ περισσότερο του μυστηριώδους Δίσκου της Φαιστού. Όπως γνωρίζουμε από τις ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες, η Γραμμική Α είχε χρησιμοποιηθεί για καταγραφές στην γλώσσα των Μινωϊτών, των αρχικών κατοίκων της Κρήτης. Η γλώσσα των Μινωϊτών ανήκε στις γλώσσες των λαών του «μεσογειακού» υποστρώματος, αλλά αγνοούμε παντελώς εάν ήταν η ίδια ή συγγενής με τις γλώσσες και διαλέκτους των Λελέγων, των Τυρρηνών ή Τυρσηνών (Ετρούσκων) των Εκτήνων και των Κυλικράνων. Από τις γλώσσες αυτές μόνον η Μινωϊκή είχε καταγραφεί χάρη στην εφεύρεση της Γραμμικής Α, ενώ για τους υπόλοιπους κατοίκους του ελλαδικού χώρου έχουν διασωθεί μόνον τα ονόματά τους. Πιθανότατα υπήρχαν και άλλοι λαοί και φύλα του «μεσογειακού» υποστρώματος, αλλά από αυτά δεν διασώθηκε ούτε το όνομά τους. Υπάρχει τέλος και η περίφημη επιγραφή της Λήμνου (γνωστή από το 1885), του 6ου αιώνα π.Χ., στην οποία χρησιμοποιήθηκε ένα είδος γραφής στενά συγγενικής με την ετρουσκική γραφή, η οποία προήλθε ως γνωστόν από ένα δυτικό ελληνικό (Ευβοϊκό) αλφάβητο. Εικάζεται ότι η γλώσσα των πανάρχαιων κατοίκων της Λήμνου (Τυρρηνών, κατά την παράδοση) ήταν συγγενική με την γλώσσα των Ετρούσκων.
Για όποιον έχει ασχοληθεί με τα θέματα των διαφόρων ειδών γραφών (εικονογραφικές, συλλαβικές, αλφαβητικές), καθώς και με ζητήματα Συγκριτικής και Ιστορικής Γλωσσολογίας, είμαι βέβαιος ότι θα αντιληφθεί το παραπάνω επιχείρημα, ότι δηλ. η Μινωϊκή γλώσσα, λόγω της αδυναμίας αποκρυπτογράφησης των επιγραφών της με βάση την ελληνική αποκλείεται να σχετίζεται μαζί της.
Για τις γλώσσες τώρα του μη-ελληνικού αριοευρωπαϊκού υποστρώματος, ελάχιστα είναι γνωστά, κυρίως ονόματα λαών, γεωγραφικών σχηματισμών, φυτών κ.λπ. Για τον πλέον συζητημένο από τους λαούς αυτού του υποστρώματος, τους Πελασγούς, ο Καθηγητής Μ. Σακελλαρίου αναφέρει:
«…Για την ταυτότητα των Πελασγών και την σχέση τους με άλλους λαούς έχουν διατυπωθεί όχι λιγότερες από δέκα επτά υποθέσεις. Μία είναι αρνητική: δηλαδή αμφισβητεί την ύπαρξη των Πελασγών ως ιστορικού λαού. Μία άλλη δέχεται ότι αυτό το εθνικό ανήκε κάποτε σε ένα συγκεκριμένο λαό, αλλά στα αρχαία κείμενα που σώθηκαν έχει πάρει ένα γενικό και αόριστο περιεχόμενο, δηλώνοντας διάφορα προελληνικά φύλα. Και οι δύο αυτές υποθέσεις εκφράζουν την αμηχανία που δοκιμάζει κανείς, όταν για πρώτη φορά μελετήση τις αρχαίες μαρτυρίες για τους Πελασγούς και διαπιστώση τις αοριστίες και τις αντιφάσεις που περιέχουν. Οι πιο πολλοί από τους νεώτερους ερευνητάς προσπάθησαν να δώσουν στους Πελασγούς κάποια φυσιογνωμία, χρησιμοποιώντας, έξω από τις αρχαίες μαρτυρίες, γλωσσικά, αρχαιολογικά, και θρησκειολογικά δεδομένα. Αλλά κατέληξαν σε ποικίλα αποτελέσματα, τα πιο πολλά απροσδόκητα. Αφήνοντας κατά μέρος τις υποθέσεις που είτε είναι προϊόντα φαντασίας και αυθαιρέτων συνδυασμών, είτε στηρίχθηκαν σε στενές βάσεις, ικανοποιητικές για την εποχή τους, που ξεπεράσθηκαν με την πρόοδο της επιστήμης, αναφέρουμε τις δύο νεώτερες:
Η πρώτη, σύμφωνα με την οποία οι Πελασγοί ήταν ένας ινδοευρωπαϊκός (=αριοευρωπαϊκός σ.σ.) λαός, που η γλώσσα του άφησε πολλά κατάλοιπα στην ελληνική, άρχισε να διαδίδεται τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια…
…Η δεύτερη από τις νεώτερες υποθέσεις έχει συνάψει τους Πελασγούς με τους Ιλλυριούς. Η επιχειρηματολογία είναι πλούσια, αλλά όχι πειστική
…».[9]
_______________________________
[9] Βλ. Ι.Ε.Ε. τομ. Α΄ σελ. 358-360

Οι Πελασγοί, όπως πρέπει να υπενθυμίσουμε, αποτελούν το αγαπημένο θέμα σχεδόν όλων των μη-συμβατικών «συγγραφέων» και «μελετητών».
Θα χρειαζόμουν πάμπολλες σελίδες για να αναφερθώ, έστω και συνοπτικά, στις παραδοξολογίες διαφόρων μη-συμβατικών «Πελασγολογούντων», δικών μας και ξένων. Η πλέον διαδεδομένη πάντως θεωρία είναι αυτή που υποστηρίζει ότι η ελληνική και αλβανική είναι άμεσες απόγονοι της «αυτόχθονης» Πελασγικής «πρωτογλώσσας» και μάλιστα η αλβανική προβάλλεται ως η γνησιότερη! Με βάση αυτήν την επιστημονικά καταγέλαστη θέση (αφού αγνοούμε σχεδόν πλήρως την Πελασγική γλώσσα) έχουν αναπτυχθεί απόψεις ήκιστα σοβαρές, οι οποίες όμως γνωρίζουν ευρύτατη διάδοση σε κύκλους «ελληνοφρόνων» και «αυτοχθονιστών».
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι προελληνικές γλώσσες και διάλεκτοι βαθμιαία θα αφομοιωθούν και θα εξαφανισθούν μέχρι τους κλασσικούς χρόνους, με αποτέλεσμα οι ερευνητές να αγωνίζονται να αποσπάσουν στοιχεία και πληροφορίες από τα ελάχιστα ψήγματα που διατηρήθηκαν είτε ως μεμονωμένες λέξεις σε αρχαιοελληνικά κείμενα, είτε στα ονόματα γεωγραφικών σχηματισμών.
Ας ευχηθούμε νεώτερες έρευνες και οι εξειδικευμένες σύγχρονες τεχνολογίες να μας προσφέρουν περισσότερα στοιχεία στο μέλλον. Ελπίζω τέλος, αυτό το άρθρο να φανεί χρήσιμο σε αρκετούς.
Δ.Ε.Ε.