Δημήτρης
Ε. Ευαγγελίδης
Αφορμή για το κείμενο που
ακολουθεί στάθηκε το άρθρο ενός αξιόλογου, σοβαρού και κυρίως αξιόπιστου
δημοσιογράφου (από τους ελάχιστους που έχουν απομείνει) του Γεώργιου Π.
Μαλούχου, που διάβασα στο in.gr πριν λίγες μέρες, με τίτλο «Η ελληνική
νομαρχία», όπου μεταξύ άλλων γράφει τα εξής:
«…Το
ελληνικό πολίτευμα είναι επί της ουσίας πρωθυπουργοκεντρικό. Από αυτή την
άποψη, η ενίσχυση του γραφείου του Πρωθυπουργού με τον τρόπο που τώρα γίνεται
και η θεσμοθέτηση της δυνατότητάς του να παρακολουθεί στενά το κυβερνητικό
έργο, ανταποκρίνεται όχι μόνο στην ουσία του πολιτεύματος, αλλά, το κυριότερο,
σε πραγματικές ανάγκες. Και ακριβώς επειδή οι μεταβολές που έγιναν μέσα σε
λίγες ημέρες έχουν ουσία και συνεκτικότητα, είναι περίπου βέβαιο ότι δεν
πρόκειται να αμφισβητηθούν στο ορατό μέλλον από επόμενους πρωθυπουργούς.
Είναι
αυτά αρκετά; Αποτελούν πανάκεια; Θα «σώσουν» την Ελλάδα; Και στα τρία ερωτήματα, η απάντηση είναι απολύτως αρνητική. Η χώρα
παραμένει πτωχευμένη και υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Οι στόχοι που είναι
υποχρεωμένη να πετύχει και βραχυπρόθεσμα και σε βάθος χρόνου στραγγαλίζουν τις
ελπίδες για το «πέταγμα» που έχει τόσο ανάγκη. Εξίσου και το χρέος. Η Ελλάδα, είτε το ομολογούμε είτε όχι,
είναι νομαρχία.
Δυστυχώς,
αυτή η ελληνική νομαρχία ουδεμία σχέση έχει με εκείνη του «Ανωνύμου του
Ελληνος» που τυπώθηκε στην Ιταλία το 1806. Είναι νομαρχία με τη σύγχρονη έννοια
του όρου, στην οποία οι ουσιαστικές
αποφάσεις λαμβάνονται εκτός, με τελείως άλλα κριτήρια. Ο Ρέγκλινγκ το
επιβεβαίωσε εκ νέου μόλις προχθές: «Κάντε ό,τι θέλετε» είπε, αρκεί να μην
πειράξετε τους στόχους, ιδίως τα πλεονάσματα. Μετάφραση; Ελάχιστα είναι αυτά που μπορούν να γίνουν…» (Οι επισημάνσεις δικές
μου).
Ομολογώ ότι όχι μόνον
εντυπωσιάστηκα από το ότι γράφτηκαν αυτά
σε ένα κατ’ εξοχήν συστημικό ΜΜΕ, αλλά κυρίως για το γεγονός ότι επί
τέλους αποκαλύπτεται η ωμή πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την νεώτερη Ελλάδα
και την οποία ελάχιστοι τολμούν να διαλαλήσουν, σε αντίθεση με όσους
φενακίζονται από συνθήματα του τύπου «Η υπερήφανος και ισχυρά Ελλάς».
Η σκέψη
μου πήγε, σχεδόν αυτόματα, στο βιβλίο ενός σπουδαίου διπλωμάτη, του αείμνηστου Μιχάλη Δούντα, ο οποίος είχε διατελέσει
πρέσβυς της Ελλάδας στην Κύπρο τα κρίσιμα
χρόνια 1974-1979, μόνιμος αντιπρόσωπος
Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη, πρέσβυς στην Μόσχα, μαχητικός φίλος της Κύπρου,
αμετάθετος ως προς τα δίκαια του Κυπριακού Λαού, αλλά και Φύλακας του
Ελληνισμού. Ο Μιχάλης Δούντας είχε μάλιστα χαρακτηριστεί ως «ο ορκισμένος εχθρός
των ενδοτικών». Ευτύχησε να δει το ΟΧΙ των Κυπρίων στο Δημοψήφισμα της 24ης
Απριλίου 2004 για το «Σχέδιο Ανάν». Δεν ευτύχησε όμως να προλάβει την
κυκλοφορία του εξαιρετικού βιβλίου του με τίτλο «Είναι ανεξάρτητη η Ελλάς;», στον οποίο οφείλεται και ο τίτλος αυτού
του κειμένου. Απεβίωσε
στις 2 – 12 - 2006 σε ηλικία 74 ετών, λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει.
Μεταφέρω από το οπισθόφυλλο του εν λόγω έργου του το σχετικό
απόσπασμα που αποτελεί ένα πολύ μικρό μέρος της σκέψης του:
«…Όσο πιο γρήγορα αφυπνισθούμε από βολικούς,
παρηγορητικούς μύθους [...] που καλλιεργούνται από αδυναμίες της Ελλάδος,
κομματικά συμφέροντα, αλλά και ξένες επιρροές, τόσο ταχύτερα θα διαμορφώσουμε
ρεαλιστική πολιτική. Λαός και ηγεσία συνυπεύθυνοι των καλών και των κακών.
Διότι ο λαός, με χαλαρωμένη κατά το πλείστον αίσθηση των αξιών, επιλέγει τους
ηγέτες του σάρκα εκ της σαρκός του. Η πραγματικότητα, αδήριτη, μας αναγκάζει να
οδεύομε σε μονόδρομο προς κατοχύρωση των εθνικών συμφερόντων. Σε έσχατη
ανάλυση, δεν έχομε άλλη επιλογή από την αντίσταση. Αλίμονο στους λαούς που
πιστεύουν ότι σε αναμέτρηση με επεκτατικούς, επιθετικούς γείτονες είναι χαμένοι
από χέρι…».
Πού θέλω να
καταλήξω: Εάν δεν συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα οι μέρες μας είναι
μετρημένες διότι τα γεγονότα και οι εξελίξεις έρχονται καλπάζοντας. Και αυτή η
σκληρή, τρομακτική πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα έπαυσε να είναι ανεξάρτητη χώρα μετά την δολοφονία του Εθνικού
Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια το 1831, με ελαχιστότατες, σπάνιες εξαιρέσεις. Μετατράπηκε
σε προτεκτοράτο των ξένων, οι οποίοι έπαιρναν τις αποφάσεις και οι εδώ
τοποτηρητές τους πολιτικοί απλώς υπάκουαν.
Και τότε τι
μπορούμε να κάνουμε εμείς, ο απλός λαός, για να αλλάξουν τα πράγματα; Είναι μια
εύλογη ερώτηση που έρχεται στο μυαλό μας όταν σκεφτόμαστε αυτές τις πικρές
αλήθειες.
Η απάντηση είναι
απλή: πριν απ’ όλα να αποδεχθούμε το γεγονός ότι η χώρα μας ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ. Στην συνέχεια να σταματήσουμε να βαυκαλιζόμαστε ότι κάποιος άλλος
θα μας σώσει ή θα μας απελευθερώσει.
Βεβαίως υπάρχει
και η άποψη ότι όλα έχουν τελειώσει και η αυτή η χώρα δεν σώζεται με τίποτε.
Συχνά και σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι σκέψεις περνούν από το μυαλό μας, αλλά
αν το καλοσκεφτούμε τίποτε δεν τελείωσε, εφ’ όσον βέβαια επιθυμούμε να
αγωνιστούμε για έναν σκοπό που θα είναι μια πραγματικά ελεύθερη πατρίδα. Είναι αποδεδειγμένο ότι αν υπάρξει μια
ομάδα αποφασισμένων ατόμων με στόχους, εμπειρίες και γνώσεις του τι πρέπει να
γίνει, πολλά μπορούν να αλλάξουν. Η παγκόσμια Ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια
παραδείγματα.
Μένει να
διαπιστώσουμε ότι μπορούμε να το κάνουμε και εμείς…
ΔΕΕ