ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΩΝ ΓΗΓΕΝΩΝ ΣΕ
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ(Μια εθνογλωσσολογική προσέγγιση)
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ(Μια εθνογλωσσολογική προσέγγιση)
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που ανακύπτουν σε σχέση με το γλωσσικό ιδίωμα των γηγενών της Μακεδονίας:
1. Ποια είναι η εθνική συνείδηση, άρα και η εθνοτική ταξινόμηση των ομιλητών αυτού του ιδιώματος;
2. Τι ακριβώς είναι αυτό το ιδίωμα από γλωσσολογική σκοπιά;
Το πρώτο ερώτημα έχει απαντηθεί ήδη από καιρό, τόσο επιστημονικώς, όσο και από την ίδια την στάση της συντριπτικής πλειονότητας των γηγενών Μακεδόνων: Αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού έθνους από αιώνες.
Ως προς την επιστημονική διάσταση του θέματος τώρα, υπενθυμίζω απλώς ότι οι παλαιότερες αντιλήψεις, όπως π.χ. οι αρχαιοελληνικές διατυπώσεις για το «όμαιμον, ομόγλωσσον και ομότροπον» έχουν απολέσει το ιστορικό-γεωγραφικό τους πλαίσιο και δεν ισχύουν πια, σε μεγάλο βαθμό, εδώ και αρκετούς αιώνες, λόγω των εκτεταμένων μετακινήσεων των ανθρωπίνων πληθυσμών, αλλά και των αλλεπάλληλων κοινωνικοπολιτικών και πολιτιστικών μεταβολών που σημειώθηκαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Σε προηγούμενα ιστορικά στάδια οι λαοί είχαν ευδιάκριτα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα να ήταν εύκολη σχετικά η κατάταξη κάποιου ατόμου σε συγκεκριμένο Έθνος. Έτσι, από τα βασικά στοιχεία διάκρισης ήσαν η Γλώσσα και η Θρησκεία του, και στην συνέχεια, τα ήθη και τα έθιμά του, οι φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές, πολιτικές κ.λπ. αντιλήψεις του. Στην αρχαιότητα, για παράδειγμα, ένας Έλληνας, ένας Πέρσης και ένας Αιγύπτιος, διακρίνονταν μεταξύ τους πανεύκολα, λόγω των βαθύτατων διαφορών, που υπήρχαν ανάμεσα τους, σε σχέση με τα προαναφερθέντα πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Στην σημερινή εποχή όμως αυτές οι διακρίσεις έχουν γίνει πολύ δυσκολότερες, λόγω της αυξημένης κινητικότητας, η οποία χαρακτηρίζει την ανθρωπότητα, ιδιαίτερα από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Εκείνο πλέον, που και επιστημονικώς είναι αδιαμφισβήτητο, είναι η διαπίστωση ότι η ομιλούμενη γλώσσα δεν αποτελεί πάντοτε απόλυτο εθνολογικό κριτήριο ταξινόμησης μιας συγκεκριμένης εθνοτικής ομάδας.
Περιορίζομαι να αναφέρω τα κλασσικά παραδείγματα, τόσο των γερμανόφωνων Αλσατών, στα σύνορα Γαλλίας–Γερμανίας, οι οποίοι αισθάνονται φανατικοί Γάλλοι, αλλά και των Καθολικών μεν στο θρήσκευμα Κροατών, οι οποίοι δεν επιθυμούν να έχουν καμία σχέση με τους ομόγλωσσούς τους, Ορθοδόξους όμως Σέρβους, παρά την κοινή τους γλώσσα (τα Σερβοκροατικά) ή ακόμα πιο χαρακτηριστικά, το παράδειγμα των Μαυροβουνίων σε σχέση και πάλι με τους Σέρβους, με τους οποίους δεν έχουν ούτε καν θρησκευτική διαφορά και παρ’ όλα αυτά αισθάνονται μέλη ενός διαφορετικού έθνους.
Επομένως, το ότι κάποια τμήματα του πληθυσμού της Μακεδονίας είχαν παλαιότερα ως μοναδικό γλωσσικό τους όργανο το σλαβογενές ιδίωμα, στο οποίο θα αναφερθούμε λεπτομερειακά παρακάτω, δεν αποτελεί ικανό και επαρκές κριτήριο για την επιχειρηθείσα στο παρελθόν και επιχειρούμενη και σήμερα, τοποθέτησή τους εκτός του ελληνικού έθνους. Ως δίγλωσσος λοιπόν, γηγενής Έλλην Μακεδόνας θεωρώ ότι το ζήτημα έχει απαντηθεί θεωρητικά και πρακτικά και δεν υπάρχει ανάγκη περαιτέρω συζητήσεων και διευκρινίσεων.
Τι είναι όμως αυτό το διαβόητο γλωσσικό ιδίωμα, που ορισμένοι προσπαθούν κατά καιρούς να το επαναφέρουν στο προσκήνιο και να το χρησιμοποιήσουν ως πολιτικό επιχείρημα;
Θα επιχειρήσω αρχικά μια γλωσσολογική ενημέρωση/ανάλυση.
2. ΓΛΩΣΣΕΣ, ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΚΑΙ ΒΟΗΘΗΤΙΚΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ
Από την αρχική εμφάνισή τους στην Γη, τα ανθρώπινα όντα χρησιμοποίησαν την γλώσσα ως κύριο μέσο επικοινωνίας (και όχι μόνον, όπως θέλουν να μας πείσουν κάποιοι μεταμοντέρνοι γλωσσολόγοι), παράλληλα με άλλους τρόπους (χειρονομίες, στάσεις του σώματος κ.λπ.).
Ένα από τα μεγάλα και πρακτικά ανεπίλυτα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οι Γλωσσολόγοι ήταν και η επιλογή κάποιων επιστημονικών κριτηρίων για την διάκριση μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου. Με άλλα λόγια, πότε και με ποια κριτήρια ένα ομιλούμενο γλωσσικό ιδίωμα είναι απλώς μια διάλεκτος κάποιας γλώσσας και πότε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ξεχωριστή γλώσσα; Η προαναφερθείσα Σερβοκροατική αποτελεί μια ενιαία γλώσσα απλώς με δύο διαλέκτους (Σερβική–Κροατική) ή έχουμε να κάμουμε με δυο διαφορετικές γλώσσες;
Όπως προανέφερα, η Γλωσσολογία αδυνατεί να αποφανθεί και επομένως άλλα κριτήρια χρησιμοποιούνται π.χ. πολιτική βούληση. Με βάση τους νόμους της Γλωσσολογίας είναι βέβαιον ότι εφ’ όσον οι δύο αυτές διαφορετικές κρατικές οντότητες (Σερβία – Κροατία) συνεχίσουν να υπάρχουν για τα επόμενα 100–200 χρόνια, το αναμενόμενο είναι να προκύψουν τελικώς δυο πραγματικά ξεχωριστές γλώσσες. Σύμφωνα με την περίφημη ρήση του γλωσσολόγου Μαξ Βάϊνράϊχ «Μια γλώσσα είναι μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», που τονίζει ακριβώς την σημασία του πολιτικού/κρατικού παράγοντα , ο οποίος βαρύνει αποφασιστικά σε τέτοια θέματα.
Βεβαίως, η σύγχρονη Γλωσσολογία επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα με την υιοθέτηση μιας άλλης οπτικής με την οποία εξετάζεται η διάκριση «γλώσσα-διάλεκτος», με την εισαγωγή της έννοιας του «γλωσσικού συνεχούς» (language continuum), αλλά και με την χρήση νέων όρων, γλωσσοπολιτικά ουδέτερων, όπως οι όροι Ausbausprache - Abstandsprache – Dachsprache[1], δανεισμένων από την Γερμανική γλώσσα.
Έρχομαι τώρα σε ένα άλλο ζήτημα, το οποίο θεωρώ ότι είναι απαραίτητο να αναφερθεί για να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε εύκολα αντιληπτά συμπεράσματα.
Πρόκειται για το ζήτημα της ύπαρξης και άλλων προφορικών μορφών επικοινωνίας μεταξύ ανθρωπίνων ομάδων, που συνιστούν οι λεγόμενες βοηθητικές γλώσσες (auxiliary languages). Δυστυχώς δεν υπάρχει ακριβής ελληνική ορολογία και έτσι θα χρησιμοποιήσω αναγκαστικά τους ξένους όρους. Η πλέον γνωστή περίπτωση χρήσης μιας βοηθητικής «φυσικής» γλώσσας (σε αντιδιαστολή με διάφορες τεχνητές, όπως η Εσπεράντο, η Volapük κ.λπ.) είναι ασφαλώς η λεγόμενη Λίγκουα Φράγκα (Lingua Franca)[2], κατά λέξη «Φράγκικη γλώσσα».
Δεν πρέπει πάντως να συγχέεται με τα φραγκολεβαντίνικα, που αναφέρονται αποκλειστικά στον γραπτό λόγο και δημιουργήθηκαν από τους Λεβαντίνους της Σμύρνης, που μιλούσαν μεν ελληνικά, αλλά επειδή δυσκολεύονταν να μάθουν την ορθογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες για να γράψουν τα ελληνικά (ή σύμφωνα με άλλη, εγκυρότερη εκδοχή[3], με καθοδήγηση της Καθολικής Εκκλησίας). Τους μιμήθηκαν αργότερα οι Χιώτες και άλλοι έμποροι του εξωτερικού, που στην ελληνική αλληλογραφία τους, χρησιμοποιούσαν λατινικούς χαρακτήρες και έτσι προέκυψαν τα φραγκοχιώτικα, κάτι ανάλογο με τα σημερινά greeklish. Συνώνυμος είναι και ο όρος Vehicular Language, σε ελεύθερη μετάφραση θα λέγαμε δευτερεύουσα γλώσσα, ο οποίος αναφέρεται σε μια γλώσσα που χρησιμοποιείται από άλλες γλωσσικές κοινότητες π.χ. τα Αγγλικά είναι δευτερεύουσα (επίσημη) γλώσσα στις Ινδίες και το Πακιστάν.
Μια άλλη μορφή βοηθητικής γλώσσας ή γλώσσας επαφής (contact language) είναι και τα λεγόμενα Pidgin English ή απλώς Pidgin, «σπαστά Αγγλικά» θα τα αποκαλούσαμε. Δημιουργήθηκαν στην Κίνα για τις ανάγκες των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Άγγλων και Κινέζων. Η ίδια η λέξη pidgin είναι το αντίστοιχο της αγγλικής λέξης business στο ιδίωμα αυτό.
Σήμερα ως pidgin ορίζεται γενικώς ένα γλωσσικό ιδίωμα, μείγμα δύο ή περισσοτέρων γλωσσών με εξαιρετικά απλοποιημένη γραμματική και λεξιλόγιο, που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών, οι οποίοι έχουν τις δικές τους γλώσσες ως μητρικές. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο ιδίωμα καταλήξει να γίνει η κύρια γλώσσα ενός πληθυσμού, τότε αναφερόμαστε σε Κρεολή γλώσσα (Creole language)[4] .
3. ΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Μετά από αυτά τα προκαταρκτικά και διευκρινιστικά, ας έλθουμε «στην ταμπακέρα». Τι ακριβώς είναι λοιπόν αυτό το ιδίωμα των γηγενών Μακεδόνων και ποιοι είναι αυτοί οι «Σλαβόφωνοι» χρήστες του;
Πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ότι σήμερα δεν υπάρχουν πρακτικά αμιγείς σλαβόφωνοι, αλλά δίγλωσσοι (ελληνικά-σλαβικά) και ελάχιστοι από τους νεώτερους μπορούν να μιλήσουν με ευχέρεια αυτό το ιδίωμα, η εξέλιξη του οποίου σταμάτησε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Έτσι λείπουν πάμπολλες λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου, τις οποίες υποκαθιστούν ελληνικές. Εκφράσεις του τύπου «κι όνταμ να Νομαρχίατα» (=θα πάω στην Νομαρχία), «κι γκου κάζιαμ να Δήμαρχό του[5]» (=θα το ’πω στον Δήμαρχο), αποτελούν αστείρευτη πηγή τοπικών ανεκδότων και πειραγμάτων.
Αυτοί λοιπόν οι δίγλωσσοι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, κυρίως στην Κ.Δ. Μακεδονία, είναι απόγονοι χριστιανικών πληθυσμών, που επί Τουρκοκρατίας ζούσαν στον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης «Ιστορικής Μακεδονίας». Έχουν ελληνική κατά βάση καταγωγή, αλλά πιθανότατα έχουν αφομοιώσει και σλαβικά στοιχεία που είχαν εγκατασταθεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους στην περιοχή, τα οποία στην συνέχεια εκχριστιανίσθηκαν (θρησκευτικά) και εξελληνίσθηκαν (γλωσσικά και πολιτιστικά).
Σύμφωνα με τον αείμνηστο γλωσσολόγο Ν. Ανδριώτη (στον συλλογικό τόμο «Η γλώσσα της Μακεδονίας» – “Ολκός” Αθήνα 1992, σελ. 211), η σλαβική γλώσσα άρχισε να διαδίδεται επί Βυζαντίου στην βόρεια Μακεδονία με τους εξής τρόπους:
α. Από Σλάβους δούλους, που οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες εγκαθιστούσαν στα κτήματά τους ως αγρότες
β. Από Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, που έμαθαν σλαβικά και μετά την απελευθέρωσή τους και επάνοδό τους, συνήθως μετά από αρκετά χρόνια, εξακολουθούσαν να τα χρησιμοποιούν και
γ. Οι συναλλασσόμενοι με Σλάβους Έλληνες μάθαιναν εύκολα σλαβικά, ενώ ή εκμάθηση της ελληνικής από τους Σλάβους ήταν δύσκολη.
Η εμφάνιση αυτού του ιδιώματος (που δεν χρειάστηκε ποτέ γραφή) ανιχνεύεται κάπου στον 18ο αιώνα[6] (οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξή του χρονολογούνται γύρω στο 1790[7] – βλ. J.P. Mallory–D.Q. Adams: The Oxford Introduction to Proto-Indo-European and the Proto-Indo-European World – Oxford 2006, σελ. 26) και η δημιουργία του είχε καθαρά χρηστικούς και πρακτικούς λόγους. Τα χρόνια εκείνα η Μακεδονία ήταν ένα πολύχρωμο φυλετικό, γλωσσικό και θρησκευτικό μωσαϊκό: Τούρκοι κατακτητές, Τουρκομάνοι νομάδες (Γιουρούκοι), Αθίγγανοι, Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βόσνιοι, Αλβανοί, Αρμένιοι, Εβραίοι (Ισπανοεβραίοι Σεφαρδίμ) κ.λπ. που μιλούσαν τουρκικά, ρομά (μια ινδική διάλεκτο), ελληνικά, βλάχικα, βουλγαρικά, σερβοκροατικά, αλβανικά, αρμενικά, εβραϊκά (Λαντίνο και Γίντις) και ήσαν μουσουλμάνοι, χριστιανοί (Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Προτεστάντες), ιουδαίοι.
Έπρεπε επομένως να υπάρξει ένας τρόπος συνεννόησης μεταξύ τους για τις ανάγκες της καθημερινής συμβίωσης, ένα είδος Λίγκουα Φράγκα. Βαθμιαία λοιπόν εμφανίσθηκε αυτό το ιδίωμα, μια γλώσσα πίτζιν, που φαίνεται ότι εξυπηρετούσε άριστα τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε ή σωστότερα, προέκυψε.
Είχε ως βάση μια δυτική βουλγαρική διάλεκτο[8], όπως αποδείχθηκε από τις γλωσσολογικές έρευνες (βλ. Ι. Θ. Λαμψίδη: Γραμματική της Βουλγαρικής γλώσσας Ι.Μ.Χ.Α. – Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 15-16) και στον κορμό αυτόν προστέθηκαν ένα πλήθος από ελληνικές, τούρκικες, βλάχικες και αλβανικές λέξεις[9]. Γενικώς, η πλειοψηφία των γλωσσολόγων συµφωνεί ότι παρουσιάζει περισσότερες, µορφολογικές κυρίως, οµοιότητες µε την βουλγαρική και λιγότερες, φωνολογικές κυρίως, µε την σερβική.
Στα χρόνια εκείνα της γενικευμένης αγραμματοσύνης και απαιδευσίας, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, το ιδίωμα που προέκυψε αποδείχθηκε πολύ εύκολο[10] στην εκμάθηση και εξυπηρετικότατο για τις καθημερινές ανάγκες. Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει τους μελετητές είναι η ευκολία υιοθέτησής του από αλλόγλωσσους και η μετατροπή του στο κύριο και συχνά στο αποκλειστικό γλωσσικό όργανο επικοινωνίας!
Υπάρχουν καταγεγραμμένες πολυάριθμες τέτοιες μεταλλαγές, όχι απλώς σε ατομικό επίπεδο, αλλά σε επίπεδο ολόκληρων ομάδων. Έτσι, υπάρχουν γνωστές περιπτώσεις, καταγεγραμμένες και στην βιβλιογραφία π.χ. βλαχόφωνων χωριών στην περιοχή της Κ.Δ. Μακεδονίας, που έγιναν σλαβόφωνα[11]. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των σλαβόφωνων (!) Αθίγγανων (Ρομ, Ρομά) σε περιοχές της Μακεδονίας: Μέχρι σήμερα διατηρούνται συνοικισμοί αθιγγάνων (η ινδική καταγωγή των οποίων είναι εμφανέστατη σε όποιον διαθέτει έστω και στοιχειώδεις γνώσεις εθνολογίας) στις πόλεις Έδεσσα, Νάουσα και Βέροια, αλλά και σε πολλά χωριά, οι οποίοι είναι σλαβόφωνοι τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα.
Επιστημονική μελέτη αυτού του φαινομένου δεν έχει γίνει, απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, η δε συνήθης λαϊκή ερμηνεία ότι οι ελληνόφωνοι χωρικοί γίνονταν σλαβόφωνοι για να αποφύγουν το παιδομάζωμα των Τούρκων, δεν μου φαίνεται ιδιαίτερα πειστική (Άποψη που υποστηρίχθηκε και από τον λογοτέχνη Χρ. Χρηστοβασίλη, στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε άρθρο του στο περιοδικό «Ελληνισμός» τεύχος 9ο – Σεπτέμβριος 1903, σελ. 683).
Είναι πάντως εξ ίσου περίεργο το ότι ποτέ επίσης δεν δόθηκε πειστική εξήγηση από βουλγαρικής πλευράς (η οποία ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα ισχυριζόταν ότι όλοι οι σλαβόφωνοι είναι Βούλγαροι), για ποιόν λόγο οι Βούλγαροι της Μακεδονίας θα εγκατέλειπαν μαζικά την μητρική τους γλώσσα και θα υιοθετούσαν ένα σλαβογενές ιδίωμα, που έπρεπε να το μάθουν εκ των υστέρων!
Υποστηρίζω λοιπόν ότι αυτό το ιδίωμα προέκυψε, αρχικά στην μακεδονική ύπαιθρο, ως pidgin ή «σπασμένα βουλγαρικά», για να το πούμε διαφορετικά και κατέληξε τελικώς σε Κρεολή γλώσσα, ανομοιογενών πληθυσμών, όπως προανέφερα, οι οποίοι το αναβάθμισαν για διαφόρους λόγους σε μητρική γλώσσα, σε κύριο γλωσσικό όργανο. Αυτό το ιδίωμα, επαναλαμβάνω και τονίζω γιατί έχει μεγάλη σημασία, δεν απέκτησε ποτέ γραφή. Επομένως, στερείται πεζογραφίας, ποίησης και γενικά λογοτεχνίας, ενώ αντίθετα υπάρχουν τραγούδια, η παραγωγή των οποίων σταμάτησε ήδη στις αρχές του 20ου αιώνα, για προφανείς λόγους[12]. Ένα από τα πιο γνωστά είναι και το χαρακτηριστικό «Μπάμπα ι Πόστολ» (Η γιαγιά και ο Αποστόλης), στο οποίο γίνεται εύκολα αντιληπτή η διαφοροποίηση των σλαβόφωνων γηγενών από τους Βούλγαρους, όπως εξ άλλου προκύπτει και από σχετικές παροιμίες[13].
Θα πρέπει πάντως να αναφερθεί ότι η σοβαρότερη προσπάθεια για την ανάδειξη του ιδιώματος των γηγενών σε γλώσσα, ήσαν οι εργασίες του Χρίστο Μισίρκοφ (Krsto Misirkov, 1874-1926), από την Παλιά Πέλλα (τότε Απόστολοι) και κυρίως το βιβλίο του, που τυπώθηκε το 1903 στο τυπογραφείο της «Φιλελεύθερης Λέσχης» στην Σόφια, με τον τίτλο «Για τις μακεδονικές υποθέσεις» (Кръстьо П. Мисирков: За Македонцките Работи, София, Печатница на „Либералний Клубъ“ 1903). Στο βιβλίο αυτό ανέπτυξε την επιχειρηματολογία του για την δημιουργία μιας επίσημης φιλολογικής «μακεδονικής» γλώσσας με βάση την «μακεδονική» (=βουλγαρική) διάλεκτο της βόρειας Μακεδονίας, η οποία έπρεπε να χρησιμοποιεί ένα φωνητικό (κυριλλικό) αλφάβητο. Το βιβλίο του Μισίρκοφ εντάσσεται στην στροφή που σημειώνεται στους ανώτερους βουλγαρικούς κύκλους με την εγκατάλειψη της στρατηγικής του βίαιου εκβουλγαρισμού των γηγενών της Μακεδονίας και την υιοθέτηση της καλλιέργειας του «Μακεδονισμού».
Πνευματικός «πατήρ» πάντως, αυτής της στρατηγικής, ήταν ο περίφημος Γκότσε Ντέλτσεφ, ο οποίος συνέλαβε το 1895 την ευφυέστατη θεωρία περί «Μακεδόνων» και «ανεξάρτητης Μακεδονίας», όταν διαπίστωσε ότι οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Μακεδονίας αντιδρούσαν στον εκβουλγαρισμό τους και γενικότερα ότι οι βουλγαρικές θέσεις δεν εύρισκαν ανταπόκριση στους κατοίκους της Μακεδονίας, χωρίς την χρήση βίας. Η πατρότητα του «Μακεδονισμού» ανήκει αναμφισβήτητα σε Βούλγαρους, οι οποίοι βεβαίως ποτέ δεν πίστεψαν στο κατασκεύασμα αυτό και πολύ περισσότερο δεν αισθάνθηκαν «Μακεδόνες». Σε επιστολή του με ημερομηνία 1 Μαΐου 1899 προς τον φίλο του Κόλιο Μαλεσέβσκι (Nikola Maleshevski), ο Γκότσε Ντέλτσεφ ομολογούσε ότι ποτέ δεν έπαψε να αισθάνεται Βούλγαρος (Αναφέρεται στην βιογραφία του Ντέλτσεφ από τον στενό του φίλο και συνεργάτη Πέϊο Γιαβόρωφ).
Επίσης, ο εφευρέτης της «μακεδονικής» γλώσσας, ο προαναφερθείς Χρίστο Μισίρκωφ έγραφε το 1924 ότι: «…Εμείς (οι Σλάβοι της Μακεδονίας) είμαστε περισσότερο Βούλγαροι από εκείνους της Βουλγαρίας…» [“Ние сме българи, повече българи от самите българи в България“ — Kръстe Мисирков “We are Bulgarians, more Bulgarians than the Bulgarians themselves in Bulgaria ” — Kr'ste Misirkov].
Για όσους τυχόν γνωρίζουν βουλγαρικά, τους παραπέμπω για περισσότερες λεπτομέρειες στην ιστοσελίδα http://news.netinfo.bg/?tid=40&oid=995281 όπου υπάρχει το εκπληκτικό άρθρο «Как "бащата на македонизма" Кръстьо Мисирков се оказа чист българин» (Πώς ο «πατέρας του μακεδονισμού» Χρίστο Μισίρκωφ αποδεικνύεται καθαρός Βούλγαρος).
Τέλος, νομίζω ότι θα πρέπει να αναφερθώ και σε μια άλλη περίπτωση «πλαστής ταυτότητας» και εθνολογικής ταχυδακτυλουργίας.
Πρόκειται για τους δύο πιο γνωστούς και διάσημους από τους αδελφούς Μιλαντίνωφ (Братя Миладинови), τους Ντιμίταρ (Δημήτριος) και Κονσταντίν (Κωνσταντίνος), οι οποίοι θεωρούνται πρωτοπόροι και ιδρυτές της βουλγαρικής Λαογραφίας με το περίφημο έργο τους «Βουλγαρικά Δημοτικά Τραγούδια» (1861), που θεωρείται κλασσικό.
Ο Κονσταντίν θεωρείται επιπλέον ένας από τους σπουδαιότερους Βούλγαρους ποιητές. Πολύ γνωστά είναι τα ποιήματά του «Τ’γκά ζα γιούγκ» (ТЪГА ЗА ЮГ) = «Νοσταλγία για τον Νότο», καθώς και το συγκινητικό ερωτικό ποίημα «Μπίσερα» (= Μαργαριτάρια), γραμμένο στο στυλ της δημοτικής ποίησης και ένα από τα 15 συνολικά ποιήματα που πρόλαβε να γράψει πεθαίνοντας σε ηλικία 32 ετών στις τουρκικές φυλακές της Κωνσταντινούπολης από τύφο, μαζί με τον συγκρατούμενο, μεγαλύτερο (κατά 20 χρόνια), αδελφό του Ντιμίταρ.
Αξίζει να τονιστεί ότι η οικογένεια Κωνσταντίνου ή Μιλαδίνη ήσαν Βλάχοι από την Μοσχόπολη, που εγκαταστάθηκαν στην κωμόπολη Στρούγκα στην λίμνη της Αχρίδας, τα δυο αδέρφια μάλιστα σπούδασαν στα Γιάννενα (στην Ζωσιμαία Σχολή), ο δε Κονσταντίν τελείωσε στην συνέχεια το φιλολογικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αργότερα, το 1844 «πείστηκαν» από τον Ρώσσο καθηγητή Βίκτορ Γκριγκόροβιτς ότι είναι Βούλγαροι και ανέπτυξαν ανθελληνική δραστηριότητα. (Ο σλαβολόγος καθηγητής Αιμ.Ταχιάος, βρήκε στα αυτοκρατορικά αρχεία της Αγίας Πετρούπολης και δημοσίευσε, επιστολή του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ, ο οποίος ζητούσε να καταβληθεί οικονομική ενίσχυση στην χήρα του Δημητρίου Μιλαντίνοφ, «διότι αυτός απέθανε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα»).
Οι αδελφοί Μιλαντίνωφ θεωρούνται και προβάλλονται ως πρωτεργάτες της «μακεδονικής» Φιλολογίας από τους Σκοπιανούς. Παρ’ όλα αυτά το Εθνικό Μουσείο των Σκοπίων απαγορεύει την έκθεση των έργων τους, λόγω της ύπαρξης των επιθέτων «βουλγαρικός», «βουλγαρικά». Σχετικά πρόσφατα μάλιστα, ξέσπασε μεγάλος θόρυβος και υπήρξαν έντονες αντιδράσεις στην Βουλγαρία, όταν στις αρχές του 2008 η σκοπιανή υπηρεσία των Κρατικών Αρχείων σε συνεργασία με το Ίδρυμα Σόρος (τι σύμπτωση!) εξέδωσαν φωτοτυπημένο από το πρωτότυπο το προαναφερθέν βιβλίο, από το οποίο όμως έλειπε το επάνω μέρος του εξωφύλλου που περιείχε το επίθετο «βουλγαρικά» και έμεινε ο τίτλος «Δημοτικά Τραγούδια»!
Αλλά «τι χρείαν άλλων μαρτύρων έχουμε», όταν ακόμα και ο πρώην Πρωθυπουργός των Σκοπίων και αρχηγός του ισχυρού σωβινιστικού κόμματος Β.Μ.Ρ.Ο. των Σκοπίων, ο Λιούπτσο Γκεοργκίεφσκι (όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι Σκοπιανοί συμπατριώτες του), σχετικά πρόσφατα, ζήτησαν και έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα. Ο Γκεοργκίεφσκι μάλιστα, με δηλώσεις του στον σκοπιανό και στον βουλγαρικό Τύπο, εξεδήλωσε την πρόθεσή του να διορισθεί πρέσβυς της Βουλγαρίας στα Σκόπια, ασφαλώς μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια χρονικά.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο ελληνομαθής Βούλγαρος ποιητής, πολιτικός και πατριώτης (πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων) Πέτκο Σλαβέϊκωφ (1827-1895), υπήρξε δεδηλωμένος εχθρός του «Μακεδονισμού», με θεωρητική τεκμηρίωση και επιχειρηματολογία, που αποτυπώθηκαν κυρίως στο περίφημο άρθρο του, με τίτλο "Македонският въпрос" («Το Μακεδονικό Ζήτημα»), το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1871 στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», που εξέδιδε (1866-1872) ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη[14], πριν υπάρξει η επίσημη στροφή της Βουλγαρίας προς τον «Μακεδονισμό», στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.
Είναι πάντως άξια θαυμασμού η μεθοδικότητα και η ευφυής επιλογή των στόχων της σκοπιανής προπαγανδιστικής μηχανής. Ξεκίνησαν από το γλωσσικό και βαθμιαία προχώρησαν σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα με αποκορύφωμα την δημιουργία «κόμματος» την δεκαετία του 1980. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 όταν με ρωτούσαν αν γνωρίζω το ιδίωμα, η ερώτηση γινόταν με την μορφή: «Ζνάεις μπουγκάρτσκι;» δηλ. «Ξέρεις βουλγάρικα;», όντας σχεδόν αυτονόητο ότι αυτό το ιδίωμα ήταν ένα είδος βουλγαρικών. Εάν η συζήτηση γινόταν στα ελληνικά το ερώτημα είχε την μορφή «Ξέρεις εντόπικα/ντόπια;». Προς τα τέλη όμως της ίδιας δεκαετίας και ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ερώτημα είχε διαφοροποιηθεί πλήρως και είχε πλέον την μορφή «Ζνάεις μακεντόνσκι;» ή «Ξέρεις μακεδονικά;».
Διαπιστώνουμε λοιπόν το πόσο εύκολα υιοθετήθηκε η «μακεδονική» γλωσσική ταυτότητα σε αντίθεση με την βεβαρημένη βουλγαρική. Εξ ίσου αριστοτεχνική ήταν και η σκόπιμη σύγχυση που καλλιεργήθηκε μεταξύ εθνολογικής και γεωγραφικής καταγωγής. Έγινε λοιπόν της «μόδας» να δηλώνει κάποιος «Μακεδόνας» αόριστα, που για τους φιλοσκοπιανούς εξυπονοούσε άλλη εθνική ταυτότητα από την ελληνική και που ήταν εύκολο, όταν τα πράγματα σοβάρευαν, να δοθεί η ερμηνεία: «Εννοούσα ότι δεν είμαι Θρακιώτης ή Κρητικός». Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιων δικαιολογιών. Χάρη στα διάφορα «παρατηρητήρια» και «Συμβούλια της Ευρώπης» αν κάποιος δίγλωσσος δηλώσει Έλληνας, σε συγκεκριμένα χωριά, πάντα θα βρεθεί κάποιος να τον ειρωνευτεί μεταξύ σοβαρού και αστείου ως «γκρεκομάν» (=ελληνομανή).
Βεβαίως, όλα αυτά αγνοούνται ή ακόμα χειρότερα, παραποιούνται μονίμως από συγκεκριμένους κύκλους εθνομηδενιστών, εξέχον μέλος των οποίων είναι και ο γνωστός Τάσος Κωστόπουλος, συνεργάτης της εφηµερίδας «Ελευθεροτυπία» και του «Ιού της Κυριακής», ο οποίος δεν δίστασε να συγγράψει σχετικό βιβλίο με τον πομπώδη τίτλο: «Η απαγορευµένη γλώσσα: Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία» (Αθήνα, 2000), που έσπευσε να προβάλει με επαινετική κριτική (δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Kαθηµερινή» στις 17/10/2000 με τίτλο «H γλωσσική πολιτική αφοµοίωσης των σλαβόφωνων»), ο επίσης γνωστός και μη εξαιρετέος κ. Σπύρος A. Μοσχονάς, γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου Αθηνών!
Κλείνοντας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι το ιδίωμα των Ελλήνων γηγενών της Μακεδονίας δεν έχει καμία σχέση με την επίσημη, δήθεν «μακεδονική» γλώσσα (που κατασκευάστηκε με βάση την διάλεκτο της περιοχής Μοναστηρίου–Βελεσών) του Σκοπιανού κράτους και η οποία εκσερβίστηκε συστηματικά, ώστε να αλλοιωθούν τα βουλγαρικά χαρακτηριστικά της. Το πρώτο υπήρξε μια βοηθητική γλώσσα που ξεκίνησε ως πίτζιν και εξελίχθηκε σε Κρεολή, ενώ η δεύτερη είναι «μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», όπως προαναφέραμε, και η οποία εξελίσσεται σε μια πλήρη γλώσσα με την στήριξη όλων των μηχανισμών του κράτους των Σκοπίων.
Αντίστοιχη με τα γλωσσικά ήταν και η πορεία των καταπιεστικών μέτρων «εκμακεδονισμού», που εφαρμόστηκαν στον πληθυσμό της περιοχής επί Τιτοϊκού καθεστώτος. Στο βιβλίο του Hugh Poulton: Who are the Macedonians? (C. Hurst Co. Publishers, London 20002), αναφέρονται τεκμηριωμένα οι πολυάριθμες ομαδικές δίκες, εκτελέσεις, εκτοπίσεις κ.λπ. εις βάρος των φιλοβουλγαρικών στοιχείων της περιοχής των Σκοπίων, με στόχο να αποκτήσουν «μακεδονική» συνείδηση.
Ανάλογα ήσαν τα μέτρα και εις βάρος του ελληνικού στοιχείου της περιοχής (κυρίως βλαχόφωνοι της Πελαγονίας), το οποίο εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από τις επίσημες στατιστικές και αναφορές, υπό την ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής εκείνης, οι οποίες απέφευγαν συστηματικά να δυσαρεστήσουν τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και προστατευόμενο των Αμερικάνων, «Στρατάρχη» Τίτο.
Σήμερα, το ιλαροτραγικό στοιχείο της υπόθεσης, αλλά εξ ίσου επικίνδυνο (λόγω της ανάμειξης του αμερικανικού παράγοντα), συνιστούν οι αιτιάσεις κάποιων φερεφώνων των Σκοπίων, οι οποίοι θρασύτατα απαιτούν να ανοίξουν σχολεία για να διδάσκεται η Σκοπιανή γλώσσα στα παιδιά κάποιας δήθεν «μακεδονικής εθνότητας», που αποτελεί μια καταπιεζόμενη μειονότητα στην Ελλάδα! Το ανησυχητικό στην περίπτωση αυτήν είναι ότι οι πολιτικοί των Αθηνών, ανοίγουν αλληλογραφία για το θέμα αυτό με τον ελληνικής καταγωγής Σκοπιανό πρωθυπουργό Γκρουέφσκι, αντί να απαιτήσουν «εδώ και τώρα» την διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για την τύχη των Ελλήνων της περιοχής του σημερινού κράτους των Σκοπίων.
Προσωπικά, είμαι περίεργος να διαπιστώσω ποια ακριβώς γλώσσα προτείνουν, οι υποστηρικτές και θιασώτες αυτής της πρότασης, να διδάσκεται στα «μειονοτικά» σχολεία, διότι όσον αφορά το γλωσσικό ιδίωμα που ομιλείται σε ορισμένες περιοχές παραμεθορίων Νομών της Μακεδονίας, ουδείς φαντάζομαι διανοείται να στείλει τα παιδιά του σε ένα τέτοιο σχολείο, για πολλούς και προφανείς λόγους και το όλο θέμα μάλλον αποτελεί ένα κακόγουστο αστείο. Εάν όμως οι Σκοπιανοί εννοούν την διδασκαλία της κατασκευασμένης γλώσσας τους, τότε το θράσος τους ξεπερνάει κάθε όριο. Αναρωτιέμαι, πόσοι άραγε, ακόμα και από τους φανατικότερους σκοπιανολάγνους, θα έστελναν τα παιδιά τους να μάθουν τα πρακτικώς άχρηστα Σκοπιανά (την δήθεν «Μακεδονική» γλώσσα), αντί μιας οποιασδήποτε χρήσιμης δυτικοευρωπαϊκής γλώσσας ή ακόμα και της Ρωσσικής, της Βουλγαρικής, της Σερβικής ή της Τουρκικής;
Ας σταματήσει λοιπόν αυτή η «εκ του πονηρού» συζήτηση περί «μακεδονικής» μειονότητας, που το «κακό» ελληνικό κράτος την καταπιέζει και δεν επιτρέπει στα μέλη της να μιλούν την «γλώσσα» τους. Το γλωσσικό ιδίωμα (και όχι γλώσσα) που ομιλείται σε ελάχιστες πλέον περιοχές της Μακεδονίας, αποτελεί για μας τους γηγενείς μια πολιτιστική κληρονομιά και για κάποιους άλλους Έλληνες ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο.
Δυστυχώς, από την στιγμή που το ιδίωμα αυτό ξεπεράστηκε ιστορικά και έχασε την χρησιμότητά του, θα ακολουθήσει την τύχη όλων των αντίστοιχων βοηθητικών γλωσσών. Σε κάποια απομονωμένα χωριά ίσως εξακολουθήσει να μιλιέται για μια ή και δυο γενιές ακόμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη. Προσωπικά, λυπάμαι που θα χαθεί ένα πολιτιστικό στοιχείο της περιοχής, όπως λυπάμαι που γκρεμίστηκαν ένα σωρό θαυμάσια οικήματα και στην θέση τους υψώθηκαν κακόγουστες πολυκατοικίες, αλλά προβληματίζομαι συχνά αν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Είναι το τίμημα της εξέλιξης, της κακής εξέλιξης αν θέλετε, αλλά δεν νομίζω ότι υπήρχε εναλλακτική λύση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, τα τσακώνικα και σε μικρότερο βαθμό με τα ποντιακά. Η ζωή όμως συνεχίζεται…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ausbausprache = «Aναβαθμισμένη γλώσσα» ή «Επίσημη γλώσσα». Είναι η γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται επίσημα στην κρατική γραφειοκρατία, στα ΜΜΕ κ.λπ. και διδάσκεται στα Σχολεία. Οι τυχόν άλλες ποικιλίες αυτής της γλώσσας, διάλεκτοι ή ιδιώματα (ντοπιολαλιές) χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία «ανεπίσημα» σε τοπικό επίπεδο, όπως π.χ. στην Ελλάδα, τα ποντιακά, η κρητική διάλεκτος κ.λπ.
Abstandsprache = «Απομακρυσμένη γλώσσα», ονομάζεται μια γλωσσική ποικιλία, σε σχέση με μια άλλη, όταν οι δύο αυτές γλώσσες είναι τόσο διαφορετικές ώστε είναι αδύνατον η μία να θεωρηθεί διάλεκτος της άλλης: π.χ. η επίσημη Ισπανική (Καστιλιάνικη) είναι σε σχέση με την Βασκική γλώσσα «Απομακρυσμένη γλώσσα», όπως προφανώς και η Βασκική σε σχέση με την Ισπανική. Το σλαβογενές ιδίωμα των περιοχών της Κεντρικο-Δυτικής Μακεδονίας σε σχέση με τα Ελληνικά θεωρείται Abstandsprache, παρ’ όλο που δύσκολα μπορεί να καταγραφεί ως πλήρης γλώσσα.
Dachsprache = «Γλώσσα–σκεπή» κυριολεκτικά ή «γλώσσα–ομπρέλα». Είναι η γλώσσα εκείνη, που μέσα σε ένα «γλωσσικό συνεχές», χρησιμεύει ως βασική γλώσσα, ένα είδος Ausbausprache, επίσημης γλώσσας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη «σύγχρονη επίσημη Αραβική» (Modern Standard Arabic), σε σχέση με τις διάφορες αραβικές διαλέκτους που ομιλούνται στον Αραβικό κόσμο, παρ’ όλο που κάποιες από αυτές τις διαλέκτους είναι τόσο διαφορετικές, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν Abstandspache, όπως π.χ. η καθομιλούμενη Αραβική στην Αίγυπτο σε σχέση με την «σύγχρονη επίσημη Αραβική» ή «λογία Αραβική».
(2) Η Λίγκουα Φράγκα προέκυψε στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου ως γλώσσα συναλλαγής μεταξύ εμπόρων και εμπορευομένων και ήταν ένα μίγμα Γαλλικών, Ιταλικών, Ισπανικών, Ελληνικών, Αραβικών και Tουρκικών λέξεων, με υποτυπώδη γραμματική και συντακτικό. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει μια πλήρη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν διαφορετικοί γλωσσικά πληθυσμοί για εμπορικούς, διπλωματικούς κ.λπ. λόγους. Η Ελληνική γλώσσα ήταν η Λίγκουα Φράγκα της Μέσης Ανατολής και της Ν.Α. Ευρώπης στην διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, αλλά και του Βυζαντίου, ενώ αντίστοιχα, η Λατινική, της Δυτικής Ευρώπης. Η Γαλλική ήταν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Λίγκουα Φράγκα της Διπλωματίας, για να εκτοπιστεί από την Αγγλική στην συνέχεια, η οποία έγινε σήμερα Λίγκουα Φράγκα σε πολλούς τομείς παγκοσμίως.
(3) Βλ. Λίνου Πολίτη: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1980 – Εισαγωγή, σελ. 17 όπου αναφερόμενος στην χρήση λατινικών χαρακτήρων για την καταγραφή της ελληνικής γλώσσας επισημαίνει ότι: «…το σύστημα χρησιμοποιήθηκε και από την Παπική προπαγάνδα για τους Έλληνες Καθολικούς των νησιών (φραγκοχιώτικα)…».
(4) Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση Κρεολής γλώσσας (Κρεολοί ονομάζονται οι μιγάδες απόγονοι Γάλλων και αφρικανών δούλων στις Γαλλικές αποικίες του Νέου Κόσμου. Η γλώσσα τους ήταν ένα μίγμα Γαλλικής και αφρικανικών διαλέκτων) είναι η Τοκ Πίσιν (Tok Pisin), η οποία ξεκίνησε τον 19ο αιώνα ως ιδίωμα pidgin στην Παπούα–Νέα Γουϊνέα με βάση την Αγγλική και ανάμειξη ιθαγενών λέξεων (και σε μικρότερη έκταση Γερμανικών και Πορτογαλικών). Χρησιμοποιήθηκε ως Λίγκουα Φράγκα στο νησί και κατέληξε να γίνει η μητρική γλώσσα των ιθαγενών, εξελισσόμενη πλέον σε μια σύγχρονη και πλήρη γλώσσα, με την βοήθεια και την επίσημη κρατική στήριξη των κυβερνήσεων της Παπούα-Νέας Γουϊνέας. Η ονομασία Τοκ Πίσιν προέκυψε από την έκφραση tok pisin (talk pidgin) = ομιλώ πίτζιν, στο ιδίωμα αυτό. Υπενθυμίζω σχετικά, ότι οι φυλές των Παπούα, περίπου 8,5 εκατομ. σήμερα, στο τεράστιο αυτό νησί (με έκταση πάνω από 885.000 τετρ. χλμ. δηλ. υπερεξαπλάσια της Ελλάδος) στα βόρεια της Αυστραλίας, ομιλούν περίπου 750 διαφορετικές γλώσσες/διαλέκτους. Ορισμένες από τις φυλές τους υπήρξαν στο παρελθόν διαβόητοι καννίβαλοι. Το νησί είναι χωρισμένο στην μέση και το μεν ανατολικό τμήμα αποτελεί το ανεξάρτητο (από το 1975) κράτος της Παπούα-Νέας Γουϊνέας, ενώ το δυτικό τμήμα αποτελεί επαρχία της Ινδονησίας.
(5) Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Βουλγάρικα ο Δήμαρχος μιας πόλης λέγεται кмет (κμετ), στα Σερβοκροατικά Γκραντονάτσαλνικ (=αρχηγός, επικεφαλής της πόλης) και στα Σκοπιανά, με μετάθεση του τόνου, Γκραντονατσάλνικ. Και οι δύο λέξεις είναι παντελώς άγνωστες στο τοπικό ιδίωμα του βορειοελλαδικού χώρου. Επί τουρκοκρατίας, σύμφωνα με πληροφορίες, χρησιμοποιούσαν την τουρκική λέξη μπέη (bey = κυβερνήτης, άρχοντας), μπέης ή μουχτάρης (τουρκ. muhtar = επικεφαλής).
(6) Η δημιουργία του ιδιώματος την συγκεκριμένη αυτή περίοδο δεν είναι τυχαία και ερμηνεύεται εύκολα αν αναλογισθούμε τις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες της εποχής. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά την ήττα της κατά την Β΄ πολιορκία της Βιέννης (1683) και τις επακολουθείσασες Συνθήκες του Κάρλοβιτς (Carlowitz, σημερινό Sremski Karlovci κοντά στο Βελιγράδι) το 1699 και Πασσάροβιτς (Γερμαν. Passarowitz, σημερινό Požarevac της Σερβίας) το 1718, θα εισέλθει αμετάκλητα σε τροχιά παρακμής και εσωτερικής κατάρρευσης, με αποτέλεσμα η στυγνή καταπίεση και η τρομοκράτηση των χριστιανικών πληθυσμών να χαλαρώσουν. Προϊόν αυτής της νέας κατάστασης ήταν η έναρξη επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών, το εμπόριο, επαφές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων διαφορετικών περιοχών κ.λπ. Τότε ακριβώς, στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, υπήρξε έντονη η ανάγκη ενός κοινά κατανοητού γλωσσικού οργάνου που θα διευκόλυνε όλα τα παραπάνω. Το σλαβογενές pidgin εξυπηρέτησε θαυμάσια αυτό τον σκοπό.
(7) Το περίφημο «Τετράγλωσσον Λεξικόν» του Δανιήλ Μοσχοπολίτη στην Ελληνική, Αλβανική, Αρωμουνική (βλάχικα) και Σλαβική, όπου η Σλαβική αντιπροσωπεύεται από το σλαβικό ιδίωμα της Αχρίδος, κατ’ άλλους μεν μία δυτικοβουλγαρική διάλεκτο, κατ’ άλλους δε (Σκοπιανούς) μια πρώτη μορφή της «σλαβομακεδονικής». Αυτό ακριβώς το ιδίωμα ήταν που χρησιμοποιήθηκε ως γλωσσικό υπόστρωμα για την διαμόρφωση του μακεδονικού pidgin. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο πλήρης τίτλος του Λεξικού ήταν: “Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανιτικής”, όπου διαπιστώνουμε ότι το σλαβικό ιδίωμα της περιοχής αντιμετωπίζεται ως διάλεκτος της Βουλγαρικής και όχι βέβαια κάποιας δήθεν «Μακεδονικής». Το έργο γράφτηκε και ίσως εκδόθηκε αρχικά στην φημισμένη Μοσχόπολη, στην σημερινή Αλβανία, πιθανόν το 1764 ή λίγο αργότερα, ως «Εισαγωγική Διδασκαλία» — της νεοελληνικής — και ακολούθησε η επανέκδοσή του με τριπλάσια ύλη στην Βιέννη ή σύμφωνα με άλλες πηγές στην Βενετία, στην οποία προστέθηκε το εν λόγω Λεξικό και το συνολικό έργο επανεκδόθηκε το 1802, πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη. Βλ. σχετικά Τρύφων Ε. Ευαγγελίδης, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας – Ελληνικά σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, τ. Β΄, Αθήναι 1936 σελ. 341-342.
(8) Η σύγχρονη Βουλγαρική γλώσσα διακρίνεται διαλεκτολογικά σε δύο, κατά βάση, μεγάλες ομάδες διαλέκτων, τις Ανατολικές και τις Δυτικές, αλλά υπάρχει και μια μικρή Ομάδα ιδιωμάτων, η Βορειοανατολική. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία διάκρισης μεταξύ των Βουλγαρικών διαλέκτων είναι η προφορά ενός συγκεκριμένου φωνήεντος, το οποίο είναι γνωστό ως «πριμενλίβο Я (μεταβλητό για)» και το οποίο προέρχεται από την εξέλιξη ενός αρχαιοβουλγαρικού φθόγγου. Ο φθόγγος αυτός, στο παλιό κυριλλικό αλφάβητο αποτυπωνόταν με το γράμμα Ѣ, το γιατ (ЯТЬ), όπως ονομαζόταν στην αρχαία βουλγαρική ή ε-τβόϊνο (Е-ДВОЙНО δηλ. διπλό ε), στην νεοβουλγαρική και καταργήθηκε με την μεταρρύθμιση του 1945.
Στις δυτικές βουλγαρικές διαλέκτους, το «μεταβλητό για» προφέρεται πάντοτε ως ε (το ελληνικό έψιλον), π.χ. БЕЛ (μπελ = λευκός, άσπρος – ενικός αριθμός) – БЕЛИ (μπέλι = λευκοί, άσπροι – πληθ. αριθμός), ενώ στις ανατολικές ως για (БЯЛ – БЯЛИ, μπιαλ – μπιάλι).
Στα Βορειοανατολικά ιδιώματα τέλος, το «μεταβλητό για» προφέρεται σύμφωνα με τους κανόνες της λογίας βουλγαρικής γλώσσας, δηλαδή μεταβάλλεται ανάλογα με τις μορφολογικές αλλαγές της λέξης (БЯЛ – БЕЛИ, μπιαλ – μπέλι). Έτσι π.χ. την λέξη ХЛЯБ (χλιάμπ = ψωμί), στην ανατολική μεν Βουλγαρία προφέρουν «χλιάπ», ενώ στην δυτική «χλέπ» και στο τοπικό ιδίωμα της Μακεδονίας «λεπ».
(9) Βλ. σχετικά την ανεκτίμητη καταγραφή, που περιλαμβάνεται στην εργασία του αείμνηστου Εδεσσαίου διδάσκαλου Γεωργίου Δ. Γεωργιάδη, με τίτλο: «Το μιξόγλωσσον εν Μακεδονία ιδίωμα» – Έδεσσα, 1948.
(10) Για παράδειγμα, οι τρεις συζυγίες του ρήματος (στην επίσημη βουλγαρική γλώσσα), συγχωνεύθηκαν σε μία, επήλθαν φωνητικές απλοποιήσεις κ.λπ.
(11) Βλ. για παράδειγμα σχετικές αναφορές στο κλασσικό έργο του ανθρωπολόγου Άρη Ν. Πουλιανού: «Η προέλευση των Ελλήνων» Αθήνα 1968. Στην εθνογενετική αυτή έρευνα ο Άρης Πουλιανός τονίζει ότι «…πολλοί Βλάχοι του Μπούφι και της Κεντρικής Μακεδονίας, που τώρα τελευταία άρχισαν να μιλάνε σλάβικα ή που η διάλεκτός τους έχει επηρεαστεί από τη σλάβικη, όπως σε μερικά χωριά του Καϊμακτσαλάν, παραδέχονται ότι οι πρόγονοί τους σε παλιότερες εποχές μιλούσαν μόνο βλάχικα…».
(12) Αυτά τα τραγούδια που κυκλοφορούν σήμερα είναι κατά 90% σκοπιανά μεταπολεμικά κατασκευάσματα και τα οποία «λανσάρονται» ως Makedonski narodni pesni, δηλ. ως «Μακεδονικά» δημοτικά (σε ακριβή μετάφραση «λαϊκά») τραγούδια. Οφείλω να σημειώσω ότι προ ετών, Έλληνες πανεπιστημιακοί «ερευνητές», αγνοώντας σχεδόν τα πάντα, ηχογράφησαν κάποια από αυτά, πιστεύοντας ότι συλλέγουν σπάνιο λαογραφικό υλικό! Όσο για τα πολύ της μόδας τελευταίως «χάλκινα», είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία, που αξίζει να ασχοληθούν κάποιοι ειδικότεροι από εμένα, για την προέλευσή τους και την διάδοσή τους στον χώρο της δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας.
(13) Βλ. λεπτομέρειες στην προαναφερθείσα εργασία «Το μιξόγλωσσον…» ό.π. σελ. 12-16.
(14) “…We have many times heard from the Macedonists that they are not Bulgarians but Macedonians, descendants of the Ancient Macedonians, and we have always waited to hear some proofs of this, but we have never heard them. The Macedonists have never shown us the bases of their attitude. They insist on their Macedonian origin, which they cannot prove in any satisfactory way. We have read in the history that in Macedonia existed a small nation - Macedonians; but nowhere do we find in it neither what were those Macedonians, nor of what tribe is their origin, and the few macedonian words, preserved through some greek writers, completely deny such a possibility. In addition to this, after Macedonia was subdued by the Romans, there is no remembrance of those Macedonians any further. We can find in their areas all kinds of other nations, except for the Macedonians, who solely we don't find…”.
Петко Славейков “Македония” 18.Ι.1871
[…Έχουμε ακούσει πολλές φορές από τους Μακεδονιστές ότι δεν είναι Βούλγαροι, αλλά Μακεδόνες, απόγονοι των Αρχαίων Μακεδόνων, και εμείς πάντοτε περιμένουμε να ακούσουμε κάποιες αποδείξεις γι’ αυτό, αλλά ποτέ δεν τις ακούσαμε. Οι Μακεδονιστές ποτέ δεν μας επέδειξαν τις βάσεις για την στάση τους. Επιμένουν στην Μακεδονική καταγωγή τους, την οποία δεν μπορούν να αποδείξουν με κάποιον ικανοποιητικό τρόπο. Έχουμε διαβάσει στην Ιστορία ότι στην Μακεδονία υπήρχε ένα μικρό έθνος – οι Μακεδόνες, αλλά πουθενά δεν βρίσκουμε σ’ αυτήν τι ήσαν αυτοί οι Μακεδόνες, ούτε από ποιο φύλο κατάγονταν και οι λίγες μακεδονικές λέξεις, που διασώθηκαν από κάποιους (αρχαίους) Έλληνες συγγραφείς, απορρίπτουν αυτήν την πιθανότητα. Επί πλέον, μετά την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους, δεν υπάρχει πια ανάμνηση αυτών των Μακεδόνων. Μπορούμε να βρούμε στις περιοχές τους όλα τα είδη των άλλων εθνών, εκτός από Μακεδόνες, που μόνον αυτούς δεν βρίσκουμε…]. Πέτκο Σλαβέϊκωφ, εφημ. «Μακεδονία» 18.Ι.1871
Αξίζει να παρουσιάσουμε στο σημείο αυτό την καταγραφή των επιχειρημάτων των «Μακεδονιστών», που ανακεφαλαιώνει ο Σλαβέϊκωφ τα οποία χρησιμοποιούσαν για την διάκριση «Μακεδόνων» και Βουλγάρων [βλ. σχετικά στο συλλογικό έργο: “The new Macedonian Question” σελ. 57 – James Pettifer (edit.), “Palgrave” 2001]:
α. Απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων
β. Καθαρόαιμοι Σλάβοι σε αντίθεση με τους ταταρικής καταγωγής Βούλγαρους
γ. Οι «μακεδονικές» διάλεκτοι διαφέρουν από εκείνες της «Άνω Βουλγαρίας»
δ. Οι «Μακεδόνες» είναι δυσαρεστημένοι από την κυριαρχία των «Ανωβουλγάρων» (sic) και της γλώσσας τους
ε. Επιθυμούν να αναβαθμίσουν την «τοπική μακεδονική διάλεκτο» σε φιλολογική (καλλιεργημένη) γλώσσα
στ. Επιθυμούν να αποχωριστούν εκκλησιαστικά από την Βουλγαρική Εξαρχία και να παλινορθώσουν την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος σε ξεχωριστή «μακεδονική» Εκκλησία.
Παρατηρούμε ότι τα «επιχειρήματα» αυτά παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα και τα επικαλούνται σήμερα οι Σκοπιανοί ιθύνοντες. Το αξιοπερίεργο βέβαια από τους παραπάνω ισχυρισμούς είναι το πώς μπορεί να συμβιβαστεί η καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες με τον ισχυρισμό ότι είναι «καθαρόαιμοι» Σλάβοι. Προφανώς, το έργο αυτό θα αναλάβουν τα ποικίλα «Πανεπιστήμια» και «Ινστιτούτα», που χρηματοδοτεί αφειδώς ο γνωστός «φιλάνθρωπος» Σόρος.
Έδεσσα, Αύγουστος 2008
Αλλά «τι χρείαν άλλων μαρτύρων έχουμε», όταν ακόμα και ο πρώην Πρωθυπουργός των Σκοπίων και αρχηγός του ισχυρού σωβινιστικού κόμματος Β.Μ.Ρ.Ο. των Σκοπίων, ο Λιούπτσο Γκεοργκίεφσκι (όπως και δεκάδες χιλιάδες άλλοι Σκοπιανοί συμπατριώτες του), σχετικά πρόσφατα, ζήτησαν και έλαβαν την βουλγαρική υπηκοότητα. Ο Γκεοργκίεφσκι μάλιστα, με δηλώσεις του στον σκοπιανό και στον βουλγαρικό Τύπο, εξεδήλωσε την πρόθεσή του να διορισθεί πρέσβυς της Βουλγαρίας στα Σκόπια, ασφαλώς μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια χρονικά.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι ο ελληνομαθής Βούλγαρος ποιητής, πολιτικός και πατριώτης (πήρε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων) Πέτκο Σλαβέϊκωφ (1827-1895), υπήρξε δεδηλωμένος εχθρός του «Μακεδονισμού», με θεωρητική τεκμηρίωση και επιχειρηματολογία, που αποτυπώθηκαν κυρίως στο περίφημο άρθρο του, με τίτλο "Македонският въпрос" («Το Μακεδονικό Ζήτημα»), το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 1871 στην εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ», που εξέδιδε (1866-1872) ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη[14], πριν υπάρξει η επίσημη στροφή της Βουλγαρίας προς τον «Μακεδονισμό», στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.
Είναι πάντως άξια θαυμασμού η μεθοδικότητα και η ευφυής επιλογή των στόχων της σκοπιανής προπαγανδιστικής μηχανής. Ξεκίνησαν από το γλωσσικό και βαθμιαία προχώρησαν σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα με αποκορύφωμα την δημιουργία «κόμματος» την δεκαετία του 1980. Θυμάμαι πολύ καλά ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 όταν με ρωτούσαν αν γνωρίζω το ιδίωμα, η ερώτηση γινόταν με την μορφή: «Ζνάεις μπουγκάρτσκι;» δηλ. «Ξέρεις βουλγάρικα;», όντας σχεδόν αυτονόητο ότι αυτό το ιδίωμα ήταν ένα είδος βουλγαρικών. Εάν η συζήτηση γινόταν στα ελληνικά το ερώτημα είχε την μορφή «Ξέρεις εντόπικα/ντόπια;». Προς τα τέλη όμως της ίδιας δεκαετίας και ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ερώτημα είχε διαφοροποιηθεί πλήρως και είχε πλέον την μορφή «Ζνάεις μακεντόνσκι;» ή «Ξέρεις μακεδονικά;».
Διαπιστώνουμε λοιπόν το πόσο εύκολα υιοθετήθηκε η «μακεδονική» γλωσσική ταυτότητα σε αντίθεση με την βεβαρημένη βουλγαρική. Εξ ίσου αριστοτεχνική ήταν και η σκόπιμη σύγχυση που καλλιεργήθηκε μεταξύ εθνολογικής και γεωγραφικής καταγωγής. Έγινε λοιπόν της «μόδας» να δηλώνει κάποιος «Μακεδόνας» αόριστα, που για τους φιλοσκοπιανούς εξυπονοούσε άλλη εθνική ταυτότητα από την ελληνική και που ήταν εύκολο, όταν τα πράγματα σοβάρευαν, να δοθεί η ερμηνεία: «Εννοούσα ότι δεν είμαι Θρακιώτης ή Κρητικός». Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιων δικαιολογιών. Χάρη στα διάφορα «παρατηρητήρια» και «Συμβούλια της Ευρώπης» αν κάποιος δίγλωσσος δηλώσει Έλληνας, σε συγκεκριμένα χωριά, πάντα θα βρεθεί κάποιος να τον ειρωνευτεί μεταξύ σοβαρού και αστείου ως «γκρεκομάν» (=ελληνομανή).
Βεβαίως, όλα αυτά αγνοούνται ή ακόμα χειρότερα, παραποιούνται μονίμως από συγκεκριμένους κύκλους εθνομηδενιστών, εξέχον μέλος των οποίων είναι και ο γνωστός Τάσος Κωστόπουλος, συνεργάτης της εφηµερίδας «Ελευθεροτυπία» και του «Ιού της Κυριακής», ο οποίος δεν δίστασε να συγγράψει σχετικό βιβλίο με τον πομπώδη τίτλο: «Η απαγορευµένη γλώσσα: Κρατική καταστολή των σλαβικών διαλέκτων στην ελληνική Μακεδονία» (Αθήνα, 2000), που έσπευσε να προβάλει με επαινετική κριτική (δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Kαθηµερινή» στις 17/10/2000 με τίτλο «H γλωσσική πολιτική αφοµοίωσης των σλαβόφωνων»), ο επίσης γνωστός και μη εξαιρετέος κ. Σπύρος A. Μοσχονάς, γλωσσολόγος του Πανεπιστημίου Αθηνών!
Κλείνοντας, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι το ιδίωμα των Ελλήνων γηγενών της Μακεδονίας δεν έχει καμία σχέση με την επίσημη, δήθεν «μακεδονική» γλώσσα (που κατασκευάστηκε με βάση την διάλεκτο της περιοχής Μοναστηρίου–Βελεσών) του Σκοπιανού κράτους και η οποία εκσερβίστηκε συστηματικά, ώστε να αλλοιωθούν τα βουλγαρικά χαρακτηριστικά της. Το πρώτο υπήρξε μια βοηθητική γλώσσα που ξεκίνησε ως πίτζιν και εξελίχθηκε σε Κρεολή, ενώ η δεύτερη είναι «μια διάλεκτος εξοπλισμένη με στρατό και ναυτικό», όπως προαναφέραμε, και η οποία εξελίσσεται σε μια πλήρη γλώσσα με την στήριξη όλων των μηχανισμών του κράτους των Σκοπίων.
Αντίστοιχη με τα γλωσσικά ήταν και η πορεία των καταπιεστικών μέτρων «εκμακεδονισμού», που εφαρμόστηκαν στον πληθυσμό της περιοχής επί Τιτοϊκού καθεστώτος. Στο βιβλίο του Hugh Poulton: Who are the Macedonians? (C. Hurst Co. Publishers, London 20002), αναφέρονται τεκμηριωμένα οι πολυάριθμες ομαδικές δίκες, εκτελέσεις, εκτοπίσεις κ.λπ. εις βάρος των φιλοβουλγαρικών στοιχείων της περιοχής των Σκοπίων, με στόχο να αποκτήσουν «μακεδονική» συνείδηση.
Ανάλογα ήσαν τα μέτρα και εις βάρος του ελληνικού στοιχείου της περιοχής (κυρίως βλαχόφωνοι της Πελαγονίας), το οποίο εξαφανίστηκε ως δια μαγείας από τις επίσημες στατιστικές και αναφορές, υπό την ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων της εποχής εκείνης, οι οποίες απέφευγαν συστηματικά να δυσαρεστήσουν τον ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και προστατευόμενο των Αμερικάνων, «Στρατάρχη» Τίτο.
Σήμερα, το ιλαροτραγικό στοιχείο της υπόθεσης, αλλά εξ ίσου επικίνδυνο (λόγω της ανάμειξης του αμερικανικού παράγοντα), συνιστούν οι αιτιάσεις κάποιων φερεφώνων των Σκοπίων, οι οποίοι θρασύτατα απαιτούν να ανοίξουν σχολεία για να διδάσκεται η Σκοπιανή γλώσσα στα παιδιά κάποιας δήθεν «μακεδονικής εθνότητας», που αποτελεί μια καταπιεζόμενη μειονότητα στην Ελλάδα! Το ανησυχητικό στην περίπτωση αυτήν είναι ότι οι πολιτικοί των Αθηνών, ανοίγουν αλληλογραφία για το θέμα αυτό με τον ελληνικής καταγωγής Σκοπιανό πρωθυπουργό Γκρουέφσκι, αντί να απαιτήσουν «εδώ και τώρα» την διεξαγωγή διεθνούς έρευνας για την τύχη των Ελλήνων της περιοχής του σημερινού κράτους των Σκοπίων.
Προσωπικά, είμαι περίεργος να διαπιστώσω ποια ακριβώς γλώσσα προτείνουν, οι υποστηρικτές και θιασώτες αυτής της πρότασης, να διδάσκεται στα «μειονοτικά» σχολεία, διότι όσον αφορά το γλωσσικό ιδίωμα που ομιλείται σε ορισμένες περιοχές παραμεθορίων Νομών της Μακεδονίας, ουδείς φαντάζομαι διανοείται να στείλει τα παιδιά του σε ένα τέτοιο σχολείο, για πολλούς και προφανείς λόγους και το όλο θέμα μάλλον αποτελεί ένα κακόγουστο αστείο. Εάν όμως οι Σκοπιανοί εννοούν την διδασκαλία της κατασκευασμένης γλώσσας τους, τότε το θράσος τους ξεπερνάει κάθε όριο. Αναρωτιέμαι, πόσοι άραγε, ακόμα και από τους φανατικότερους σκοπιανολάγνους, θα έστελναν τα παιδιά τους να μάθουν τα πρακτικώς άχρηστα Σκοπιανά (την δήθεν «Μακεδονική» γλώσσα), αντί μιας οποιασδήποτε χρήσιμης δυτικοευρωπαϊκής γλώσσας ή ακόμα και της Ρωσσικής, της Βουλγαρικής, της Σερβικής ή της Τουρκικής;
Ας σταματήσει λοιπόν αυτή η «εκ του πονηρού» συζήτηση περί «μακεδονικής» μειονότητας, που το «κακό» ελληνικό κράτος την καταπιέζει και δεν επιτρέπει στα μέλη της να μιλούν την «γλώσσα» τους. Το γλωσσικό ιδίωμα (και όχι γλώσσα) που ομιλείται σε ελάχιστες πλέον περιοχές της Μακεδονίας, αποτελεί για μας τους γηγενείς μια πολιτιστική κληρονομιά και για κάποιους άλλους Έλληνες ένα αξιοπερίεργο φαινόμενο.
Δυστυχώς, από την στιγμή που το ιδίωμα αυτό ξεπεράστηκε ιστορικά και έχασε την χρησιμότητά του, θα ακολουθήσει την τύχη όλων των αντίστοιχων βοηθητικών γλωσσών. Σε κάποια απομονωμένα χωριά ίσως εξακολουθήσει να μιλιέται για μια ή και δυο γενιές ακόμα, αλλά η κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη. Προσωπικά, λυπάμαι που θα χαθεί ένα πολιτιστικό στοιχείο της περιοχής, όπως λυπάμαι που γκρεμίστηκαν ένα σωρό θαυμάσια οικήματα και στην θέση τους υψώθηκαν κακόγουστες πολυκατοικίες, αλλά προβληματίζομαι συχνά αν μπορούσε να γίνει κάτι διαφορετικό. Είναι το τίμημα της εξέλιξης, της κακής εξέλιξης αν θέλετε, αλλά δεν νομίζω ότι υπήρχε εναλλακτική λύση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα βλάχικα, τα αρβανίτικα, τα τσακώνικα και σε μικρότερο βαθμό με τα ποντιακά. Η ζωή όμως συνεχίζεται…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ausbausprache = «Aναβαθμισμένη γλώσσα» ή «Επίσημη γλώσσα». Είναι η γλώσσα, η οποία χρησιμοποιείται επίσημα στην κρατική γραφειοκρατία, στα ΜΜΕ κ.λπ. και διδάσκεται στα Σχολεία. Οι τυχόν άλλες ποικιλίες αυτής της γλώσσας, διάλεκτοι ή ιδιώματα (ντοπιολαλιές) χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ομιλία «ανεπίσημα» σε τοπικό επίπεδο, όπως π.χ. στην Ελλάδα, τα ποντιακά, η κρητική διάλεκτος κ.λπ.
Abstandsprache = «Απομακρυσμένη γλώσσα», ονομάζεται μια γλωσσική ποικιλία, σε σχέση με μια άλλη, όταν οι δύο αυτές γλώσσες είναι τόσο διαφορετικές ώστε είναι αδύνατον η μία να θεωρηθεί διάλεκτος της άλλης: π.χ. η επίσημη Ισπανική (Καστιλιάνικη) είναι σε σχέση με την Βασκική γλώσσα «Απομακρυσμένη γλώσσα», όπως προφανώς και η Βασκική σε σχέση με την Ισπανική. Το σλαβογενές ιδίωμα των περιοχών της Κεντρικο-Δυτικής Μακεδονίας σε σχέση με τα Ελληνικά θεωρείται Abstandsprache, παρ’ όλο που δύσκολα μπορεί να καταγραφεί ως πλήρης γλώσσα.
Dachsprache = «Γλώσσα–σκεπή» κυριολεκτικά ή «γλώσσα–ομπρέλα». Είναι η γλώσσα εκείνη, που μέσα σε ένα «γλωσσικό συνεχές», χρησιμεύει ως βασική γλώσσα, ένα είδος Ausbausprache, επίσημης γλώσσας. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη «σύγχρονη επίσημη Αραβική» (Modern Standard Arabic), σε σχέση με τις διάφορες αραβικές διαλέκτους που ομιλούνται στον Αραβικό κόσμο, παρ’ όλο που κάποιες από αυτές τις διαλέκτους είναι τόσο διαφορετικές, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν Abstandspache, όπως π.χ. η καθομιλούμενη Αραβική στην Αίγυπτο σε σχέση με την «σύγχρονη επίσημη Αραβική» ή «λογία Αραβική».
(2) Η Λίγκουα Φράγκα προέκυψε στα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου ως γλώσσα συναλλαγής μεταξύ εμπόρων και εμπορευομένων και ήταν ένα μίγμα Γαλλικών, Ιταλικών, Ισπανικών, Ελληνικών, Αραβικών και Tουρκικών λέξεων, με υποτυπώδη γραμματική και συντακτικό. Αργότερα ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει μια πλήρη γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν διαφορετικοί γλωσσικά πληθυσμοί για εμπορικούς, διπλωματικούς κ.λπ. λόγους. Η Ελληνική γλώσσα ήταν η Λίγκουα Φράγκα της Μέσης Ανατολής και της Ν.Α. Ευρώπης στην διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων, αλλά και του Βυζαντίου, ενώ αντίστοιχα, η Λατινική, της Δυτικής Ευρώπης. Η Γαλλική ήταν μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Λίγκουα Φράγκα της Διπλωματίας, για να εκτοπιστεί από την Αγγλική στην συνέχεια, η οποία έγινε σήμερα Λίγκουα Φράγκα σε πολλούς τομείς παγκοσμίως.
(3) Βλ. Λίνου Πολίτη: «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1980 – Εισαγωγή, σελ. 17 όπου αναφερόμενος στην χρήση λατινικών χαρακτήρων για την καταγραφή της ελληνικής γλώσσας επισημαίνει ότι: «…το σύστημα χρησιμοποιήθηκε και από την Παπική προπαγάνδα για τους Έλληνες Καθολικούς των νησιών (φραγκοχιώτικα)…».
(4) Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση Κρεολής γλώσσας (Κρεολοί ονομάζονται οι μιγάδες απόγονοι Γάλλων και αφρικανών δούλων στις Γαλλικές αποικίες του Νέου Κόσμου. Η γλώσσα τους ήταν ένα μίγμα Γαλλικής και αφρικανικών διαλέκτων) είναι η Τοκ Πίσιν (Tok Pisin), η οποία ξεκίνησε τον 19ο αιώνα ως ιδίωμα pidgin στην Παπούα–Νέα Γουϊνέα με βάση την Αγγλική και ανάμειξη ιθαγενών λέξεων (και σε μικρότερη έκταση Γερμανικών και Πορτογαλικών). Χρησιμοποιήθηκε ως Λίγκουα Φράγκα στο νησί και κατέληξε να γίνει η μητρική γλώσσα των ιθαγενών, εξελισσόμενη πλέον σε μια σύγχρονη και πλήρη γλώσσα, με την βοήθεια και την επίσημη κρατική στήριξη των κυβερνήσεων της Παπούα-Νέας Γουϊνέας. Η ονομασία Τοκ Πίσιν προέκυψε από την έκφραση tok pisin (talk pidgin) = ομιλώ πίτζιν, στο ιδίωμα αυτό. Υπενθυμίζω σχετικά, ότι οι φυλές των Παπούα, περίπου 8,5 εκατομ. σήμερα, στο τεράστιο αυτό νησί (με έκταση πάνω από 885.000 τετρ. χλμ. δηλ. υπερεξαπλάσια της Ελλάδος) στα βόρεια της Αυστραλίας, ομιλούν περίπου 750 διαφορετικές γλώσσες/διαλέκτους. Ορισμένες από τις φυλές τους υπήρξαν στο παρελθόν διαβόητοι καννίβαλοι. Το νησί είναι χωρισμένο στην μέση και το μεν ανατολικό τμήμα αποτελεί το ανεξάρτητο (από το 1975) κράτος της Παπούα-Νέας Γουϊνέας, ενώ το δυτικό τμήμα αποτελεί επαρχία της Ινδονησίας.
(5) Αξίζει να σημειωθεί ότι στα Βουλγάρικα ο Δήμαρχος μιας πόλης λέγεται кмет (κμετ), στα Σερβοκροατικά Γκραντονάτσαλνικ (=αρχηγός, επικεφαλής της πόλης) και στα Σκοπιανά, με μετάθεση του τόνου, Γκραντονατσάλνικ. Και οι δύο λέξεις είναι παντελώς άγνωστες στο τοπικό ιδίωμα του βορειοελλαδικού χώρου. Επί τουρκοκρατίας, σύμφωνα με πληροφορίες, χρησιμοποιούσαν την τουρκική λέξη μπέη (bey = κυβερνήτης, άρχοντας), μπέης ή μουχτάρης (τουρκ. muhtar = επικεφαλής).
(6) Η δημιουργία του ιδιώματος την συγκεκριμένη αυτή περίοδο δεν είναι τυχαία και ερμηνεύεται εύκολα αν αναλογισθούμε τις ιστορικές και πολιτικές συγκυρίες της εποχής. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, μετά την ήττα της κατά την Β΄ πολιορκία της Βιέννης (1683) και τις επακολουθείσασες Συνθήκες του Κάρλοβιτς (Carlowitz, σημερινό Sremski Karlovci κοντά στο Βελιγράδι) το 1699 και Πασσάροβιτς (Γερμαν. Passarowitz, σημερινό Požarevac της Σερβίας) το 1718, θα εισέλθει αμετάκλητα σε τροχιά παρακμής και εσωτερικής κατάρρευσης, με αποτέλεσμα η στυγνή καταπίεση και η τρομοκράτηση των χριστιανικών πληθυσμών να χαλαρώσουν. Προϊόν αυτής της νέας κατάστασης ήταν η έναρξη επικοινωνίας μεταξύ των πληθυσμών, το εμπόριο, επαφές και κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των κατοίκων διαφορετικών περιοχών κ.λπ. Τότε ακριβώς, στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, υπήρξε έντονη η ανάγκη ενός κοινά κατανοητού γλωσσικού οργάνου που θα διευκόλυνε όλα τα παραπάνω. Το σλαβογενές pidgin εξυπηρέτησε θαυμάσια αυτό τον σκοπό.
(7) Το περίφημο «Τετράγλωσσον Λεξικόν» του Δανιήλ Μοσχοπολίτη στην Ελληνική, Αλβανική, Αρωμουνική (βλάχικα) και Σλαβική, όπου η Σλαβική αντιπροσωπεύεται από το σλαβικό ιδίωμα της Αχρίδος, κατ’ άλλους μεν μία δυτικοβουλγαρική διάλεκτο, κατ’ άλλους δε (Σκοπιανούς) μια πρώτη μορφή της «σλαβομακεδονικής». Αυτό ακριβώς το ιδίωμα ήταν που χρησιμοποιήθηκε ως γλωσσικό υπόστρωμα για την διαμόρφωση του μακεδονικού pidgin. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο πλήρης τίτλος του Λεξικού ήταν: “Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανιτικής”, όπου διαπιστώνουμε ότι το σλαβικό ιδίωμα της περιοχής αντιμετωπίζεται ως διάλεκτος της Βουλγαρικής και όχι βέβαια κάποιας δήθεν «Μακεδονικής». Το έργο γράφτηκε και ίσως εκδόθηκε αρχικά στην φημισμένη Μοσχόπολη, στην σημερινή Αλβανία, πιθανόν το 1764 ή λίγο αργότερα, ως «Εισαγωγική Διδασκαλία» — της νεοελληνικής — και ακολούθησε η επανέκδοσή του με τριπλάσια ύλη στην Βιέννη ή σύμφωνα με άλλες πηγές στην Βενετία, στην οποία προστέθηκε το εν λόγω Λεξικό και το συνολικό έργο επανεκδόθηκε το 1802, πιθανότατα στην Κωνσταντινούπολη. Βλ. σχετικά Τρύφων Ε. Ευαγγελίδης, Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας – Ελληνικά σχολεία από της Αλώσεως μέχρι Καποδιστρίου, τ. Β΄, Αθήναι 1936 σελ. 341-342.
(8) Η σύγχρονη Βουλγαρική γλώσσα διακρίνεται διαλεκτολογικά σε δύο, κατά βάση, μεγάλες ομάδες διαλέκτων, τις Ανατολικές και τις Δυτικές, αλλά υπάρχει και μια μικρή Ομάδα ιδιωμάτων, η Βορειοανατολική. Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία διάκρισης μεταξύ των Βουλγαρικών διαλέκτων είναι η προφορά ενός συγκεκριμένου φωνήεντος, το οποίο είναι γνωστό ως «πριμενλίβο Я (μεταβλητό για)» και το οποίο προέρχεται από την εξέλιξη ενός αρχαιοβουλγαρικού φθόγγου. Ο φθόγγος αυτός, στο παλιό κυριλλικό αλφάβητο αποτυπωνόταν με το γράμμα Ѣ, το γιατ (ЯТЬ), όπως ονομαζόταν στην αρχαία βουλγαρική ή ε-τβόϊνο (Е-ДВОЙНО δηλ. διπλό ε), στην νεοβουλγαρική και καταργήθηκε με την μεταρρύθμιση του 1945.
Στις δυτικές βουλγαρικές διαλέκτους, το «μεταβλητό για» προφέρεται πάντοτε ως ε (το ελληνικό έψιλον), π.χ. БЕЛ (μπελ = λευκός, άσπρος – ενικός αριθμός) – БЕЛИ (μπέλι = λευκοί, άσπροι – πληθ. αριθμός), ενώ στις ανατολικές ως για (БЯЛ – БЯЛИ, μπιαλ – μπιάλι).
Στα Βορειοανατολικά ιδιώματα τέλος, το «μεταβλητό για» προφέρεται σύμφωνα με τους κανόνες της λογίας βουλγαρικής γλώσσας, δηλαδή μεταβάλλεται ανάλογα με τις μορφολογικές αλλαγές της λέξης (БЯЛ – БЕЛИ, μπιαλ – μπέλι). Έτσι π.χ. την λέξη ХЛЯБ (χλιάμπ = ψωμί), στην ανατολική μεν Βουλγαρία προφέρουν «χλιάπ», ενώ στην δυτική «χλέπ» και στο τοπικό ιδίωμα της Μακεδονίας «λεπ».
(9) Βλ. σχετικά την ανεκτίμητη καταγραφή, που περιλαμβάνεται στην εργασία του αείμνηστου Εδεσσαίου διδάσκαλου Γεωργίου Δ. Γεωργιάδη, με τίτλο: «Το μιξόγλωσσον εν Μακεδονία ιδίωμα» – Έδεσσα, 1948.
(10) Για παράδειγμα, οι τρεις συζυγίες του ρήματος (στην επίσημη βουλγαρική γλώσσα), συγχωνεύθηκαν σε μία, επήλθαν φωνητικές απλοποιήσεις κ.λπ.
(11) Βλ. για παράδειγμα σχετικές αναφορές στο κλασσικό έργο του ανθρωπολόγου Άρη Ν. Πουλιανού: «Η προέλευση των Ελλήνων» Αθήνα 1968. Στην εθνογενετική αυτή έρευνα ο Άρης Πουλιανός τονίζει ότι «…πολλοί Βλάχοι του Μπούφι και της Κεντρικής Μακεδονίας, που τώρα τελευταία άρχισαν να μιλάνε σλάβικα ή που η διάλεκτός τους έχει επηρεαστεί από τη σλάβικη, όπως σε μερικά χωριά του Καϊμακτσαλάν, παραδέχονται ότι οι πρόγονοί τους σε παλιότερες εποχές μιλούσαν μόνο βλάχικα…».
(12) Αυτά τα τραγούδια που κυκλοφορούν σήμερα είναι κατά 90% σκοπιανά μεταπολεμικά κατασκευάσματα και τα οποία «λανσάρονται» ως Makedonski narodni pesni, δηλ. ως «Μακεδονικά» δημοτικά (σε ακριβή μετάφραση «λαϊκά») τραγούδια. Οφείλω να σημειώσω ότι προ ετών, Έλληνες πανεπιστημιακοί «ερευνητές», αγνοώντας σχεδόν τα πάντα, ηχογράφησαν κάποια από αυτά, πιστεύοντας ότι συλλέγουν σπάνιο λαογραφικό υλικό! Όσο για τα πολύ της μόδας τελευταίως «χάλκινα», είναι μια άλλη ενδιαφέρουσα ιστορία, που αξίζει να ασχοληθούν κάποιοι ειδικότεροι από εμένα, για την προέλευσή τους και την διάδοσή τους στον χώρο της δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας.
(13) Βλ. λεπτομέρειες στην προαναφερθείσα εργασία «Το μιξόγλωσσον…» ό.π. σελ. 12-16.
(14) “…We have many times heard from the Macedonists that they are not Bulgarians but Macedonians, descendants of the Ancient Macedonians, and we have always waited to hear some proofs of this, but we have never heard them. The Macedonists have never shown us the bases of their attitude. They insist on their Macedonian origin, which they cannot prove in any satisfactory way. We have read in the history that in Macedonia existed a small nation - Macedonians; but nowhere do we find in it neither what were those Macedonians, nor of what tribe is their origin, and the few macedonian words, preserved through some greek writers, completely deny such a possibility. In addition to this, after Macedonia was subdued by the Romans, there is no remembrance of those Macedonians any further. We can find in their areas all kinds of other nations, except for the Macedonians, who solely we don't find…”.
Петко Славейков “Македония” 18.Ι.1871
[…Έχουμε ακούσει πολλές φορές από τους Μακεδονιστές ότι δεν είναι Βούλγαροι, αλλά Μακεδόνες, απόγονοι των Αρχαίων Μακεδόνων, και εμείς πάντοτε περιμένουμε να ακούσουμε κάποιες αποδείξεις γι’ αυτό, αλλά ποτέ δεν τις ακούσαμε. Οι Μακεδονιστές ποτέ δεν μας επέδειξαν τις βάσεις για την στάση τους. Επιμένουν στην Μακεδονική καταγωγή τους, την οποία δεν μπορούν να αποδείξουν με κάποιον ικανοποιητικό τρόπο. Έχουμε διαβάσει στην Ιστορία ότι στην Μακεδονία υπήρχε ένα μικρό έθνος – οι Μακεδόνες, αλλά πουθενά δεν βρίσκουμε σ’ αυτήν τι ήσαν αυτοί οι Μακεδόνες, ούτε από ποιο φύλο κατάγονταν και οι λίγες μακεδονικές λέξεις, που διασώθηκαν από κάποιους (αρχαίους) Έλληνες συγγραφείς, απορρίπτουν αυτήν την πιθανότητα. Επί πλέον, μετά την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους, δεν υπάρχει πια ανάμνηση αυτών των Μακεδόνων. Μπορούμε να βρούμε στις περιοχές τους όλα τα είδη των άλλων εθνών, εκτός από Μακεδόνες, που μόνον αυτούς δεν βρίσκουμε…]. Πέτκο Σλαβέϊκωφ, εφημ. «Μακεδονία» 18.Ι.1871
Αξίζει να παρουσιάσουμε στο σημείο αυτό την καταγραφή των επιχειρημάτων των «Μακεδονιστών», που ανακεφαλαιώνει ο Σλαβέϊκωφ τα οποία χρησιμοποιούσαν για την διάκριση «Μακεδόνων» και Βουλγάρων [βλ. σχετικά στο συλλογικό έργο: “The new Macedonian Question” σελ. 57 – James Pettifer (edit.), “Palgrave” 2001]:
α. Απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων
β. Καθαρόαιμοι Σλάβοι σε αντίθεση με τους ταταρικής καταγωγής Βούλγαρους
γ. Οι «μακεδονικές» διάλεκτοι διαφέρουν από εκείνες της «Άνω Βουλγαρίας»
δ. Οι «Μακεδόνες» είναι δυσαρεστημένοι από την κυριαρχία των «Ανωβουλγάρων» (sic) και της γλώσσας τους
ε. Επιθυμούν να αναβαθμίσουν την «τοπική μακεδονική διάλεκτο» σε φιλολογική (καλλιεργημένη) γλώσσα
στ. Επιθυμούν να αποχωριστούν εκκλησιαστικά από την Βουλγαρική Εξαρχία και να παλινορθώσουν την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος σε ξεχωριστή «μακεδονική» Εκκλησία.
Παρατηρούμε ότι τα «επιχειρήματα» αυτά παραμένουν σχεδόν αναλλοίωτα και τα επικαλούνται σήμερα οι Σκοπιανοί ιθύνοντες. Το αξιοπερίεργο βέβαια από τους παραπάνω ισχυρισμούς είναι το πώς μπορεί να συμβιβαστεί η καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες με τον ισχυρισμό ότι είναι «καθαρόαιμοι» Σλάβοι. Προφανώς, το έργο αυτό θα αναλάβουν τα ποικίλα «Πανεπιστήμια» και «Ινστιτούτα», που χρηματοδοτεί αφειδώς ο γνωστός «φιλάνθρωπος» Σόρος.
Έδεσσα, Αύγουστος 2008