Κατασκευαστές τεχνητών
εθνοτήτων
Δημήτρης Ε. Ευαγγελίδης
Η κατασκευή τεχνητών εθνοτήτων στους νεώτερους χρόνους υπήρξε βασικό εργαλείο γεωπολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων για την αποδυνάμωση των αντιπάλων τους. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί η πολιτική της μεγάλης Πολωνίας (Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία) του 15ου - 17ου αιώνα, που κατείχε στα ανατολικά (σημερινή Ουκρανία και Λευκορωσία)* τεράστιες εκτάσεις με ρωσσικούς πληθυσμούς, τους οποίους επιχείρησε μεθοδικά να αφομοιώσει. Το σοβαρό πρόβλημα που υπήρχε ήταν ότι αυτοί οι Ορθόδοξοι πληθυσμοί αντιμετώπιζαν με καχυποψία τους Καθολικούς Πολωνούς κατακτητές. Η λύση στο πρόβλημα αυτό αναζητήθηκε με τον προσηλυτισμό στην Ουνία** και την αντιμετώπιση του πληθυσμού π.χ. ως Ουκρανών και όχι ως Ρώσσων. Επί πλέον ανάλογες προσπάθειες έγιναν και στο γλωσσικό: Οι υπαρκτές διαλεκτικές διαφορές μεταξύ της ρωσσικής γλώσσας και της ουκρανικής διαλέκτου μεγεθύνθηκαν, δημιουργήθηκε ξεχωριστό ουκρανικό κυριλλικό αλφάβητο, ενώ καλλιεργήθηκε βαθμιαία ουκρανική εθνική συνείδηση. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: Προέκυψε το ουκρανικό "έθνος".
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την περίπτωση της Αυστρίας. Σύμφωνα με την Συνθήκη του Αγίου Γερμανού ή Συνθήκη του Σαιν-Ζερμάν-αν-Λαι (γαλλ. Saint-Germain-en-Laye) που υπογράφτηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1919 μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της νεοδημιουργηθείσης «Αυστριακής Δημοκρατίας», του αυστριακού τμήματος της διαλυθείσας Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας, απαγορεύθηκε στην Αυστρία να ενωθεί με τη Γερμανία πολιτικά ή οικονομικά χωρίς την έγκριση της «Κοινωνίας των Εθνών». Σύμφωνα με αυτό τον όρο, η αρχική ονομασία του νέου κράτους «Γερμανική Αυστρία» (Deutschösterreich) μετατράπηκε σε «Αυστρία». Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι πολιτικές για την δημιουργία αυστριακής εθνικής ταυτότητας, διαφορετικής από την γερμανική, συνεχίσθηκαν με κάθε μέσο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια εργασία (1999) του Πανεπιστημίου της Βιέννης, στην οποία οι ερευνητές μεταφέρουν τις εμπειρίες τους από την μελέτη τους («Αναλυτική διερεύνηση της κατασκευής εθνικών ταυτοτήτων»)*** για το αυστριακό Έθνος (Austrian nation – sic!) και δίνουν οδηγίες και συμβουλές για το πώς μπορεί να κατασκευαστεί κατά το δυνατόν πιο ανώδυνα και αποτελεσματικά μια εθνική ταυτότητα με την χρήση κατάλληλων (πολιτικών) στρατηγικών και γλωσσικών εργαλείων!
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την περίπτωση της Αυστρίας. Σύμφωνα με την Συνθήκη του Αγίου Γερμανού ή Συνθήκη του Σαιν-Ζερμάν-αν-Λαι (γαλλ. Saint-Germain-en-Laye) που υπογράφτηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1919 μεταξύ των νικητών του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της νεοδημιουργηθείσης «Αυστριακής Δημοκρατίας», του αυστριακού τμήματος της διαλυθείσας Αυστρο-Ουγγρικής Αυτοκρατορίας, απαγορεύθηκε στην Αυστρία να ενωθεί με τη Γερμανία πολιτικά ή οικονομικά χωρίς την έγκριση της «Κοινωνίας των Εθνών». Σύμφωνα με αυτό τον όρο, η αρχική ονομασία του νέου κράτους «Γερμανική Αυστρία» (Deutschösterreich) μετατράπηκε σε «Αυστρία». Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι πολιτικές για την δημιουργία αυστριακής εθνικής ταυτότητας, διαφορετικής από την γερμανική, συνεχίσθηκαν με κάθε μέσο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια εργασία (1999) του Πανεπιστημίου της Βιέννης, στην οποία οι ερευνητές μεταφέρουν τις εμπειρίες τους από την μελέτη τους («Αναλυτική διερεύνηση της κατασκευής εθνικών ταυτοτήτων»)*** για το αυστριακό Έθνος (Austrian nation – sic!) και δίνουν οδηγίες και συμβουλές για το πώς μπορεί να κατασκευαστεί κατά το δυνατόν πιο ανώδυνα και αποτελεσματικά μια εθνική ταυτότητα με την χρήση κατάλληλων (πολιτικών) στρατηγικών και γλωσσικών εργαλείων!
____________________________
(*) Η λέξη
Ουκρανία (ουκραν. Україна – Ουκραΐνα,
ρωσ. Украина) είναι απλό τοπωνύμιο και σημαίνει κυριολεκτικά «στην άκρη» δηλ.
παραμεθόρια περιοχή και αργότερα υπήρξε ονομασία ολόκληρης της χώρας.
(**)
Υπενθυμίζουμε ότι ο όρος Ουνία (Unia)
χρησιμοποιήθηκε γιά πρώτη φορά στην Πολωνία (1596), όπου οι Ιησουΐτες συνέλαβαν
και εφήρμοσαν σχέδιο γιά την υπαγωγή των Ορθοδόξων στην Καθολική Εκκλησία. Οι
Ουνίτες ακολουθούν το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας με όλα τα εξωτερικά
χαρακτηριστικά, αλλά αναγνωρίζουν ως κεφαλή της Εκκλησίας τους τον Πάπα της
Ρώμης.
(***) Βλ. Rudolf de Cillia, Martin
Reisigland and Ruth Wodak, «The discursive
construction of national identities» εδώ: http://das.sagepub.com/content/10/2/149
Ακόμη πιο πρόσφατα, είναι γνωστές οι μεθοδεύσεις για την κατασκευή ξεχωριστής εθνότητας από την σερβική στο Μαυροβούνιο, αλλά για την κατασκευή «μακεδονικής» εθνότητας στα Σκόπια.
Μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση επιχείρησης κατασκευής τεχνητής εθνότητας είναι και η περίπτωση της Λευκορωσίας (Belarus).
Με το θέμα έχει ασχοληθεί η Ναταλία Λεστσένκο (Natalia Leshchenko), η οποία εργάζεται στο «Ινστιτούτο για τις Ιδεολογίες του Κράτους» [Institute for State Ideologies (INSTID)]. Είναι συγγραφέας του ενδιαφέροντος άρθρου (λόγω της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει) με τίτλο: «Λευκορώσοι: σε ανάγκη για ένα έθνος» (Belarusians: in need of a nation, 8 December 2010), που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα «openDemocracy»
η οποία χρηματοδοτείται από τον Τζ. Σόρος. Όπως γίνεται αντιληπτό, το άρθρο αποκαλύπτει τις λογικές και τα επιχειρήματα των «κατασκευαστών εθνοτήτων».
Αποσπάσματα
από το άρθρο ακολουθούν:
«Ο ανταγωνισμός μεταξύ των αντιτιθέμενων «σοβιετικών» και «ευρωπαϊκών»
προσεγγίσεων τροφοδοτεί την αδιέξοδη αντιπαλότητα για την ρευστή εθνική ταυτότητα
της Λευκορωσίας. Είναι καιρός να αντιστρέψουμε το ερώτημα και να επισημάνουμε
τι κοινό διαθέτουν οι Λευκορώσοι.
Μεγάλο
μέρος από τις συζητήσεις για την Λευκορωσία επικεντρώνονται στον ανατγωνισμό
ανάμεσα στην «σοβιετική» αντίληψη περί έθνους που αναπτύχθηκε από την αυταρχική
διακυβέρνηση και την «ευρωπαϊκή» αντίληψη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης.
[…]
Το
μόνιμο ερώτημα για αυτούς που επιθυμούν να κυβερνήσουν αυτήν την χώρα, είναι
εάν έχουν την ικανότητα να καθορίσουν μια κοινωνικώς αποδεκτή ιδέα για την
εθνική ταυτότητα που θα μπορέσει να ενώσει τους Λευκορώσους, δίνοντάς τους
αίσθηση σκοπού και κατεύθυνσης και να προωθήσει την ανάπτυξη της χώρας. Σε κάθε
περίπτωση είναι σημαντικό κάθε τέτοια προοπτική να στηρίζεται στην τωρινή
εμπειρία, παρά σε Ιστορικές ενοράσεις ή ερμηνείες.
[…]
Ούτε Ευρωπαίοι,
ούτε Σοβιετικοί
Η ευρύτατα διαδεδομένη εικόνα της
Λευκορωσίας ως κοινωνίας στην οποία οι οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις έχουν
τις ρίζες τους στις αντιτιθέμενες απόψεις για την εθνική ταυτότητα (φιλελεύθερη
ευρωπαϊκή σε αντίθεση με την κολλεκτιβιστική σοβιετική) δεν είναι εντελώς
αποδεκτή. Οι αφοσιωμένοι υποστηρικτές τόσο της κυβέρνησης όσο και της
αντιπολίτευσης στην Λευκορωσία είναι ελάχιστοι σε σχέση με εκείνους που
προτιμούν να προσαρμόσουν τις ζωές τους στις υπάρχουσες πολιτικές συγκυρίες
παρά να προσπαθήσουν να τις επηρεάσουν. (Ένα δημοφιλές ανέκδοτο στο Μινσκ λέγει
ότι οι προεκλογικές δαπάνες θα έπιαναν τόπο εάν αυτά τα χρήματα τα δαπανούσαν
για την επιδότηση της θέρμανσης στην χειμερινή περίοδο).
[…]
Παρά την ύπαρξη στην χώρα όχι μιας,
αλλά δύο θεωρήσεων για το έθνος, η Λευκορωσική εθνική ταυτότητα παραμένει
ασαφώς προσδιορισμένη. Η επίσημη ιδεολογική θεώρηση επικεντρώνεται κυρίως στο
κράτος παρά στο έθνος, ενώ η θεώρηση της αντιπολίτευσης είναι τόσο επηρεασμένη
από την Ιστορία με αποτέλεσμα να είναι άσχετη με την σημερινή πραγματικότητα.
Ανάμεσα και πέρα από αυτές τις παρατάξεις, η φύση του πραγματικού, υπαρκτού
έθνους παραμένει αγνοημένη και η ευκρίνεια για τον πραγματικό του χαρακτήρα
ασαφής.
Η
επίσημη ιδεολογία που προωθήθηκε από την κυβέρνηση από το 2003 είναι ένα εργαλείο, μάλλον για την συγκρότηση
κράτους παρά έθνους.****
(Η
κυβέρνηση) καθορίζει και προωθεί κρατικά σύμβολα και ενδιαφέροντα, ενώ διατηρεί
δημόσιες τελετουργίες, οι οποίες είναι πολιτικές και όχι εθνικές σε χαρακτήρα.
Αυτές είναι βεβαίως αποτελεσματικές για να προσελκύσουν τον πληθυσμό να
συμπαραταχθεί πίσω από το λευκορωσικό κράτος, όπως επιβεβαιώνεται από τα
ευρήματα των δημοσκοπήσεων, σύμφωνα με τα οποία οι Λευκορώσοι είναι
ενθουσιώδεις ως προς την διατήρηση της ανεξαρτησίας τους.
Η
κυβέρνηση και οι επίσημοι ιδεολόγοι της εντούτοις, αγωνίζονται σε σχέση με την
εθνική ταυτότητα και ελάχιστα αναφέρονται στα διακριτά χαρακτηριστικά των
Λευκορώσων ως Έθνος. Οι στίχοι του εθνικού ύμνου αρχίζουν με την δήλωση ότι
αυτοί είναι «ένας φιλειρηνικός λαός», ενώ τα ιδεολογικώς καθοδηγούμενα σχολικά
βιβλία και οι επίσημες ομιλίες περιορίζονται να σταχυολογούν και να προβάλλουν
διάφορες ιδιότητες όπως το συλλογικό πνεύμα, η προκοπή και η φιλοξενία. Αυτά
όμως δεν επαρκούν για μια συνεκτική ή συναρπαστική εθνική εικόνα που θα μπορούσε
να πείσει τους Λευκορώσους (πολύ λιγότερο να ενθουσιάσει τους ξένους εταίρους).
Το
(άλλο) στρατόπεδο που διεκδικεί την ιδιοκτησία της λευκορωσικής ιστορικής
κληρονομιάς και του εθνικού πυρήνα, δεν υπήρξε περισσότερο αποτελεσματικό στο
να εμφυσήσει στους Λευκορώσους ένα αίσθημα ταυτότητας. Οι πολιτικοί αντίπαλοι
της κυβέρνησης υποστηρίζουν την Λευκορωσία ως ευρωπαϊκό έθνος, τονίζοντας τους
στενούς δεσμούς με την Ευρώπη κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Πραγματικά, αυτοί
οι δεσμοί υπήρξαν ποικίλοι και πλούσιοι, αλλά διαμορφώθηκαν σε ένα εντελώς
διαφορετικό πολιτικό και κοινωνιο-οικονομικό περιβάλλον και δεν γίνονται
αντιληπτοί από τις καθημερινές εμπειρίες των Λεκορώσων σήμερα.
Η
Λευκορωσία δεν μπορεί ως εκ τούτου να καυχιέται για επιτεύγματα παρόμοια με το
προκάτοχο κράτος του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας των όψιμων μεσαιωνικών
χρόνων, το οποίο υπήρξε πρωτοπόρο στην νομοθετική ανάπτυξη της Ευρώπης ή
επέδειξε μεγάλη ανταπόκριση στις πολιτισμικές ευρωπαϊκές τάσεις.
_________________________________
(****) Η
επισήμανση είναι δική μας. Με αυτήν την εξόχως αποκαλυπτική πρόταση η
συγγραφέας αποδέχεται ότι δεν υπάρχει κάποιο λευκορωσικό Έθνος και ουσιαστικά
διαμαρτύρεται διότι οι κυβερνώντες ασχολήθηκαν με την οργάνωση του κράτους και
όχι με την κατασκευή μιας λευκορωσικής εθνότητας!
Αυτές οι διεκδικήσεις της αντιπολίτευσης για την
ευρωπαϊκότητα της Λευκορωσίας αποτελούν μάλλον μια πολιτική φιλοδοξία και μια
δήλωση προσκόλλησης στις δημοκρατικές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αλλά να
αναμένει ότι οι σύγχρονοι Λευκορώσοι θα εναγκαλιστούν τα ευρωπαϊκά δεδομένα
αποκλειστικά και μόνον διότι ο λαός που ζούσε κατά προσέγγιση στην ίδια περιοχή
πριν από πέντε αιώνες έκανε κάτι τέτοιο είναι ελάχιστα πιθανό.
Υπάρχει και ένα επί πλέον πρόβλημα: Το
ότι οι φιλελεύθερες αξίες για την ακρίβεια, υπερβαίνουν (και ως εκ τούτου
αψηφούν) τα εθνικά σύνορα. Η λευκορωσική αντιπολίτευση επιχειρεί να το επιλύσει
παρουσιάζοντας αυτές ως εθνικές αξίες και διεκδικώντας αυτές με την προβολή της
λευκορωσικής γλώσσας, την οποία οι περισσότεροι κάτοικοι αγωνίζονται να
μιλήσουν. Το εθνικό αφήγημα της αντιπολίτευσης προτείνει στον λαό να
είναι υπερήφανος και να ανήκει σε κάτι που προφανώς δεν αποτελεί τμήμα της
καθημερινότητάς του. Υπό το πρίσμα αυτής της σύγκρουσης δεν αποτελεί έκπληξη το
γεγονός ότι η αντιπολίτευση βρίσκει ελάχιστους υποστηρικτές και επί πλέον ό,τι
υποστηρίζει κινείται σε πολιτικό έδαφος. Το αποτέλεσμα είναι ότι, όπως ανλύει
σε σχετικό άρθρο του ο Βρετανός δημοσιογράφος Σαμ Νάιτ στην εφημερίδα THE TIMES, οι Λευκορώσοι είναι λαός κουρασμένος
από το παρελθόν του και οι οποίοι έχουν υπερβολική γνώση για την Ιστορία τους,
αλλά ελάχιστη κατανόηση για το παρόν. Χωρίς κοινή εθνική ταυτότητα, οι
Λευκορώσοι ανήκουν μάλλον σε ένα κράτος παρά σε ένα έθνος – και νοιώθουν άβολα
με αυτήν την κατάσταση.
Μια
πρόσφατη μελέτη ποιοτικών χαρακτηριστικών που διεξήχθη από το «Ινστιτούτο για τις Ιδεολογίες του
Κράτους» (INSTID)
επιβεβαιώνει αυτήν την πραγματικότητα. Όταν ο λαός ερωτάται για την εθνική του
ταυτότητα, οι αντιδράσεις είναι διδακτικές: «-Είμαι Λευκορώσος, και λοιπόν;
Έχεις πρόβλημα με αυτό;», είναι μια χαρακτηριστικά αμυντική απάντηση, που την
ακούμε συχνά.
«-Η
Λευκορωσία είναι το σπίτι μου, αλλά δεν είμαι σαν τους άλλους Λευκορώσους.
Διαφέρω πραγματικά σε πολλά με αυτούς». Αυτός ο αυτοπροσδιορισμός με τον οποίον
κάποιος παίρνει αποστάσεις από τους ομοεθνείς του (είναι αποκαλυπτική η
περιγραφή τους ως «αυτοί»), ακούγεται επίσης συχνά. Υπάρχει ακόμα και η σχεδόν
αυτόματη απάντηση, η οποία αναφέρεται στην «ανεκτικότητα», αν και συχνά
αναμιγνύεται με κυνισμό και ειρωνεία – με κάτι ελάχιστο να ακολουθεί.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι οι ερωτώμενοι εύκολα παινεύουν την χώρα και τις φυσικές
ομορφιές της, χαρακτηρίζοντας αυτή ως το σπίτι τους, αλλά σε σχέση με το έθνος
υπάρχει μια αίσθηση ενόχλησης και αμφιβολίας, που χειροτερεύει από την απουσία
ευρείας διεθνούς αναγνώρισης της χώρας. Το «εθνικό κενό» στην Λευκορωσία είναι
σχεδόν χειροπιαστή και προφανώς οδυνηρή.
Εμείς, οι Λευκορώσοι…
Μετά
από δύο δεκαετίες ανεξαρτησίας (Σημ. ΔΕΕ: Κοντεύουν ήδη να συμπληρωθούν τρεις
δεκαετίες) και με ένα σταθερό και λειτουργικό κράτος, οι Λευκορώσοι έχουν
φτάσει στο σημείο όπου χρειάζονται μια κοινή, διεθνώς αποδεκτή, γνήσια και
ικανοποιητική κατανόηση του εαυτού τους ως έθνος και ένα κοινό όραμα των στόχων
και των προτεραιοτήτων ανάπτυξης.
Η
αναζήτηση εθνικής ψυχής ήδη εξαπλώνεται πέρα από τους διαχωρισμούς των
πολιτικών παρατάξεων, αλλά τα αποτελέσματα δεν έχουν ακόμη αναγνωριστεί. Η
αναζήτηση της λευκορωσικής ταυτότητας προέρχεται από διαφορετικά μέρη, αλλά
είναι αμετάβλητα ριζωμένη σε μια προσέγγιση που στηρίζεται σε γεγονότα. Τα
πρακτορεία ειδήσεων και οι πηγές ενημέρωσης διεξάγουν διαγωνισμούς για την
καλύτερη παρουσίαση ή αφήγηση για την Λευκορωσία και ένα διαδικτυακό μέσο
πρόσφατα καθιέρωσε μια στήλη με συνεντεύξεις επιφανών ατόμων για το τι σημαίνει
γι’ αυτούς να είναι Λευκορώσοι. Μια δωδεκάδα εμπορικών επιχειρήσεων από των
χώρο κυρίως των δημοσίων σχέσεων και του μάρκετιγκ, άρχισαν να διεξάγουν
δημοσκοπήσεις πάνω σε εθνικά χαρακτηριστικά με στόχο να δημιουργήσουν ένα
εθνικό λευκορωσικό «σήμα», ενώ το Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων ίδρυσε μια
ομάδα εργασίας για την βελτίωση της εικόνας της Λευκορωσίας στο εξωτερικό.
Αυτές
οι προσπάθειες δημιουργούν ένα σώμα επιφανειακών περιγραφών για την Λευκορωσία,
οι οποίες είναι προβληματικές για δυό λόγους: Ο πρώτος είναι η ποιότητα των
καταγραφών. Ποσοτικές δημοσκοπήσεις γνώμης τύπου μάρκετιγκ σε μια χώρα όπου η
εθνικότητα αποτελεί ένα πολιτικά επιβαρυμένο θέμα είναι πιθανό να δημιουργεί
«ετοιματζίδικες» απαντήσεις παρά αυθεντικά προϊόντα βαθιάς ενατένισης. Ο
δεύτερος λόγος είναι η εφαρμοσιμότητα αυτών των ευρημάτων στο έθνος ως σύνολο:
Δεν χρειαζόμαστε ένα ακόμη περιθωριακό ή αιρετικό εθνικό αφήγημα.
Οι
προτάσεις για «υλικό εθνικής ταυτότητας» στην Λευκορωσία, ως εκ τούτου,
οφείλουν να είναι σχετικές με την σημερινή κοινωνία και εμπειρίες, δηλ. να
είναι γνήσιες και γενικώς αποδεκτές. Σε συνθήκες συνειδητού περιορισμού (ή αυτό-περιορισμού)
πολλών Λευκορώσων να εκφράσουν τις απόψεις τους, η ιδέα του Καρλ Γκούσταβ
Γιούγκ περί «συλλογικού υποσυνειδήτου», παρέχει ένα χρήσιμο και ανανεωτικό
εργαλείο διορατικότητας.
Ο
Γιουγκ εισήγαγε την έννοια του αρχετύπου για να επιχειρηματολογήσει ότι η
ατομική συμπεριφορά μπορεί να καθοδηγηθεί από υποσυνείδητες δυνάμεις που
καθορίζουν τις αντιδράσεις, τις στάσεις και τις κοσμοθεωρήσεις ενός ατόμου. Το αρχέτυπο
δεν εκλαμβάνεται ως μια ημι-μυστικιστική καταληψία ούτε το υποσυνείδητο ανήκει
στο βασίλειο των βαθέων, σκοτεινών υδάτων. Μάλλον, η ιδέα του αρχετύπου αναζητά
να ερμηνεύσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι συχνά ενεργούν «αυτόματα»
(ανακλαστικά), χωρίς δεύτερη σκέψη ή ενατένιση των πράξεών τους, παρόμοια με
ένα αεροπλάνο στον αυτόματο πιλότο. Μια τέτοια κατάσταση είναι γνωστή σε όλους
(εκτός ίσως από εκείνες τις λίγες φωτισμένες ψυχές, οι οποίες καταβάλλουν
συνειδητές και σκληρές προσπάθειες να παραμείνουν «στο παρόν» διαρκώς).
[…]
Η ομάδα
του INSTID έχοντας ως άποψη να
είναι δημιουργική, αλλά κριτική στο ζήτημα της λευκορωσικής εθνικής ταυτότητας,
διεξήγαγε μια μελέτη του λευκορωσικού εθνικού αρχετύπου. Αυτή ήταν μια μελέτη
ποιοτικών χαρακτηριστικών, η οποία περιλάμβανε παρατήρηση, όπως και ακροάσεις
και ερωτηματολόγια. Αναλύσαμε μη-προφορικές επικοινωνίες, πρότυπα συμπεριφοράς
και αντιδράσεις, απόψεις και στάσεις στις κύριες προκλήσεις της καθημερινής
ζωής σε άτομα διαφορετικής ηλικίας, επαγγελμάτων, αντιλήψεων για την ζωή –
διερευνώντας ένα υποκείμενο θέμα, μια θεμελιώδη αρχή, η οποία θα μπορούσε να
προσδιορίσει έναν κοινό παρονομαστή μεταξύ των κατά τα άλλα διαιρεμένων
Λευκορώσων.
Το
αποτέλεσμα αυτής της διερεύνησης έδειξε ότι το αρχέτυπο των Λευκορώσων ήταν
στον πυρήνα του μητρογονικό. Στηρίζεται σε αρχές μητρογονικά-συνδεδεμένες:,
ισότητα, σταθερότητα, διατήρηση, συντηρητισμός, ειρήνη και αρμονία, ενώ
απορρίπτει πατρογονικά-συνδεδεμένες αρχές, όπως επιθετικότητα, ριψοκίνδυνες
αποφάσεις, συγκρουσιακές στάσεις και συγκινησιακές υπερβολές.
Επί
πλέον, το αρχέτυπο είναι δυνατόν να καθοριστεί επακριβέστερα με αυτούς τους
όρους ως ούτε καθαρά μητρογονικό, ούτε να αντιστοιχεί σε μια Σειρήνα, μάλλον οι
διακριτές συμβολικές ιδιότητες είναι ενσωματωμένες περισσότερο με την έννοια
μιας αρχοντικής κυρίας, ακόμα και μιας αυτοκράτειρας ή μιας υπερήφανης
νοικοκυράς: Μια ώριμη, σταθερή γυναίκα η οποία διαχειρίζεται ένα νοικοκυριό. Οι
κύριες ιδιότητες αυτού του τύπου είναι Επιμέλεια, Αποτελεσματικότητα,
Πρακτικότητα, Λιτότητα, αίσθημα φιλοξενίας και υγιής ρεαλισμός.
Τέτοιου
είδους ευρήματα δεν υποδηλώνουν ότι οι Λευκορώσοι διακρίνονται από τα άψογα
νοικοκυριά (αν και πολλά από αυτά είναι), αλλά μάλλον ότι ως εθνότητα συνδέουν
τους εαυτούς τους με τις αρχές, τις αξίες, τις στάσεις και τις διαθέσεις τους με τρόπους που
οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως κοινούς και χαρακτηριστικούς για αυτούς.
Ένας Πρόεδρος για τον αρχετυπικό
Λευκορώσο
[…]
Το
συμπέρασμα είναι ότι οι φιλόδοξοι πολιτικοί ηγέτες στην Λευκορωσία χρειάζονται
να λάβουν υπ΄όψη μια κοινή εθνική ταυτότητα, όχι μόνον απευθυνόμενοι στους
ψηφοφόρους, αλλά και για τις μεταγενέστερες εκλογές, καθώς και να αποκτήσουν
ένα όραμα για αναπτυξιακές προτεραιότητες της Λευκορωσίας. Η κατανόηση των
αρχετυπικών εθνικών τάσεων μπορεί να αποτελέσει την βάση για την χάραξη της
οικονομικής-αναπτυξιακής στρατηγικής και τις προτεραιότητες για τις επενδύσεις.
Συνεπώς,
προτείνουμε ότι οι βιομηχανίες
«συντήρησης» - φροντίδα υγείας, αναψυχής, χρονομέτρησης, ασφαλούς επένδυσης, φυσικών
και οργανικών τροφών και υλικών – θα μπορούσαν να είναι πολύ επιτυχείς και
συμβουλεύουμε εναντίον δραστηριοτήτων που σχετίζονται με ριψοκίνδυνες επενδύσεις, κατασκευή βαρέων μηχανημάτων ή με
πρωτοποριακές (μοντέρνες) τέχνες. Το αρμονικό, φιλειρηνικό και
αντι-συγκρουσιακό αρχέτυπο υποδεικνύει επίσης μια εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ουδετερότητα και στις ισορροπημένες σχέσεις με όλους
τους γείτονες της Λευκορωσίας χωρίς σαφή προτίμηση προς οποιαδήποτε
πλευρά.
Επίγνωση
και αναγνώριση της εθνικής ταυτότητας της χώρας είναι επίσης ουσιαστικές για
την δημιουργία αυτοσεβασμού και εκτίμησης της εθνικότητάς τους μεταξύ των ιδίων
των Λευκορώσων. Αυτό επίσης θα μπορέσει να δώσει τέλος στις επώδυνες συγκρίσεις
με τους γείτονες, κοντινούς και μακρινούς και να δημιουργήσει το θεμέλιο για
την αξιόπιστη και αρμονική ανάπτυξη του έθνους στο μέλλον.
Μια κοινή εθνική ταυτότητα βρίσκεται
στην κορυφή της ημερήσιας διάταξης των Λευκορώσων και όσο νωρίτερα υλοποιηθεί
τόσο το καλύτερο για το έθνος.
Στην εστία
Η
απάντηση στο ζήτημα του ανταγωνισμού μεταξύ ευρωπαϊκής και σοβιετικής εθνικής
ταυτότητας που είχε τεθεί στην αρχή αυτού του άρθρου είναι ότι από τις δύο
ουδεμία εξυπηρετεί πραγματικά την ανάγκη των Λευκορώσων για (απόκτηση) εθνικής
ταυτότητας με πειστικό τρόπο. [...]
Πραγματικά, αυτό μετράει ουσιαστικά περισσότερο από την ταυτότητα του νικητή των εκλογών της 19ης Δεκεμβρίου 2010. Και τούτο διότι τελικά πολιτική νομιμοποίηση θα μπορεί να προσδώσει μόνον εκείνος ο ηγέτης που θα παράγει μια συνεκτική, σχετική, αξιόπιστη και συνοπτική ιδέα για το τι είναι οι Λευκορώσοι ως έθνος. Θα βοηθήσει πάντως να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε ως μια γυναίκα υπερήφανη για το σπιτικό της.
Πραγματικά, αυτό μετράει ουσιαστικά περισσότερο από την ταυτότητα του νικητή των εκλογών της 19ης Δεκεμβρίου 2010. Και τούτο διότι τελικά πολιτική νομιμοποίηση θα μπορεί να προσδώσει μόνον εκείνος ο ηγέτης που θα παράγει μια συνεκτική, σχετική, αξιόπιστη και συνοπτική ιδέα για το τι είναι οι Λευκορώσοι ως έθνος. Θα βοηθήσει πάντως να αρχίσουμε να σκεπτόμαστε ως μια γυναίκα υπερήφανη για το σπιτικό της.
Κριτική του άρθρου
Όπως προαναφέρθηκε, το παραπάνω άρθρο
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εξαιρετικά αποκαλυπτικές τοποθετήσεις
της «ερευνήτριας» για τις μεθοδεύσεις που εφαρμόζουν οι «κατασκευαστές
εθνοτήτων», με τις οποίες επιδιώκονται αφ’ ενός η επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων βραχυπρόθεσμα και αφ’
ετέρου η σταδιακή οικοδόμηση μακροπρόθεσμων γεωπολιτικών επιδιώξεων.
Υπενθυμίζουμε
ότι η Λευκορωσία αποτελούσε μια περιοχή, κατοικούμενη από ορθόδοξους στην
πλειονότητα πληθυσμούς στενά συγγενείς με τους Ρώσσους, τα εδάφη της οποίας
διεκδικούσαν τόσο η Καθολική Πολωνία, όσο και η ορθόδοξη τσαρική Ρωσσία. Μετά
τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα εδάφη της Λευκορωσίας διαμοιράσθηκαν μεταξύ της
ανασυσταθείσης ως ανεξάρτητο κράτος Πολωνίας και της Σοβιετικής πλέον Ρωσσίας, η
οποία δημιούργησε την «Λευκορωσική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία» (Byelorussian Soviet Socialist Republic),
ως συστατικό τμήμα της «Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών» (ΕΣΣΔ).
Μετά την λήξη του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, η ΕΣΣΔ απέσπασε από την Πολωνία τα
λευκορωσικά εδάφη, τα οποία προσάρτησε στην Σοβιετική Λευκορωσία.
Με την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας στις 27
Ιουλίου 1990 η Λευκορωσία κηρύχθηκε ανεξάρτητη και στις 8 Δεκεμβρίου 1991 η
ανεξαρτησία της (όπως και της Ουκρανίας) αναγνωρίσθηκε επισήμως από την Ρωσσία,
στην Συνθήκη που υπέγραψαν οι τρεις ηγέτες.
Στις προεδρικές εκλογές του 1994, ο
παντελώς άγνωστος μέχρι τότε Αλέξανδρος Λουκασένκο ψηφίσθηκε (με 80% στον
β΄γύρο) ως πρώτος Πρόεδρος της ανεξάρτητης πλέον Λευκορωσίας, κερδίζοντας και
τις εκλογές του 2001, του 2006, του 2010 και του 2015 κυβερνώντας την χώρα με
σιδηρά πυγμή.
Έχοντας υπ’ όψη τα παραπάνω γίνεται
εύκολα αντιληπτό το γεγονός γιατί στην Λευκορωσία δεν αποτολμήθηκε κάποια
«πορτοκαλί επανάσταση» τύπου Ουκρανίας και η
απόσπασή της από την ρωσική επιρροή επιχειρείται σε πρώτη φάση στην
ουδετεροποίησή της, όπως προτείνει και το παραπάνω άρθρο.
Όπως διαπιστώνεται από τα σημεία που
επισημάναμε με έντονα γράμματα, ακόμη και η ίδια η συγγραφέας του άρθρου
παραδέχεται ότι δεν υπάρχει «λευκορωσική εθνική συνείδηση» στον ανομοιογενή
ούτως ή άλλως πληθυσμό, ο οποίος είναι ικανοποιημένος ως πολίτης μιας
ανεξάρτητης από την Ρωσσία χώρας. Οι προσπάθειες επομένως των «κατασκευαστών
εθνοτήτων» είναι:
α. Να δημιουργηθεί έστω μια ρευστή και
ασαφής «εθνική ταυτότητα», η οποία θα καλλιεργήσει την διαφορετικότητα και
βαθμιαία την αντιπαλότητα με την Ρωσσία.
β. Ως κίνητρο προβάλλεται η οικονομική
ανάπτυξη της χώρας, για την οποία απαραίτητη προϋπόθεση θεωρείται η ύπαρξη
εθνικής ταυτότητας, μια πρωτόγνωρη και περίεργη θεωρία που συνδέει δύο εντελώς
διαφορετικά πράγματα
γ. Ανασύρεται από τα αζήτητα η
αμφιλεγόμενη θεωρία περί αρχετύπων
του σημαντικού Ελβετού Ψυχολόγου Καρλ-Γκούσταβ Γιούγκ, η οποία μάλιστα είχε
κατηγορηθεί ότι υποκινεί φυλετικές απόψεις και συμβαδίζει με ορισμένες
ναζιστικές θεωρήσεις.
δ. Γίνονται «έρευνες» και δημοσκοπήσεις
με βάση τις «κακόφημες» αρχετυπικές προσεγγίσεις (προφανώς στην λογική «ο
σκοπός αγιάζει τα μέσα») και οι οποίες έδειξαν «ότι το αρχέτυπο των Λευκορώσων
ήταν στον πυρήνα του «μητρογονικό»!
ε.
Στηριζόμενοι στα «ευρήματα» αυτά, οι ερευνητές του χρηματοδοτούμενου από τον
Σόρος Ινστιτούτου, προτείνουν ένα μοντέλο ανάπτυξης με επενδύσεις στις «βιομηχανίες “συντήρησης” δηλ. φροντίδας
υγείας, αναψυχής, χρονομέτρησης, ασφαλούς επένδυσης, φυσικές και οργανικές
τροφές και υλικά», που όπως
ισχυρίζονται «θα μπορούσαν να είναι πολύ επιτυχείς», ενώ αντίθετα συμβουλεύουν
εναντίον «ριψοκίνδυνων επενδύσεων,
κατασκευής βαρέων μηχανημάτων ή πρωτοποριακές (μοντέρνες) τέχνες». Με άλλα
λόγια επιχειρείται να μετατραπεί η Λευκορωσία σε μια χώρα Λωτοφάγων και «φρόνιμων»
πολιτών, με βάση το …μητρογονικό αρχέτυπο, που απαιτεί «ισότητα, σταθερότητα,
διατήρηση, συντηρητισμό, ειρήνη και αρμονία»!
στ.
Τέλος, φθάνουμε στην «ταμπακιέρα», δηλ. τι ακριβώς επιδιώκουν οι κατασκευαστές
εθνοτήτων: «Το αρμονικό, φιλειρηνικό και αντι-συγκρουσιακό αρχέτυπο υποδεικνύει
επίσης μια εξωτερική πολιτική βασισμένη
στην ουδετερότητα και στις
ισορροπημένες σχέσεις με όλους τους γείτονες της Λευκορωσίας χωρίς σαφή
προτίμηση προς οποιαδήποτε πλευρά».
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφερθεί ότι
εκείνη την κρίσιμη περίοδο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2010 στην
Λευκορωσία, υπήρχε ένας καταιγισμός από άρθρα ξένων, αλλά και εγχώριων
«αναλυτών», με κεντρικό θέμα την «εθνική ταυτότητα».
Δυστυχώς
για τους «κατασκευαστές», η προσπάθειά τους απέτυχε παταγωδώς, όπως και η
«αραβική άνοιξη». Ίσως κάποιοι λαοί αρχίζουν να ξυπνούν...
ΔΕΕ